ΟΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης (Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911 [10]) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνεςλογοτέχνες, γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», «η κορυφή των κορυφών» κατά τονΚ. Π. Καβάφη. Έγραψε κυρίως διηγήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στηνεοελληνική λογοτεχνία.
Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στηΣκιάθοτο 1851. Πατέρας του ήταν οιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ Σκιαθίτης, ο οποίος ακολουθούσε την αυστηρή παράδοση τουορθοδόξου κινήματος τωνΚολλυβάδων. ΟΙ. Φραγκούλας έχει υποστηρίξει ότι ο παππούς του Αλεξάνδρου είχε το επίθετο Μοσκοβάκης, ωστόσο η ύπαρξη, σε αρχείο του 1820, του ονόματος «καπετάν Μανόλης Διαμάντης Σκιαθίτης» δεν επιτρέπει να αμφιβάλλουμε γιατο πραγματικό του επίθετο.[11] Μητέρα του ήταν η Γκουλιώ (Αγγελική) Εμμανουήλ, το γένος Μωραΐτη.[12]Ο παππούς του, Αλέξανδρος Μωραΐτης, είχε καταγωγή από τον Μυστρά[13]. Είχε τα εξής αδέλφια: Εμμανουήλ, Κυρατσούλα (πέθαναν σε ηλικία ενός έτους), Ουρανία (η μόνη από τις αδελφές που παντρεύτηκε), Χαρίκλεια, Σοφούλα, Γεώργιος, Κυρατσούλα[14].
Εξοικειώθηκε νωρίς μετα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτικότητα, τα εξωκλήσια καιτην ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μιαχριστιανική ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε έως το τέλος της ζωής του.[15]Στα παιδικά του χρόνια, σύντροφοί του, μεταξύ άλλων, ήταν τα ξαδέλφια του, Αλέξανδρος Μωραϊτίδηςκαι Σωτήριος Οικονόμου (μετέπειτα σχολάρχης στη Σκιάθο), καιοι Σπυρίδων Μωραϊτης (αργότερα ίδρυσε πρότυπο σχολείο) και Νικόλαος Διανέλος (αργότερα μοναχός Νήφων)[16].
Τελείωσε το Δημοτικό στο νησί τουτο 1860, μετον χαρακτηρισμό «μέτριος» και αναφερόμενος, όπως καισε όλες τις τάξεις, μετο όνομα «Αλέξανδρος Παπά Διαμάντης» και γράφτηκε στοΣχολαρχείοτην ίδια χρονιά, ως «Αλέξανδρος Παπά Αδαμαντίου»[16]. Όταν τελείωσε τη Β΄τάξη, το Σχολαρχείο της Σκιάθου καταργήθηκε καιο Αλέξανδρος έπρεπε να σπουδάσει στο αντίστοιχο της Σκοπέλου. Καθώς όμως τα οικονομικά της οικογένειας δεν επέτρεπαν τη διαμονή τουστη Σκόπελο, έμεινε για δύο χρόνια στη Σκιάθο, χωρίς να πηγαίνει σχολείο, .[17][12] Εκεί μελετούσε μόνος του, βοηθούσε τον πατέρα τουστηλειτουργία, ζωγράφιζε και προσπάθησε να γράψει ποιήματα και κωμωδίες, ενώ η ανατροφή ως παπαδοπαίδι καιη αγάπη τουγιατο βιβλίο τον κράτησαν μακριά από τις ζωηρές παιδικές παρέες. Οι παιδικές µνήµες του Παπαδιαμάντη, οι οποίες αργότερα πέρασαν στα διηγήματά του, θα προέλθουν από αυτήν κυρίως την περίοδο της ζωής του.[17]
Το 1865, γράφτηκε στη Γ΄ τάξη του Σχολαρχείου στηΣκόπελο, από την οποία αποφοίτησε με βαθμό «κάλλιστα», και µετην παρατήρηση «απολυτέος και επαινετέος επαίνου Α΄ βαθμού». Εκεί αναφέρεται μετο όνοµα «Αλέξανδρος Αδαµαντιάδης». Τα έτη 1866 - 1867 δεν συνέχισε τις σπουδές τουκαι παρέμεινε στη Σκιάθο, πιθανότατα λόγω των οικονομικών δυσχερειών της οικογένειάς του[17][12].
Το 1867, ο Παπαδιαμάντης γράφτηκε στην Α΄ Γυμνασίου, στηΧαλκίδα. Την επόμενη σχολική χρονιά είχε προβλήματα μετον καθηγητή των Θρησκευτικών. Στα μέσα της χρονιάς λογομάχησε μετον καθηγητή και, μη αποδεχόμενος την τιμωρία του, διέκοψε τις σπουδές τουκαι επέστρεψε στη Σκιάθο. Ωστόσο τον Σεπτέμβριο του 1869 πέρασε τις εξετάσεις και εγγράφηκε στη Γ΄ τάξη του Γυμνασίου στονΠειραιά. αλλά τον Ιανουάριο του 1870 διέκοψε τις σπουδές τουκαι γύρισε στη Σκιάθο.[18][19] Επέστρεψε στην Αθήνα το 1871, εφοδιασμένος με συστατικές επιστολές, τις οποίες δεν φαίνεται να χρησιμοποίησε, παρά τις επιπλήξεις του πατέρα του[20].
