ΤοΚεμπέκ (γαλλικά: Québec, εξελληνισμένα: Κβεβέκη), είναι επαρχία του Καναδά, με πρωτεύουσα τηνομώνυμη πόλη. Έχει έκταση 1.542.056 τ.χλμ., (που ισοδυναμεί σε 15,4% περίπου της έκτασης όλου τουΚαναδά), ενώ ο πληθυσμός του Κεμπέκ, ανέρχεται σε 8.501.833 κατοίκους, σύμφωνα μετην απογραφή του 2021[2]και αντιπροσωπεύει το 23,0% του πληθυσμού της χώρας.
Το Κεμπέκ αποτελεί μία από τις τέσσερις αρχικές επαρχίες που ίδρυσαν τηνΚαναδική Συνομοσπονδίατο1867. Οι «Κεμπεκιώτες», είναι στην πλειονότητα γαλλικής καταγωγής καιγι' αυτό η επαρχία είναι επισήμως γαλλόφωνη.
Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις γιατο 2023, ο πληθυσμός του Κεμπέκ, ανέρχεται σε 8.874.683 κατοίκους.[1]
Το Κεμπέκ βρίσκεται στοΝΑ μέρος τουΚαναδά, ανκαι γεωγραφικά κατατάσσεται στις λεγόμενες «κεντρικές επαρχίες» της χώρας. Οι νότιες περιοχές γύρω από τονποταμό Άγιο Λαυρέντιο — από τις εκβολές του ποταμού καιτη Χερσόνησο Γκασπέ (Gaspé) ανατολικά μέχρι την πόλη Χαλ (Hull) απέναντι από τηνΟττάβα δυτικά — αποτελούν τοπιο πυκνοκατοικημένο τμήμα της επαρχίας.
Στη ζώνη κατά μήκος του ποταμού του Αγίου Λαυρεντίου βρίσκονται χτισμένα τα μεγάλα αστικά κέντρα: Ριμουσκί (Rimouski) (36.942 κάτοικοι), Σικούτιμι (Chicoutimi) (104.222 κάτοικοι), Πόλη του Κεμπέκ, Τρουά Ριβιέρ (Trois Rivières, Τρεις Ποταμοί) (114.203 κάτοικοι), Μόντρεαλ (3.519.595 κάτοικοι) και Οττάβα (253.861 κάτοικοι στο τμήμα του Κεμπέκ).[3] Προς τα βόρεια, η επαρχία είναι πολύ αραιοκατοικημένη και εκτείνεται από τοΛαμπραντόρ (ΒΑ) μέχρι τονΑρκτικό ΚύκλοκαιτονΚόλπο Χάντσον (ΒΔ).
Το 90% της επαρχίας ανήκει στηνΚαναδική Τεκτονική Ασπίδα, ένα παλαιότατο σχηματισμό που αποτελείται κυρίως από πυριγενή και άλλα πετρώματα από την εποχή του Προκάμβριου (ηλικία 540 εκατ. – 4,5 δισεκατ. έτη). Η μορφολογία της επαρχίας χαρακτηρίζεται από εκτεταμένες πεδιάδες, χαμηλούς λόφους (Απαλάχια όρη) και πάμπολλες λίμνες και ποτάμια.
Μεγάλο μέρος του εδάφους καλύπτεται από πυκνά δάση από σφένδαμους (απ' όπου βγαίνει καιτο περίφημο σιρόπι), σημύδες, βελανιδιές, πεύκα, έλατα, φτελιές, αγριοκερασιές, αγριοκαστανιές, κ.ά. Στα βόρεια της επαρχίας, το πολικό ψύχος δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μεγάλων δέντρων και επικρατεί η χαμηλή βλάστηση με βρύα, λειχήνες και θάμνους (τούνδρα). Η φύση του Κεμπέκ είναι πλούσια καισε πανίδα: κάστορεςαρκούδες, ελάφια, τάρανδοι, άλκες, καμπανόπαπιες, πολικές αρκούδεςστα βόρεια, φάλαινες στις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου, φώκιεςκαι θαλασσοπούλια.
Το κλίμα της επαρχίας του Κεμπέκ είναι ηπειρωτικό έως πολικό. Οι χειμώνες είναι ιδιαίτερα βαρείς με χιόνια και θερμοκρασίες κάτω του μηδενός για αρκετούς μήνες, ακόμα καιστα νότια της επαρχίας. Τα πολλά νερά έχουν ως αποτέλεσμα τα καλοκαίρια να είναι υγρά και ζεστά, ιδιαιτέρως στις νότιες περιοχές που επηρεάζονται από τους μεγάλους υδάτινους όγκους τωνΜεγάλων ΛιμνώνκαιτουΑγίου Λαυρεντίου.
