Η κατάσταση αναφοράς είναι η πρότυπη κατάσταση (25°C, 1 Atm) εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά
Οφθορίτης (φθοριούχο ασβέστιο, CaF2), που είναι η κύρια ορυκτή πηγή του φθορίου, περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1529. Εκείνη την εποχή το λατινικό ρήμα fluo, πουστα ελληνικά σημαίνει «ρέω», συσχετίστηκε με φθοριούχα πετρώματα, γιατί όταν τα πρόσθεταν σε ορυκτά μετάλλων χαμήλωνε τις θερμοκρασίες τήξης τους, κατά τη διάρκεια σύντηξης. Για πρώτη φορά προτάθηκε ότι είναι χημικό στοιχείο το 1811, αλλά αποδείχθηκε δύσκολη και (ιδιαίτερα) επικίνδυνη η προσπάθεια να διαχωριστεί από τις ενώσεις του. Αρκετοί από τους πρώτους πειραματιστές πουτο επιχείρησαν σκοτώθηκαν ή κάηκαν άσχημα κατά τις απόπειρές τους νατο διαχωρίσουν. Το 1886, όμως, ογάλλος χημικός Ανρί Μουασάν (Henri Moissan) πέτυχε να απομονώσει στοιχειακό φθόριο, χρησιμοποιώντας ηλεκτρόλυσησε χαμηλή θερμοκρασία, μια διεργασία που χρησιμοποιείται ακόμη από τη σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή του φθορίου. Η κυριότερη βιομηχανική εφαρμογή του στοιχειακού φθορίου είναι οεμπλουτισμόςτουουρανίου, ο οποίος άρχισε να εφαρμόζεται από τοΠρόγραμμα Μανχάταν, κατά τη διάρκεια τουΒ΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Εξαιτίας του υψηλού κόστους διαχωρισμού του καθαρού χημικού στοιχείου από τις ενώσεις του, σχεδόν σε όλες τις εμπορικές εφαρμογές τουτο φθόριο παραμένει σε μορφή κάποιας ένωσής του, κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας. Περίπου το μισό από την ποσότητα φθορίτη πουεξορύσσεται χρησιμοποιείται στηχαλυβουργία. Το άλλο μισό μετατρέπεται σευδροφθόριο, ένα επικίνδυνο οξύ, που είναι πρόδρομη ένωση για πολλά φθοριούχα χημικά προϊόντα. Η κύρια χρήση του υδροφθορίου είναι στησύνθεση διαφόρων φθοριούχων οργανικών ενώσεωνκαιστην παραγωγή κρυολίτη, ενός ανόργανου υλικού νευραλγικής σημασίας γιατην παραγωγή τουαλουμινίου. Οι οργανικές ενώσεις του φθορίου έχουν πολύ υψηλή χημική και θερμική σταθερότητα. Οι εμπορικά σπουδαιότερες από τις οργανικές ενώσεις του φθορίου είναι διάφορα φθοριούχα ψυκτικά αέρια, καιμετη μορφή τουτεφλόν, ηηλεκτρικήμόνωσηκαιτα μαγειρικά σκεύη. Αρκετά σύγχρονα φαρμακευτικά, όπως ηατορβαστατίνη (Lipitor) καιηφθορεξετίνη (Prozac), περιέχουν φθόριο. Τα φθοριούχα ανιόντα, όταν εφαρμόζονται απευθείας σταδόντια, μειώνουν τη φθορά τους. Γιατο λόγο αυτό χρησιμοποιούνται σεοδοντόκρεμεςκαιστη φθορίωση τουπόσιμου νερού. Η μεγαλύτερη σύγχρονη χρήση του στοιχειακού φθορίου είναι ο εμπλουτισμός ουρανίου, που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καιπιο συγκεκριμένα μετο Πρόγραμμα Μανχάταν. Οι παγκόσμιες πωλήσεις φθοριούχων χημικών προϊόντων εκτιμούνται σε πάνω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια (ΗΠΑ) ετησίως.
