Ηβαφή ή ημπογιά ή τοχρώμα (μετην έννοια της βαφής),είναι οποιοδήποτε υγρό, υγροποιήσιμο ή σε συμπυκνωμένη σύνθεση που μετά από εφαρμογή τουσε ένα αντικείμενο στερεοποιείται σεστερεό υμένα και προσδίδει στο αντικείμενο τον χρωματισμό του. Χρησιμοποιείται κυρίως γιανα προστατέψει, να χρωματίσει ή να δώσει υφή σε αντικείμενα. Η βαφή μπορεί να κατασκευαστεί ή να αγοραστεί σε πολλά χρώματα—καισε πολλές διαφορετικές μορφές, όπως ως υδρόχρωμα, τεχνητό, κλπ.. Η βαφή συνήθως αποθηκεύεται, πωλείται και εφαρμόζεται ως υγρή, αλλά ξηραίνεται σε στερεή μορφή.
Το 2011, Νοτιοαφρικανοί αρχαιολόγοι ανέφεραν ότι βρήκαν ένα μείγμα κατασκευασμένο από ανθρώπους με βάση την ώχρα ηλικίας 100.000 ετών, που μπορεί να είχε χρησιμοποιηθεί ως βαφή.[1]Ηζωγραφική σπηλαίου έγινε με κόκκινη ή κίτρινη ώχρα, αιματίτη, οξείδιο του μαγγανίου, και κάρβουνο και μπορεί να έχει δημιουργηθεί από πρώιμο Homo sapiensπριν από 40.000 έτη.
Οι αρχαίοι χρωματισμένοι τοίχοι σταΔένδερα της Αιγύπτου, οι οποίοι έχουν εκτεθεί για χρόνια στα στοιχεία της φύσης, έχουν ακόμα το λαμπερό τους χρώμα, εξίσου ζωηρό όπως όταν βάφτηκαν πριν από περίπου 2.000 χρόνια. Οι Αιγύπτιοι ανακάτευαν τα χρώματά τους μεμια κολλώδη ουσία καιτα εφάρμοζαν ξεχωριστά χωρίς καμιά ανάμειξη. Φαίνεται ότι είχαν χρησιμοποιήσει έξι χρώματα: λευκό, μαύρο, γαλάζιο, κόκκινο, κίτρινο και πράσινο. Πρώτα, κάλυψαν όλη την περιοχή με λευκό, έπειτα σχεδίασαν με μαύρο. Χρησιμοποίησαν τετροξείδιο του μολύβδου (μίνιο) γιατο κόκκινο και γενικά μια σκούρα χροιά.
ΟΠλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει κάποιες βαμμένες οροφές στην εποχή τουστην πόλη της Άρντεα (Ardea), πού είχε κατασκευαστεί πριντην ίδρυση της Ρώμης. Εξέφρασε μεγάλη έκπληξη και θαυμασμό γιατη φρεσκάδα τους, μετά τη πάροδο τόσων αιώνων.
Η βαφή κατασκευάστηκε μετον κρόκο αβγών και συνεπώς, η ουσία θα γινόταν πιο σκληρή καιθα κολλούσε στην επιφάνεια που εφαρμοζόταν. Η χρωστική έγινε από φυτά, άμμο και διάφορα εδάφη. Οι περισσότερες βαφές χρησιμοποιούσαν είτε έλαια είτε νερό ως βάση (το διαλυτικό ή μέσο γιατη χρωστική).
Κατά τονΒ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε έλλειψη σε λινέλαιο και τότε ανακαλύφθηκαν οι τεχνητές ρητίνες, ή αλκυδικές ενώσεις. Φτηνές και εύκολες στην κατασκευή, με καλή διατήρηση του χρώματος και μεγάλη διάρκεια ζωής.[2]
Το συνδετικό μέσο, ή φορέας, είναι το συστατικό της βαφής που σχηματίζει τον υμένα. Είναι το μόνο συστατικό που πρέπει απαραίτητα να είναι παρόν. Τα συστατικά που αναφέρονται παρακάτω περιλαμβάνονται προαιρετικά, ανάλογα με τις επιθυμητές ιδιότητες του σκληρυμένου υμένα.
Το συνδετικό μέσο μεταδίδει συνάφειακαι επηρεάζει έντονα ιδιότητες όπως γυαλάδα, διάρκεια, ελαστικότητα και σκληρότητα.
Τα συνδετικά μέσα περιλαμβάνουν συνθετικές ή φυσικές ρητίνες όπως αλκυδικές ενώσεις, ακρυλικές ρητίνες, βινυλακρυλικές, οξικό βινύλιο/αιθυλένιο (VAE), πολυουρεθάνες, πολυεστέρες, ρητίνες μελαμίνης, εποξικές, ή ελαιοχρώματα (λαδομπογιές). Τα συνδετικά μέσα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τους μηχανισμούς ξήρανσης ή σκλήρυνσης. Ανκαιη ξήρανση μπορεί να αναφέρεται στην εξάτμιση του διαλύτη ή του αραιωτικού, αναφέρεται συνήθως σε οξειδωτική διασταύρωση των συνδετικών μέσων και είναι δυσδιάκριτη από τη σκλήρυνση. Κάποιες βαφές σχηματίζονται μόνο μετην εξάτμιση του διαλύτη, αλλά οι περισσότερες βασίζονται σε διεργασίες διασταύρωσης.[3]
Οι βαφές που ξηραίνονται με εξάτμιση διαλύτη και περιέχουν το στερεό συνδετικό μέσο διαλυμένο σε έναν διαλύτη είναι γνωστές ως λάκες. Ένας στερεός υμένας σχηματίζεται όταν εξατμίζεται ο διαλύτης και επειδή ο υμένας μπορεί να επαναδιαλυθεί σε διαλύτη, οι λάκες είναι ακατάλληλες για εφαρμογές όπου η χημική αντίσταση είναι σημαντική. Οι κλασικές λάκες νιτροκυτταρίνης εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Η απόδοση ποικίλει μετη σύνθεση, αλλά οι λάκες τείνουν γενικά να έχουν καλύτερη αντίσταση στο υπεριώδες και χαμηλότερη αντίσταση στη διάβρωση από συγκρίσιμα συστήματα που σκληραίνουν με πολυμερισμό ή συνένωση.
