ΗΔήλος, (αρχαία αττική διάλεκτος: Δῆλοςκαιδωρική: Δᾶλος), είναι μικρή νήσος τωνΚυκλάδων, δυτικά της Μυκόνου. Στην αρχαιότητα υπήρξε ιδιαίτερα διάσημη ως γενέτειρα της θεάς Αρτέμιδοςκαιτου θεού Απόλλωνος, εξουκαιη επωνυμία τουΔήλιοςκαιεκ τούτου σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο που εξελίχθηκε ομοίως καισε εμπορικό. Ο κάτοικος της Δήλου καλείται Δήλιος, ή Δηλιεύς (στον πληθυντικό Δήλιοι ή Δηλιείς, αντίστοιχα).
Σήμερα η νήσος Δήλος υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Μυκόνου. Ο πληθυσμός του, σύμφωνα μετην απογραφή του 2011, είναι 24 κάτοικοι, οι οποίοι ανήκουν κατά κύριο λόγο στο προσωπικό του αρχαιολογικού χώρου καιτου αρχαιολογικού μουσείου της Δήλου (φύλακες και διοικητικοί). Το νησί διαθέτει επίσης μικρό λιμανάκι στη δυτική του πλευρά, το οποίο εξυπηρετεί τα τουριστικά πλοιάρια που φέρνουν επισκέπτες γιατον αρχαιολογικό χώρο. Τα περισσότερα αναχωρούν από τη γειτονική Μύκονο.
Μετο όνομα Δήλες (στον πληθυντικό) φέρονται ομού, ως σύμπλεγμα νησίδων, η Δήλος καιη γειτνιάζουσα βορειοδυτικά και μεγαλύτερη αυτής ερημονησίδα Ρήνεια, διακρινόμενες μεταξύ τους μετα ονόματα Μικρά Δήλος (η Δήλος) καιΜεγάλη Δήλος (η Ρήνεια). Στους παλαιότερους χάρτες των περιηγητών καιοι δύο νησίδες αναφέρονται μετο όνομα «Sdiles», εκ παραφθοράς της φράσης «εις Δήλες», ή «στις Δήλες».
Το νησί της Δήλου ήταν ένα από τα σημαντικότερα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, με ναούς να τιμούν τη γενέτειρα των δίδυμων θεών Απόλλωνος και Αρτέμιδος. Η Δήλος ήταν σημαντική σε τρεις διαφορετικές αρχαίες εποχές για τρεις διαφορετικούς σκοπούς: ως θρησκευτικό χώρο, ως θησαυροφυλάκιο της Αθηναϊκής Συμμαχίας, και ως εμπορικό λιμάνι.
Η Δήλος, ή Δήλες βρίσκονται ΒΔ της Νάξου, Β. της Πάρου, ΒΑ. της ΣίφνουκαιΣερίφου, 17 ν. μίλια ακριβώς Α. της Σύρου, ΝΑ. της ΆνδρουκαιΤήνουκαι μόλις 2 μίλια ΝΔ. της Μυκόνου. Στην έκκεντρη θέση αυτή της Δήλου ως προς τα προηγούμενα νησιά, όλα ορατά από υψώματα των Δηλών, φέρεται να αποδόθηκε από τους αρχαίους γεωγράφους, καιη ονομασία τους σεΚυκλάδες, σε αντίθεση μετα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου καλούμενα «Σποράδες». Εξου μάλιστα καιη αρχαία ποιητική ονομασία της νήσου «Ιστίη» (= εστία), κατά Καλλίμαχο.
Η Δήλος έχει σχήμα κανονικό επίμηκες, κείμενη κατά διεύθυνση Βορρά - Νότου, δίνοντας την εικόνα αναρτημένης χλαμύδας, εξουκαιοι αρχαίοι την αποκαλούσαν επίσης «Χλαμυδία», (Πλίνιος, Στέφανος Βυζάντιος). Το μέγιστο μήκος της είναι 5 χλμ.καιτο μέγιστο πλάτος της 1,3 χλμ., οδε περίπλους της 5,5 μίλια. Η συνολική της έκταση είναι 6,85 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Τη νήσο διατρέχει σε όλο το μήκος της μια κεντρική λοφοσειρά με κυριότερες κορυφές από Β. προς Ν. την «Γκαμήλα» (με υψόμετρο 52,5 μ., ΝΔ. αυτής και πίσω από το αρχαιολογικό μουσείο οι «Πλάκες» (38,5 μ.). Ακολούθως περί το μέσον της νήσου και μετά από ένα ανώνυμο λόφο (73,5 μ.) υψώνεται το λεγόμενο «Κάστρο» που πρόκειται γιατο αρχαίο όρος «Κύνθος», με υψόμετρο 115 μ. αποτελώντας το υψηλότερο σημείο του νησιού. Εξ αυτού καιοι παράλληλες ποιητικές αρχαίες ονομασίες της νήσου «Κυνθία», «Κυνθιάς», «Κύναιθος» και «Κυναιθώ». Στη συνέχεια, ΝΔ. του προηγουμένου, βρίσκεται η «Γκλαστροπή» (36 μ.) ακολουθώντας στο νότιο μέρος της νήσου καιστο κέντρο αυτής η κορυφή «Κάτω Βάρδια» (83 μ.). Η Δήλος στερείται πηγών και συνεπώς ποταμών. Τα όμβρια ύδατα σχηματίζουν μόνο τον χειμώνα ξεροπόταμους που ρέουν κάθετα της λοφοσειράς καιπου εκβάλουν στη θάλασσα. Σημαντικότερος εξ αυτών είναι αυτός που σχηματίζεται στις ΒΔ πλαγιές του Κύνθου καιπου εκβάλει δυτικά, Β. του λιμένος. Είναι ο ονομαστός των αρχαίων «Ινωπός», που λεγόταν ότι τα νερά του λάμβανε από τον ποταμό Νείλο. Μοναδική κοιλάδα της νήσου είναι αυτή που σχηματίζεται δυτικά του λόφου Κύνθου, στην οποία και αναπτύχθηκε το ιερό της Δήλου, η αρχαία πόλη καιη αρχαία τεχνητή «ιερά λίμνη». Το κλίμα της Δήλου, ανκαι μεσογειακό, χαρακτηρίζεται περισσότερο άνυδρο με μεγάλη περίοδο ετήσιας ξηρασίας που αρχίζει από το τέλος της Άνοιξης και συνεχίζει μέχρι τα μέσα του Φθινοπώρου. Ηδε περιορισμένη χλωρίδα της Δήλου, μόνο πόες, αναπτύσσεται κυρίως από την πρωινή δρόσο. Η ηλιοφάνεια της Δήλου θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες του ελληνικού χώρου. Οιδε ισχυροί άνεμοι που πνέουν συχνά στην περιοχή, κυρίως βόρειοι, παρέχουν μία εκπληκτική ορατότητα που φθάνει ακόμα καιτα 30 ν.μίλια.
