Η Ιστορία του Γκέντζι (ιαπωνικά: 源氏物語, Γκέντζι μονογκατάρι) είναι κλασικό έργο της ιαπωνικής λογοτεχνίαςτο οποίο γράφτηκε από την ευγενή και κυρία των τιμών της αυτοκρατορικής αυλής Μουρασάκι Σικίμπου στις αρχές του 11ου αιώνα, στην ακμή περίπου της περιόδου Heian. Από μερικούς θεωρείται το πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα, καθώς καιτο πρώτο ψυχολογικό μυθιστόρημα. Το έργο απεικονίζει επίσης με τρόπο μοναδικό την ζωή των ανωτέρων αυλικών κύκλων κατά την περίοδο αυτή.[1] Θεωρείται αριστούργημα αλλά η ακριβής κατάταξή τουκαιη επίδραση που έχει ασκήσει τόσο στην ανατολική όσο καιστην δυτική λογοτεχνία, αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων.
ΗΙστορία του Γκέντζι έχει πιθανώς γραφεί ξεχωριστά κατά κεφάλαιο, καθώς η Μουρασάκι παρέδιδε την ιστορία στις υπόλοιπες κυρίες της αυτοκρατορικής αυλής. Έχει πολλά στοιχεία σύγχρονου μυθιστορήματος : ένας κεντρικός ήρωας και ένας πολύ μεγάλος αριθμός πρωτευόντων και δευτερευόντων χαρακτήρων, καλά αναπτυγμένη παρουσίαση των κυρίων προσώπων, μια ακολουθία γεγονότων που καλύπτουν όλη την ζωή αυτών των προσώπων και φτάνουν πέρα από αυτήν. Στο έργο δεν υπάρχει συγκεκριμένη πλοκή, απλώς τα γεγονότα συμβαίνουν καιτα πρόσωπα μεγαλώνουν σε ηλικία. Είναι αξιοσημείωτη η επιδεξιότητα της Μουρασάκι να διατηρεί την συνοχή του έργου παρά την ύπαρξη 400 χαρακτήρων. Έτσι, για παράδειγμα, καθώς ο χρόνος περνά, όλοι οι χαρακτήρες γερνούν το ίδιο καιοι οικογενειακές και φεουδαρχικές σχέσεις τους παραμένουν σταθερές χωρίς λογικές ασυνέπειες στην διήγηση καιτην συσχέτιση τους.
Μια δυσκολία για τους αναγνώστες και τους μεταφραστές τουΓκέντζι, είναι πως δεν δίνεται συγκεκριμένο όνομα σε σχεδόν κανένα από τους χαρακτήρες του αρχικού κειμένου. Έτσι οι αναφορές σε αυτούς γίνονται συνήθως μέσω του λειτουργήματός τους, όπως για παράδειγμα οΥπουργός, των τιμητικών τίτλων που έχουν, όπως ηΕξοχότητα, ή της σχέσης τους με άλλους χαρακτήρες, όπως οΔιάδοχος, και μεταβάλλονται καθώς η ιστορία προχωρά. Η έλλειψη ονομάτων πηγάζει από τις συνήθειες της αυτοκρατορικής αυλής της εποχής, όταν ήταν ανεπίτρεπτα οικείο και αγενές κάποιος να αποκαλέσει κάποιον άλλο μετο όνομα του. Οι περισσότεροι αναγνώστες και μεταφραστές της ιστορίας , συχνά καταφεύγουν στη δημιουργία υποκοριστικών, έτσι ώστε να διατηρούν τον έλεγχο της ροής της ιστορίας καιτων χαρακτήρων της.