Ο τύπος βαφής γνωστός ως γαλάκτωμα ή ελαστικό γαλάκτωμα (Emulsion ή Latex) είναι μια υδατοδιαλυτή διασπορά σωματιδίων πολυμερών μικρότερων του μικρομέτρου. Αυτοί οι όροι καλύπτουν όλες τις βαφές που χρησιμοποιούν συνθετικά πολυμερή όπως ακρυλικά, βινυλακρυλικά, πολυβινυλοοξικά(PVA), ακρυλικό στυρένιο, κλπ. ως συνδετικά μέσα.[4]Ο όρος "latex" στο περιεχόμενο της βαφής στις ΗΠΑ σημαίνει απλά μια υδατική διασπορά· το ελαστικό γαλάκτωμα (latex) από το καουτσουκόδεντρο δεν είναι ένα συστατικό. Αυτές οι διασπορές προετοιμάζονται με πολυμερισμό γαλακτώματος. Τέτοιες βαφές σκληραίνουν μεμια διεργασία που λέγεται συνένωση, έτσι ώστε η βαφή δεν μπορεί να επαναδιαλυθεί στο διαλύτη/νερό που αρχικά το έφερε. Τα υπολειπόμενα επιφανειοδραστικά στο χρώμα, καθώς καιταυδρολυτικά φαινόμενα με κάποια πολυμερή προκαλούν ευαισθησία της βαφής σε μαλάκωμα καιμετην πάροδο του χρόνου, υποβάθμιση μετο νερό.
Βαφές που σκληραίνουν με οξειδωτική διασταύρωση είναι γενικά μονά επιχρίσματα. Όταν εφαρμόζονται, η έκθεση στοοξυγόνοτου αέρα ξεκινά μια διεργασία που διασταυρώνει και πολυμερίζει το συστατικό του συνδετικού μέσου. Κλασικά αλκυδικά σμάλτα μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτήν την κατηγορία. Οξειδωτικά επιχρίσματα σκλήρυνσης καταλύονται από μεταλλικά σύμπλοκα ξήρανσης όπως το ναφθενικό κοβάλτιο (ΙΙ).
Βαφές που σκληραίνουν με πολυμερισμό είναι γενικά επιχρίσματα ενός ή δύο συστατικών που πολυμερίζονται μέσω μιας χημικής αντίδρασης, και σκληραίνουν σε έναν διασταυρούμενο υμένα. Ανάλογα μετη σύσταση μπορεί να χρειάζονται να ξηραθούν πρώτα, με εξάτμιση του διαλύτη. Τα κλασικά δύο συστατικών εποξικά ή πολυουρεθάνης ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία.[5]
Υπάρχουν βαφές που λέγονται πλαστισόλες/οργανοσόλες, οι οποίες κατασκευάζονται με ανάμειξη κόκκων PVC με έναν πλαστικοποιητή. Αυτά θερμαίνονται καιτο μείγμα συνδυάζεται.
Άλλοι υμένες σχηματίζονται με ψύξη του συνδετικού μέσου. Παραδείγματος χάρη, εγκαυστική ή βαφές κεριού είναι υγρές όταν είναι ζεστές και σκληραίνουν με ψύξη. Σε πολλές περιπτώσεις, ξαναμαλακώνουν ή υγροποιούνται αν ξαναζεσταθούν.
Πρόσφατες περιβαλλοντικές απαιτήσεις περιορίζουν τη χρήση των πτητικών οργανικών ενώσεων (VOCs) και έχουν αναπτυχθεί εναλλακτικά μέσα σκλήρυνσης, ειδικά για βιομηχανικούς σκοπούς. Σε βαφές που σκληραίνουν με υπεριώδες, ο διαλύτης εξατμίζεται πρώτα καιη σκλήρυνση ξεκινά στη συνέχεια με υπεριώδες φως. Σε επιχρίσματα σε σκόνη υπάρχει λίγος ή καθόλου διαλύτης καιη ροή καιη σκλήρυνση παράγονται με θέρμανση του υποστρώματος μετά από ηλεκτροστατική εφαρμογή της ξηρής σκόνης.
Οι κύριοι σκοποί του αραιωτικού είναι να διαλύσει το πολυμερές καινα ρυθμίσει τοιξώδες της βαφής. Είναι πτητικό καιδεν γίνεται μέρος του υμένα του χρώματος. Ελέγχει επίσης τις ιδιότητες ροής και εφαρμογής, καισε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επηρεάσει τη σταθερότητα της βαφής ενώ είναι στην υγρή κατάσταση. Η κύρια λειτουργία του είναι ως φορέας τωνμη πτητικών συστατικών. Γιανα διασκορπίσει πιο βαριά έλαια (παραδείγματος χάρη, λινέλαιο) όπως σε βαφές εσωτερικού χώρου κατοικιών με βάση το έλαιο, απαιτείται ένα αραιωτικό ελαίου. Αυτές οι πτητικές ουσίες επηρεάζουν τις ιδιότητές τους προσωρινά—μόλις εξατμιστεί ο διαλύτης, η υπολειπόμενη βαφή σταθεροποιείται στην επιφάνεια.
Αυτό το συστατικό είναι προαιρετικό: μερικά χρώματα δεν έχουν αραιωτικό.
Το νερό είναι το κύριο αραιωτικό γιατα υδατοδιαλυτά χρώματα, ακόμα και στους τύπους των συνδιαλυτών.