Στα χρόνια πριντην άφιξη τωνΕυρωπαίων, στο Κεμπέκ κατοικούσαν οι αυτόχθονες φυλές των Αλγκόνκιν, Ιροκουά (σε μερικά ελληνικά βιβλία αναφέρονται και ως «Ιροκέζοι») καιΙνουίτ (γνωστοί καιμετην παλαιότερη ονομασία «Εσκιμώοι»). Οι Αλγκόνκιν ζούσαν νομαδικά στα Απαλάχια όρη καιοι κύριες ασχολίες τους ήταν το κυνήγι καιτο ψάρεμα. Οι Ιροκουά ήταν κυρίως γεωργοί και ασχολούνταν μετην καλλιέργεια καλαμποκιού και κολοκύθας στα εύφορα εδάφη κατά μήκος του Αγίου Λαυρεντίου. Οι Ινουίτ ήταν κυνηγοί και ψαράδες που ζούσαν από το κυνήγι καιτο ψάρεμα στα παγωμένα νερά του Βορείου Κεμπέκ — όπως δηλαδή εξακολουθούν ναζουνκαι σήμερα.
Η σύγχρονη ιστορία του Κεμπέκ ξεκινάει μετην άφιξη τουγάλλου εξερευνητή Ζακ Καρτιέτο1534καιτη δημιουργία των πρώτων γαλλικών αποικιών στις αρχές του 17ουαι. ΟΣαμουέλ ντε Σαμπλαίν ίδρυσε τηνΠόλη του Κεμπέκτο1608, στο σημείο όπου στενεύει ο ποταμός του Αγίου Λαυρεντίου (Κεμπέκ σημαίνει στενωπόςστη γλώσσα των αυτοχθόνων Αλγκόνκιν), και από τότε ξεκίνησε μία συστηματική προσπάθεια γιατονγαλλικό εποικισμό της Βορείου Αμερικής. ΟιΓάλλοι εγκαθίδρυσαν στο Κεμπέκ το φεουδαρχικό σύστημα διοίκησης. Μεγάλες εκτάσεις γης παραχωρήθηκαν σε ευγενείς εποίκους, ενώ άλλοι έποικοι πήγαν στο Κεμπέκ είτε γιανα εργαστούν στα χωράφια των ευγενών, είτε γιανα γίνουν «δρομείς των δασών» (coureurs des bois) ασχολούμενοι μετο κυνήγι καιτην υλοτομία. Ταυτοχρόνως, ιεραπόστολοι πήγαν στην αποικία γιανα προσηλυτίσουν τους αυτόχθονες στονκαθολικισμό.
Στα μέσα του 18ουαι., οιγαλλικές αποικίες έπεσαν στα χέρια τωνΒρετανών. Λίγο πριντην επίσημη έναρξη της Αμερικανικής Επανάστασης, οιΒρετανοί, από φόβο μήπως οιΓάλλοι άποικοι συμμαχήσουν με τους ήδη εξεγερμένους Αγγλοσάξωνες αποίκους, παραχώρησαν μία σχετική αυτονομία στους γάλλους αποίκους που είχαν εγκατασταθεί στο Κεμπέκ. ΜετηνΠράξη του Κεμπέκ (1774), το Κοινοβούλιο της Βρετανίας αναγνώρισε στους Καναδούς (δηλ., στους Κεμπεκιώτες) το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τηγαλλική γλώσσασε επίσημα έγγραφα, το δικαίωμα να ασκούν τη θρησκεία της επιλογής τους (δηλ., τονκαθολικισμό, καθώς καιτο δικαίωμα να διατηρήσουν τονγαλλικό Αστικό Κώδικα.
Μετο τέλος της Αμερικανικής Επανάστασης (1783), πολλοί από τους αγγλοσάξωνες αποίκους που παρέμειναν πιστοί στοβρετανικό στέμμα μετακινήθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής προς τα εδάφη του Κεμπέκ δυτικά από τον ποταμό Οττάβα (τον ποταμό στις όχθες του οποίου είναι χτισμένη η σημερινή πόλη της Οττάβας). Έτσι, το1791με συνταγματική πράξη, οιΒρετανοί διαίρεσαν το Κεμπέκ σε Ανώτερο Καναδά (το σημερινό Οντάριο) και Κατώτερο Καναδά (το σημερινό Κεμπέκ), με ξεχωριστά τοπικά κοινοβούλια.
