Οντε Χέιμ γεννήθηκε στηνΟυτρέχτητο 1606[12][13]σε οικογένεια Καθολικών.[14] Εκπαιδεύτηκε αρχικά από τον πατέρα του, Ντάβιντ ντε Χέιμ τον πρεσβύτεροκαιστη συνέχεια πιθανόν από τονΜπαλτάσαρ φανντερΑστ, καθώς το ύφος τους είναι ιδιαίτερα προσομοιάζον.[12]Το 1626 μετοίκησε στοΛέιντεν, όπου παρέμεινε ως το 1629. Εκεί νυμφεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Αλέττα φαν Βέιντε (Aletta van Weede), η οποία ήταν επίσης από της Ουτρέχτη.[14]v
Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το 1635, μετοίκησε στηνΑμβέρσακαι έγινε μέλος στηΣυντεχνία του Αγίου Λουκά της πόλης το 1636. Έγινε πολίτης της Αμβέρσας το 1637.[16]Το 1642 η πρώτη του σύζυγος απεβίωσε και, το 1643, νυμφεύτηκε εκ νέου, αυτή τη φορά μετην Άννα Κατερίνα Ρούκερς (Anna Catherina Ruckers), η οποία ήταν από την Αμβέρσα.[14] Από την πρώτη του σύζυγο είχε αποκτήσει δυο γιους, τονΚορνέλις, ο οποίος έγινε επίσης ζωγράφος, ανκαι όχι ισάξιος του πατέρα του,[11]καιτον Γιανς. Από τη δεύτερή του σύζυγο απέκτησε έξι παιδιά, από τα οποία οΓιαν Γιανς ντε Χέιμ έγινε επίσης ζωγράφος νεκρών φύσεων.[17]
Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής τουστην Αμβέρσα, αλλά η παραμονή τουσε αυτήν διακοπτόταν, καθώς επισκεπτόταν τη βόρεια Ολλανδία, με μεγάλη περίοδο παραμονής τουστην Ουτρέχτη το 1649, ενώ στην ίδια πόλη διέμεινε κατά το χρονικό διάστημα 1677 ως 1672, γενόμενος μάλιστα μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά της Ουτρέχτης το 1669.[14] Όταν στην Ουτρέχτη εισέβαλαν τα γαλλικά στρατεύματα, ο καλλιτέχνης επέστρεψε στην Αμβέρσα το 1672, όπου και έζησε ως το τέλος της ζωής του, το 1684. Ο θάνατός του καταγράφεται στα έγγραφα της Συντεχνίας στην Αμβέρσα.[16]
Χάρη στο αξιοσημείωτο ταλέντο του, είχε αποκτήσει σημαντική φήμη, τόσο πουμε δυσκολία κατάφερνε να ανταποκριθεί στη ζήτηση των έργων του. Θεωρήθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής του. Ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος, και απολάμβανε θαυμασμού γι' αυτό, στην απεικόνιση χρυσών και αργυρών αντικειμένων.
ΟΓιαν Ντάβιντς ντε Χέιμ θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους νεκρών φύσεων της Ολλανδίας, συνδυάζοντας τη λαμπερότητα καιτην αρμονία των χρωμάτων μετην ακριβή απεικόνιση αντικειμένων. Ανάμεσα στα αντικείμενα που απεικόνισε συγκαταλέγονται: Άνθη, όλων των ποικιλιών, φρούτα της Ευρώπης και τροπικά, αστακοί και στρείδια, πεταλούδες και νυχτοπεταλούδες, σαλιγκάρια και κοχύλια, πέτρινα και μεταλλικά αντικείμενα. Σε ορισμένα έργα του κυριαρχεί η αφθονία, σε άλλα απεικονίζονται μόνον μια γιρλάντα ή ένα μπουκέτο.[18]
Συχνά στα έργα του απεικόνιζε και κάποιο ηθικό δίδαγμα ή ρητό, χρησιμοποιώντας σύμβολα όπως φίδι κουλουριασμένο κάτω από γρασίδι ή μια νεκροκεφαλή σε ανθισμένα φυτά. Η απεικόνιση χρυσών και αργυρών αντικειμένων συμβολίζει τη ματαιότητα των επίγειων αγαθών. Ζωγράφισε, επίσης, μόνος ή σε συνεργασία με άλλους ζωγράφους, πίνακες με γιρλάντες (garland paintings).[18]