Είναι τοπιο δραστικό από όλα τα στοιχεία. Για παράδειγμα, οξειδώνει ταχύτατα τους υδρογονάνθρακεςσε θερμοκρασία δωματίου, ενώ (συγκριτικά) τοοξυγόνο χρειάζεται και κάποιο σπινθήρα γιανα αρχίσει τηνκαύση. Γι' αυτό το στοιχειακό φθόριο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο, πολύ περισσότερο από τα άλλα αλογόνα, ακόμη και από τοχλώριο, που χρησιμοποιήθηκε ως χημικό όπλο κατά τονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Απλοποιημένη ηλεκτρονιακή δομή του ατόμου του φθορίου.
Ταάτοματου φθορίου έχουν εννέα ηλεκτρόνια, δηλαδή ένα μόνο λιγότερο από το ευγενές αέριο νέο (Ne), καιη ηλεκτρονιακή του διαμόρφωση είναι 1s²2s²2p⁵, δηλαδή τα δύο ηλεκτρόνια βρίσκονται στην εσωτερική του στοιβάδα καιτα υπόλοιπα επτά (7) στην εξωτερική, οπότε του χρειάζεται ένα μόνο γιανα αποκτήσει ηλεκτρονιακή διαμόρφωση ευγενούς αερίου. Τα εξωτερικά ηλεκτρόνια είναι αναποτελεσματικά στην κάλυψη του ατομικού πυρήνα, με αποτέλεσμα υψηλό αποτελεσματικό πυρηνικό φορτίο 9 - 2 = 7. Αυτό το φαινόμενο επηρεάζει τις φυσικές ιδιότητες του ατόμου του φθορίου[1].
Η ενέργεια πρώτου ιονισμού του φθορίου είναι η τρίτη υψηλότερη ανάμεσα στα χημικά στοιχεία, μετά από τις αντίστοιχες τουηλίου (He) καιτου νέου (Ne)[2], γεγονός που δυσκολεύει την αφαίρεση ηλεκτρονίων από ουδέτερα άτομα φθορίου. Έχει επίσης υψηλή ηλεκτρονιακή συγγένεια, καθώς έχει τη δεύτερη αντίστοιχη, μετά από μόνο τοχλώριο (Cl)[3], γι' αυτό και τείνει να προσλάβει ένα ηλεκτρόνιο καινα σχηματίσει ανιόν (F-), που είναι ισοηλεκτρονιακό μετο ευγενές αέριο νέο[1]. Έχει την υψηλότερη ηλεκτραρνητικότητα από όλα τα χημικά στοιχεία[4], οπότε είναι αδύνατο ναοξειδωθεί.
Οχημικός δεσμόςτου διφθορίου (F2) είναι σχετικά ασθενής, με ενέργεια δεσμού, πολύ μικρότερη από από αυτές τουδιχλωρίου (Cl2) ή τουδιβρωμίου (Br2), και παρόμοιος σε ευκολία διάσπασης μετο χημικό δεσμό οξυγόνου - οξυγόνουσταυπεροξείδια[5][6]. Γιατο λόγο αυτό, το μόριο του στοιχειακού φθορίου εύκολα διασπάται γιανα αντιδράσουν τα άτομά τουμε άτομα άλλων χημικών στοιχείων. Από την άλλη, οι χημικοί δεσμοί των ατόμων φθορίου με άτομα των περισσότερων άλλων χημικών στοιχείων είναι πολύ ισχυροί, εξαιτίας της μεγάλης ηλεκτραρνητικότητας του φθορίου. Ο συνδυασμός εύκολης διάσπασης του μορίου του διφθορίου καιτου σχηματισμού ισχυρών χημικών δεσμών μετα περισσότερα άλλα χημικά στοιχεία κάνει το φθόριο εξαιρετικά δραστικό[6]. Πολλές ουσίες που γενικά θεωρούνται αδρανείς, όπως τα ρινίσματα χάλυβα, τα θραύσματα γυαλιού, ή οι ίνες αμιάντου, αντιδρούν τάχιστα με ψυχρό αέριο φθόριο. Τοξύλο, ακόμη καιτονερό, καίγονται με φλόγες όταν επιδρούν με ένα ρεύμα αερίου φθορίου, χωρίς την ανάγκη χρήσης ενός σπινθήρα[7][8].