Οι βαφές που διαλύονται σε διαλύτη, μπορούν να έχουν ποικίλους συνδυασμούς οργανικών διαλυτών ως αραιωτικά, συμπεριλαμβανόμενων τωναλειφατικών ενώσεων, τωναρωματικών ενώσεων, τωναλκοολών, τωνκετονώνκαι ελαφρού πετρελαίου (white spirit). Ειδικά παραδείγματα είναι οργανικοί διαλύτες όπως αποστάγματα πετρελαίου, εστέρες, αιθέρες της 1,2-αιθανοδιόληςκαιτα παρόμοια. Κάποιες φορές πτητικές συνθετικές ρητίνες με χαμηλή μοριακή μάζα χρησιμεύουν ως αραιωτικά.
Χρωστικές (πιγμέντα-pigments) και πληρωτικά (fillers)
Οι χρωστικές είναι κοκκώδη στερεά ενσωματωμένα στη βαφή γιανα συνεισφέρουν στο χρώμα. Τα πληρωτικά είναι κοκκώδη ενσωματωμένα στερεά γιανα επιδράσουν στην σκληρότητα, υφή, να δώσουν στη βαφή ειδικές ιδιότητες, ή να μειώσουν το κόστος της βαφής. Εναλλακτικά, μερικές βαφές περιέχουν διαλυτές χρωστικές αντί για στερεές χρωστικές ή σε συνδυασμό με αυτές.
Οι χρωστικές μπορούν να ταξινομηθούν είτε ως φυσικές είτε ως συνθετικές. Οι φυσικές συνθετικές περιλαμβάνουν ποικίλα υλικά αργίλους, ανθρακικό ασβέστιο, μαρμαρυγίες, διοξείδιο του πυριτίουκαιτάλκη. Οι συνθετικές περιλαμβάνουν επεξεργασμένα μόρια, πυρωμένους αργίλους, χημικά καταβυθισμένο θειικό βάριο, καταβυθισμένο ανθρακικό ασβέστιο και συνθετικά πυρογενή διοξείδια του πυριτίου.
Η απόκρυψη των χρωστικών, γιατην παρασκευή αδιαφανών χρωμάτων, προστατεύει επίσης το υπόστρωμα από τις βλαβερές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας. Η απόκρυψη χρωστικών περιλαμβάνει τα: διοξείδια του τιτανίου, φθαλικό γαλάζιο, τριοξείδιο του σιδήρου και πολλά άλλα.
Τα πληρωτικά είναι ένας ειδικός τύπος χρωστικής που εξυπηρετεί στην πάχυνση του υμένα, υποστηρίζουν τη δομή τουκαι αυξάνουν τον όγκο της βαφής. Τα πληρωτικά είναι συνήθως φτηνά και αδρανή υλικά, όπως γη διατόμων, τάλκης, ασβέστης, βαρύτης, άργιλος, κλπ. Οι βαφές δαπέδου που πρέπει να αντιστέκονται στη διάβρωση μπορούν να περιέχουν λεπτή άμμο χαλαζία ως πληρωτικό. Δεν περιλαμβάνουν όλες οι βαφές πληρωτικά, ενώ υπάρχουν βαφές που περιλαμβάνουν μεγάλες ποσότητες από χρωστικές/πληρωτικά και συνδετικά μέσα.
Κάποιες χρωστικές είναι τοξικές, όπως οι χρωστικές μολύβδουπου χρησιμοποιούνται σε βαφές μολύβδου. Οι κατασκευαστές βαφών άρχισαν την αντικατάσταση των λευκών χρωστικών μολύβδου με λευκό τιτάνιο (διοξείδιο του τιτανίου), πριν απαγορευτεί ο μόλυβδος στις βαφές γιατην οικιακή χρήση το 1978 στις ΗΠΑ. Το διοξείδιο του τιτανίου που χρησιμοποιείται στις περισσότερες βαφές καλύπτεται συχνά με διοξείδιο του πυριτίου/οξείδιο του αργιλίου/ζιρκόνιο για διάφορους λόγους, όπως καλύτερη εξωτερική διάρκεια, ή καλύτερη κάλυψη (αδιαφάνεια) που προάγεται από περισσότερο βέλτιστη απόσταση μέσα στον υμένα της βαφής.
Πέρα από τις τρεις κύριες κατηγορίες συστατικών, οι βαφές μπορούν να έχουν μια πλατιά ποικιλία από διάφορα πρόσθετα, που συνήθως προστίθενται σε μικρές ποσότητες, αλλά δίνουν ένα σημαντικό αποτέλεσμα στο προϊόν. Κάποια παραδείγματα περιλαμβάνουν πρόσθετα που τροποποιούν τηνεπιφανειακή τάση, βελτιώνουν τις ιδιότητες ροής, βελτιώνουν την τελική εμφάνιση, αυξάνουν την υγρή άκρη, βελτιώνουν τη σταθερότητά της χρωστικής, επιδρούν στις αντιπηκτικές ιδιότητες, ελέγχουν τον αφρισμό, ελέγχουν το πέτσιασμα, κλπ. Άλλοι τύποι προσθέτων περιλαμβάνουν καταλύτες, παχυντές, σταθεροποιητές, γαλακτωματοποιητές, δημιουργούς υφής, υποκινητές προσκόλλησης, σταθεροποιητές υπεριώδους, ισοπεδωτές, βιοκτόνα γιανα καταπολεμήσουν την ανάπτυξη βακτηρίωνκαι παρόμοια.