Το 1872 επισκέφτηκε τοΆγιο Όρος μαζί μετον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός[21] ή προσκυνητής[12]. Επέστρεψε στηνΑθήνατο 1873, όπου γράφτηκε στην τέταρτη τάξη τουΒαρβάκειου Γυμνασίου. Στην Αθήνα έμεινε περίπου δέκα χρόνια, επισκεπτόμενος κάποιες φορές το νησί του. Έζησε φτωχικά, συγκάτοικος με συγγενείς και συμπατριώτες τουκαι εργαζόμενος ως οικοδιδάσκαλος.
Αποφοίτησε από το Βαρβάκειο το 1874[12]. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή τουΠανεπιστημίου Αθηνών, όπου ήταν συμφοιτητής μετονΓεώργιο Βιζυηνό, ενώ ένας από του καθηγητές του ήταν οΣτέφανος Κουμανούδης.[22]Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ανκαι προφασιζόταν ότι δεν τις εγκατέλειψε, μη θέλοντας να επιστρέψει στη γενέτειρά τουκαινα στρατευθεί[12]. Αυτό στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί καινα βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες καιτου παραστάθηκαν με αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές του — όπως όταν, για παράδειγμα, απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το 1877 ο Παπαδιαμάντης στρατεύτηκε για σύντομο διάστημα, διότι πήρε αναστολή ως σπουδαστής, και κλήθηκε ξανά στονστρατότο 1880-1881.
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε ναδημοσιογραφεί. Επίσης άρχισε να κάνει μεταφράσεις από ταγαλλικάκαιαγγλικάτα οποία γνώριζε πολύ καλά[19]. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν ναζεισε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Η θέση του βελτιώθηκε κάπως, όταν γνωρίστηκε μετον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, ο οποίος ίδρυσε την, περίφημη γιατην εποχή της, εφημερίδα Ακρόπολις. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Ανκαι έπαιρνε, ως αμοιβή από τηνΑκρόπολη, 200 και 250 δραχμέςτο μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από τις -περιζήτητες- συνεργασίες τουμε άλλες εφημερίδες και περιοδικά, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν σπάταλος και ανοργάνωτος όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων του.[εκκρεμεί παραπομπή] Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη τουστην ταβέρνα του Κεχριμάνη στουΨυρρή (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη γιατην αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη καιτα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό τουκαιη μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, μεμια πλήρη αδιαφορία γιατα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε ναζειμε αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά τουκαι μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ' ἐκείνην τὴν ἡμέραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος…» έχει γράψει στο διήγημά του «Πατέρα στο σπίτι».
Ενδεικτικό της σχέσης τουμετα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει οΠαύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία τουμετην εφημερίδα Άστυ, ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό».[23]
Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά τού έγινε πάθος, καθώς καιτο τσιγάρο καιη καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία τουκαιτον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Παρόλο που γενικά στη ζωή του φαινόταν απλησίαστος, παρόλο πουτου άρεσε η μοναξιά καιη απομόνωση καιδεν έπιανε εύκολα φιλίες, στο περιοδικό Νέα Εστία (Χριστούγεννα 1940) διαβάζουμε για εκείνους που πλησίαζε και φανέρωνε τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο: «Γνώρισα τὸν Παπαδιαμάντη ἀπὸ κοντὰ μόνο τὸν τελευταῖο χρόνο ποὺ βρισκόταν στὴν Ἀθήνα. Κάποιος φίλος τὸν ἔφερε στὸ σπίτι μας […]κι' ἀπὸ τότε, ἴσως γιατὶ μᾶς βρῆκε ἁπλοὺς καὶ κάπως τῆς ἀρεσκείας του, ἐρχότανε πότε-πότε κατὰ τὶς ἐννιὰ τὸ βράδυ. […] Ἦταν σιωπηλός, ὅταν ὅμως θίγαμε κάτι ποὺ τὸν ἐνδιέφερε ἢ ποὺ τ' ἀγαποῦσε, μιλοῦσεσυνεχῶς γιὰ κάμποση ὥρα, μὲ μιὰ φωνὴ σιγανή. […] Ὅταν ἦταννὰ φύγει γιὰ τὴ Σκιάθο, ἦρθε μόνος τουαὐτὴ τὴ φορά, γιὰ νὰ μᾶς ἀποχαιρετήσει. Ἡ φωνή τουεἶχε ἕναν ἀλλιώτικο τόνο, ἦτανθερμὴ καὶ πολὺ συγκινημένη. Μᾶς κάλεσε νὰ πᾶμεστὸ νησί του, ὅπουθὰ μᾶς φιλοξενοῦσεστὸ σπιτάκι του.»[24]
Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσηςκαι ένας δυο άλλοι. Του άρεσε ναζειστον κλειστό εσωτερικό του κόσμο καινα ζητά την πνευματική ανακούφιση ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις τουστα ποιήματά τουκαιστον ποιητικότατο πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, πουτα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.
Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, μετην παράλληλη προσήλωσή τουστηνΟρθόδοξη Εκκλησίακαιτη λειτουργική της παράδοση, τον έκανε να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στονΙ. Ναό του Αγίου Ελισσαίου ως δεξιός ψάλτης, ενώ στον ίδιο ναό, έψαλλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός τουκαι συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδηςκαι εφημέριος ήταν ο (στις μέρες μας ανακηρυγμένος άγιος) παπα-Νικόλας Πλανάς.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα μετη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό καιη ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε καιη υγεία του. Κάποιοι φίλοι του (μεταξύ των οποίων οιΜιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος) διοργάνωσαν μια γιορτή στοΦιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός"το 1908 για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά τουκαι κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, με σκοπό νατον βοηθήσουν ναβγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη τουκαινα αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στηΣκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε νατον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε γιατο νησί του, με σκοπό ναμην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας καιτων πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.
Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις πουτου έστελνε οΓιάννης Βλαχογιάννης, γιανα έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν καιτου ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού καιτα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα καιπιο ολοκληρωμένα.
Ο Παπαδιαμάντης απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Μετην είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στηνΑθήνα, στηνΠόλη, στηνΑλεξάνδρειακαι αλλού. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα (Μαλακάσης, Πορφύραςκ.ά.) καιτα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Οεκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε ταΆπαντάτουμε αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής τουστη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον ΒήμακαιΠολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933 έγιναν ομιλίες μπροστά στην προτομή τουγιατο έργο του, μετην παρουσία και συμμετοχή τετρακοσίων Γάλλων διανοούμενων που επισκέφθηκαν τη Σκιάθο, καθώς και εκατόν πενήντα Ελλήνων λογοτεχνών και άλλων θαυμαστών του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται σταγαλλικάκαι πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα μετο έργο του. Το 1936 οΓιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του, ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Ανκαιη βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο καισε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα, τα οποία να απορρέουν από μια αντικειμενική μελέτη του έργου του, δεν υπάρχουν ως το 1935.
«Τὴνχεῖρασουτὴν ἀψαμένην τὴν κορυφὴντοῦ Δεσπότου…». Ήταν το αγαπημένο εκκλησιαστικό τροπάριο του Παπαδιαμάντη και αυτό επέλεξε να εκτελέσει η βυζαντινή χορωδία στο φιλολογικό μνημόσυνο που έγινε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1961 για τη συμπλήρωση 50 χρόνων από το θάνατό του. Εκείνη τη βραδιά, στην αίθουσα του "Παρνασσού" μίλησαν ο λογοτέχνης Γεώργιος ΒαλέταςκαιοΦώτης Κόντογλουγιατη θρησκευτικότητα του «Αγίου» των ελληνικών Γραμμάτων. Στη γενέτειρά του, τη Σκιάθο, οι εκδηλώσεις κράτησαν όλο το χρόνο, που είχε ονομαστεί «Έτος Παπαδιαμάντη»[25]. Σήμερα, η κάρα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη φυλάσσεται στον Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Σκιάθου, ενώ ο τάφος του διατηρείται στο κοιμητήριο του νησιού.[26]
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στο φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου, στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση. Επίσης αναφέρεται συχνά καιη θαλασσινή της διαμόρφωση, μετα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη και τις κάνει διηγήματα, εμπλουτισμένα μετα θρησκευτικά βιώματά τουκαιμετα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωές του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές, αλλά και κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.
Όταν δεν έκανε τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, έπαιρνε τα θέματά του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας. Το υπόστρωμα συνήθως είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως καιμια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση, τόσο στους μετέπειτα χρόνους όσο καιστην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν μετονΝτοστογιέφσκι.
Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σεμια φράση του ίδιου: «Τὸ ἐπ' ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δενθὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τάς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῷ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ να ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη.»[27]
Στενότερα ηθογράφοςστην αρχή, διεύρυνε μετον καιρό την ηθογραφία τουκαιτην τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τηδιηγηματογραφίαστηνΕλλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα, πουτον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από τον ποιητικό οίστρο καιτη μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί, βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους μετη ζωή. Ηκαθαρεύουσαπου χρησιμοποιεί σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό καιτη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Ωστόσο, σιγά-σιγά απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριντο θάνατό του έγραψε και διηγήματα στηδημοτική. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και θρησκευτική κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, που έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στοΑιγαίο, είτε σε φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό μυστικισμό τουκαι αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε καιποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα τουκαιτηνΠαναγία. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που ήταν υπερήφανος γιατο διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δε θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, ανκαιη ποιητική πνοή αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό καιτου πεζού του λόγου. Χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια, πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Ανη πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί καιτα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Η πρώτη του δειλή λογοτεχνική προσπάθεια πραγματώνεται μετο μυθιστόρημα Η μετανάστις. Είναι ένα έργο του ξενιτεμένου Ελληνισμού. Επικρίνει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών, πουκατ' αυτόν ξέχασαν τις γνήσιες ελληνικές παραδόσεις και χάλασαν την ψυχή τους. Με ηρωίδα την Ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη (μετανάστριακιη ίδια), που κρατεί αχάλαστη την Ελλάδα μέσα της, πιστή στις εθνικές αρετές, μετην αφοσίωσή της στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψή της, πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της καιστην ευγένεια της ψυχής της, οδηγείται, με καρτερικότητα και άδολη αγάπη προς όλους, στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη, που υψώνει την ηρωίδα τουστο επίπεδο μορφής της αρχαίας τραγωδίας και, μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο, βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει καινα καυτηριάσει τη διαφθορά του περίγυρου καιτην κακία της κοινωνίας.