Η Χαρτογράφηση της Δήλου φέρεται να ξεκίνησε από τον μεσαίωνα μαζί μετην ευρύτερη περιοχή των Κυκλάδων. Ειδικότερα όμως της Δήλου, ως μεμονωμένης νήσου ξεκίνησε ουσιαστικά από τη «Γαλλική αρχαιολογική σχολή της Αθήνας» που πρώτη ξεκίνησε και τις αρχαιολογικές ανασκαφές στη νήσο, καθιστάμενη έτσι η αρχαιότερη επιστημονική χαρτογράφηση ελληνικής νήσου. Ως εκ τούτου η ιστορία αυτής παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτος επιστημονικός υδρογραφικός χάρτης της Δήλου ήταν αυτός που εκπονήθηκε από τοΒρετανικό Ναυαρχείομε αριθμό 1815 και που εκδόθηκε το 1847. Το 1876 οι Γάλλοι εξέδωσαν νεότερο χάρτη ο οποίος και μετατράπηκε σε γεωλογικό. Το 1908 τη νέα χαρτογράφηση της Δήλου ανέλαβε η ελληνική Στρατιωτική χαρτογραφική υπηρεσία διατου αξιωματικού Χρυσανθακόπουλου, η οποία και εξέδωσε το επόμενο έτος τον πρώτο ελληνικό χάρτη της Δήλου.
Πρώτος που μελέτησε επισταμένα, επί διετία (1906-1908), τη γεωλογική σύσταση της Δήλου ήταν ο σπουδαίος Γάλλος γεωλόγος Λουκιανός Καγιέ {Lucien Cayeux] (1864-1944), εκπονώντας σχετική μελέτη υπό τον τίτλο «Description physique de l'ile de Délos», καιη οποία δημοσιεύτηκε το 1911 ως 4ο τεύχος της «Explor de Délos» της Γαλλικής (αρχαιολογικής) Σχολής Αθηνών. Γεωλογικά η Δήλος συνίσταται από γρανίτη, γνευσίουκαισχιστόλιθου ηφαιστειογενούς προέλευσης που περιγράφει αναλυτικά οΛ. Καγιέ στην παραπάνω έρευνά του ακολουθώντας την περί Αιγηίδας αρχαία χώρα, κατά θεωρία του Φιλίπσον, δικαιολογώντας τη γεωλογική δημιουργία - εμφάνιση της Δήλου. Αξίζει όμως ν' αναφερθεί ως προς τη Δήλο, ότι ο Έλληνας γεωλόγος - μεταλλειολόγος Φωκίων Νέγρης (1846-1928) μετη δική του θεωρία περί ανύψωσης της στάθμης των υδάτων της Μεσογείου, έλαβε ως βάση τη νήσο Δήλο. Λαμβάνοντας αφορμή εξ αυτού οΛ. Καγιέ αντέκρουσε τονΦ. Νέγρη μετο άρθρο του «Fixité du niveau de la Mediterranée à l'époque historique», που δημοσιεύτηκε στον XIV τόμο του 1907 των «Annales de Géographie». Επ΄ αυτού ακολούθησε απάντηση τουΦ. Νέγρη υπό τον τίτλο «Délos et la tyansgression aciuelle des mers», που δημοσιεύτηκε επίσης το ίδιο έτος.
Το έδαφος της Δήλου παρουσιάζεται σήμερα ιδιαίτερα τραχύ και βραχώδες ως συνέπεια του γεωλογικού σχηματισμού της. Ο γρανίτης της Δήλου έχοντας διακριθεί γιατην άριστη ποιότητά του άρχισε να λατομείται από το 1928 και να διοχετεύεται σε μεγάλες ποσότητες στην Αθήνα για έργα οδοποιίας σε χρήση γρανιτάσφαλτου. Δένδρα δεν υφίστανται στη Δήλο, ανκαιστην αρχαιότητα φέρεται να είχε πολλά, σύμφωνα με επιγραφές, ηδε χλωρίδα της είναι πολύ φτωχή.
Γενικά η βόρεια και βορειο-ανατολική ακτή της Δήλου παρουσιάζει έντονα τα φαινόμενα διάβρωσης και κατακερματισμού λόγω των ισχυρών βορείων ανέμων που πνέουν ιδιαίτερα συχνά στην περιοχή καιτων υψηλών κυμάτων που δημιουργούν καιπου ξεσπούν σ' αυτή. Έτσι το βόρειο τμήμα της απολήγει σε δύο μικρά αντιτακτά απόκρημνα ακρωτήρια μεΒΑ. κατεύθυνση δημιουργώντας μεταξύ τους τον όρμο Χάλαρο, ασφαλής μόνο σεΝΑ., Ν. καιΝΔ. ανέμους Τομεν δυτικό ονομάζεται «ακρωτήριο Μόρου», τοδε ανατολικό «Κακό ακρωτήρι», ή «ακρωτήριο Πατηνιώτης». Επί της ανατολικής πλευράς καισε απόσταση 0,5 χλμ νότια του προηγουμένου σχηματίζεται μικρός ορμίσκος καλούμενος «Γούρνα» ασφαλής για αγκυροβολία σε βόρειους, βορειοδυτικούς, δυτικούς και νοτιοδυτικούς ανέμους. Νοτιότερα αυτής είναι ο κάβος ή «ακρωτήριο Συκιά» στη νότια πλευρά του οποίου σχηματίζεται ο ομώνυμος ορμίσκος. Παρά την ακτή αυτού η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ερείπια αρχαίας εβραϊκής συναγωγής.