Οι αντιδράσεις του στοιχειακού φθορίου μεμέταλλα απαιτούν διαφορετικές συνθήκες, που εξαρτώνται από το κάθε μέταλλο. Πολλά από τα μέταλλα, όπως τοαργίλιο, οσίδηροςκαιοχαλκός πρέπει να βρίσκονται σε μορφή ρινισμάτων γιανα υπερβούν τηνπαθητικοποίηση, δηλαδή το προστατευτικό επιφανειακό στρώμα φθοριούχου μετάλλου που σχηματίζεται μετην άμεση έκθεση του μετάλλου στο φθόριο[7]. Τααλκαλιμέταλλα, όπως τονάτριο, αντιδρούν μετο φθόριο μεέκρηξη. Οιαλκαλικές γαίες, όπως τοασβέστιο, αντιδρούν μετο φθόριο με κάπως λιγότερο δραματικό τρόπο. Ταευγενή μέταλλα, όπως οχρυσός, ολευκόχρυσος, κ.τ.λ., αντιδρούν λιγότερο γρήγορα, απαιτώντας καθαρό αέριο φθόριο στους 300-450 °C[9].
Το φθόριο αντιδρά με έκρηξη μετουδρογόνο, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που αντιδρά μετα αλκαλιμέταλλα[10]. Τα άλλα αλογόνα αντιδρούν γρήγορα μετο αέριο φθόριο[11], όπως κάνει καιτο βαρύ ευγενές αέριο ραδόνιο[12]. Τα ελαφρύτερα ευγενή αέρια, ξένοκαικρυπτό, αντιδρούν απευθείας μετο φθόριο κάτω από ειδικές συνθήκες[13]. Το αέρια οξυγόνο και φθόριο δεν αντιδρούν κανονικά, αλλά μπορούν να συνδυαστούν μετη χρήση ηλεκτρικής εκκένωσης, υπό χαμηλές πιέσεις και θερμοκρασίες. Τα προϊόντα της ένωσης οξυγόνου και φθορίου μπορεί να είναι ασταθή και τείνουν να διασπαστούν και πάλι σε φθόριο και οξυγόνο, όταν θερμανθούν[14][15][16]. Το στοιχειακό άζωτο, μετον πολύ ισχυρό τριπλό δεσμόπου έχουν τα μόριά του, απαιτεί ηλεκτρική εκκένωση και πολύ υψηλές θερμοκρασίες γιανα αντιδράσει μετο φθόριο, γιανα σχηματίσει ωστόσο το τελικό προϊόν, τοτριφθοριούχο άζωτο (NF3), που είναι αρκετά σταθερό[17]. Ηαμμωνία (NH3) μπορεί να αντιδράσει με έκρηξη μετο φθόριο[18][19].
Οάνθρακας, με τις αλλομορφές τουγραφίτη ή τουδιαμαντιού, δεν αντιδρά με αέριο φθόριο στη θερμοκρασία δωματίου (20°C, 1 atm). Πάνω από τους 400°C, ο γραφίτης αντιδρά μετο φθόριο γιανα σχηματίσει ένα στερεό πολύ ποικίλης σύνθεσης που ονομάζεται μονοφθοριούχος άνθρακας. Σε υψηλότερες θερμοκρασίες, αρχίζουν να παράγονται αέριοι φθοράνθρακεςκαιη χημική αντίδραση αρχίζει να μετατρέπεται σε έκρηξη[20]. Τομονοξείδιο του άνθρακακαιτοδιοξείδιο του άνθρακα αντιδρούν μετο φθόριο στη θερμοκρασία δωματίου ή λίγο πιο υψηλή[21]. Οι οργανικές χημικές ενώσεις, όπως τααλκάνια, αντιδρούν ισχυρά όταν εκτίθενται στο φθόριο[22]. Ακόμη και πλήρως αλογονωμένα οργανικά μόρια, όπως ο κανονικά χημικά αδρανής τετραχλωράνθρακας, μπορεί να εκραγεί, παρουσία αέριου φθορίου[23].
Παρόλο πουτο φθόριο έχει πολλαπλά ισότοπα, μόνο ένα από αυτά, το19F είναι σταθερό, ενώ τα άλλα είναι βραχύβια και τεχνητά. Έτσι, το φυσικό φθόριο είναι «μονοϊσοτοπικό» στοιχείο.
Από τα βραχύβια τεχνητά ραδιοϊσότοπατου φθορίου, το μακροβιότερο είναι το18F, που είναι β+ ραδιενεργό με ημιζωή 110 λεπτά της ώρας και έχει μια σημαντική εμπορικά εφαρμογή: Σημαντική πηγή ποζιτρονίων, που χρησιμοποιούνται στηνποζιτρονική τομογραφία.