Στο δεύτερο μυθιστόρημά τουΟι έμποροι των εθνών, ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο το οποίο δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά και ρομαντικά ελληνικά μυθιστορήματα [28]Μια πληθωρική φαντασία, σε συνδυασμό με ένα μεγάλο συγγραφικό ταλέντο, έδωσε ένα έργο πραγματικά γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη Βενετοκρατίαστην πρώτη της εξόρμηση γιατην κατάκτηση τωνΚυκλάδωνκαι περιγράφει με δαντικές εικόνες την αγριότητα τωνΒενετώνκαιτωνΓενοβέζων, που είχαν ως μόνο νόμο τους την αυθαιρεσία καιτην ωμή ιδιοτέλεια. Αυτοί είναι «οι έμποροι των εθνών», πουη δίψα του χρήματος τούς μεταβάλει σε λύκους και απαίσιους φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων των ελληνικών νησιών.
Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, Η Γυφτοπούλα, είναι ένα συγγραφικό τόλμημα καιστη σύλληψη καιστη σύνθεση καιστη μορφή.[εκκρεμεί παραπομπή] Δημοσιευμένη σε συνέχειες, μήνες ολόκληρους στηνΑκρόπολητουΓαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω τουτον θρύλο του μάγου καιτου υπεράνθρωπου, καθώς ο συγγραφέας κρυβόταν στην αφάνεια καιστην ανωνυμία. ΗΓυφτοπούλα είναι ένα μυθιστόρημα γιατηνΆλωση,[εκκρεμεί παραπομπή] ένας θρήνος γιατηνΠόλη, από έναν μεγαλοϊδεάτηκαιΒυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Γιατον Παπαδιαμάντη ο Πλήθωνας είναι ένα σύμβολο, θετικό και αρνητικό. Τον θαυμάζει γιατην αρχαιολατρία του, τον αποδοκιμάζει γιατη θρησκευτική του πλάνη καιτην άγονη προσπάθειά τουνα αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των Γύφτων στην ιστορία δίνει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο στην πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους ήρωες τον Πλήθωνα καιτην άτυχη κόρη του, μετον ακόμα πιο άτυχο ερωτά της μετον Γύφτο Μάχτο (στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται καιοιδυο κάτω από τα συντρίμμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό την παραμονή της Άλωσης της Πόλης).
Μετη νουβέλα Χρήστος Μηλιόνηςο Παπαδιαμάντης ξαναζωντανεύει τα ηρωικά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης. Εκεί, κατά τον συγγραφέα, η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της την τύχη του Έθνους. Είναι ένα προανάκρουσμα της παρουσίασης της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει μετα διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πως ηΕπανάστασηδεν δικαιώθηκε. Ο λαός, που πολέμησε γιαναβρειτην ελευθερία του, «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους». Κατά τον συγγραφέα, οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, πουμε τις νόθες εκλογές κάθονταν στην πλάτη του φτωχού λαού, πουτον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια αυτή μετεπαναστατική κοινωνία θέλησε να στηλιτεύσει μετο έργο του αυτό. ΟΧρήστος Μηλιόνης είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα, πουκαι μόνο αυτό να είχε γράψει ο Παπαδιαμάντης θα ήταν αρκετό γιανα χαρακτηριστεί μεγάλος συγγραφέας[29]. Ο πυρήνας του έργου προέρχεται από το γνωστό δημοτικό τραγούδιγιατον ηρωικό θάνατο τουΧρήστου Μηλιόνη. Το έργο αυτό δίνει την εικόνα μιας Κλεφτουριάς με αγνό ηρωισμό και ασίγαστη πίστη στην ελευθερία.
Η φόνισσα είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται, από τους περισσότερους, το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα τουταπιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα σημαντικό έργο τέχνης. Είναι βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του συγγραφέα, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από τη μεγάλη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων του λαού. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική καιη ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα, συγκλονιστική, και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν το έγκλημα αναδύεται βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, πουη ίδια το καταδικάζει, ενώ, παράλληλα, την εξανθρωπίζει το, στο βάθος του, ανθρωπιστικό ιδανικό της.
