-τέχνημα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -τέχνημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τέχνημα < τέχνημα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈte.xni.ma/- τυπογραφικός συλλαβισμός : -τέ‐χνη‐
μ α
Επίθημα
[επεξεργασία]-τέχνημα ουδέτερο
- επίθημα ουσιαστικών
τ α οποία αναφέρονταισ ε έργοτ ο οποίο έχειτ α χαρακτηριστικάτ ο υ α ' συνθετικού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ "-τέχνημα" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- -τέχνημα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'όνομα' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)