Οι ρευστοποιητές χρησιμοποιούνται γιανα διευκολύνουν την τήξη μετάλλων ή ορυκτών. Η ετυμολογία του ονόματος του στοιχείου στα αγγλικά αντανακλά την ιστορία του: Είναι «fluorine», από το «fluere», που σημαίνει ρέω. Το 1670 οSchwanhard βρήκε ότι το γυαλί διαβρώνεται όταν εκτίθεται σε φθορίτη, κάτι που σήμαινε ότι συμπεριφερόταν σανοξύ[25]. ΟΚαρλ Βίλχελμ Σέελεκαι πολλοί μεταγενέστεροι ερευνητές, που περιλαμβάνουν τους Χάμφρι Ντέιβι (Humphry Davy), Καρολίν Μενάρ (Caroline Menard) Ζοζέφ Λουί Γκέι-Λουσάκ, (Joseph Louis Gay-Lussac), Αντουάν Λαβουαζιέ (Antoine Lavoisier) καιΛουί Ζακ Τενάρ (Louis Jacques Thenard). Όλοι αυτοί πειραματίστηκαν μετουδροφθορικό οξύ (HF) που εύκολα παράγεται μετην επίδραση πυκνού θειικού οξέος (H2SO4) σε φθορίτη, κατά την αντίδραση:
Έχοντας την εξαιρετικά υψηλή του δραστικότητα, το στοιχειακό φθόριο δεν είχε απομονωθεί παρά μόνο πολλά χρόνια μετά την ταυτοποίηση του φθορίτη. Η διαδικασία αυτή είναι εφικτή μόνο ηλεκτρολυτικάκαι κάτω από εξαιρετικά προσεκτικές συνθήκες, αφού το παραγόμενο διφθόριο αντιδρά, συχνά βίαια, με πάρα πολλά υλικά, ακόμη καιμεταευγενή αέρια. Τελικά, το1886 κατορθώθηκε η απομόνωση του διφθορίου από τονΑνρί Μουασάν (Henri Moissan), έπειτα από πολύχρονες (περίπου 74 χρόνων) αποτυχημένες προσπάθειες πολλών άλλων χημικών[26]. Πράγματι η απόπειρα απομόνωσης του διφθορίου από το υδροφθόριο σκότωσε ή τύφλωσε πολλούς από αυτούς τους δύστυχους, που ονομάσθηκαν «μάρτυρες του φθορίου». Γιατον ίδιο τον Μουασάν, πάντως, υπήρξε η αιτία να κερδίσει τοβραβείο Νόμπελ Χημείας του1906.
Η πρώτη μεγάλης κλίμακας παραγωγή διφθορίου άρχισε γιατην υποστήριξη τουπρογράμματος Μανχάτταν, όπου η ένωση εξαφθοριούχο ουράνιο (UF6) επιλέχθηκε σανη ένωση τουουρανίουπουθα επέτρεπε τονισοτοπικό διαχωρισμό 235U και238U. Και σήμερα χρησιμοποιείται επίσης, μέσω αέριας διάχυσης ή διαπίδυσηςγιατονεμπλουτισμότου ουρανίου για παραγωγή πυρηνικών εφαρμογών, κυρίως ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ισχύος. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος Μανχάτταν ανακαλύφθηκε ακόμη ότι το εξαφθοριούχο ουράνιο σταδιακά διασπάται σετετραφθοριούχο ουράνιο (UF4) και διφθόριο (F2). Το πρόβλημα διάβρωσης[27]που προκλήθηκε από αυτό, λύθηκε μετην ηλεκτρολυτική επίχριση νικελίουτου σωλήνα που μετέφερε το εξαφθοριούχο ουράνιο, οπότε σχηματιζόταν ένα λεπτό στρώμα φθοριούχου νικελίου, που εμπόδιζε την παραπέρα διάβρωση του νικελίου καιτων άλλων υλικών του περιβάλλοντος. Αργότερα βρέθηκε ότι καλύτερο αποτέλεσμα είχε η χρήση τουτεφλόν (πολυτετραφθοροαιθενίου, (CF2CF2)v), που επίσης δεν προσβάλλεται από διφθόριο.