ΤαΡόδινα ακρογιάλια, με υπότιτλο Κοινωνικόν μυθιστόρημα, είναι έργο που δείχνει την παρακμή καιτα γηρατειά του συγγραφέα.[εκκρεμεί παραπομπή] Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Δημοσιεύτηκε το 1907-1908 στο περιοδικό "Νέα Ζωή" σε συνέχειες, κάτι που αποτελούσε συνήθη τακτική την εποχή εκείνη. Ο Παπαδιαμάντης φαίνεται ότι το έγραψε κατά παραγγελία. Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν "Έρημα Ακρογιάλια" αλλά το άλλαξε ο εκδότης για λόγους εμπορικότητας. Το έργο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα και είναι "κοινωνικό μυθιστόρημα", με αφήγηση ρεαλιστική και ήρωες παρμένους από την καθημερινή ζωή της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, την Σκιάθο. Κύρια θέματα που εντοπίζονται το έργο είναι η ναυτική ζωή, η μετανάστευση, ο έρωτας, η προδοσία καιη περιθωριοποίηση των προσώπων, αφού οι περισσότεροι ήρωες έχουν αποτραβηχτεί από την κοινωνική ζωή[30]. Οι δύο ήρωες του έργου, ο ναυτικός Διαμαντής ο Αγάλλος καιο βοσκός Πατσοστάθης, διηγούνται την ιστορία τους στον τρίτο ήρωα, τον αφηγητή, στον οποίο υποκρύπτεται ο Παπαδιαμάντης. Ο Αγάλλος, αλαφροΐσκιωτος από γενιά, έλειψε χρόνια στα βόρεια της Γαλλίαςκι έχει γυρίσει τώρα, γεροντοπαλίκαρο, στο νησί του, ενώ ο Πατσοστάθης, αγροίκος βοσκός ή άπραγο αγρίμι, μένει για έντεκα χρόνια αρραβωνιασμένος επειδή του έχουν κάνει μάγια, αλλά καιμε μάγια παντρεύεται. Η νουβέλα μάς δίνει ανάγλυφη την εικόνα της ζωής στην ελληνική επαρχία του 19ου αιώνα καιτων ηθών στην ελληνική ύπαιθρο της εποχής όσον αφορά τον γάμο και τις προσωπικές σχέσεις γενικότερα, αναδεικνύοντας — μετον μοναδικό τρόπο καιτην υψηλή ψυχογραφική δεινότητα του Παπαδιαμάντη — τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες. Τις πολύ αξιόλογες περιγραφές του έργου αυτού θαύμαζε ιδιαίτερα οΚωνσταντίνος Καβάφης.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε ναδει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά το θάνατό του, τυπώθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη (1912-1913) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους εξέδωσε ο Οίκος Ελευθερουδάκη το 1925-1930 και έναν τόμο (Θαλασσινά διηγήματα) οΑθ. Καραβίας το 1945. Το 1955, ταΆπαντάτου εκδόθηκαν από τονΕκδ. Οίκο Δ. Δημητράκου, με βιογραφικά στοιχεία, κριτικά σχόλια και προλόγους σε γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, ταΆπαντατου Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους και επιμέλεια Μιχ. Περάνθη. Ιππικό Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα καιτα τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα ένα από τα πρώτα ("Το Πάσχα") δημοσιεύτηκε στην αθηναϊκή εφημερίδα Εφημερίς, στις 6 Μαΐου 1888, τηνΚυριακή του Πάσχα.[31]. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξής του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, που αρχίζει μετο πρώτο του διήγημα το 1887 και φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες και σχέδιο. Αυτά είναι: Το χριστόψωμο, Η χήρα παπαδιά, Η τελευταία βαπτιστική, Η υπηρέτρα, Ο σημαδιακός, Η σταχομαζώχτρα, Εξοχική Λαμπρή, Η χτυπημένη,[ασαφές]Ο Πανταρώτας, Η παιδική πασχαλιά, Η μαυρομαντηλού, Το Πάσχα ρωμέϊκο, τοΘέρος-έρος, Ο φτωχός άγιος, Η νοσταλγός, Μια ψυχή, Ο Αμερικάνος, Στο Χριστό στο Κάστρο, ΣτηνΑγ' ΑναστασάκαιτοΌλόγυρα στη λίμνη. Σε αυτά μπορεί να καταταχθεί καιτοΈρως-ήρως. Μετο αριστούργημά τουΟλόγυρα στη λίμνη, ο συγγραφέας αγγίζει όλες τις μορφές της ηθογραφίας, δημιουργώντας δική του τεχνική, και ξαφνιάζει μετην πρωτοτυπία του.[εκκρεμεί παραπομπή] Εκτός από το διήγημά τουΟλόγυρα στη λίμνη, κορυφαία δημιουργία του μπορεί να θεωρηθεί καιΗ νοσταλγός.[εκκρεμεί παραπομπή]
ΜετοΟλόγυρα στη λίμνη, ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει την ποιητική πεζογραφία.[εκκρεμεί παραπομπή]Με έντονη πλαστική δύναμη, δίνει διάφανες περιγραφές και δροσερές εικόνες, καθαρές και έντονες, που κάνουν το διήγημα έναν πολυσύνθετο πίνακα της νησιώτικης ζωής, γεμάτο από ποικιλία μορφών.
Από το 1892 ως το 1897, περίοδο όπου ηΕλλάδα είδε τη χρεωκοπία, την πτώση τουΧαρίλαου Τρικούπηκαιτον αποτυχημένο ελληνοτουρκικό πόλεμο του '97, ο Παπαδιαμάντης, αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, στηλιτεύει την κοινωνική διαφθορά καιτην πολιτική κατάσταση της χώρας. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής, απόχρωσης. Μετησάτιράτου προσπαθεί να ξυπνήσει την κοινωνία καινατην οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση. Αρχίζει μετο διήγημα Οι Χαλασοχώρηδεςκαι συνεχίζει μεταΤα δύο τέρατα, Ο καλόγερος, Τυφλοσύρτης, Ναυαγίων ναυάγια, Βαρδιάνος στα Σπόρκακ.ά. Με τους Ελαφροΐσκιωτους, μεταφέρει τη σάτιρά τουστη Σκιάθο και χτυπάει τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τημαγείακλπ. Οι Παραπονεμένεςκαι μερικά άλλα διηγήματα, όπως τοΠατέρα στο σπίτι, ανήκουν στα αθηναϊκά διηγήματα. Ψυχολογικό είναι το διήγημα Φιλόστοργοι, και κοινωνικό το διήγημα Χωρίς στεφάνι. Άλλα διηγήματα αυτής της εποχής είναι ταΤα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Ο Γαγάτος καί τ' άλογο, Απόλαυσις στη γειτονιά, Γιατα ονόματακ.ά.
Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη, πουτην ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους.[εκκρεμεί παραπομπή]Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα γιανα γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα τουθα φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή τουκαι έγιναν διαχρονικά γιατην ελληνική λογοτεχνία. Ξεδίπλωσε το ταλέντο του, εκδηλώνοντας μορφοπλαστικές ικανότητες μεγάλης δύναμης. Στην κορύφωση αυτής της περιόδου ανήκουν τα διηγήματα: Μερακλίδικα,[ασαφές]Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο γείτονας μετο λαγούτο, Ο καλούμπας, Γιατην περηφάνια, Η στρίγγλα μάννα, Ο έρωτας στα χιόνια, Άγια και πεθαμένα, Τρελλή βραδιά, Τ' αγνάντεμα. Επίσης τα παιδικά: Δαιμόνια στο ρέμα, Υπό την βασιλικήν δρυν, Τα κρούσματα, Της Κοκκώνας το σπίτι (μελοποιήθηκε από τον Σκιαθίτη συνθέτη Αντώνη Μιτζέλοτο 2021), Το πνίξιμο του παιδιού, Γουτού-γουπατού, Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, Ω! τα βασανάκιακ.ά.
Ύστερα ακολουθούν σημαντικά διηγήματα μετον ίδιο λυρισμό και πάθος: Το όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Η φαρμακολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα. Επίσης, θα μπορούσαν ναμπουνκαιΤα ρόδινα ακρογιάλια.
Στην τέταρτη, και τελευταία, την ρεαλιστική-κοινωνική περίοδο, πουοι κριτικοί χαρακτηρίζουν ως την εποχή των μεγάλων δημιουργιών του Παπαδιαμάντη, ανήκουν τα διηγήματα: Η τύχη απ' την Αμέρικα, έργο πνοής και ωμού ρεαλισμού, Κοκκώνα θάλασσα, Μάννα και κόρη, Η αποσώστρα, Η ξομπλιάστρα, Η συντέκνισσα, Ταδυο κούτσουρα, Θάνατος κόρης, Έρμη στα ξένα, Αλιβάνιστος, Τ' αγγέλιασμα, Η ασπροφουστανούσα, Η πεποικιλμένη, Το χατζόπουλο, Οι ΚανταραίοικαιΗ Φόνισσα.
Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι, όπως οΒλάσης Γαβριηλίδης, οΙωάννης Καμπούρογλου, οΔημήτριος Κορομηλάς, οΙωάννης Ζερβός, ο Δημήτρης Χατζόπουλος (Μποέμ) είναι οι πρώτοι που μίλησαν, χωρίς επιφυλάξεις, εγκωμιαστικά γιατο έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες, όπως οΕμμανουήλ Ροΐδης, οΆγγελος Βλάχος, οΜιχαήλ Μητσάκης, οΙωάννης Δαμβέργης, οΙωάννης Κονδυλάκης, οΓρηγόριος Ξενόπουλοςδεν ανέφεραν ούτε λέξη γιατο έργο του, ειδικά όταν ζούσε. Έτσι, τον διεκδικούσαν οιδημοτικιστές, γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεντον συμπαθούσαν γιατη γλώσσα του. Το ίδιο καιοικαθαρευουσιάνοι, γιατί είναι μεν γλωσσικά συντηρητικός, όμως λογοτεχνικά βρίσκεται έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τουΠαλαμάστα 1899, καιτουΝιρβάναστα 1906, δε γράφτηκε καμιά (με εξαίρεση τη Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας) καιστα είκοσιπεντάχρονά τουστονΠαρνασσό, το 1908, μόνο ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης έγραφε: «Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης». Οι επιφυλάξεις εξακολουθούσαν. Ο πάντοτε παρατηρητικός Ξενόπουλος δίσταζε να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, που«δίνει την άυλη χαρά της τέχνης». Όπως γράφει, «ένα περιβόλι είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του... Παντού τα συγκεκριμένα καιτα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα... Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Το ίδιο κάνει κιο Νιρβάνας στα 1906: «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν... την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου και μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον... Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής».