Τα πρόσθετα , κανονικά, δεν μεταβάλλουν σημαντικά τα ποσοστά των μεμονωμένων συστατικών σε έναν τύπο.[6]
Υπάρχουν διάφορες τεχνολογίες γιατην κατασκευή βαφών που αλλάζουν χρώμα. Θερμοχρωμικές βαφές περιέχουν υλικά που αλλάζουν διαμόρφωση όταν εφαρμόζεται θερμότητα και έτσι αλλάζουν χρώμα. Έχουν χρησιμοποιηθεί υγροί κρύσταλλοισε τέτοιες βαφές, όπως στις ταινίες θερμομέτρου και στις ταινίες που χρησιμοποιούνται στα ενυδρεία καιστα προωθητικά θερμικά κύπελλα και καλαμάκια. Φωτοχρωμικές βαφές και στρώσεις περιέχουν διαλυτές χρωστικές που αλλάζουν διαμόρφωση όταν ο υμένας εκτίθεται σε υπεριώδες φως και έτσι αλλάζουν χρώμα. Αυτά τα υλικά χρησιμοποιούνται γιανα κάνουν φακούς.
Οι βαφές που αλλάζουν χρώμα μπορούν επίσης να παρασκευαστούν με προσθήκη ενώσεων που αλλάζουν χρώμα μετο pH ή άλλων οργανικών χρωστικών. Μια ευρεσιτεχνία[7] αναφέρει χρήση αυτών των δεικτών για εφαρμογές επιχρισμάτων τοίχου με βαφές ανοιχτού χρώματος. Όταν η βαφή είναι υγρή έχει ροζ χρώμα, αλλά κατά τη διάρκεια της ξήρανσης ξαναπαίρνει το αρχικό της λευκό χρώμα. Όπως αναφέρεται στην ευρεσιτεχνία, αυτή η ιδιότητα ενεργοποιείται με κατάλληλη και ομοιόμορφη βαφή δύο ή τριών στρώσεων σε έναν τοίχο. Οι προηγούμενες στρώσεις που έχουν ξηραθεί θα είναι λευκές, ενώ η νέα στρώση θα είναι σαφώς ροζ. Η Ashland Inc. εισήγαγε πυρίμαχες επιχρίσεις χυτηρίων με παρόμοια αρχή το 2005[8][9]για χρήση σε χυτήρια.
Οι ηλεκτροχρωμικές βαφές αλλάζουν χρώμα ως απάντηση σε ένα εφαρμοζόμενο ηλεκτρικό ρεύμα. Ο κατασκευαστής οχημάτων Nissan έχει αναφέρει ότι εργάζεται σεμια ηλεκτροχρωμική βαφή, με βάση σωματίδια του παραμαγνητικού οξειδίου του σιδήρου. Όταν βρεθούν σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο τα παραμαγνητικά σωματίδια αλλάζουν την απόσταση, τροποποιώντας το χρώμα τους και τις ανακλαστικές τους ιδιότητες. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο μπορεί να σχηματιστεί χρησιμοποιώντας το αγώγιμο μέταλλο του σώματος του οχήματος. [10]Οι ηλεκτροχρωμικές βαφές μπορούν να εφαρμοστούν σε πλαστικά υποστρώματα επίσης, χρησιμοποιώντας μια διαφορετική χημεία επικάλυψης. Η τεχνολογία περιλαμβάνει τη χρήση ειδικών διαλυτών χρωστικών που αλλάζουν διαμόρφωση όταν εφαρμόζεται ηλεκτρικό ρεύμα μέσα στον ίδιο τον υμένα. Πρόσφατα, αυτή η νέα τεχνολογία έχει χρησιμοποιηθεί γιατην επίτευξη προστασίας από τη λάμψη μετο άγγιγμα ενός πλήκτρου στα παράθυρα επιβατικού αεροπλάνου.
Από την εποχή της Αναγέννησης, βαφές από στεγνωτικά ξηραινόμενα έλαια, κυρίως λινέλαιο, είναι τοπιο χρησιμοποιούμενο είδος βαφών στις καλές τέχνες· οι ελαιοβαφές είναι ακόμα συνηθισμένες σήμερα. Όμως, τον 20ό αιώνα, υδροχρώματα και ακρυλικές βαφές, έγιναν πολύ δημοφιλείς μετην ανάπτυξη των ακρυλικών ομάδων και άλλων βαφών ελαστικού γαλακτώματος (λάτεξ).
Οι βαφές από γάλα (που περιέχει καζεΐνη), όπου το μέσο παράγεται από το φυσικό γαλάκτωμα τουγάλακτος, ήταν δημοφιλείς τον 19ο αιώνα και είναι ακόμα και σήμερα διαθέσιμες.
Ητέμπερα (όπου το μέσο είναι ένα γαλάκτωμα ακατέργαστου κρόκου αυγού αναμειγμένου με έλαιο) είναι ακόμα σε χρήση, όπως είναι οι εγκαυστικές βαφές με βάση τοκερί. Η υδροκομμιογραφία είναι μια παραλλαγή του αδιαφανούς υδροχρώματος που χρησιμοποιήθηκε επίσης στονΜεσαίωνακαιστην Αναγέννηση για διακόσμηση χειρογράφων. Η χρωστική κατασκευαζόταν συχνά από ημιπολύτιμους λίθους όπως λάπις λάζουλικαιτο συνδετικό μέσο κατασκευαζόταν είτε από αραβικό κόμμι ή από ασπράδι αβγού.
Η βαφή μπορεί να εφαρμοστεί ως στερεή, ως αέριο αιώρημα (αερόλυμα) ή ως υγρό. Οι τεχνικές ποικίλλουν ανάλογα μετα επιθυμητά αποτελέσματα πρακτικά ή καλλιτεχνικά.
Ως στερεό (συνήθως χρησιμοποιείται σε εφαρμογές της βιομηχανίας καιτων οχημάτων), η βαφή εφαρμόζεται ως μια πολύ λεπτή σκόνη, έπειτα ψήνεται σε υψηλή θερμοκρασία. Με αυτόν τον τρόπο λιώνει η σκόνη και προσκολλάται στην επιφάνεια. Τα αίτια δημιουργίας αυτού του αποτελέσματος περιλαμβάνουν τη χημεία των βαφών, την ίδια την επιφάνεια και ίσως την χημεία του υποστρώματος (του αντικειμένου που βάφεται). Αυτό λέγεται "επίχρισμα σκόνης" ενός αντικειμένου.
