oneself

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
oneself < one + -self

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

oneself (en) (αυτοπάθεια τたうοおみくろんυうぷしろん one)

  • (αυτοπαθής αντωνυμία) τたうοおみくろんνにゅー εαυτό τたうοおみくろんυうぷしろん
    One must take care of oneself.
    Πρέπει κανείς νにゅーαあるふぁ φροντίζει τたうοおみくろんνにゅー εαυτό τたうοおみくろんυうぷしろん.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σしぐまεいぷしろんλらむだ. 411. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κανείς