Το αρχικό κείμενο γράφτηκε στην αρχαϊκή αυλική γλώσσα του 11ου αιώνα, πουδεν μπορούσε πιανα διαβαστεί ένα αιώνα αργότερα.[2] Έτσι, οι Ιάπωνες διάβαζαν σχολιασμένες και εικονογραφημένες εκδόσεις του έργου ήδη από τον 12ο αιώνα.[2]Στην σύγχρονη ιαπωνική γλώσσα μεταφράστηκε μόλις στις αρχές του 20ού αιώνα από την ποιήτρια Ακίκο Γιοσάνο.[3]
Η συζήτηση σχετικά μετοανηΙστορία του Γκέντζι γράφτηκε εξ ολοκλήρου από τηνΜουρασάκι Σικίμπου διαρκεί αιώνες και είναι απίθανο να τελειώσει εκτός αν υπάρξουν σοβαρές αρχειακές ανακαλύψεις. Είναι γενικά αποδεκτό πως η ιστορία είχε πάρει την σημερινή μορφή της το 1021, όταν η συγγραφέας τουΣαρασίνα Νίκι έγραψε στο ημερολόγιο της πόσο χαρούμενη ήταν επειδή είχε αποκτήσει ένα ολοκληρωμένο αντίτυπο της Ιστορίας του Γκέντζι. Γράφει ότι το έργο είχε πάνω από 50 κεφάλαια και αναφέρει ένα χαρακτήρα που πρωτοεμφανίζεται στο τέλος του. Έτσι, αν υπήρξαν και άλλοι συγγραφείς του έργου εκτός της Μουρασάκι, θα πρέπει να έγραψαν την ίδια περίπου εποχή.
Στο ημερολόγιο της ίδιας της Μουρασάκι Σικίμπου γίνεται μνεία του έργου, καιτο γεγονός ότι υιοθέτησε το όνομα "Μουρασάκι" είναι μια υπαινικτική αναφορά στον κύριο γυναικείο χαρακτήρα του.[4]
Ο χαρακτήρας του κεντρικού ήρωα Γκέντζι, λέγεται ότι βασίζεται σε αξιωματούχο της εποχής κατά την οποία η Μουρασάκι βρισκόταν στην αυτοκρατορική αυλή. Ορισμένοι πιστεύουν ότι ο χαρακτήρας της Μουρασάκι νο Ούε, την οποία ο Γκέντζι παντρεύεται, βασίζεται στην ίδια την συγγραφέα Μουρασάκι Σικίμπου.
ΗΑκίκο Γιοσάνο , η πρώτη μεταφράστρια της ιστορίας στην σύγχρονη ιαπωνική γλώσσα, πίστευε πως η Μουρασάκι έγραψε μόνο έως το 33ο κεφάλαιο, και πως τα κεφάλαια 35-54 γράφηκαν από την κόρη της Νταΐνι νο Σάνμι.[5] Άλλοι μελετητές αμφιβάλλουν γιατην πατρότητα των κεφαλαίων 42-54, και ιδιαίτερα γιατο 44οτο οποίο περιέχει σπάνια παραδείγματα ασυνέχειας της πλοκής.[5] Σύμφωνα μεμια σύγχρονη μελέτη, η ανάλυση του κειμένου από εξειδικευμένους αλγόριθμους κειμένου, κατέδειξε πως υπάρχουν στατιστικά σημαντικές αποκλίσεις ύφους μεταξύ των κεφαλαίων 45 έως 54 και των υπολοίπων, καθώς και ανάμεσα στα πρώτα κεφάλαια.[5]
Το έργο εξιστορεί τη ζωή τουΧικάρου Γκέντζι (Φωτισμένου Γκέντζι), ο οποίος ήταν γιός ενός αρχαίου Ιάπωνα αυτοκράτορα, πουγια τους αναγνώστες φέρει το όνομα Κιριτσούμπο, και μιας χαμηλόβαθμης αλλά αγαπημένης του παλλακίδας, που αποκαλείται αρχόντισσα Κιριτσούμπο. Για πολιτικούς λόγους, ο αυτοκράτορας απέκλεισε τον Γκέντζι από την γραμμή διαδοχής του, καιτον υποβάθμισε σε απλό πολίτη δίνοντας τουτο όνομα Μιναμότο. Ο Γκέντζι ως Μιναμότο πλέον, προσπαθεί να σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός. Η ιστορία επικεντρώνεται στη ρομαντική ζωή του Γκέντζι και περιγράφει τα ήθη της αριστοκρατικής κοινωνίας της εποχής εκείνης.
