Οακοντισμός είναι ένα από τα αγωνίσματα ρίψεωντουστίβου, με μεγάλη ιστορία καθώς είναι γνωστό ήδη από τηνΑρχαία Ελλάδα. Σκοπός του αθλήματος είναι η ρίψη ενός ακοντίουσε μεγάλη απόσταση (δεκάδων μέτρων). Νικητής είναι ο αθλητής πουθα ρίξει το ακόντιό τουπιο μακριά.[1]
ΟΌμηρος αναφέρει ότι Αχαιοί όταν δεν πολεμούσαν έξω από τα τείχη της Τροίας διασκέδαζαν ρίχνοντας δίσκο και ακόντιο. ΣτηνΟδύσσειαοι μνηστήρες της Πηνελόπης περνούσαν τον καιρό τους ρίχνοντας δίσκο και ακόντιο και μάλιστα σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο.
Προστάτη του ακοντισμού οι αρχαίοι θεωρούσαν τον θεό Απόλλωνα, γι'αυτό τον βλέπουμε σε αγγειογραφείες και γενικά στην "Πλαστική" να κρατά δόρυ και τόξο "λόγχην δεεν ταις χερσίν και τόξον".
Το ακόντιο στηνΑρχαία Ελλάδατο χρησιμοποιούσαν στον πόλεμο καιστοκυνήγι. Γιατην εκπαίδευση τόσο των νέων όσο καιτων στρατιωτών οργανώνονταν αγώνες ακοντίου. Υπήρχαν δύο ειδών αγώνες. Εκτίναξη του ακοντίου σε μήκος, που ονομαζόταν «εκηβόλος ακοντισμός», και εκτίναξη του ακοντίου σε στόχο, που ονομαζόταν «Στοχαστικός ακοντισμός».
Κατά την προπόνηση στο εστοχαστικό ακόντιο οι αθλητές χρησιμοποιούσαν ακόντιο μετην αιχμή, ενώ στη ρίψη του εκηβόλου, χωρίς αιχμή. Κατά τους επίσημους αγώνες πρέπει να χρησιμοποιούσαν αιχμηρό ακόντιο, ίσως με μεταλλική αιχμή αφού η βολή ήταν έγκυρη όταν το ακόντιο χτυπούσε στο έδαφος μετην αιχμή τουγιανα είναι δυνατή η μέτρηση της ρίψης.[2]
Σαν αγώνισμα στις Ολυμπιάδες επικράτησε ο ακοντισμός σε μήκος και ήταν ένα από τα πέντε αγωνίσματα τουπένταθλου.
Το αρχαίο ακόντιο είναι ένα ξύλινο κοντάρι, μήκους περίπου 1,70 μ. καιδιαμέτρου περίπου 3,5 εκατοστών. Στημια άκρη είναι μυτερό. Στις αγγειογραφιές μάλιστα βλέπουμε ότι τομήκοςτου ακοντίου πλησιάζει και υπερβαίνει τούψοςτου ακοντιστή. Γιατοβάροςκαιτο πάχος τουδεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. Το αγωνιστικό ακόντιο θα πρέπει να ήταν ελαφρύτερο από το δόρυ των πολεμιστών.
Το ακόντιο χρησιμοποιήθηκε στοΒυζάντιο, όπως και στις προηγούμενες εποχές ως όπλο πολεμικό, ως όργανο γιατοκυνήγι μεγάλων άγριων ζώων και ως αθλητικό όργανο. Στα Τακτικά το ακόντιο αναφέρεται ως "ρικτάριν" καιτο έριχναν μακριά. ΟιΡωμαίοιτο ακόντιο το έφτιαχναν από ξύλο κρανιάς καιτο μήκος του ποικίλει από 1,10-2,40μ. και στους Βυζαντινούς χρόνους 2,30 μ.[3][4]
Στοπένταθλο χρησιμοποιούσαν ακόντιο χωρίς μεταλλική αιχμή. Το ακόντιο αυτό λεγόταν «αποτομεύς ή αποτομάς».
Στις παραστάσεις που υπάρχουν σε αγγεία ή σε ανάγλυφα, απεικονίζονται ακόντια καιμε μεταλλική αιχμή. Τα ακόντια αυτά χρησιμοποιούνταν στο αγώνισμα ακοντισμού σε στόχο καιη μεταλλική αιχμή (από σίδερο ή ορείχαλκο) βοηθούσε γιανα στερεωθεί το ακόντιο στον στόχο. Στο μέσο του ακοντίου υπήρχε δερμάτινη λωρίδα διπλωμένη σε θηλιά η «αγκύλη», δεμένη περίπου στο κέντρο βάρους του ακοντίου. Το ακριβές σημείο του δεσίματος της αγκύλης το ρύθμιζε ο κάθε αθλητής κατά τη δική του αντίληψη καιτην τεχνική που χρησιμοποιούσε. Οι αθλητές έδεναν την αγκύλη καιτην τύλιγαν στο κέντρο βάρους του ακοντίου, γι'αυτό καιτο ακόντιο ονομαζόταν μεσάγκυλον. Στη θηλειά της αγκύλης ο αθλητής περνούσε ένα η δύο δάχτυλα κρατώντας συγχρόνως μετα υπόλοιπα το ακόντιο. Είναι γεγονός ότι η αγκύλη κατά την εκσφενδόνιση λειτουργούσε ως μοχλός προώθησης αυξάνοντας τη δύναμη εκτοξεύσεως γιατί σταθεροποιούσε τη λαβή. Η αγκύλη καθώς ξετυλίγονταν προσέδιδε επίσης στο ακόντιο περιστροφική κίνηση γύρω από από τον άξονα που σταθεροποιούσε την πτήση.