Η βιομηχανική παραγωγή του διφθορίου βασίζεται στηνηλεκτρόλυσηυδροφθορίου (HF), παρουσία φθοριούχου καλίου (KF). Η μέθοδος αυτή βασίζεται στις πρωτοπόρες μελέτες του Μουασάν (βλ. παραπάνω). Το διφθόριο συλλέγεται στην άνοδο (+) καιτοδιϋδρογόνοστην κάθοδο (-). Μετην επίδραση υδροφθορίου στο φθοριούχο κάλιο σχηματίζεται διφθοριούχο κάλιο (KHF2), που είναι ο ενεργός ηλεκτρολύτης κατά την ηλεκτρόλυση:
Το υδροφθόριο που χρειάζεται γιατην παραπάνω ηλεκτρόλυση παράγεται ως παραπροϊόν της παραγωγής φωσφορικού οξέος (H3PO4). Τα φωσφορούχα ορυκτά συχνά περιέχουν σημαντικές ποσότητες φθορίτη (κυρίως CaF2), από τον οποία με επίδραση πυκνού θειικού οξέος (H2SO4 παράγεται το υδροφθόριο:
Το1986, καθώς προετοιμαζόταν για ένα συνέδριο γιατον εορτασμό της 100ής χρονιάς από την ανακάλυψη του διφθορίου, οΚαρλ Κρίστε (Karl Christe) ανακάλυψε μια καθαρά χημική (όχι ηλεκτροχημική) παρασκευή διφθορίου, που περιλάμβανε επίδραση διαλυμάτων σε άνυδρο υδροφθόριο, μαγγανιοεξαφθοριούχο κάλιο (K2MnF6) καιπενταφθριούχο αντιμόνιο (SbF5) στους 150 °C[28]:
Παρόλο πουδεν είναι πρακτική σύνθεση για βιομηχανική παραγωγή, η μέθοδος αυτή δείχνει ότι η ηλεκτρόλυση δεν είναι η μόνη λύση γιανα απομονωθεί ένα χημικό στοιχείο.
Το φθοριούχο ανιόν (F-), που συχνά στην καθημερινότητα αναφέρεται ως «φθόριο»[29], χρησιμοποιείται συχνά ως πρόσθετο διατροφής, για οδοντιατρικές χρήσεις καιγια αντιμετώπιση προβλημάτων οστεοπόρωσης, λόγω της έλλειψής του από την καθημερινή δίαιτα[30][31].
Χρειάζεται, όμως προσοχή, γιατί υπάρχει κίνδυνος δηλητηρίασης από τα ανιόντα φθορίου, όταν η συγκέντρωσή τους ανεβαίνει πάνω από ένα όριο. Το φθόριο δε θεωρείται ακριβώς ιχνοστοιχείο, αλλά η σπουδαιότητά του, ιδιαίτερα στην προστασία των δοντιών, είναι καλά αναγνωρισμένη[32], παρόλο πουη αποτελεσματικότητά του είναι τοπική[33]. Πριν από το 1981, η αποτελεσματικότητα των φθοριούχων ανιόντων στην οδοντική προστασία θεωρούνταν αποκλειστικά τοπικό και όχι συστημικό φαινόμενο, που απαιτεί απορρόφηση[34]. Ακόμη, ο ρόλος τουστην οστεοπόρωση έχει ερευνηθεί, αλλά μόνο οι μικρότερες από τρεις (3) δοκιμές (n=64) βρέθηκαν να μειώνουν τα κατάγματα, ενώ σε άλλες δε βρέθηκε καμμιά αλλαγή (n=202) ή και αύξησή τους (n=354)[35].
Το φθόριο θεωρείται απαραίτητο ιχνοστοιχείο γιατην ανάπτυξη καιτη διατήρηση των δοντιών σύμφωνα μετηνAmerican Dental Hygienists' Association[36]. Οι πρώτες ενδείξεις γι' αυτό έγιναν αρχικά γνωστές από το 1902, όταν βρέθηκε ότι μεγάλες συγκεντρώσεις φθοριούχων ανιόντων εμποδίζουν τη φθορά των δοντιών[37].