Ως αέριο ή αεριώδες αιώρημα, η βαφή αιωρείται σε στερεή ή υγρή μορφή σε ένα αέριο που ψεκάζει ένα αντικείμενο. Η βαφή προσκολλάται στο αντικείμενο. Αυτό λέγεται "βάψιμο με ψεκασμό" ενός αντικειμένου. Μεταξύ των λόγων γιαμια τέτοια διεργασία περιλαμβάνονται καιοι ακόλουθοι:
Ο μηχανισμός εφαρμογής είναι ο αέρας και συνεπώς κανένα στερεό αντικείμενο δεν ακουμπά το αντικείμενο που πρόκειται να βαφτεί·
Η κατανομή της βαφής είναι ομοιόμορφη, έτσι δεν υπάρχουν απότομες γραμμές·
Μπορεί να χρησιμοποιηθούν πολύ μικρές ποσότητες βαφής·
Μια χημική ουσία (συνήθως ένας διαλύτης) μπορεί να ψεκαστεί μαζί μετη βαφή γιανα διαλύσει μαζί τη βαφή καιτη χημική ουσία στην επιφάνεια του αντικειμένου που βάφεται·
Κάποιες χημικές αντιδράσεις στη βαφή περιλαμβάνουν τον προσανατολισμό τωνμορίων της βαφής.
Στηνυγρή εφαρμογή, η βαφή μπορεί να εφαρμοστεί με άμεση εφαρμογή χρησιμοποιώντας πινέλα, κυλίνδρους βαφής, μαχαιροσπάτουλες και άλλα εργαλεία, ή μέρη του σώματος όπως δάκτυλα και αντίχειρες.
Οι κύλινδροι βαφής έχουν γενικά μια λαβή που επιτρέπει την πρόσδεση διαφορετικών μεγεθών κονταριών, επιτρέποντας τη βαφή σε διαφορετικά ύψη. Γενικά, η εφαρμογή με κύλινδρο απαιτεί δύο στρώσεις για ομοιόμορφο χρώμα. Ένας κύλινδρος με παχύτερο πέλος χρησιμοποιείται για εφαρμογή σε ανομοιόμορφες επιφάνειες. Οι γωνίες συνήθως βάφονται με ένα γωνιακό πινέλο.
Γιατην εφαρμογή αστιλβών (ματ) βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 1/2"
Γιατην εφαρμογή ημίθαμπων βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 3/8"
Γιατην εφαρμογή ελαφρά γυαλιστερών βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 3/8"
Γιατην εφαρμογή ημίστιλπνων ή γυαλιστερών βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 3/16"[11]
Μετά την εφαρμογή της υγρής βαφής, υπάρχει ένα μεσοδιάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου μπορεί να αναμειχθεί η βαφή με βαμμένες περιοχές που λέγεται "χρόνος εφαρμογής ή ανοικτός χρόνος." Ο χρόνος εφαρμογής μιας βαφής ελαίου ή γαλακτώματος με βάση αλκυδικές ενώσεις μπορεί να επεκταθεί προσθέτοντας ελαφρό πετρέλαιο (white spirit), γλυκόλες όπως Dowanol (αιθέρας της προπυλενογλυκόλης) ή επιμηκυντές χρόνου εφαρμογής. Αυτό μπορεί επίσης να διευκολύνει την ανάμειξη διαφορετικών στρώσεων υγρής βαφής για αισθητικά εφέ. Ελαστικά γαλακτώματα (λάτεξ) και ακρυλικά γαλακτώματα απαιτούν τη χρήση επιβραδυντών ξήρανσης κατάλληλων για επικαλύψεις με βάση το νερό.
Η εφαρμογή της βαφής με ψεκασμό είναι ηπιο δημοφιλής μέθοδος στη βιομηχανία. Σε αυτήν, η βαφή νεφελοποιείται μετη δύναμη συμπιεσμένου αέρα ή μετην επίδραση υψηλής συμπίεσης της ίδιας της βαφής καιη βαφή μετατρέπεται σε μικρά σταγονίδια που πηγαίνουν στο αντικείμενο που βάφεται. Εναλλακτικές μέθοδοι είναι ψεκασμός χωρίς αέρα, θερμός ψεκασμός, θερμός ψεκασμός χωρίς αέρα και οποιαδήποτε από αυτές τις μεθόδους με ηλεκτροστατικό ψεκασμό. Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες ηλεκτροστατικές μέθοδοι.
Η εμβάπτιση ήταν η συνηθισμένη μέθοδος για αντικείμενα όπως ερμάρια, αλλά έχει αντικατασταθεί από υψηλής ταχύτητας κινούμενους αεροστρόβιλους με ηλεκτροστατικό ψεκασμό. Τα σώματα (σασί) των οχημάτων ασταρώνονται χρησιμοποιώντας καθοδικό ηλεκτροφόρο αστάρι, που εφαρμόζεται στο σώμα και αποτίθεται μια στρώση ασταριού. Το αμετάβλητο υπόλειμμα ξεπλένεται καιτο αστάρι ψήνεται.
Πολλές βαφές τείνουν να διαχωρίζονται όταν αποθηκεύονται, καθώς τα βαρύτερα συστατικά καθιζάνουν στον πυθμένα και χρειάζονται ανάμειξη πριντη χρήση. Κάποια καταστήματα χρωμάτων έχουν μηχανήματα γιατην ανάμειξη των βαφών αναδεύοντας έντονα το κουτί για μερικά λεπτά.
Η αδιαφάνεια καιτο πάχος του υμένα της βαφής μπορούν να μετρηθούν χρησιμοποιώντας μια κάρτα μεταβολής.
Οι βαφές με βάση το νερό τείνουν να είναι οιπιο εύκολες στον καθαρισμό μετά τη χρήση· τα πινέλα καιοι κύλινδροι μπορούν να καθαριστούν με σαπούνι και νερό.