Η μητέρα του Γκέντζι πεθαίνει όταν εκείνος είναι τριών ετών, καιο αυτοκράτορας δεν μπορεί νατην ξεχάσει. Ο αυτοκράτορας μαθαίνει κατόπιν γιαμια γυναίκα, την αρχόντισσα Φουτζιτσούμπο, η οποία ήταν πριγκίπισσα κατά την ηγεμονία του προηγούμενου αυτοκράτορα, καιη οποία μοιάζει μετην αγαπημένη τουπου είχε πεθάνει, δηλ. μετην μητέρα του Γκέντζι. Κατόπιν γίνεται μια από τις συζύγους του αυτοκράτορα, καιο Γκέντζι αρχικά την αγαπά ως μητριά του, μεγαλώνοντας αργότερα όμως αρχίζει νατην αγαπά ως γυναίκα, το αίσθημα είναι αμοιβαίο και γίνονται εραστές. Ο Γκέντζι είναι όμως αποκαρδιωμένος από τον απαγορευμένο έρωτα προς την μητριά τουκαιοι σχέσεις τουμετη σύζυγό του Αόι νο Ουέ είναι κακές. Εμπλέκεται σεμια σειρά επιπολαίων ερώτων αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είτε αποκρούονται οι ερωτοτροπίες του είτε η ερωμένη του πεθαίνει ξαφνικά είτε την βαριέται.
Έπειτα, ο Γκέντζι επισκέπτεται την περιοχή Κιταγιάμα, τη βόρεια αγροτική λοφώδη έκταση τουΚυότο, όπου συναντά ένα όμορφο 10χρονο κοριτσάκι, την Μουρασάκι. Ο Γκέντζι γοητεύεται από το κορίτσι, και ανακαλύπτει πως είναι ανιψιά της αρχόντισσας Φουτζιτσούμπο, της μητριάς του. Τελικά απάγει το κορίτσι, καιτο φέρνει στο παλάτι τουμε σκοπό νατο εκπαιδεύσει ώστε να γίνει η ιδανική σύζυγος του -δηλαδή μια νέα Φουτζιτσούμπο. Σ΄αυτό το διάστημα, ο Γκέντζι εξακολουθεί να συνευρίσκεται ερωτικά μετην Φουτζιτσούμπο, η οποία γεννά τον γιό του Ρεϊζέι. Εκτός από τους γονείς, όλος ο υπόλοιπος κόσμος πιστεύει πως το παιδί είναι ο γιός του αυτοκράτορα Κιριτσούμπο (πατέρα του Γκέντζι). Αργότερα, το αγόρι γίνεται διάδοχος του θρόνου καιη Φουτζιτσούμπο αυτοκράτειρα. Αυτή καιο Γκέντζι ορκίζονται να κρατήσουν το μυστικό τους.
Οι σχέσεις του Γκέντζι μετην σύζυγό του βελτιώνονται. Η Αόι νο Ουέ γεννά ένα γιό αλλά πεθαίνει σε λίγο. Ο Γκέντζι είναι λυπημένος, αλλά παρηγορείται μετην Μουρασάκι, το μικρό κορίτσι που είχε απαγάγει, την οποία παντρεύεται. Ο πατέρας του Γκέντζι, αυτοκράτορας Κιριτσούμπο, πεθαίνει. Τον διαδέχεται ένας από τους γιούς του, ο Σουζάκου, του οποίου η μητέρα Κοκιντέν, μαζί με τους πολιτικούς αντιπάλους του Κιριτσούμπο αποκτά δύναμη στην αυλή. Κατόπιν αποκαλύπτεται ακόμα μια από τις κρυφές ερωτικές σχέσεις του Γκέντζι : Συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω σε μυστική συνάντηση μεμια από τις παλλακίδες του αυτοκράτορα Σουζάκου. Ο αυτοκράτορας διασκεδάζει μετα ερωτικά κατορθώματα του Γκέντζι, ωστόσο είναι υποχρεωμένος να τιμωρήσει τον είναι ετεροθαλή αδερφό του. Έτσι, τον εξορίζει στην πόλη της Σούμα της αγροτικής επαρχίας Χαρίμα (σημερινό Κόμπε), όπου ένας πλούσιος άνθρωπος, ο Ακάσι Νοβίτσε, τον φιλοξενεί. Ο Γκέντζι συνάπτει ερωτικό δεσμό μετην κόρη τουη οποία γεννά την μόνη κόρη του Γκέντζι, πουθα γίνει αργότερα η αυτοκράτειρα.