Έρευνες σχετικά μετην επίδραση των φθοριούχων ανιόντων στα δόντια καιτα οστά γενικά άρχισαν από το 19ο αιώνα[38]. Από την άλλη, το 1973 βρέθηκε ελαττωμένη αναπαραγωγικότητα στα ποντίκια που τρέφονταν με δίαιτες σχετικά πλούσιες σε φθοριούχα ανιόντα, αλλά παραπέρα έρευνα σ' αυτό συμπέρανε ότι αυτό προερχόταν από τη μείωση της απορρόφησης σιδήρου από αυτά τα ζώα[39].
Το διφθόριο (F2) είναι διαβρωτικό ανοικτοκίτρινο ή καφέ [40] αέριο που είναι πανίσχυρο οξειδωτικό αντιδραστήριο. Είναι τοπιο ηλεκτραρνητικό (περίπου 4 κατά Pauling) από όλα τα άλλα χημικά στοιχεία και σχηματίζει ενώσεις με όλα τα άλλα στοιχεία. Η οξειδωτική βαθμίδα του φθορίου είναι μόνιμα -1, εκτός από την περίπτωση του ίδιου του διφθορίου, στην οποία και μόνο είναι 0. Το διφθόριο αντιδρά ακόμη καιμε όλα ταευγενή αέρια. Ακόμη καιστο απόλυτο σκοτάδι, ή καισε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες, το διφθόριο (ακόμη καιστη στερεή πλέον κατάσταση) αντιδρά εκρηκτικά μετουδρογόνο (ακόμη και όταν το τελευταίο βρίακεται στην υγρή κατάσταση. Μόνο ανκαιταδυο βρίσκονται στη στερεή κατάσταση αποφεύγεται η μεταξύ τους αντίδραση). Αντιδρά μετα μέταλλα, ακόμη καιμετο νερό, το οποίο καίγεται με λαμπρή φλόγα μετη διαβίβαση ρεύματος διφθορίου. Ακόμη καιμε τους υδρατμούς του αέρα αντιδρά σχηματίζοντας το επίσης επικίνδυνο υδροφθόριο (HF). Ταφθορίδια είναι χημικές ενώσεις του φθορίου με άλλα στοιχεία, πάντα θετικά φορτισμένα, αφού το φθόριο είναι τοπιο ηλεκτραρνητικό. Συχνά σχηματίζονται κρυσταλλικά ιονικά άλατα. Γενικά, οι φθοριούχες ενώσεις των μετάλλων είναι από τις πιο σταθερές χημικές ενώσεις. Το υδροφθόριο σχηματίζει το υδροφθορικό οξύ, όταν διαλύεται στο νερό. Είναι ένα σχετικά ασθενές οξύ, αλλά είναι επίσης πολύ διαβρωτικό και αντιδρά μετογυαλί. Τα υδατικά διαλύματα φθοριδίων τωναλκαλίων δίνουν αλκαλικά διαλύματα.
Το φθόριο σχηματίζει μια ποικιλία πολύ διαφορετικών ενώσεων, γιατί μετο σχετικά μικρό του άτομο σχηματίζει καιομοιοπολικούς δεσμούς, ανκαι έντονα πολωμένους, εκτός αυτού του διφθορίου. Το διφθόριο είναι εξαιρετικά οξειδωτικό. Το φθοριούχο ιόν (F-) είναι βασικό καιγι' αυτό το υδροφθορικό οξύ είναι σχετικά ασθενές σε υδατικό διάλυμα. Ωστόσο, αν διαλυθεί σε λιγότερο βασικούς διαλύτες, όπως π.χ. το άνυδρο (παγόμορφο) οξικό οξύτο υδροφθορικό οξύ είναι το ισχυρότερο από όλα τα άλλα υδροαλογονικά οξέα. Ακόμη το φθοριούχο ιόν έχει μεγάλη συνάφεια με ορισμένα στοιχεία, όπως τοασβέστιο (Ca) καιτοπυρίτιο (Si). Γι' αυτό χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, καιγιατην αποπροστασία από πυριτιούχες προστατευτικές ομάδες. Είναι δηλητηριώδες.