Η κατάλληλη διάθεση των υπολειμμάτων των βαφών είναι μια πρόκληση. Μερικές φορές, μπορούν να ανακυκλωθούν: Οι παλιές βαφές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα αστάρι ή μια ενδιάμεση βαφή καιοι βαφές με παρόμοια χημεία μπορούν να αναμειχθούν γιανα δημιουργήσουν μα μεγαλύτερη ποσότητα ενός ομοιόμορφου χρώματος.
Γιανα απορριφθεί μια βαφή μπορεί να ξηραθεί καινα απορριφθεί μετα οικιακά απορρίμματα, μετην προϋπόθεση δεν περιέχει απαγορευμένες ουσίες (δείτε το δοχείο). Η απόρριψη υγρού χρώματος απαιτεί συνήθως ειδικό χειρισμό και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνη ουσία, και απορρίπτεται σύμφωνα με τους τοπικούς κανονισμούς.[12][13]
Οι παρακάτω χρησιμοποιούμενοι όροι μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των κατασκευαστών, αλλά γενικά έχουν ως εξής:
Τοαστάρι (Primer) είναι μια προπαρασκευαστική στρώση που εφαρμόζεται στα υλικά πριννα βαφούν. Η ασταρωμένη επιφάνεια εξασφαλίζει καλύτερη συνάφειαμετη βαφή, αυξάνει συνεπώς τη διάρκεια της βαφής και παρέχει βελτιωμένη προστασία γιατη βαμμένη επιφάνεια. Κατάλληλα αστάρια μπορούν επίσης να φράξουν καινα στεγανοποιήσουν κενά, ή να αποκρύψουν ένα χρώμα που πρόκειται να βαφτεί.
Οι βαφές γαλακτώματος (πλαστικά χρώματα-Emulsion paints) είναι βαφές με βάση το νερό στις οποίες το υλικό της βαφής είναι διαλυμένο σε ένα υγρό που αποτελείται κυρίως από νερό. Τα κύρια πλεονεκτήματα του είναι: γρήγορη ξήρανση, χαμηλή τοξικότητα, χαμηλό κόστος, πιο εύκολη εφαρμογή, καθώς καιπιο εύκολος καθαρισμός της συσκευής.
Η στιλπνότητα των παρακάτω πέντε κατηγοριών βαίνει αυξανόμενη:
Οι αστιλβείς (ματ) βαφές (Flat Finish) χρησιμοποιούνται γενικά για οροφές ή τοίχους που είναι σε άσχημη κατάσταση. Αυτές οι βαφές είναι χρήσιμες γιατην απόκρυψη ατελειών σε τοίχους και είναι οικονομικές στην αποτελεσματικοί κάλυψη σχετικά μεγάλων επιφανειών. Όμως, αυτές οι βαφές δεν πλένονται εύκολα και υπόκεινται σε κηλίδωση.
Οι αστιλβείς (ματ) βαφές (Matte Finish) είναι γενικά παρόμοιες με τις βαφές flat, αλλά αυτές υπερέχουν συνήθως στο πλύσιμο καιτην κάλυψη.
Οι ημίθαμπες βαφές (Eggshell Finish) έχουν κάποια γυαλάδα, υποτίθεται όπως τη γυαλάδα από το τσόφλι ενός αβγού. Αυτές οι βαφές πλένονται θαυμάσια, αλλά δεν είναι πολύ αποτελεσματικές στην απόκρυψη ατελειών σε τοίχους και παρόμοιες επιφάνειες. Οι ημίθαμπες βαφές είναι κατάλληλες για μπάνια επειδή πλένονται και απωθούν το νερό, έτσι ώστε τείνουν ναμην ξεφλουδίζουν σε υγρό περιβάλλον.
Οι ελαφρά γυαλιστερές (σατινέ) βαφές (Pearl (Satin) Finish) αντέχουν πολύ από πλευράς πλυσίματος και αντίστασης στην υγρασία, ακόμα και συγκρίνοντας τες με τις ημίθαμπες. Προστατεύουν τους τοίχους από βρομιά, υγρασία και κηλίδες. Συνεπώς είναι εξαιρετικά χρήσιμες για μπάνια, έπιπλα και κουζίνες, αλλά είναι πιο γυαλιστερές από τις ημίθαμπες, έτσι είναι πιο επιρρεπής στην εμφάνιση ατελειών.
Οι ημίστιλπνες βαφές (Semi-Gloss Finish) χρησιμοποιούνται συνήθως γιανα τονίσουν λεπτομέρειες και κομψότητα, καθώς καιγιανα τονίσουν ξύλινες κατασκευές, όπως σε θύρες και έπιπλα. Παρέχουν μια λαμπερή επιφάνεια και προσφέρουν καλή προστασία από υγρασία και κηλίδες στους τοίχους. Η στιλπνότητά τους όμως τονίζει τις ατέλειες στους τοίχους καισε παρόμοιες επιφάνειες. Είναι δημοφιλείς σε σχολεία και βιομηχανίες όπου το πλύσιμο καιη διάρκεια είναι οι κύριες σκέψεις.[14]
Ταβερνίκιακαιγομολάκες (shellac) είναι στην πραγματικότητα βαφές χωρίς χρωστικές· παρέχουν μια προστατευτική στρώση χωρίς ουσιαστική μεταβολή του χρώματος της επιφάνειας, ανκαι μπορούν να τονίσουν το χρώμα του υλικού.
Οι βαφές ξύλου (Wood stain) είναι ένας τύπος βαφής που έχει τέτοια σύσταση ώστε να είναι πολύ "λεπτές", που σημαίνει να έχουν χαμηλό ιξώδες, έτσι ώστε η χρωστική να διαποτίζει υλικά όπως το ξύλο, παρά να παραμένει σε έναν υμένα στην επιφάνεια. Οι βαφές ξύλου διαλύονται κυρίως σεχρωστικές μαζί με ένα συνδετικό υλικό στον διαλύτη. Είναι σχεδιασμένες να προσθέτουν χρώμα χωρίς να δίνουν μια επιφανειακή επίχριση.
