συρτάκι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | συρτάκ |
συρτάκ | ||
γενική | — | — | ||
αιτιατική | συρτάκ |
συρτάκ | ||
κλητική | συρτάκ |
συρτάκ | ||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συρτάκι: νεολογισμός 1964 < συρτός + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συρτάκι ουδέτερο
- (χορός) διάσημος ελληνικός χορός
π ο υ χορεύεταιμ ε αργές κινήσειςτ ο υ χασάπικουκ α ι σ τ η συνέχειαμ ε προοδευτικάπ ι ο γρήγορες κινήσεις. Πρωτοεμφανίστηκετ ο 1964 στην ταινία Ζορμπάςο Έλληναςσ ε μουσική Μίκη Θεοδωράκη
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
συρτάκι
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'παιδάκι' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις
μ ε υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χορός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)