Η δραστικότητα του διφθορίου έναντι του ευγενούς αερίου ξένου αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Neil Bartlett το 1962. Είναι ακόμη γνωστά φθορίδια τουκρυπτούκαιτουραδονίου. Επίσης παρατηρήθηκε φθοροϋδρίδιο τουαργούσε κρυογενικές θερμοκρασίες. Ο δεσμός άνθρακα-φθορίου είναι ομοιοπολικός και πολύ σταθερός. Σχηματίζει έτσι έναν μεγάλο αριθμό οργανικοφθοριούχων ενώσεων, όπως τομεθυλοφθορίδιο, τοτεφλόν, φαρμακευτικά παρασκευάσματα και αγροχημικές ενώσεις.[41][42].
Το φθόριο σε μικρές ποσότητες είναι σταθερό συστατικό των φυτικών και ζωικών ιστών. Σε μορφή ανόργανων ενώσεων περιέχεται βασικά στα κόκαλα των ζώων καιτου ανθρώπου 100 - 300 μικρογραμμάρια ανά κιλό και ιδιαίτερα στα δόντια. Τα κόκαλα τωνθαλάσσιων ζώων είναι πλουσιότερα σε φθόριο. Στον οργανισμό το φθόριο εισέρχεται μετο πόσιμο νερό, που περιέχει περίπου 1 - 1,5 mg/It. Η ανεπάρκεια φθορίου στον οργανισμό προκαλεί τερηδόνα στα δόντια, ενώ η αυξημένη ποσότητα προκαλεί φθορίαση. Όταν ανευρίσκεται σε πολύ μεγάλες ποσότητες είναι επικίνδυνο, γιατί δεσμεύει πολλά βιολογικά χρήσιμα στοιχεία (φωσφόρο, ασβέστιο, μαγνήσιοκ.α.) οπότε διαταράσσεται το ισοζύγιό τους στον οργανισμό. Οργανικά παράγωγα του φθορίου βρέθηκαν μόνο σε μερικά φυτά (π.χ. στο νοτιοαφρικάνικο Dichapetacum Cymosum). Τα βασικότερα παράγωγα τουφθοριοοξικού οξέος είναι ενώσεις τοξικές, τόσο γιατα φυτά, όσο καιγιατα ζώα. Οι γνώσεις επάνω στο θέμα του βιολογικού ρόλου του φθορίου είναι ελλιπείς. Έχει διατυπωθεί σχέση του μεταβολισμού του φθορίου μετο σχηματισμό των ερειστικών ιστών και ιδιαίτερα των δοντιών. Όμως δεν έχει αποδειχθεί ακόμη η αναγκαιότητα του φθορίου γιατη ζωή των φυτών.
Στην Οδοντιατρική: Άλατα του φθορίου χρησιμοποιούνται στις οδοντόκρεμες καιστα στοματικά διαλύματα, ενώ συγκεκριμένη θεραπευτική πράξη των οδοντιάτρων ονομάζεται Φθορίωσις.
Στην Ορθοπεδική: Το έτος 1996 κυκλοφόρησε στη διεθνή αγορά το φάρμακο Sodium Fluoride, ελληνικά Φθοριούχο Νάτριο, εμπορικό όνομα '''FLUREXIL''' της Zyma Ελβετίας, με σκοπό τη χρήση τουστην θεραπεία της οστεοπόρωσης. Δυστυχώς όμως στην κλινική πράξη απεδείχθη ότι το Φθοριούχο Νάτριο αυξάνει πολύ την οστική πυκνότητα[43] αλλά κάνει μη ποιοτικό οστό, εύθραυστο, με αποτέλεσμα, επιδημιολογικώς να αυξάνονται τα κατάγματα παρά να μειώνονται. Έτσι το φάρμακο απεσύρθη μέσα σεμια πενταετία. Σήμερα δεν κυκλοφορεί πλέον στο εμπόριο.[44].
↑Bernhard Stump, Christian Eberle, W. Bernd Schweizer, Marcel Kaiser, Reto Brun, R. Luise Krauth-Siegel, Dieter Lentz, François Diederich (2009). «Pentafluorosulfanyl as a Novel Building Block for Enzyme Inhibitors: Trypanothione Reductase Inhibition and Antiprotozoal Activities of Diarylamines». ChemBioChem10: 79. doi:10.1002/cbic.200800565.
↑Χαράλαμπος Γκούβας: "Εμπειρία Θεραπείας Οστεοπόρωσης με Φθοριούχο Νάτριο σε 50 άτομα, Data on File, 1996