Οι λάκες (Lacquer) είναι μια βαφή με βάση διαλύτη ή βερνίκι που παράγει μια ιδιαίτερα σκληρή καιμε διάρκεια βαφή. Συνήθως στεγνώνει γρήγορα.
Οι βαφές σμάλτου (Enamel paint) έχουν τέτοια σύσταση ώστε να δίνουν μια ιδιαίτερα σκληρή, συνήθως γυαλιστερή βαφή. Κάποια βαφές σμάλτου περιέχουν λεπτή γυάλινη σκόνη ή νιφάδες μετάλλου αντί για χρωστικές, σε τυπικές βαφές με βάση το έλαιο. Οι βαφές σμάλτου αναμειγνύονται μερικές φορές με βερνίκια ή ουρεθάνη γιανα βελτιώσουν την στιλπνότητα καιτη σκληρότητά τους.
Το εφυάλωμα (glaze) είναι ένα πρόσθετο που χρησιμοποιείται μετη βαφή γιανα επιβραδύνει τον χρόνο ξήρανσης καινα αυξήσει την ημιδιαφάνεια, όπως στις ψευδοβαφές καισε κάποια καλλιτεχνικά εφέ.
Το επίχρισμα στεγών (roof coating) είναι ένα υγρό που επικάθεται ως μια ελαστική μεμβράνη που μπορεί να επεκταθεί χωρίς ζημιά. Παρέχει προστασία έναντι του υπεριώδους στον αφρό πολυουρεθάνης και χρησιμοποιείται πλατιά στην αποκατάσταση στεγών.
Οι δακτυλοβαφές (Fingerpaints) είναι συνθέσεις κατάλληλες για εφαρμογή μετα δάκτυλα· είναι δημοφιλείς στη χρήση από τα παιδιά σε δραστηριότητες δημοτικών σχολείων.
ΤαΜελάνια είναι παρόμοια με τις βαφές, εκτός από την κατασκευή τους που συνήθως γίνεται χρησιμοποιώντας λεπτόκοκκες χρωστικές διαλυτές ή αδιάλυτες στον φορέα καιδεν σχεδιάζονται να αφήνουν έναν παχύ υμένα του συνδετικού μέσου. Χρησιμοποιούνται συνήθως στη γραφή ή τηνκαλλιγραφία.
Ταεπιχρίσματα αντιγκράφιτι (Anti-graffiti coatings) χρησιμοποιούνται γιανα ματαιώσουν την κάλυψη των επιφανειών από γκράφιτι. Υπάρχουν δύο κατηγορίες επιχρισμάτων αντιγκράφιτι: τα προστατευτικά (θυσιαστικά) (Sacrificial coatings) καιταμη δεσμικά (Non-bonding coatings):
Ταπροστατευτικά (θυσιαστικά) επιχρίσματα (Sacrificial coatings) είναι διαφανή επιχρίσματα που επιτρέπουν την αφαίρεση των γκράφιτι, ξεπλένοντας συνήθως την επιφάνεια με νερό υψηλής πίεσης που αφαιρεί το γκράφιτι μαζί μετο επίχρισμα (από όπου καιο όρος "θυσιαστικό"). Μετά την αφαίρεση του γκράφιτι, το θυσιαστικό επίχρισμα πρέπει να ξαναεφαρμοστεί γιανα συνεχιστεί η προστασία. Τέτοια προστατευτικά επιχρίσματα χρησιμοποιούνται συνήθως σε ξύλινες επιφάνειες που φαίνονται φυσικές, όπως σε αγαλμάτινους και μαρμάρινους τοίχους καθώς καισεπιο τραχείες επιφάνειες που είναι δύσκολες στο καθάρισμα.
Ταμη δεσμικά επιχρίσματα (Non-bonding coatings) είναι διαυγή, υψηλής απόδοσης επιχρίσματα, συνήθως είναι καταλυόμενες πολυουρεθάνες, πουδεν προσκολλώνται ισχυρά στις βαφές που χρησιμοποιούνται για γκράφιτι. Τα γκράφιτι σεμια τέτοια επιφάνεια μπορεί να αφαιρεθεί με ξέπλυμα με διαλύτη, χωρίς να βλάψει ούτε την υποκείμενη επιφάνεια ή το προστατευτικό μη δεσμικό επίχρισμα. Αυτά τα επιχρίσματα δουλεύουν καλύτερα σε ομαλές επιφάνειες και είναι ιδιαίτερα χρήσιμα σε διακοσμητικές επιφάνειες όπως σε μωσαϊκά ή βαμμένες τοιχογραφίες, που μπορεί να αναμένεται να υποστούν ζημιά από ψεκασμό υψηλής πίεσης.
Οι αντιαναρριχητικές βαφές (Anti-climb paint) είναι μιαμη ξηραινόμενη βαφή που φαίνεται κανονική, αλλά είναι πολύ ολισθηρή. Είναι χρήσιμη σε σωλήνες αποχέτευσης και περβάζια γιανα αποθαρρύνουν διαρρήκτες και βάνδαλους από τονα αναρριχηθούν και βρίσκονται σε πολλούς δημόσιους χώρους. Όταν ένα άτομο προσπαθεί να αναρριχηθεί σε αντικείμενα επικαλυμμένα με τέτοια βαφή, μεταφέρεται στον αναρριχητή και δυσκολεύει την αναρρίχηση.
Τουφαλόχρωμα ή υφαλοβαφή (Anti-fouling paint), αποτρέπει πεταλίδες και άλλους θαλάσσιους οργανισμούς από τονα προσκολλώνται σταύφαλατων πλοίων.