Αμέσως όμως μετά τον θάνατό του όλοι, ομόφωνα σχεδόν, τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. ΟΓρ. Ξενόπουλος τον τίμησε μεμια από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του. Όπως έγραψε, «ο Παπαδιαμάντης δεν εψεύστηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής και αδιαφθόρου... Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή», ενώ θεωρεί αριστούργημα του Παπαδιαμάντη τηνΦόνισσακαιτην χαρακτηρίζει «τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην». ΟΚώστας Αθάνατος κήρυξε ότι: «μετά τον Σολωμόν μόνον ο Παπαδιαμάντης υπάρχει σοβαρός εις τα νεοελληνικά γράμματα». ΟΦώτος Πολίτηςμε ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα έγραψε: «Ελλην γνήσιος καί συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος και ηθικής ρώμης». Αργότερα τον συνέδεσε μετονΔιονύσιο Σολωμό: «Μόνο ο Παπαδιαμάντης κιο Σολωμός μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα από το τυχαίο καιτο επεισοδιακό». Παράλληλα μετον Πολίτη, οΚωστής Μπαστιάςστα 1928, αγωνιζόταν να κάνει τους νέους να συνειδητοποιήσουν το βαθύτερο νόημα της δημιουργικής απαγγελίας του Παπαδιαμάντη. Στα 1933, οΦάνης Μιχαλόπουλοςσεμια διεξοδική μελέτη του, εκτός των άλλων, τόνισε την παιδικότητα στη μορφή του Παπαδιαμάντη και εξέτασε το κοινωνικό περιεχόμενο της τέχνης του, υπό το πρίσμα των νέων ιδεών καιμε κοινωνιολογικά κριτήρια. ΟΆγγελος Τερζάκης, οΤέλλος Άγραςκαι πολλοί άλλοι, νέοι τότε, είχαν τις επιφυλάξεις τους, ακόμα κι όταν στα 1933 ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, με ένα οξύτατο και αποστομωτικό άρθρο του, βάζει τα πράγματα στη θέση τους:
«Είναι να γελά κανείς», γράφει, «με μερικούς κριτικούς, πουτα ελαττώματα (στη σύνθεση, στο ύφος, στη γλώσσα) αυτά, μαζί μετην έλλειψη τάχα «κοινωνικού περιεχομένου», τα θεωρούν τόσο σπουδαία, ώστε ν' αρνιούνται κάθε σχεδόν αξία στον Παπαδιαμάντη… Έτσι περιφρονητικά τον ονομάζουν ηθογράφο, ενώ είναι ένας μεγάλος ψυχογράφος και δημιουργός. Βρίσκουν στενό τον ορίζοντά του, ενώ το έργο του, αυτό το σκιαθίτικο, είναι κόσμος ολόκληρος, και φωνάζουν πως δεν υπάρχουν "ιδέες", εκεί πουδεν έπρεπε να βλέπουν παρά την ιδέα της τέχνης, την αλήθεια καιτην ομορφιά.»
Και τελειώνει το άρθρο τουο Ξενόπουλος μετη διαπίστωση πως ο Παπαδιαμάντης είναι «δημιουργός συγγραφέας, αξεπέραστος ακόμα από τους κατοπινούς του».[εκκρεμεί παραπομπή]Στα 1937, οΓιώργος Κοτζιούλαςμεμια μελέτη του προσπαθεί να αποδείξει πως η περιφρονημένη νεοελληνική ηθογραφία είναι «ο ώριμος καρπός της εθνικής λογοτεχνίας μας»και ειδικότερα ο Παπαδιαμάντης είναι «ο μόνος μας μεγάλος συγγραφέας, που βγήκε από το λαό κι αφιερώθηκε σ' αυτόν». Τελευταίος στην περίοδο αυτή είναι ο χαρακτηρισμός τουΜιλτιάδη Μαλακάση, που θεωρεί τον Παπαδιαμάντη ποιητή του σκιόφωτος, αυτόματο δημιουργό ανθρώπων και λυρικών καταστάσεων.
«Πνεύμα Θεού φυσούσε και γεννούσε και ανάσταινε. Ανάσταινε πράγματα καί πρόσωπα... Είναι περισσότερο εκκλησιαστικός, παρά θρήσκος. Σοφός, αλλά γυμνωμένος από κάθε αγκάθι σοφίας. Είναι μέγας στην αληθινή σημασία της λέξεως. Είναι κλασικός. Όμοιος σε πολλά μετον Ντοστογιέφσκι, στερείται την εφευρετικότητα του μεγάλου Ρώσου και σώζεται από το καθετί πουθα έκανε το έργο τουν' αρρωσταίνει ψυχές... Ποιητές και πεζογράφοι ελάχιστοι στο ανάστημά του».
Θαυμαστής του Παπαδιαμάντη στάθηκε καιοΖαν Μορεάς, που χαρακτήρισε τοΜοιρολόγι της φώκιας αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας και υποσχέθηκε πώς θατο μεταφράσει κιόλας.