Η υπόλοιπη νοτιότερα ανατολική ακτή δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω του ότι οι μικροί κάβοι, απολήξεις λόφων, καιοι δημιουργούμενοι ορμίσκοι δεν παρέχουν πρόσβαση στο εσωτερικό της νήσου. Στο νότιο μέρος της νήσου, ακριβώς νότια του λόφου «Κάτω Βάρδια» σχηματίζεται όρμος - αγκάλη ασφαλής στους βόρειους ανέμους. Το δυτικό άκρο αυτής συνεχίζει ως μικρή χερσόνησος καταλήγοντας στο ακρωτήριο Γρανίτης που είναι καιτο νοτιότερο άκρο της νήσου. Ουσιαστικά πρόκειται για μικρή τριγωνική νησίδα σχήματος σπονδύλου, καλούμενη «Χερρόνησος» που προβάλει όντως ως χερσόνησος, προσβάσιμη από ξηράς δι' απλού άλματος.
Ακολουθώντας τη δυτική ακτή της νήσου από νότο προς βορρά που αποτελεί καιτην ανατολική πλευρά του διαύλου ή Στενού Δήλου, μετά της Ρήνειας σημαντικότερα σημεία της είναι ο όρμος Φούρνοι, περί το μέσον του διαύλου, εγγύτατα του οποίου βρίσκονται τα αρχαία λατομεία. Βορειότερα αυτού απαντώνται οι μικρές βραχονησίδες «Μεγάλος Ρεμαατιάρης» και «Μικρός Ρεματιάρης», σε ευθεία διάταξη κατά διεύθυνση του στενού. Έναντι των «Ρεματιάρηδων» επί της ακτής της Δήλου βρίσκεται ο «ορμος Λιμνιώνας» όπου καιοι δύο αρχαίοι λιμένες της Δήλου: ο «ιερός λιμένας» καιο «εμπορικός λιμένας» βόρεια και συνέχεια του προηγουμένου. Δυστυχώς τα απορρίμματα εκτων πρώτων ανασκαφών ρίχθηκαν για ευκολία στη θάλασσα ακριβώς στη θέση του ιερού λιμένα. Παρά τις εν λόγω όμως επιχώσεις παραμένουν ορατά σε γαλήνη τμήματα του αρχαίου λιμενοβραχίονα. Σημειώνεται ότι όλη η ακτή από τον Λιμνιώνα μέχρι τον νοτιότερο προηγούμενο όρμο Φούρνοι στην αρχαιότητα αποτελούσε εμπορική παραλία. Βορειότερα του όρμου Λιμνιώνα βρίσκεται ο «όρμος Σκαρδανάς» που είναι καιο βορειότερος της δυτικής ακτής της Δήλου, παρέχοντας ασφάλεια σεΒΑ., Α., ΝΑ., Ν., καιΝΔ. ανέμους και αντίστοιχους κυματισμούς. Σημειώνεται ότι στον όρμο αυτόν κατέληγε αρχικά ο ιερός ποταμός Ινωπός, ενώ αργότερα με τεχνητά μέσα οι αρχαίοι Δήλιοι μετατόπισαν την εκβολή τουστον ιερό λιμένα.
Η Δήλος παρά το τέλος της αρχαίας ακμής της και της τελείας ερήμωσης που ακολούθησε φαίνεται πως ποτέ δεν λησμονήθηκε. Το όνομά της παρέμεινε σ' όλους τους μεταγενέστερους με αμείωτη φήμη και θαυμασμό. Έτσι με τις πρώτες μεσαιωνικές χαρτογραφήσεις του Αιγαίου η Δήλος υπήρξε από τις πρώτες περιοχές του ελλαδικού χώρου που προκάλεσαν το ενδιαφέρον ιστορικών ερευνητών και αρχαιολόγων για ανασκαφές, τη χρηματοδότηση των οποίων ανέλαβαν στη συνέχεια αυτοκράτορες και ευγενείς. Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας όπου το ενδιαφέρον ήταν περισσότερο στραμμένο στο εμπόριο δεν αναπτύχθηκε καμία αρχαιολογική έρευνα. Πρώτος που επιχείρησε αρχαιολογική ανασκαφή στη Δήλο ήταν ο Ολλανδο-πρώσος στην καταγωγή, λόγιος αξιωματικός του ρωσικού στρατού, Pasch van Krienen, που τελούσε σε ειδική υπηρεσία, επί Αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης, το1772, κατά την περίοδο πουοι Κυκλάδες τελούσαν υπό ρωσική κατοχή. Ένα μεγάλο μέρος των ευρημάτων της πρώτης αυτής ανασκαφής κατέληξαν στηνΑγία Πετρούπολη όπου και εκτίθενται σήμερα στο περίφημο μουσείο Ερμιτάζ, ενώ ένα άλλο μικρότερο μέρος κατέληξε στοΒουκουρέστι. Το1813ο τότε τσάρος της Ρωσίας, μέσω του Ρώσου πρέσβη στηνΚωνσταντινούπολη Ανδρέα Ιταλίσκη, φέρεται να χρηματοδότησε τον Χρύσανθο εξ Ιωαννίνων, που διατελούσε σχολάρχης στη Μύκονο, γιατη συγγραφή και έκδοση βιβλίου σχετικά με τις γλυπτές αρχαιότητες της Δήλου που ήταν μόνιμα καταφανείς στην επιφάνεια ή που είχαν βρεθεί τυχαία από γεωργούς. Η έκδοση όμως τουεν λόγω βιβλίου ματαιώθηκε για άγνωστους λόγους, Πιθανολογείται ο κίνδυνος της αρπαγής των μνημείων που ενδεχομένως θα προκαλούσε. Κατά τηνελληνική επανάσταση του 1821, όπου τοφιλελληνικό ρεύμαστην Ευρώπη υπήρξε ιδιαίτερα έντονο, αρχαιολογικό ενδιαφέρον γιατη Δήλο επέδειξε ο παρά τον Βασιλέα της Γαλλίας, Γάλλος αρχαιολόγος ευγενής Πέτρος - Λουδοβίκος 1ος δούκας της Μπλάκας, που όμως για άγνωστους λόγους ματαίωσε τη χρηματοδότηση των ανασκαφών. Το 1829 τα μέλη της «Expédition scientifique de Morée» επεχείρησαν μια μικρή ανασκαφή χωρίς όμως άξια λόγου αποτελέσματα. Η πρώτη καθαρά επιστημονική ανασκαφή στη Δήλο ξεκίνησε επί βασιλείας Γεωργίου του Α΄, το1873, από τηΓαλλική αρχαιολογική σχολή Αθηνών.