Στην πρωτεύουσα, ο αυτοκράτορας Σουζάκου βασανίζεται από όνειρα του νεκρού πατέρα του Κιριτσούμπο, και αρχίζει να εμφανίζει μια πάθηση στα μάτια. Εντω μεταξύ, η μητέρα του, η Κοκιντέν, αρρωσταίνει, καιη επιρροή της εξασθενεί. Έτσι ο αυτοκράτορας συγχωρεί τον Γκέντζι, κι αυτός επιστρέφει στοΚυότο. Μετον θάνατο του Σουζάκου, ο γιός του Γκέντζι μετην Φουτζιτσούμπο, ο Ρεϊζέι, γίνεται αυτοκράτορας. Ο Ρεϊζέι γνωρίζει πως ο Γκέντζι είναι ο πραγματικός πατέρας του, καιτου δίνει ανώτατο αξίωμα.
Ωστόσο, όταν ο Γκέντζι γίνεται 40 ετών, αρχίζει η παρακμή. Η θέση τουστο παλάτι παραμένει αμετάβλητη, αλλά η ερωτική και συναισθηματική του ζωή φθείρεται με αργούς ρυθμούς. Παντρεύεται κι άλλη σύζυγο, την Τρίτη Πριγκίπισσα. Ο ανιψιός του Γκέντζι, ο Κασιβάγκι, αργότερα αποπλανά την Τρίτη Πριγκίπισσα και αυτή γεννά τον Καορού, ο οποίος τυπικά θεωρείται γιος του Γκέντζι. Μετά τον νέο γάμο του Γκέντζι, η Μουρασάκι, το κορίτσι που είχε απαγάγει γιανα κάνει ιδανική γυναίκα του, γίνεται μοναχή.
Κάποια στιγμή η αγαπημένη του Γκέντζι Μουρασάκι πεθαίνει. Ο Γκέντζι, διαλογίζεται πάνω στην βραχύτητα του βίου. Το επόμενο κεφάλαιο του διηγήματος ονομάζεται Κουμογκακούρε (εξαφάνιση στα σύννεφα) και είναι κενό, ωστόσο θεωρείται πως αναφέρεται στον θάνατο του ίδιου του Γκέντζι.
Το υπόλοιπο μέρος του έργου (γνωστό ως "Τα Κεφάλαια Ούτζι") ασχολείται μετην διήγηση της ζωής του Καορού καιτου καλύτερου του φίλου του Νίου. Ο Νίου είναι αυτοκρατορικός πρίγκηπας, γιός της κόρης του Γκέντζι, η οποία πλέον είναι αυτοκράτειρα μετά την παραίτηση του Ρεϊζέι από τον θρόνο. Ο Καορού είναι τυπικά γιός του Γκέντζι, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο γιός του ανιψιού του Γκέντζι ο οποίος αποπλάνησε την σύζυγο του θείου του. Στα επιμέρους κεφάλαια περιγράφεται η αντιπαλότητα του Καορού καιτου Νίου σχετικά με κάποιες κόρες ενός πρίγκηπα ο οποίος ζειστο Ούτζι, μακριά από την πρωτεύουσα. Η ιστορία τελειώνει απότομα, στα μέσα της πρότασης, μετον Καορού να αναρωτιέται εάν ο Νίου κρύβει την γυναίκα πουο Καορού αγαπά καιτην κρατά μακριά του.[6] Σχετικά μετο απότομο τέλους του έργου, μερίδα κριτικών θεωρεί πως είναι σκόπιμο, ενώ άλλη ομάδα ερμηνευτών θεωρεί πως λείπουν τα τελευταία κεφάλαια του έργου.
