Οιαρχιτραγουδιστές (γερμανικά:Meistersinger) ήταν Γερμανοί λυρικοί ποιητές και κορυφαίοι τραγουδιστές του 14ου, 15ουκαι 16ου αιώνα, οι οποίοι συνέχισαν και ανέπτυξαν τις παραδόσεις των μεσαιωνικών αυλικών ερωτοτραγουδιστών. Προέρχονταν από τη μεσαία τάξη, ήταν οργανωμένοι σεσυντεχνίεςκαι ίδρυσαν και διέδωσαν την τέχνη τους σε μουσικές σχολές. [1]
Κάθε συντεχνία είχε διάφορες κατηγορίες μελών, που κυμαίνονταν από αρχάριους (που στις εμπορικές συντεχνίες αντιστοιχούσε σε μαθητευόμενους), τραγουδιστές (τεχνίτες), μέχρι αρχιτραγουδιστές (Meister, δάσκαλους). Οι αρχιτραγουδιστές ήταν ποιητές που μπορούσαν να γράφουν νέους στίχους σε υπάρχουσες μελωδίες καινα συνθέτουν νέες μελωδίες. Διάσημοι αρχιτραγουδιστές τον 15ο αιώνα ήταν ο Χανς Ρόζενπλουτ καιοΧανς Φολτςστη συντεχνία της Νυρεμβέργης καιο Μίχαελ Μπεχάιμ στηΒιέννη. Τον 16ο αιώνα οΧανς Ζαξστη Νυρεμβέργη, οΓιοργκ ΒίκραμστοΚολμάρ της Αλσατίας, ο Γιοργκ Σέχνερ στοΆουγκσμπουργκ.
Τα κορυφαία τραγούδια καιοι μελωδίες έχουν διασωθεί σε περίπου 120 χειρόγραφα από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα. Το χειρόγραφο τραγουδιών Κολμάρ (Μάιντς, γύρω στο 1480) περιέχει περίπου 900 κείμενα τραγουδιών και 105 μελωδίες. Τα τραγούδια συχνά αποδίδονταν χωρίς συνοδεία μουσικής.
Η σχολή τραγουδιού της Νυρεμβέργης διαλύθηκε το 1770, ακολούθησαν αυτές στηνΟυλμκαιτοΜέμινγκεν 50 με 100 χρόνια αργότερα, όταν δημιουργήθηκαν οι ανδρικές χορωδίες, οι οποίες κατά μία έννοια αντιπροσώπευαν μια συνέχεια. Η τελευταία συντεχνία των αρχιτραγουδιστών λειτουργούσε ως το 1872 στο Μέμινγκεν, όπου πέθανε ο τελευταίος ενεργός αρχιτραγουδιστής το 1922.
Οι κανόνες της τέχνης ορίστηκαν στο νομικό βιβλίο της συντεχνίας (το λεγόμενο Tabulatur)και αναφέρονταν σε τρία θέματα: (1) τα είδη των ποιημάτων (2) τις επιτρεπτές ομοιοκαταληξίες και (3) τα λάθη που πρέπει να αποφεύγονται, συμπεριλαμβανομένων σφαλμάτων απόδοσης, μελωδίας, δομής και, ιδιαίτερα, λάθη ομοιοκαταληξίας ή επιλογής λέξης. Η ποίηση ήταν γι' αυτούς μια μηχανική τέχνη που μπορούσε να μαθευτεί μέσω επιμελούς μελέτης, όχι κάτι που εξαρτιόταν από την έμπνευση. Οι κανόνες είχαν σκοπό να βοηθήσουν καινα ενθαρρύνουν τη συνθετική δραστηριότητα, αλλά ερμηνεύονταν όλο καιπιο σχολαστικά. Αυτή η τάση διακωμωδήθηκε από τονΡίχαρντ Βάγκνερστην όπερα του 1868 Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης - ειδικά στο πρόσωπο του αυστηρού δημοτικού υπαλλήλου Μπεκμέσερ,του οποίου το όνομα έγινε συνώνυμο της σχολαστικής παιδαγωγίας.[4]
Οι συναντήσεις γίνονταν είτε στο δημαρχείο είτε, πιο συχνά, τις Κυριακές στην εκκλησία. Τρεις φορές το χρόνο, τοΠάσχα, τηνΠεντηκοστήκαιταΧριστούγεννα, καθιερώθηκαν ειδικά πανηγύρια με διαγωνισμούς τραγουδιού. Στους διαγωνισμούς ορίζονταν κριτές (βαθμολογητές), όχι ένας αλλά τρεις ή τέσσερις, γιανα κρίνουν τους διαγωνιζόμενους καινα σημειώνουν τις παραβάσεις στους κανόνες. Απονέμονταν βραβεία καισε όσους τραγουδούσαν λανθασμένα επιβάλλονταν πρόστιμα. Σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους διαγωνισμούς είχαν καιτα λουλούδια. Συχνά τα παλαιότερα χρόνια ένας τραγουδιστής λάμβανε ένα στεφάνι ως ανταμοιβή γιατη νίκη. Οι αρχιτραγουδιστές συχνά φορούσαν πολυτελείς ενδυμασίες.[5]
ΣτηΝυρεμβέργη, όπου άκμασαν ιδιαίτερα οι κορυφαίοι τραγουδιστές, γίνονταν διαγωνισμοί τραγουδιού, στους οποίους μπορούσε να τραγουδήσει ο καθένας, και ας μην ανήκε στη συντεχνία, καιη επιλογή των θεμάτων ήταν ελεύθερη. Στη συνέχεια, ακολουθούσε το κυρίως μέρος του διαγωνισμού, στο οποίο μόνο όσοι ανήκαν στη συντεχνία επιτρεπόταν να τραγουδήσουν, και μόνο για θέματα της Αγίας Γραφής. Οι κριτές κάθονταν πίσω από μια κουρτίνα. Ήταν τέσσερις: ένας παρακολουθούσε αντο τραγούδι ήταν σύμφωνα μετο κείμενο της Βίβλου, που ήταν ανοιχτό μπροστά του, ο δεύτερος ανη προσωδία ήταν σωστή, ο τρίτος βαθμολογούσε τις ρίμες καιο τέταρτος τις μελωδίες. Κάθε λάθος σημειώνονταν καιτο έπαθλο απονέμονταν σ' αυτόν που είχε τα λιγότερα.[6]