Η Γαλλική Σχολή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1846 επί βασιλείας Όθωνα Α΄ και πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη, αρχηγού του γαλλικού κόμματος. μετά από συνεννοήσεις που είχε ο δεύτερος μετον τότε πρέσβη της Γαλλίας στην Αθήνα Θ. Πισκατορύ, στα πλαίσια σύσφιξης των πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων του νεοσύστατου Βασιλείου της Ελλάδος μετη Γαλλία. Έτσι περίπου 30 χρόνια αργότερα, το1873, ξεκινούν οι ανασκαφές στη Δήλο υπό τον Γάλλο εταίρο της Σχολής Α Lebègue που συνεχίστηκαν μέχρι το 1877, το έργο του οποίου συνέχισε για πολύ λίγο ο Έλληνας αρχαιολόγος Π. Στανατάκηςμ υπάλληλος τότε της Ελληνικής αρχαιολογικής εταιρείαςπου είχε ιδρυθεί στην Αθήνα από το 1837. Από το 1877 τις ανασκαφές της Δήλου συνέχισε ο τότε εταίρος καιστη συνέχεια διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Θεόφιλος Ομόλ, ο οποίος και τις συνέχισε μέχρι το 1880. Από το 1881 μέχρι το 1894 τις ανασκαφές και μελέτες αυτών συνέχισαν διάφοροι άλλοι εταίροι της Σχολής, Το 1894 οι ανασκαφές της Δήλου διακόπηκαν λόγω στροφής του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος της Σχολής στους Δελφούς μέχρι το 1902.
Το 1902 η Σχολή επανεκίνησε τις ανασκαφές στη Δήλο αυτή τη φορά συστηματικότερα και μεθοδικότερα μετά από μια γενναία χορηγία που της δόθηκε, γιατον σκοπό αυτό, από τον δούκα του Λουμπάτ που έφθανε τα 50.000 χρυσά φράγκα ετησίως. Οιδε ανασκαφές που ακολούθησαν αδιάκοπα μέχρι το 1914 τελούνταν υπό την εποπτεία των διευθυντών της Σχολής, αρχικά από τονΘ. Ομόλ και ακολούθως από τονΜ. Ολεώ. και από μια σειρά άλλων αρχαιολόγων εταίρων της Σωολής. Το 1914 οι ανασκαφές διακόπηκαν λόγω του τότε μεγάλου πολέμου. Μετά τη λήξη του πολέμου και χωρίς πλέον τη χορηγία του δούκα του Λαμπάτ η Σχολή ενήργησε μικρές συμπληρωματικές ανασκαφές υπό τους νέους διευθυντές της, αρχικά από τον Κάρολο Πικάρ καιτον μετέπειτα Πέτρο Ρουσέλ καθώς καιμε άλλους εταίρους καιτον αρχιτέκτονα Ιωσήφ Ρεπλά. Έκτοτε οι έρευνες κιοι μελέτες που ακολούθησαν υπήρξαν ιδιαίτερα σπουδαίες.
Παράλληλα με τις ανασκαφές και μελέτες επί των ευρημάτων της Δήλου, υπο της Γαλλικής Σχολής, επί των αρχαιοτήτων της νήσου εργάστηκαν και μελέτησαν πολλοί Έλληνες αρχαιολόγοι είτε ως επόπτες των ανασκαφών εκ μέρους του ελληνικού κράτους και έφοροι αρχαιοτήτων, είτε ως διευθυντές του πλούσιου σε εκθέματα αρχαιολογικού μουσείου της Δήλου. Μεταξύ αυτών υπήρξαν οι παλαιότεροι έφοροι όπως οΠ. Καββαδίας (1880 και 1882), οΔ. Φίλιος (1881), οΔ. Σταυρόπουλος (επί συνεχή 13 έτη, 1894-1907), οΑ. Κεραμόπουλος (1908) και ακολούθως οΔ. Πίππας επί συνεχή εικοσαετία, _1909 - 1929). Ειδικότερα ο τελευταίος εργάσθηκε επισταμένα σε ανασκαφές στη Ρήνεια και ειδικότερα στη Δήλο με αφορμή την ανάγκη που σημειώθηκε γιατην επίχωση κάποιων ελών της νήσου. Τούτους ακολούθησαν πολλοί άλλοι νεότεροι ερευνητές αρχαιολόγοι.
Από τις παραπάνω μακροχρόνιες και πολυδάπανες ανασκαφές, έρευνες και μελέτες των Γάλλων αρχαιολόγων καιτων συντονισμένων παράλληλα προσπαθειών των Ελλήνων συναδέλφων τους υπήρξαν μεγάλες και σπουδαίες αρχαιολογικές δημοσιεύσεις με τις οποίες αναπλάστηκε επί το ακριβέστερο η αρχαία πολιτική και μνημειολογική ιστορία της Δήλου, καθώς και ευρύτερα των Κυκλάδων.
Με βάση τις παραπάνω εκτεταμένες ανασκαφές και μελέτες διαφαίνεται ότι η Δήλος, όπως άλλωστε και όλες οι Κυκλάδες, κατοικήθηκε από ανθρώπους από της προϊστορικής και προελληνικής εποχής και ειδικότερα περί το τέλος της λεγόμενης νεολιθικής εποχής ή χαλκολιθικήςμε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία τουπρωτοκυκλαδικού πολιτισμού, όπως εισήγαγε τον όρο οΧρήστος Τσούντας, δηλαδή από το 3200 π.Χ. Από δετο υλικό ορισμένων ευρημάτων, (π.χ. οψιανού), καταφαίνεται η ήδη ανεπτυγμένη την εποχή εκείνη πρώιμη ναυσιπλοΐα καιεξ αυτής η ναυπηγική, η αλιεία, καθώς καιτο εμπόριο. Κινητά λείψανα αυτής της περιόδου, όπως λεπίδες, άγκιστρα, λίθινοι τριπτήρες, καλύμματα πίθων, θραύσματα αγγείων, πίθοι, εσχάρες κλπ βρίσκονται αποθησαυρισμένα στοαρχαιολογικό μουσείο της Δήλουκαιστοεθνικό αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας.