Ημονωτική βαφή (Insulative paint ή insulating paint) μειώνει τον ρυθμό θερμικής μεταφοράς μέσα από μια επιφάνεια στην οποία εφαρμόζεται. Ένας τύπος της βασίζεται στην προσθήκη κοίλων μικροσφαιριδίων σε οποιονδήποτε κατάλληλο τύπο βαφής.
Ηαντιολισθητική βαφή (Anti-slip paint) περιέχει χημικές ενώσεις ή άμμο γιανα αυξήσει την τριβή μιας επιφάνειας έτσι ώστε να μειώσει τον κίνδυνο γλιστρήματος, ιδιαίτερα σε υγρές συνθήκες.
ΗΒαφή (χρώμα) διαγράμμισης οδών (Road marking paint)[15] χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για επισήμανση και βαφή οδικών σημάτων και γραμμών, γιανα σχηματίσει έναν υμένα επιχρίσματος με διάρκεια στην επιφάνεια του δρόμου. Πρέπει να είναι ταχυστέγνωτη, να δίνει ένα χοντρό επίχρισμα καινα ανθίσταται στη φθορά καιτην ολισθηρότητα, ειδικά σε υγρές συνθήκες.
Οι κύριες αιτίες αποτυχίας μιας βαφής μετά την εφαρμογή της σεμια επιφάνεια είναι η συσκευή εφαρμογής καιη ακατάλληλη επεξεργασία της επιφάνειας.
Τα ελαττώματα της εφαρμογής μπορούν να αποδοθούν στα παρακάτω:
Αραίωση
Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν η αραίωση της βαφής δεν γίνεται σύμφωνα μετη σύσταση του κατασκευαστή. Οι περιπτώσεις που εμφανίζονται είναι η μεγαλύτερη ή μικρότερη αραίωση από την προβλεπόμενη, καθώς καιο ακατάλληλος διαλύτης.
Μόλυνση
Ξένοι ρυπαντές που προστέθηκαν χωρίς την συγκατάθεση του κατασκευαστή μπορεί να προκαλέσουν διάφορα ελαττώματα του υμένα.
Ξεφλούδισμα
Κατά κανόνα οφείλεται σε ακατάλληλη επεξεργασία της επιφάνειας πριντην εφαρμογή και εγγενή υγρασία που εμφανίζεται στο υπόστρωμα.
Κιμωλίαση
Η κιμωλίαση είναι η σταδιακή κονιοποίηση του υμένα της βαφής στη βαμμένη επιφάνεια. Η κύρια αιτία για αυτό το πρόβλημα είναι η υποβάθμιση του πολυμερούς της βαφής λόγω της έκθεσης στηνυπεριώδη ακτινοβολία, στον ήλιο καιστην συμπύκνωση από τη δροσιά. Ο βαθμός της κιμωλίασης εξαρτάται επειδή οι εποξικές ενώσεις αντιδρούν γρήγορα, ενώ οι ακρυλικές καιοι πολυουρεθάνες μπορούν να παραμείνουν αμετάβλητες για μεγάλες περιόδους.[16]Ο βαθμός της κιμωλίασης μπορεί να εκτιμηθεί σύμφωνα μετοδιεθνές πρότυπο ISO 4628 Μέρος 6 ή 7, ή τηASTM International μέθοδο (ASTM) D4214.
Ρωγμάτωση
Η ρωγμάτωση του υμένα της βαφής οφείλεται στην άνιση διαστολή ή συστολή των στρώσεων της βαφής. Συνήθως, συμβαίνει όταν οι στρώσεις της βαφής δεν αφήνονται να σκληρύνουν/ξηραθούν πλήρως πριντην εφαρμογή της επόμενης στρώσης. Ο βαθμός της ρωγμάτωσης μπορεί να εκτιμηθεί σύμφωνα μετο διεθνές πρότυπο ISO 4628 Μέρος 4 ή τη μέθοδο ASTM D661.
Διάβρωση
Η διάβρωση είναι μια πολύ γρήγορη κιμωλίαση. Συμβαίνει λόγω εξωτερικών παραγόντων όπως αέρας, νερό κλπ.. Μπορεί να εκτιμηθεί χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ASTM D662.
Φουσκάλιασμα
Το φουσκάλιασμα οφείλεται στην έκθεση της βαμμένης επιφάνειας σε ισχυρό ηλιακό φως. Ο βαθμός φλυκταίνωσης μπορεί να εκτιμηθεί σύμφωνα μετο ISO 4628 Μέρος 2 ή τη μέθοδο ASTM D714.
Οι πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) στις βαφές θεωρούνται επιβλαβείς στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στους ανθρώπους που εργάζονται με τις βαφές σε τακτική βάση. Η έκθεση σε VOCs έχει συσχετιστεί μετο σύνδρομο των οργανικών διαλυτών, ανκαι αυτή η συσχέτιση είναι κάπως αμφιλεγόμενη.[18]Ο αμφιλεγόμενος διαλύτης 2-βουτοξυαιθανόλη χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή βαφών.[19]
Στις ΗΠΑ, οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί, οι απαιτήσεις των καταναλωτών καιοι πρόοδοι στην τεχνολογία οδήγησαν στην ανάπτυξη βαφών με χαμηλές (ή μηδενικές) VOC. Αυτές οι νέες βαφές είναι ευρέως διαθέσιμες και καλύπτουν ή υπερκαλύπτουν ταπιο παλιά προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε VOC στην απόδοση καιστο κόστος, ενώ έχουν σημαντικά πιο χαμηλή επίπτωση στην υγεία του ανθρώπου καιτου περιβάλλοντος.
↑"Paint Finish and Sheen Information; Info on Satin, Eggshell, Matte, and Other Paint Finishes." Professional Painting Contractor. Professional Painters, 2011. Web. 07 Apr. 2012. <http://www.painter-pros.com/finishes.phpΑρχειοθετήθηκε 2012-09-06 at Archive.is>.