Πρώτη και κύρια δυσκολία είναι ότι η γλώσσα της Μουρασάκι, η αυλική Ιαπωνική της περιόδου Heian, ήταν εξαιρετικά εύκαμπτη καιμε πολύ περίπλοκη γραμματική. Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από την συχνή χρήση ποιητικού λόγου στις συζητήσεις μεταξύ των προσώπων. Η τροποποίηση ή παράφραση κλασικών ποιημάτων σύμφωνα μετην τρέχουσα κατάσταση, ήταν αναμενόμενη συμπεριφορά στην αυτοκρατορική αυλή της εποχής, και συχνά χρησιμοποιούνταν γιανα εκφραστούν λεπτοί υπαινιγμοί. Τα ποιήματα είναι συχνά γραμμένα στην κλασική ιαπωνική μορφή τανκά. Πολλά από τα ποιήματα ήταν πολύ γνωστά στους κύκλους για τους οποίους προοριζόταν το έργο κι έτσι μόνο οι λίγες πρώτες λέξεις δίνονται συνήθως καιοι αναγνώστες αναμένεται να συμπληρώσουν το υπόλοιπο του κειμένου μόνοι τους (κατά τον ίδιο τρόπο πουστα ελληνικά κάποιος θα έλεγε Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των...και κατόπιν θα διέκοπτε αναμένοντας από τον αναγνώστη να συμπληρώσει ...ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.).[7]
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν πως, κατά τις συμβάσεις της εποχής, θεωρούνταν εξαιρετικά αγενές κάποιος να αποκαλέσει κάποιον άλλο μετο όνομα του. Έτσι όλοι οι χαρακτήρες του έργου έχουν περιγραφικές ονομασίες αντί για ονόματα : οι άντρες συνήθως αναφέρονται μετο αξίωμα που κατέχουν ή σύμφωνα μετην ηλικία στην οποία βρίσκονται, καιοι γυναίκες σύμφωνα μετο χρώμα των ρούχων τους ή τις λέξεις που χρησιμοποιούν σεμια συνάντηση ή μετον βαθμό ενός διακεκριμένου άρρενος συγγενούς τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές ονομασίες γιατο ίδιο άτομο ανάλογα μετο κεφάλαιο του έργου.
Κατά τις λογοτεχνικές παραδόσεις της εποχής, ηΙστορία του Γκέντζι γράφτηκε κυρίως με χαρακτήρες κάνα (ιαπωνικό φωνητικό αλφάβητο) και όχι με τους κινεζικούς χαρακτήρες κάντζι, καθώς το διήγημα γράφτηκε από γυναίκα για γυναίκες αναγνώστριες, ενώ η χρήση των χαρακτήρων κάντζι ήταν κυρίως επιδίωξη των ανδρών.
Εκτός από τις λέξεις που σχετίζονται μετην πολιτική καιμετονβουδισμό, το κείμενο περιέχει πάρα πολύ λίγες δάνειες λέξεις της Κινεζικής. Αυτό κάνει πιο στρωτή την αφήγηση, αλλά δημιουργει και προβλήματα : υπάρχουν λέξεις "ομόφωνες" (μετην ίδια προφορά αλλά με διαφορετικό νόημα) καιγια τους σύγχρονους αναγνώστες δεν είναι εύκολο να εξαχθεί από τα συμφραζόμενα γιαποια έννοια πρόκειται.
Το μυθιστόρημα παραδοσιακά διακρίνεται σε τρία μέρη, από τα οποία τα πρώτα δύο ασχολούνται μετη ζωή του Γκέντζι, καιτο τελευταίο μετα πρώτα χρόνια δύο επιφανών απογόνων του Γκέντζι, του Νίου καιτου Καορού. Υπάρχουν επίσης αρκετά μικρά μεταβατικά κεφάλαια τα οποία κατηγοριοποιούνται ξεχωριστά καιο συγγραφέας τους συχνά αμφισβητείται.
Άνοδος και πτώση του Γκέντζι
Νεότητα, κεφάλαια 1–33: Έρωτας, ρομάντζο, και εξορία
Επιτυχία και ατυχίες, κεφάλαια 34–41: Η γεύση της εξουσίας καιο θάνατος της αγαπημένης συζύγου του
Η μετάβαση (κεφάλαια 42–44): Πολύ μικρά κεφάλαια τα οποία ακολουθούν τον πιθανό θάνατο του Γκέντζι
Ούτζι, κεφάλαια 45–54: Η ζωή των επίσημων και κρυφών απογόνων του Γκέντζι, Νίου και Καορού
Το 54οκαι τελευταίο κεφάλαιο Η πλωτή γέφυρα των ονείρων, μερικές φορές διακρίνεται ως διαφορετικό κεφάλαιο από την ομάδα των Ούτζι από τους σύγχρονους μελετητές. Φαίνεται σαννα συνεχίζει την διήγηση από τα προηγούμενα κεφάλαια, ωστόσο ο τίτλος του είναι ασυνήθιστα αφηρημένος. Πρόκειται γιατο μοναδικό κεφάλαιο του οποίου ο τίτλος δεν έχει ξεκάθαρη σχέση μετο κείμενο αλλά αυτό ίσως συμβαίνει επειδή το κεφάλαιο δεν έχει ολοκληρωθεί. Το ζήτημα γίνεται πιο σύνθετο καθώς είναι άγνωστο σεποια χρονική περίοδο τα κεφάλαια απέκτησαν τίτλους.