Κατάλοιπα της παραπάνω περιόδου αποτελούν τα ερείπια οικημάτων, αρχαιότατου οικισμού, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, επί της κορυφής του Κύνθου. κάτω ακριβώς από τους μεταγενέστερους ελληνικούς ναούς και άλλων κτισμάτων. Από δετην καμπυλόσχημη και ευθύγραμμη αρχιτεκτονική αυτών διαφαίνονται αφενός μεγάλες διαφορές με μινωικούς και μυκηναϊκούς αντίστοιχους και αφετέρου ο τότε περιορισμένος πληθυσμός ικανός να επιβιώνει στη μικρή νήσο.
Ακριβώς πότε και από που έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στη Δήλο οι λίγοι εκείνοι πρώτοι κάτοικοι καιτι γένους - έθνους ήταν δεν έχει μέχρι σήμερα προσδιοριστεί. Ο πολύ μεταγενέστερος αρχαίος ιστορικός Θουκυδίδης θεωρεί ότι κατά την απώτατη εκείνη περίοδο της αρχαιότητας οι κάτοικοι των Κυκλάδων και ειδικότερα της Δήλου, από την οποία μάλιστα φέρεται να συνάγει τις αποδείξεις του, ήταν Κάρες. Τη γνώμη αυτή του Θουκυδίδη που επικράτησε για αιώνες πρώτος πουτην αμφισβήτησε ήταν ο Δανός καθηγητής της αρχαιολογίας Chr. Būnkenberg στη διατριβή του «Antiquitéw prémycéniehnew» το 1897, καιστη συνέχεια ο Έλληνας αρχαιολόγος Χρήστος Τσούνταςστη διατριβή του «Κυκλαδικά» που δημοσιεύτηκε στην «Αρχαιολογική εφημερίδα» το 1898. Στη συνέχεια οΚ.Α. Ρωμαίος, μετη διατριβή του «Οι Κάρες της Δήλου καιη αρχαιολογική έρευνα του Θουκυδίδου» που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελληνικαί» (τομ. Α΄, σ. 7-77) το 1928. κατέρριψε τις υπέρ των Καρών αποδείξεις του Θουκυδίδη αντιπαραβάλλοντας στοιχεία από τα ευρήματα των τελευταίων ανασκαφών. Μετά δεκαιτη μελέτη των ευρημάτων των ανασκαφών που επιχείρησε οΔ. Πίππας στη Ρήνεια, το 1924, η άποψη του Θουκυδίδη περί εγκατάστασης Καρών έχει τελείως ανατραπεί. Ομοίως και κάποιες άλλες απόψεις αρχαίων που κάνουν λόγο για Λέλεγες και τους ομοίους τους Φοίνικες έχουν καταρριφθεί με αρχαιολογικά δεδομένα ότι πολιτισμικά αυτοί οι λαοί αναπτύχθηκαν βραδύτερα από τους πρώιμους αρχαίους Έλληνες.[1]
Παρά ταύτα ανκαιδεν αποδείχθηκε ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Δήλου ήταν Έλληνες μετην ιστορική έννοια του όρου εν τούτοις υπάρχουν αρκετά βάσιμα στοιχεία γιατον προσδιορισμό τους. Κύριο στοιχείο (χωροταξικό) είναι η θέση του παμπάλαιου οικισμού επί της κορυφής του Κύνθου και όχι σεμια προασπισμένη από τους ισχυρούς ανέμους περιοχή, και μάλιστα σε εποχή που ακόμα η τεχνολογία (ναυπηγική) δεν επέτρεπε μαζικές μετακινήσεις για τυχόν εξωτερική προσβολή. Μοναδική ερμηνεία που μπορεί να δοθεί είναι η μακρινή ανάμνηση των γεωλογικών αναστατώσεων που είχαν συμβεί στον αιγαιακό χώρο, τηνΑιγηίδα όπου οι κορυφές των βουνών αποτέλεσαν μοναδικούς τόπους σωτηρίας ανθρώπων και ζώων. Ένα δεύτερο βασικό στοιχείο είναι τα πανάρχαια ιερά που βρέθηκαν στον ίδιο χώρο, κάτω από νεότερα κτίσματα και ναούς αφιερωμένα σε ολύμπιες θεότητες και πρωτίστως στον Δία αλλά καιτον Ηρακλή, γεγονός που αποδεικνύει την ήδη εξάπλωση της ελληνικής μυθολογίας. Ένα μάλιστα από τα μυθικά ονόματα της Δήλου, πουδενθα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ήταν «Πελασγία». Τέλος ο αρχαίος Έλληνας ιστορικός, γεωγράφος, «πατέρας της ιστορίας», Ηρόδοτος σημειώνει ότι οι πρώτοι κάτοικοι των Κυκλάδων ήταν οι «Πελασγοί», που αργότερα όμως ονομάσθηκαν Ίωνες».[2]
Οι Ίωνες που έλαβαν το όνομά τους εκτου μυθικού θεογενή, «εκ πατρώου Απόλλωνος», γενάρχη τους και μυθικού ήρωα της Αττικής, τουΊωνα,[3] ήταν ένας από τους βασικά τέσσερις αδελφούς συγκροτημένους πληθυσμούς - φυλές, του προϊστορικού ελλαδικού χώρου, που φέρονται να διασώθηκαν κατά τονκατακλυσμό του Δευκαλίωνα, εξουκαιη μυθολογία θεωρεί αδελφούς τους γενάρχες αυτών και κατά παραλλαγή εγγόνια τουΈλληνα, (συνεπώς όλοι Έλληνες), καθώς και δισέγγονα τουΔευκαλίωνα. Οι Ίωνες, περισσότερο δημιουργικοί και οξυδερκείς έχοντας αντιληφθεί το τέλος των γεωλογικών αναστατώσεων, εγκαταστάθηκαν στα παράλια του ηπειρωτικού χώρου και κυρίως στην ανατολική Αττική δημιουργώντας μάλιστα καιτην «ιωνική τετράπολη». Από εκεί επεκτάθηκαν στις Κυκλάδες καιμε προγεφύρωμα αυτές εξαπλώθηκαν στις έναντι ανατολικές ακτές του Αιγαίου όπου καιθα λάβουν εξ αυτών την ονομασία Ιωνία.