Οι αγωνιστικές αγγειογραφίες είναι περισσότερο αποκαλυπτικές από τα αγωνιστικά κείμενα που διεσώθηκαν. Κατά τονΦιλόστρατο ιδανικοί ακοντιστές ήταν οι ψηλοί στο σώμα, οι αρμονικά καλογυμνασμένοι με γερά σώματα, με μακριά και λεπτά μέλη, με μακριά δάκτυλα.
Η ρίψη ακοντίων αναβίωσε στηΓερμανίακαιτηΣουηδία στις αρχές της δεκαετίας του 1870 και σε μία δεκαετία επεκτάθηκε καιστηΦινλανδία. Οι κανόνες συνέχισαν να εξελίσσονται τις επόμενες δεκαετίες. Αρχικά, τα ακόντια εκτοξεύονταν χωρίς να ταχύτητα, καιτο κράτησή τους από τη λαβή στο κέντρο βάρους δεν ήταν πάντα υποχρεωτική. Οι περιορισμένες προβολές εισήχθησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1890 και σύντομα εξελίχθηκαν στο σύγχρονο τρόπο ρίψης.
Ο Σουηδός Έρικ Λέμινγκ, ο οποίος έριξε το πρώτο καλύτερο στον κόσμο (49,32 μέτρα) το 1899 και κυριάρχησε στους Ολυμπιακούς Αγώνες: από το 1902 έως το 1912 βελτιώθηκε σχεδόν κατά εννέα μέτρα και κατέρριψε το δικό του παγκόσμιο ρεκόρ. Η Σουηδία σάρωσε τις τέσσερις πρώτες θέσεις στη διοργάνωση του 1904, καθώς οι καλύτεροι ρίπτες της Φινλανδίας απουσίαζαν καιη διοργάνωση δεν είχε ακόμη γίνει δημοφιλής σε καμία άλλη χώρα. Ανκαι αμφισβητήθηκε από νεότερα ταλέντα, ο Λέμινγκ παρέμεινε ως Ολυμπιονίκης το 1908 και το 1912. Η καλύτερο του βολή (62,32 μ., επίδοση μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1912) ήταν το πρώτο παγκόσμιο ρεκόρ ακοντισμού που επικυρώθηκε επίσημα από τηΔιεθνή Ένωση Ομοσπονδιών Κλασικού Αθλητισμού (IAAF).
Στα τέλη του 19ουκαι στις αρχές του 20ού αιώνα, οι περισσότεροι αγώνες ακοντισμού ήταν με δύο χέρια. το εργαλείο ρίχνονταν μετο δεξί χέρι και χωριστά μετο αριστερό χέρι, καιτα καλύτερα σημάδια για κάθε χέρι προστέθηκαν μαζί. Οι αγώνες μόνο γιατο καλύτερο χέρι ήταν λιγότερο συνηθισμένοι, ανκαι όχι άγνωστοι. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ένας αγώνας καιτων δύο χεριών πραγματοποιήθηκε μόνο μία φορά, το 1912. Η Φινλανδία σάρωσε τα μετάλλια, μπροστά από τον Λέμινγκ. Μετά από αυτό, αυτή η εκδοχή του ακοντίου έσβησε γρήγορα στην αφάνεια, μαζί με παρόμοιες παραλλαγές της βολής καιτου δίσκου.
Μια άλλη πρώιμη παραλλαγή ήταν το ελεύθερο ακόντιο, στο οποίο το κράτημα του ακοντίου από τη λαβή στο κέντρο βάρους δεν ήταν υποχρεωτικό. ένας τέτοιος αγώνας ελεύθερου τρόπου διεξήχθη στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908, αλλά αφαιρέθηκε από το πρόγραμμα μετά από αυτούς.
Τα πρώτα γνωστά σημάδια γυναικείου ακοντίου καταγράφηκαν στη Φινλανδία το 1909. Αρχικά, οι γυναίκες πετούσαν το ίδιο όργανο με τους άνδρες, ενώ ένα ελαφρύτερο, πιο κοντό ακόντιο για γυναίκες εισήχθη τη δεκαετία του 1920. Ο ακοντισμός γυναικών προστέθηκε στο Ολυμπιακό πρόγραμμα το 1932.