Θεμελιακός, όμως, σταθμός όλης της κριτικογραφίας στάθηκε η σημαντική φιλολογική μελέτη τουΓιώργου Βαλέτα, γιατη ζωή, το έργο καιτην εποχή του Παπαδιαμάντη, η οποία είδε το φως τον Μάιο του 1940 και βραβεύτηκε μετοΑ' Βραβείο από τηνΑκαδημία Αθηνών. Η μελέτη αυτή πραγματικά αποτελεί ένα ορόσημο (αναθεωρημένη το 1955 από τον ίδιο τον κριτικό) στην κριτική θεώρηση του συγγραφέα. Ύστερα ήρθε οπόλεμοςκαιηΚατοχή. Κι όμως, ταΧριστούγεννατου 1941 βγήκε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, με επιμέλεια τουΓ. Βαλέτα, μέσα στο οποίο δόθηκαν τα σημαντικότερα στοιχεία γιαμια οριστική ιστορικοκριτική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη. Στο τεύχος αυτό συνεργάστηκαν σημαντικοί άνθρωποι των ελληνικών γραμμάτων όπως οιΆγγελος Σικελιανός, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Νίκος Βέης, οΑρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, οιΔημήτριος Μπαλάνος, Άγγελος Τερζάκης, Γιάννης Χατζίνης, Δημήτριος Λουκάτος, Κωνσταντίνος Ρωμαίος, Νικόλαος Ποριώτης, Ηλίας Βενέζης, Τάκης Παπατσώνης, Μ. Καραγάτσης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, Δημήτριος Ευαγγελίδης, Μιχαήλ Αργυρόπουλος, Γιώργος Κασιμάτης, Μυρτιώτισσακ.ά. Επίσης καταχωρήθηκαν όλα τα ποιήματα των ποιητών που αφιερώθηκαν κατά καιρούς στον Παπαδιαμάντη. Στο τέλος δημοσιεύτηκε μια διεξοδική μελέτη τουΠέτρου Χάρηπου εξαίρει στον Παπαδιαμάντη τρεις αξίες: «Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία, και προχώρησε όταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα ελληνικά γράμματα, της εορταστικής διηγηματογραφίας». Και τονίζει: «αυτός έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού ανθρώπου».
Το ίδιο περιοδικό (Νέα Εστία), το Μάρτιο του 1951, αφιέρωσε κι άλλο τεύχος τουστον Παπαδιαμάντη γιατα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Και άλλα φιλολογικά περιοδικά του έκαναν αφιερώματα και νεότερες έρευνες έφεραν νέα στοιχεία, βιογραφικά και έργογραφικά, στο φως. Βαθυστόχαστη είναι η μελέτη τουΜ. Μ. Παπαϊωάννουστα 1948, μετον τίτλο "Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη". Ο Παπαϊωάννου τοποθετεί ιστορικά την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη και συλλαμβάνει τη μορφή του συγγραφέα στις κεντρικές της γραμμές: «Η ψυχολογία της παρακμής καιη απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ' όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οιδυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω». Η εργασία του Παπαϊωάννου άνοιξε τον δρόμο γιατο ξεκαθάρισμα καιτην τελική αποκατάσταση του Παπαδιαμάντη.
Αξιολογότατο βιβλίο γιατον Παπαδιαμάντη έγραψε οΜιχαήλ Περάνθης, μετον τίτλο Ο Κοσμοκαλόγερος, το οποίο ζωντανεύει τη ζωή του συγγραφέα μετη μορφή σαγηνευτικού μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο πουμε σεβασμό στα ιστορικά δεδομένα, είναι γραμμένο με θελκτικό ύφος, ποιητικό άρωμα, δημιουργική πνοή και σωστή κατανόηση του έργου του Παπαδιαμάντη.
Μετά την έκδοση τωνΑπάντωντου, η κριτική έχοντας στη διάθεσή της όλο το έργο του συγγραφέα, προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο του από όλες τις πλευρές. Έτσι οι εργασίες συνεχίζονται και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο τεκμήριο γιατην εθνική σημασία του έργου του Παπαδιαμάντη. Μέσα στο έργο τουο Παπαδιαμάντης μιλάει γιατην αρετή καιτην κακία, γιατον αγώνα της εξύψωσης του ελληνικού έθνους, γιατονΧριστιανισμό, πουγι' αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι σύστημα ζωής και αλήθειας. Επίσης μιλάει γιατην πολιτική κατάντια του καιρού τουκαι προτείνει μέτρα γιατην ηθική ανάπλαση, μέτρα γιατην παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού καιτην αληθινή ανόρθωση της παιδείας, μετο ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς. Παρουσιάζεται πατριώτης μετα μάτια της ψυχής του γυρισμένα σε ένδοξες εποχές και κλαίει την παρακμή του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στις ψυχές των συγχρόνων του. Επίσης μιλάει με πόνο γιατη λαϊκή ζωή καιγιατο σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητά τουμε τις βαθύτερες μελέτες τουγιατηναρχαιότητα, τηναλεξανδρινή εποχή, τηβυζαντινή εποχή, τηντουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπως καιτη νεότερη. Μετην ιδιότυπη γλώσσα του, πουμετη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ' όλη την αντίθεσή τουστον ακραίο ψυχαρισμό, παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων χριστιανών. Υποστήριξε από τημια πλευρά την πνευματική αναγέννηση, ενώ από την άλλη, στενά δεμένος μετην παράδοση, προσπάθησε νατην ανασύρει στη ζωή. Μακριά από τους λογίους, τους δημοσιογράφους καιτην κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά καιτη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία τουγιατη ζωή, γιατο«μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας».
↑Άπαντα Παπαδιαμάντη, της σειράς «Ιδανική Βιβλιοθήκη», σελ. 28, εκδόσεις Φυτράκη-Κουτσούμπου, Αθήνα 1965
↑Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος (1981). Άπαντα (τόμος πρώτος)(PDF). Αθήνα: Δόμος. σελ. 33-34. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 21 Σεπτεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2021.