Ήταν πολύ καλοπληρωμένος ζωγράφος καιτο πορτρέτο του Πρίγκηπα Γουλιέλμου Γ΄ που περιβάλλεται από γιρλάντα ανθέων και φρούτων πωλήθηκε για 2.000 γκίλντερς, μια από τις υψηλότερες τιμές που καταβλήθηκαν ποτέ κατά τη Χρυσή Ολλανδική εποχή.[20]Στο εργαστήριό του εργαζόταν με τους δυο γιους του, ιδιαίτερα όταν λάμβανε παραγγελίες, στην εκτέλεση των οποίων τον βοηθούσαν. Βελτίωνε την εργασία τουκαι υπέγραφε τους πίνακές του.[17]Η υπογραφή του συχνά ποίκιλε: Κάποιες φορές αποτελούνταν μόνο από τα αρχικά του (J. De Heem f), άλλες φορές υπέγραφε ως "Ioannes" (IOANNES DE HEEM F.), ορισμένες φορές περιλάμβανε, πλάι στο όνομά τουκαι αυτό του πατέρα του (J. D. De Heem f.), ενώ κάποιες φορές χρονολογούσε τους πίνακές του, ιδιαίτερα αυτούς που θεωρούσε ως καλύτερους.[18]
Ανάμεσα στις νεκρές φύσεις του περιλαμβάνονται αυτές με άνθη, με φρούτα καιτο υποείδος vanitas. Είναι, όμως περισσότερο γνωστός για τις περίτεχνες και πολυτελείς νεκρές φύσεις, τις αποκαλούμενες pronkstillevens (νεκρές φύσεις με αφθονία).[20]
Από τους περισσότερους των εκατό πίνακες που εκτίθενται σε ευρωπαϊκές πινακοθήκες, μόνον 18 είναι χρονολογημένοι. Ένα από τα πρώτα του έργα απεικονίζει μια σκαλιστή κανάτα, μια φιάλη, ένα ασημένιο κύπελλο κι ένα λεμόνι πάνω σε μαρμάρινο τραπέζι, χρονολογείται από το 1640 και βρίσκεται στοΡέικσμουζεουμτουΆμστερνταμ. Παρόμοιος πίνακας του 1645, με προσθήκη φρούτων, ανθέων και ενός τοπίου πέρα στο βάθος, βρίσκεται στο Κάστρο Λόνγκφορντ (Longford Castle). Από τα αριστουργήματά του είναι ο πίνακας με κύλικα σε στεφάνι, ακτινωτά διαταγμένο μπουκέτο ανάμεσα σε στάχυα, σταφύλια και άνθη χρονολογείται από το 1648 και βρίσκεται στοΑνάκτορο του ΜπελβεντέρεστηΒιέννη. Μια γιρλάντα γύρω από πορτρέτο της Παναγίας σε φυσικό μέγεθος, που σήμερα βρίσκεται στηνΠινακοθήκη του Βερολίνου αποδεικνύει ότι οντε Χέιμ μπορούσε να ζωγραφίζει με λαμπερά και αρμονικά χρώματα και πίνακες σε μεγάλες διαστάσεις.
ΣτηνΠαλαιά ΠινακοθήκητουΜονάχου υπάρχει διάσημος πίνακάς του, του 1653, με αναρριχητικά φυτά να συνδυάζονται όμορφα με καρπούς κολοκύθας, βατόμουρα, πορτοκάλια, μυρτιές και ροδάκινα, που "ζωντανεύουν" μετην παρουσία πεταλούδων, σκαθαριών και νυχτοπεταλούδων. ΣτοΜουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης βρίσκεται πίνακάς τουμε ανθισμένη τριανταφυλλιά, ένα δοχείο με φράουλες, μια επιλογή από φρούτα καιμια μαρμάρινη προτομή του θεού Πανός, χρονολογούμενος από το 1655. Ορισμένα έργα του βρίσκονται σταΒασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών του Βελγίου στις Βρυξέλλες.[21] Τέλος, εκτός Ευρώπης έργα του έχουν τοAllen Memorial Art MuseumστοΌμπερλιντουΟχάιο (νεκρή φύση με "εορτή των φρούτων" κι έναν αστακό, 1645) ενώ μιαπιο λιτή νεκρή φύση τουμε κύπελλα από κασσίτερο βρίσκεται στοΊδρυμα ΜπάρμπερτουΜπέρμινγχαμ (Ηνωμένο Βασίλειο).