Ως γνωστό ηΕλληνική Μυθολογία αποτελεί ένα συγκερασμό πρώιμων παρατηρήσεων της φύσης, (αστρονομικών, γεωφυσικών και γεωλογικών κλπ., καθώς καιτων διάφορων φαινομένων, κλιματολογικών, μετεωρολογικών κλπ.), όπου γιατην ερμηνεία αυτών ή των αιτιών δημιουργίας τους ακολουθήθηκε μία αξιοθαύμαστη πλοκή με ανθρώπινα ένστικτα, πάθη, επιδιώξεις και αξίες παρουσιάζοντας αυτές (τις παρατηρήσεις) με αλληγορικό ανθρωπομορφισμό σε θεϊκή υπόσταση, προκειμένου να τύχουν του απόλυτου και γενικευμένου σεβασμού. Με βάση αυτά, στο ερώτημα πως η ελληνική μυθολογία κατέστησε, (ή ορθότερα οι Ίωνες κατέστησαν), τη μικρή, τραχιά και ασήμαντη νησίδα των Κυκλάδων, τη Δήλο, γενέτειρα του «πανιώνιου εθνικού θεού», Απόλλωνα, την απάντηση δίνει αυτή η ίδια η νησίδα, κατά τη γεωλογία της, την ετυμολογία του ονόματός της, τη γεωγραφική της θέση καθώς καιτη σχέση της με τους Ίωνες, λαμβάνοντας υπόψη τον περίφημο γεωδαιτικό νόμο που ίσχυε, γιατον καθορισμό των ιερών χώρων, στον οποίο αναφέρεται καιο σπουδαίος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, οΑριστοτέλης.
Από τη γεωλογική εξέταση της νήσου φέρεται να δημιουργήθηκε είτε από κάποια ηφαιστειακή δραστηριότητα όπου και αναδύθηκε στην επιφάνεια, είτε αυτή να αποκαλύφθηκε μετά την υποχώρηση της επιφάνειας των υδάτων που προηγουμένως είχαν κατακλύσει την ευρύτερη περιοχή. Λαμβάνοντας δε υπόψη το πολύ χαμηλό μέσο υψόμετρο της νήσου θεωρείται μία από τις τελευταίες παρόμοιες γεωλογικά δημιουργίες στον αιγαιακό χώρο. Τοδε από τους μυθικούς χρόνους όνομα της νήσου ετυμολογείται εκτου αρχαίου ελληνικού ρήματος «δηλόω» που σημαίνει καταφανής, φανερός, ή φανερωμένος -η, καικατ' επέκταση διαυγής, λάμπων - λάμπουσα, σε αντίθεση του «άδηλος». Έτσι ετυμολογικά το όνομα Δήλος επικροτεί και τις δύο απόψεις είτε αυτή της αιφνίδιας ανάδυσης, είτε της αποκάλυψης, (όπως παραδέχεται τη δεύτερη ο σχετικός ομηρικός ύμνος). Σχετικά μετην εξάπλωση των Ιώνων στις αντιπέρα ανατολικές ακτές του Αιγαίου εξυπακούεται ότι αυτή δεν συνέβη σε μία χρονικά επιχείριση διάπλου, αλλά σταδιακά μετην ανάπτυξη της ναυπηγικής, δηλαδή ναυπηγώντας κατάλληλα πλοία, άφρακτα, κωπήλατα, αλλά και πηδαλιουχούμενα, εκτελώντας σαφώς ακτοπλοΐα, δηλαδή ακολουθώντας πορεία μετη βοήθεια σταθερών σημείων παρατήρησης στον ορίζοντα και συνεπώς ημεροπλοΐα. Με δεδομένο το τελευταίο, δεύτερο βασικό στοιχείο - προϋπόθεση του εγχειρήματος του διάπλου, μετά τη ναυπήγηση κατάλληλων πλοίων, ήταν το φως της ημέρας, στη διάρκεια του οποίου επιχειρούταν αυτός, δηλαδή ο ήλιος, τουτέστιν η αναγκαία παρουσία της αλληγορικής ανθρωπόμορφης θεότητάς του, ο Απόλλων. Τέλος τρίτο βασικό στοιχείο ήταν η κατάλληλη διάταξη νήσων πουθα μπορούσαν να καλύψουν ανάγκη ακτοπλοΐας από δύση προς ανατολή, όπου τέτοια στον χώρο του Αιγαίου παρέχουν αποκλειστικά μόνο οι Κυκλάδες.