Το επιπλέον κεφάλαιο μεταξύ του 41 και του 42 αναφέρεται σε μερικά χειρόγραφα ως 雲隠 (Κουμογκακούρε, Εξαφάνιση μέσα στα σύννεφα) — καιτο κεφάλαιο αυτό αποτελείται μόνο από τον τίτλο του χωρίς να περιέχει κείμενο, πιθανώς ως συμβολισμό του θανάτου του Γκέντζι. Κάποιοι λόγιοι θεωρούν πιθανή την ύπαρξη ενός κεφαλαίου που βρίσκονταν μεταξύ του 1ουκαιτου 2ουκαι έχει πλέον χαθεί, καθώς στο υπάρχον κείμενο κάποιοι χαρακτήρες εισάγονται πολύ απότομα
Είναι πιθανό πως μετέπειτα συγγραφείς, εισήγαγαν επιπρόσθετα κεφάλαια, μεταξύ του 41ουκαι 42ου, ή μετά το τέλος.
Το πρωτότυπο χειρόγραφο της Μουρασάκι Σικίμπουδεν σώζεται. Υπάρχουν πολλά αντίγραφα, περίπου 300, που έχουν διαφορές μεταξύ τους. Θεωρείται πιθανό πως η Μουρασάκι αναθεωρούσε τα κείμενα της, και έτσι δημιουργήθηκαν διαφορές μετα πρώτα αντίγραφα του έργου.[8]
Τα διάφορα διασωζόμενα αντίγραφα ταξινομούνται σε 3 κατηγορίες:[9][10]
Καουτσιμπόν (河内本)
Αομπιοσιμπόν (青表紙本)
Μπεπόν (別本)
Κατά τον 13ο αιώνα έγιναν δύο σημαντικές προσπάθειες γιατην καταγραφή και σύγκριση των διαφορετικών χειρογράφων. Τα δύο κύρια χειρόγραφα που προέκυψαν και αποτελούν τη βάση όλων των υπολοίπων από την εποχή εκείνη, είναι τοΚαουατσιμπόν, καιτοΑομπιοσιμπόντο οποίο είναι περισσότερο συντηρητικό ως προς την έκφραση του.
Στην κατηγορία Μπεπόν, κατατάσσονται όλα τα υπόλοιπα χειρόγραφα τα οποία δεν ανήκουν στις προηγούμενες δύο κατηγορίες και διάφοροι σχολιασμοί του έργου.
Το 2008 υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις καθώς ανακαλύφθηκαν εξαιρετικά σπάνια χειρόγραφα των οποίων ο συνδυασμός τεχνοτροπίας και χρονολογίας ήταν άγνωστος προηγουμένως,[11][12][13][14][15] αναπτερώνοντας τις ελπίδες γιαμια πιθανή μελλοντική εύρεση του χαμένου χειρόγραφου της Μουρασάκι Σικίμπου.[13]
Ένα από τα αντίγραφα του 12ου αιώνα είναι εικονογραφημένο, διαθέτοντας 19 παραστάσεις και 65 σελίδες κειμένου, αριθμός που αντιστοιχεί στο περίπου 15% του έργου. Φυλάσσεται στομουσείο τέχνης Τοκογκάβακαι αποτελέι εθνικό πολιτιστικό θησαυρό της Ιαπωνίας.
