oneself < one + -self
oneself (en) (αυτοπάθεια τ たう ο おみくろん υ うぷしろん one )
(αυτοπαθής αντωνυμία ) τ たう ο おみくろん ν にゅー εαυτό τ たう ο おみくろん υ うぷしろん
↪ One must take care of oneself .
Πρέπει κανείς ν にゅー α あるふぁ φροντίζει τ たう ο おみくろん ν にゅー εαυτό τ たう ο おみくろん υ うぷしろん .
αγγλικές αντωνυμίες - English pronouns
Πίνακας γ がんま ι いおた α あるふぁ αγγλικές αντωνυμίες (pronouns ). Τύποι τ たう ο おみくろん υ うぷしろん προφορικού λόγου σ しぐま ε いぷしろん (παρένθεση). Απαρχαιωμένοι τύποι ανάμεσα σ しぐま ε いぷしろん {αγκύλες}.
προσωπικές αντωνυμίες personal pronouns
αυτοπαθείς reflexive
κτητικές possessive pronouns
possessive determiners κτητικοί προσδιορισμοί ουσιαστικών
πρόσωπα persons
αριθμοί numbers
ονομαστική υποκειμένουsubjective
αιτιατική αντικειμένουobjective
α΄ 1st
ενικός singular
I (me )
me
myself
mine
my
πληθυντικός plural
we
us
ourselves
ours
our
β΄ 2nd
ενικός singular
you {thou }
you {thee }
yourself {thyself }
yours {thine }
your {thy } {thine π ぱい ρ ろー ο おみくろん φωνηέντων }
πληθυντικός plural
you {ye }
you
yourselves
yours {yourn }
your
γ΄ 3rd
ε いぷしろん ν にゅー .sing.
αρσενικό masculine
he
him
himself
his
his
θηλυκό feminine
she
her
herself
hers
her
ουδέτερο neuter
it
it
itself
its
its
χωρίς γένος genderless
they
them
themself themselves
theirs
their
χωρίς γένος, λόγιο
one
one
oneself
—
one's
πληθυντικός plural
they
them ('em )
themselves
theirs
their
άλλες αντωνυμίες
αλληλοπαθείς • reciprocal
each other , one another
αναφορικές • relative
that , which , who , whom , whose
δεικτικές • demonstrative
this (πληθυντικός : these ), that (πληθυντικός : those )
αόριστες • indefinite
Κατηγορία:Αόριστες αντωνυμίες (αγγλικά) όπως any , one , someone , ...
ερωτηματικές • interrogative
Κατηγορία:Ερωτηματικές αντωνυμίες (αγγλικά) όπως how many ? which ?