Έτσι οι Ίωνες, υπό την παρουσία - προστασία του «πατρώου θεού» του φωτός και της αρμονίας, διερχόμενοι αναγκαστικά από τις Κυκλάδες και παρατηρώντας αυτές αντελήφθησαν τη «χλαμυδία» στο μέσον της νησιωτικής τριλογίας (συμπλέγματος) Ρήνειας - Μυκόνου, που ταυτόχρονα αποτέλεσε το γεωγραφικό μέσον της όλης απόστασης της διαβάσεώς τους, όπως ακριβώς καιο ήλιος λαμβάνει στο μέσον της φαινομενικής ημερήσιας διαδρομής τουτο μέγιστο της τιμής του κατά τη λεγόμενη μεσημβρινή διάβαση. Κατόπιν όλων των παραπάνω δεν άργησε ηεν λόγω χθαμαλή, βραχώδης και «παρθένα» από ανθρώπινη ζωή νησίδα να αφιερωθεί στον Απόλλωνα καινα περιβληθεί ιερότητας με θαυμάσιους στη συνέχεια σχετικούς αποκαλυπτικούς μύθους, ονοματίζοντας παράλληλα και τις γύρω αυτής νήσους Κυκλάδες. Συνεπώς οι μύθοι έπονται πραγματικών γεγονότων καιδεν προηγούνται ποτέ αυτών αφού βασικός στόχος τους είναι η ερμηνεία καιη ευρύτερη ιερή αποδοχή τους από τους μεταγενέστερους. Κατ' ακολουθία όλων των παραπάνω η αρχαία ιερότητα της Δήλου ούτε μυστηριώδης καταφαίνεται, ούτε χαμένη στο μακρινό παρελθόν είναι αλλά και ούτε απορία προκαλεί η γέννηση της θρησκευτικής γοητείας της, όπως αντίθετα υποστηρίζει ο Πιέρ Ρουσέλ στο σύγγραμμά του «Δήλος» (1925).[4]
Τον υπέροχο μύθο της γέννησης του Απόλλωνα στη Δήλο μας παρέδωσαν διάφοροι αρχαίοι Έλληνες ποιητές κατά διάφορες εκδοχές σε ύμνους που δημιούργησαν τιμώντας τονεν λόγω θεό. Εξ αυτών, όσων βεβαίως έχουν διασωθεί, κυρίαρχος είναι ο φερόμενος ως ομηρικός ύμνος «εις Απόλλωνα Δήλιον» που θεωρείται έργο Χίου ποιητή του 7ου ή 6ου αιώνα π.Χ. όπου οι αρχαίοι διέβλεπαν δημιουργό τουτονΌμηρο, και μάλιστα κατά μία παράδοση ότι ο ίδιος τον απήγγειλε σε εορτή στη Δήλο, εξουκαι ομηρικός, ενώ κατ΄ άλλη παράδοση δημιουργός αυτού φέρεται ο ραψωδός Κύναιθος ο Χίος πουτον απήγγειλε στις Συρακούσες. Πρόκειται για ένα εκπληκτικό ύμνο που παρουσιάζει το γεγονός μεμια αξιοθαύμαστη πλοκή αλληγορικών προσώπων και καταστάσεων, στα πλαίσια βέβαια της γνωσιολογικής αντίληψης της εποχής του, που ανάγεται όμως κατά το θρυλούμενο στάδιο όπου ο Ζευς, έχει δώσει τέλος στη βασιλεία του Κρόνου καιο ίδιος έχοντας κυριαρχήσει κατά τη μυθική τιτανομαχία έχει καταστεί «πατήρ ανδρών τε θεών», συγκροτώντας παράλληλα καιτο Ολύμπιο Δωδεκάθεο. Σ' αυτό ακριβώς το σημείο ξεκινά η γοητευτική αλλά και εκπληκτικά αποκαλυπτική περιγραφή του μύθου.
Έτσι λοιπόν ο Κρητιγενής Δίας/Ζευς έχοντας κυριαρχήσει αποφάσισε τον περιορισμό των δυνάμεων του κρόνιου σκότους, που ακόμα επικρατούσε, μετη γέννηση του φωτός σε μία όμως αρμονική συνύπαρξη (ημερονύκτιο). Γιατον σκοπό αυτό «συνεζεύχθη» την τιτανίδα Λητώ προολύμπια θεότητα, συνεπώς αρχαιότερη της Ήρας, προκειμένου αυτή να κυοφορήσει τον φωτοβόλο θεό. Σημειώνεται ότι η Λητώ αποτελεί, περισσότερο κατά τη μυθολογία παρά από την ετυμολογία της, την προσωποποίηση της νύκτας, που μέσα από την απέραντη περίπτυξη του ουρανού περικλείει στα σπλάχνα της το σπέρμα του «αγίου φωτός».[5]Η γέννηση όμως ενός τόσο περίλαμπρου και τρομερού θεού ήταν φυσικό επόμενο να διεγείρει έντονες ανησυχίες για φυσικές αναστατώσεις αλλά και φόβους αντοχής του εδάφους πουθατον δεχόταν. Έτσι ο ποιητής παρουσιάζει αλληγορικά γιαμεντον φόβο φυσικών αναστατώσεων τη «ζηλότυπη» Ήρα, θεότητα της φυσικής και οικογενειακής γαλήνης να κατατρέχει τη Λητώ, χωρίς ιδιαίτερη μνεία, τηνδε ετοιμόγεννη Λητώ να περιφέρεται διάφορες περιοχές ζητώντας τη συναίνεσή τους στον επικείμενο τοκετό, αντιμετωπίζοντας τους παραπάνω φόβους. Ηδε περιγραφή της περιπλάνησης της Λητούς, που βεβαίως δεν αναφέρεται σε ηπειρωτικές χώρες, αλλά σε νησιά και εκατέρωθεν ακτές του Αιγαίου, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική αφού ουσιαστικά αποτελεί χαρτογράφηση των περιοχών όπου είχαν ήδη εξαπλωθεί οι Ίωνες στονεν λόγω ευρύτερο χώρο. Ξεκινώντας μάλιστα από Νότο, και συνεχίζοντας προς Δυσμάς και από εκεί προς Βορρά και ακολούθως προς Ανατολάς και νότια, στη συνέχεια συγκλίνει στις ανατολικές Κυκλάδες γιανα καταλήξει στη γρανιτένια Δήλο, ακολουθώντας έτσι εκπληκτικά τη φορά της αλλαγής της κατεύθυνσης των ανέμων, όπως παρατηρείται αυτή στο βόρειο ημισφαίριο.[6]Ηδε παράλληλη παράθεση σημαντικών παράλιων γεωμορφών, όπως π.χ. βουνοκορφές, εκβολές ποταμών, κλπ αποκαλύπτει περίτρανα τη βασική χρήση που είχαν και έχουν αυτές, ως αναγνωριστικά σημεία, ακόμα και σήμερα, σε ημερόπλοη ακτοπλοΐα.
Τελικά η μικρή, άσημη και βραχώδης Δήλος συναινεί να γίνει γενέτειρα του τρομερού φωτοδότη θεού μετά τις διαβεβαιώσεις καιτον όρκο της Λητούς ότι κανένα κίνδυνο δενθα διατρέξει αλλά αντίθετα θα καταστεί διάσημη αφού ουδέποτε θατην εγκατέλειπε ο επικείμενος θεός.[7]Η λαμπρή γέννηση, κατά ανθρώπινα ήθη, περιγράφεται αλληγορικά στους στίχους 117 μέχρι και 132 του ομηρικού ύμνου, απόσπασμα του οποίου και ακολουθεί:
Ο μόνος αρχαίος Έλληνας που φέρεται να έγραψε γιατη Δήλο και συγκεκριμένα υπό τον τίτλο «ιστορία της Δήλου και της γενέσεως των Λητούς παίδων» ήταν ο Αθηναίος ρήτωρας και σπουδαίος ευφυολόγος Δημάδης.