Λόγω του εξαιρετικά δυσνόητου αρχαϊκού κειμένου, οι σύγχρονες ιαπωνικές μεταφράσεις έχουν εκσυγχρονίσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται, και ως συνέπεια στα κείμενα αυτά δεν μεταφέρεται και ένα ποσοστό του νοήματος του μυθιστορήματος. Επίσης, αποδίδουν κανονικά ονόματα στους χαρακτήρες παρότι στο αρχικό κείμενο οι περισσότερες ονομασίες ήταν περιγραφικές και ανάλογα μετην περίσταστη. Έτσι, δημιουργούνται διάφοροι αναχρονισμοί εντός του κειμένου, όπως για παράδειγμα μετη σύζυγο του Γκέντζι η οποία αναφέρεται ως Αόι από τον τίτλο του κεφαλαίου στο οποίο πεθαίνει
Λόγω των πολιτιστικών διαφορών, είναι αρκετά σύνηθες το μυθιστόρημα να διαβάζεται σε υποσημειωμένη μορφή με πλήθος επεξηγήσεων, ακόμη και στις ιαπωνικές εκδόσεις του έργου.[16]Το έργο έχει επίσης μεταφερθεί καιστη μορφή manga.[17][18]
Οι περισσότεροι Ιάπωνες μαθητές γυμνασίου διδάσκονται το κείμενο στην αρχική του αρχαϊκή μορφή στο σχολείο.
Το έργο έχει γνωρίσει πλήθος μεταφράσεων στην αγγλική γλώσσα μετην πρώτη εν μέρει μετάφραση να έχει γίνει το 1882. Ακολούθησαν και άλλες μεταφράσεις το 1921 και μετέπειτα πιο συχνά.[5][19][20]
Το έργο έχει ασκήσει σημαντική επιρροή εντός και εκτός της Ιαπωνίας, και χαρακτηρίζεται συχνά ως ψυχολογικό μυθιστόρημα με βάση την περιγραφή των ανθρωπίνων παθών.[21][22][23]
Θεωρείται σχεδόν καθολικά ως το παλαιότερο και σημαντικότερο μυθιστόρημα της Ιαπωνικής λογοτεχνίας,[24][25] παρά την ύπαρξη και άλλων αξιόλογων έργων.[26]
Το διήγημα και άλλα έργα της συγγραφέως Μουρασάκι Σικίμπου αποτελούν καθιερωμένο υλικό διδασκαλίας στα ιαπωνικά σχολεία, ενώ ηΤράπεζα της Ιαπωνίας κυκλοφόρησε το χαρτονόμισμα των 2000 προς τιμή της συγγραφέως καιτου έργου, μετο χαρτονόμισμα να διαθέτει εικονογραφημένη παράσταση του 12ου αιώνα από την πλοκή του έργου.
ΗΙστορία του Γκέντζι έχει μεταφερθεί σε κινηματογραφική μορφή το 1951, 1966, και 1987 στον ιαπωνικό κινηματογράφο, διασκευή γιατηνόπερατο 1999, ενώ το 2009 έγινε τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων (άνιμε) στην Ιαπωνία.
Στον διεθνή κινηματογράφο, ο σκηνοθέτης Πάουλο Ρότσα έκανε μια χαλαρή διασκευή του έργου το 1987 στην ταινία Ο Desejado ou As Montanhas da Lua (Ο Επιθυμητός ή τα Βουνά του Φεγγαριού).[27]
↑«鎌倉後期の源氏物語写本見つかる» (στα Ιαπωνικά). Sankei News. 10 Μαρτίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2008.
De Wolf, Charles (2014). "Glimpses of Genji Through the Looking-Glass of Language". The Transactions of the Asiatic Society of Japan. fifth series, volume 6.
D'Etcheverry, Charo B (2007). Love after The Tale of Genji : Rewriting the World of the Shining Prince. Cambridge, Mass: Harvard University Press.
Kornicki, P. F., "Unsuitable Books for Women? "Genji Monogatari" and "Ise Monogatari" in Late Seventeenth-Century Japan", Monumenta Nipponica, Vol. 60, No. 2 (Summer, 2005), pp. 147–193, Sophia University, JSTOR
Kokusai Bunka Shinkokai, επιμ. (1970). Introduction to Classic Japanese Literature. Greenwood Printing. ISBN0-8371-3118-9.