Για πολλά χρόνια τα ακόντια κατασκευάζονταν από μασίφ ξύλο με ατσάλινο άκρο. Το κοίλο, εξαιρετικά αεροδυναμικό ακόντιο χελντ, που εφευρέθηκε από τον Αμερικανό ρίπτη ΜπαντΧελντκαι αναπτύχθηκε και κατασκευάστηκε από τον αδελφό τουΝτικ, παρουσιάστηκε τη δεκαετία του 1950. Τα πρώτα ακόντια χελντ ήταν επίσης ξύλινα με ατσάλινα άκρα, αλλά αργότερα τα μοντέλα κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου από μέταλλο. Αυτά τα νέα ακόντια πέταξαν πιο μακριά, αλλά ήταν επίσης λιγότερο πιθανό να προσγειωθούν πρώτα σωστά. Ως απάντηση στις ολοένα καιπιο συχνές επίπεδες ή διφορούμενα επίπεδες προσγειώσεις, τα πειράματα με τροποποιημένα ακόντια ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τα σχέδια που προέκυψαν, που έκαναν τις επίπεδες προσγειώσεις πολύ λιγότερο συνηθισμένες και μείωσαν τις αποστάσεις που πετάγονταν, έγιναν επίσημα για τους άνδρες ξεκινώντας τον Απρίλιο του 1986 και για τις γυναίκες τον Απρίλιο του 1999, καιτα παγκόσμια ρεκόρ (τότε 104,80 μέτρα από τονΟύβε Χενκαι 80,00 μέτρα από τηνΠέτρα Φέλκε) έπαψαν να ισχύουν. Η αναγκαιότητα νέων ακοντίων προέκυψε κυρίως μετά τη ρίψη τουΧεν στις 20 Ιουλίου 1984 στοΒερολίνο, όπου για πρώτη φορά αθλητής ξεπέρασε τα 100 μέτρα θέτοντας ερωτηματικά γιατην ασφάλεια καιτη δυνατότητα των αθλητικών χώρων να ανταποκριθούν σε τέτοιες επιδόσεις.[5][6]
Οι αθλητές του ακοντισμού που κατέχουν τα παγκόσμια ρεκόρ είναι:
Στους άνδρες ηIAAF έχει αναγνωρίσει πέντε καταρρίψεις παγκοσμίου ρεκόρ μετο νέο τύπου ακόντιο, ενώ στις γυναίκες έξι με πρώτη κάτοχο τη Μιρέλα Μανιάνι.[7]
Η τεχνική ρίψης του ακοντίου περιλαμβάνει δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος (που δίνει τηνενέργειαγιατη ρίψη του ακοντίου) ο ακοντιστής τρέχει 8-12 επιταχυνόμενα βήματα, κρατώντας το ακόντιο επάνω από το ύψος των ώμων. Το δεύτερο μέρος της φοράς (κίνηση) αποτελούν τα πέντε τελευταία βήματα, όπου ο αθλητής απλώνει το χέρι του προς τα μπρος και στρέφει τον αριστερό ώμο προς την κατεύθυνση ρίψης. Στα τρία τελευταία βήματα εκτελεί μια «ψαλιδωτή» κίνηση μετα πόδια έτσι ώστε να έρθει στην τελική θέση ρίψης. Στη φάση αυτή, σπρώχνει μετο δεξί πόδι επάνω και εμπρός, καιηώθηση αυτή μεταφέρεται στηλεκάνη, στον κορμό, στον ώμο, στοναγκώνακαι τελικά στην παλάμη που απελευθερώνει το ακόντιο.
Να εγκαταλείπει τον διάδρομο φοράς αφού πρώτα προσγειωθεί το ακόντιο πλάγια και πίσω από τις τελικές γραμμές (τόξο και κάθετες προς τον διάδρομο γραμμές)καισε όρθια στάση.
Ναμην ξεφύγει το ακόντιο από τα χέρια τουκαι πέσει κάτω.
Το ακόντιο να προσγειώνεται μέσα στον τομέα ρίψης και πρώτα μετην αιχμή.
Να αρχίσει την προσπάθεια τουπριν παρέλθει οχρόνοςτων 60".[8]
↑Μουρατίδης Ιωάννης, Ιστορία Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Αρχαίου Κόσμου (Θεσσαλονίκη 2009), ISBN 978-960-7924-05-6
↑ Θωμά Β. Γιαννάκη, Ιστορία φυσικής αγωγής (Αθήνα 1998)
↑Σωτήρης Γ.Γιάτσης, Ιστορία της Άθλησης καιτων Αγώνων στον Ελληνικό κόσμο κατά τους Ελληνορωμαϊκούς, τους Βυζαντινούς και τους νεότερους χρόνους(Θεσσαλονίκη 2000), ISBN 960-90872-0-5