Τον 16ο αιώνα π.Χ. εξαπλώθηκαν στην περιοχή των Κυκλάδων οιΜυκηναίοι, που εγκαταστάθηκαν καιστη Δήλο. Εκείνη την εποχή πρέπει να άρχισε να αποκτάει η Δήλος ιερό χαρακτήρα, κάτι πουτο συναντάμε ήδη μερικούς αιώνες αργότερα, την εποχή που γράφτηκαν ταΟμηρικά έπη. Την περίοδο της μετανάστευσης των Ιώνων προς τη Μικρά Ασία η Δήλος κατοικήθηκε από Ίωνες. Επειδή βρισκόταν στο κέντρο των περιοχών εγκατάστασής τους έγινε το θρησκευτικό τους κέντρο.
Μετά το τέλος τωνΠερσικών πολέμων, το 478 π.Χ., ιδρύθηκε ηΔηλιακή Συμμαχία, μία συμμαχία πόλεων κρατών στην οποία την πρωτοκαθεδρία είχε ηΑθήνα. Η Δήλος ήταν η έδρα της συμμαχίας καισ’ αυτήν φυλασσόταν το κοινό ταμείο μέχρι το 454 π.Χ., οπότε οΠερικλήςτο μετέφερε στην Αθήνα.
Την περίοδο τουΠελοποννησιακού πολέμουοι Αθηναίοι, επηρεαζόμενοι από τις καταστροφές που δέχονταν τα πρώτα χρόνια του πολέμου, αποφάσισαν να προχωρήσουν στον εξαγνισμό του νησιού. Άνοιξαν όλους τους τάφους που υπήρχαν στο νησί, μετέφεραν τα οστά καιτα κτερίσματα στη Ρήνεια, όπου τα έθαψαν σε έναν κοινό λάκκο και αποφάσισαν ναμη γεννιέται καιναμη θάβεται κανείς στο νησί. Επίσης το 422 εξόρισαν όλο τον πληθυσμό του νησιού, που εγκαταστάθηκε τελικά στοΑδραμύττιο της Μικράς Ασίας.
Λίγα χρόνια μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ιδρύθηκε η δεύτερη Δηλιακή συμμαχία. Η Δήλος έγινε ξανά κέντρο της συμμαχίας μέχρι το 314 π.Χ., οπότε οι Μακεδόνες με βασιλιά τονΑντίγονο Γονατά απέσπασαν το νησί από τους Αθηναίους καιτο ανακήρυξαν ανεξάρτητο.
Η περίοδος της ανεξαρτησίας που διήρκεσε από το 314 έως το 166 ήταν περίοδος ακμής γιατο νησί. Το νησί εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Ακόμα περισσότερο θα αναπτυχθεί μετά το 166 π.Χ., όταν και πέρασε στον έλεγχο της Ρώμης. ΟιΡωμαίοι ανακήρυξαν τη Δήλο ελεύθερο λιμάνι καιτο νησί συγκέντρωσε εμπόρους και πλοιοκτήτες. Μετατράπηκε επίσης σε δουλεμπορικό κέντρο, αφού ήταν μία από τις κύριες εμπορικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν τότε. Υπολογίζεται πως σ’ αυτή τη χρονική περίοδο, στη Δήλο κατοικούσαν 30.000 άνθρωποι, ένας πολύ μεγάλος πληθυσμός γιατην έκταση του νησιού.
Η Δήλος δεν αντιμετώπιζε κινδύνους επιδρομών λόγω του ιερού της χαρακτήρα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν εμπόδισε τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτηνα προχωρήσει σε λεηλασία του νησιού το 88 π.Χ. Λίγα χρόνια μετά το 69 π.Χ. το νησί δέχτηκε νέα καταστροφική επιδρομή από πειρατές με αποτέλεσμα να αρχίσει σταδιακά η παρακμή του.[10]
Κατά τη διάρκεια του 8ουκαιτου 9ου αιώνα το νησί δέχτηκε διαδοχικές επιδρομές από Σλάβους αρχικά καιΣαρακηνούςστη συνέχεια με αποτέλεσμα να ερημώσει τελείως. Τα επόμενα χρόνια τα ερείπια του νησιού χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά από τους κατοίκους των γύρω νησιών.[7]
Η Δήλος βγήκε από την αφάνεια στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ξεκίνησε η αρχαιολογική έρευνα στο νησί. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1873 από την αρχαιολογική σχολή Αθηνών και συνεχίστηκαν την περίοδο από το 1904 μέχρι το 1914. ΤοΑρχαιολογικό Μουσείο Δήλου κατασκευάστηκε το 1904 από την Αρχαιολογική Εταιρεία και επεκτάθηκε το 1931 και το 1972. Σημαντική ανασκαφική έρευνα έγινε καιστο διάστημα 1958-1975.[10]Η Δήλος ανακηρύχθηκε το 1990 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από τηνUNESCO.
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία της Δήλου σημαντικότατη θέση κατέχουν γαλλικά συγγράμματα καιοι βασικές εκδόσεις της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, παράλληλα των οποίων είναι ομοίως Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων, επίσης άλλων συγγραφέων, τουριστικοί οδηγοί καθώς και σχετικά μεμονωμένα δημοσιεύματα επιστημονικού περιοδικού τύπου, κυρίως ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, καθώς και ημερήσιου. Εξ όλων αυτών σημαντικότερα είναι (κατ΄ έτος έκδοσης):
(Ανώνυμο) «Παρατηρήσεις επί των νήσων Δήλου και Ρηνείας και περί εμπορίας παρά τινος των εμπορευομένων Ελλήνων» - Σύρος 1829
Γ. Γρυπάρης «Υπόμνημα περί των εις την Μύκονον ανηκουσών ερημονήσων» - Αθήναι 1862
Γαλλική Σχολή Αθηνών «Bulletine de correspondance hellenique» (BCH)
Γαλλική Σχολή Αθηνών «;;Comptes renduw des seances de l' Academie des inscriptions et beliesletres» (CRAI)
Α Lebègue: «Recherches sur Délos» - Paris 1876
V. von Schoeffer: «Deli insulae rebus» (Berliner Studien, IX) - Berlin 1879
Th. Homolie: «De antiquissimis Diane simulactis deliacis» - Paris 1885
Th. Homolie: «Les archives de l'intendance sacree a Délos» - Paris 1887