Η συνύπαρξη ΓάλλωνκαιΆγγλωνδεν ήταν πάντα ειρηνική. Το1837, οιγαλλόφωνοι Κεμπεκιώτες υπό τον Λουί-Ζοζέφ Παπινώ (Louis-Joseph Papineau), αλλά καιαγγλόφωνοι άποικοι υπό τον Ρόμπερτ Νέλσον (Robert Nelson), ξεσηκώθηκαν εναντίον της βρετανικής διοίκησης, αλλά χωρίς επιτυχία. Το αποτέλεσμα ήταν οιΒρετανοίνα ενώσουν το1841 τις δύο αποικίες σε μία ενιαία διοίκηση μετο όνομα «Επαρχία τουΚαναδά». Το1867, μετονβρετανικό νόμο που φέρει την ονομασία «Πράξη της Βρετανικής Βορείου Αμερικής» (British North America Act), η Επαρχία του Καναδά διαιρέθηκε ξανά σε δύο επαρχίες, το Κεμπέκ καιτοΟντάριο, οι οποίες μαζί με τις αποικίες («επαρχίες») τουΝιου Μπράνσγουικκαι της Νέας Σκωτίας, ενώθηκαν γιανα δημιουργηθεί η «Κτήση του Καναδά» (Dominion of Canada).
Στα χρόνια που ακολούθησαν τη δημιουργία της Καναδικής Συνομοσπονδίας, η πολιτική και οικονομική εξουσία στο Κεμπέκ περιήλθε σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια τωνΑγγλόφωνων. ΟιΓαλλόφωνοι, περιχαρακωμένοι σε μία συντηρητική κοινωνία πουτην όριζε ηΚαθολική Εκκλησία, βρέθηκαν να αποτελούν τη μεγάλη, αλλά φτωχή και ανίσχυρη, εργατική τάξη της επαρχίας. Κατά τη διάρκεια τουΒ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οιΓαλλόφωνοι αντιτάχθηκαν στην επιστράτευση καιστη συγκέντρωση εξουσιών από την πλευρά της καναδικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης, προκαλώντας έτσι μία πρώτη σημαντική ρήξη στην ενότητα τουΚαναδά.
Κατά τις δεκαετίες του1960καιτου1970, στο Κεμπέκ συνέβη η λεγόμενη «Ήσυχη Επανάσταση», μία ριζική αλλαγή στην κοινωνία της επαρχίας η οποία χαρακτηρίστηκε από την εγκατάλειψη της προσκόλλησης στονκαθολικισμό, την ενίσχυση των συνδικάτων, την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος σε κοσμικά (δηλ. μη θρησκευτικά) πρότυπα, την άνοδο του κεμπεκιώτικου εθνικισμού καιτηνεθνικοποίησητου ηλεκτρισμού. Από τότε καθιερώθηκε ο όρος «Κεμπεκιώτης, -ισσα» σε αντικατάσταση του όρου «Γαλλοκαναδός, -ή», και τότε δημιουργήθηκε η εθνική εταιρεία ηλεκτρισμού Hydro-Québec, που σήμερα είναι μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας στηΒόρεια Αμερική.
Κατά την περίοδο της Ήσυχης Επανάστασης, η κεντρική καναδική κυβέρνηση προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τους Γαλλόφωνους καθιερώνοντας τηγαλλική γλώσσα ως επίσημη και ισοδύναμη της αγγλικήςσε όλες τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Όμως οι συγκρούσεις μεταξύ Κεμπέκ και ομοσπονδιακής κυβέρνησης τουΚαναδά κορυφώθηκαν στη δεκαετία του1970, οπότε έκαναν καιτην εμφάνισή τους η τρομοκρατική οργάνωση «Μέτωπο Απελευθέρωσης του Κεμπέκ» (Front de Libération du Québec ή FLQ) καιτο εθνικιστικό Κεμπεκιώτικο Κόμμα (Παρτί Κεμπεκουά, Parti Québécois).
ΤονΟκτώβριοτου1970, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση υπό τονΠιέρ Έλιοτ Τρυντώ επέβαλε στρατιωτικό νόμο στο Κεμπέκ, προκειμένου να εξαρθρώσει την οργάνωση FLQ, που είχε απαγάγει έναν βρετανό διπλωμάτη και έναν επαρχιακό υπουργό (ο τελευταίος τελικά δολοφονήθηκε από την FLQ). Λίγα χρόνια αργότερα, το1976, το Παρτί Κεμπεκουά, με ηγέτη τον Ρενέ Λεβέκ, ανέλαβε την εξουσία στο Κεμπέκ θέτοντας ως άμεσο στόχο τουτην απόσχιση της επαρχίας από τηνΚαναδική Συνομοσπονδία. Σε δύο δημοψηφίσματα (1980και1995), οι κάτοικοι του Κεμπέκ απέρριψαν την απόσχιση, αλλά το εθνικιστικό κίνημα τωνγαλλόφωνων παραμένει ισχυρό.
Το Κεμπέκ είναι η μόνη καναδική επαρχία πουδεν έχει υπογράψει την τελευταία τροποποίηση τουκαναδικού συντάγματος (1982). Δύο προσπάθειες γιατην επανένταξη του Κεμπέκ στοκαναδικό σύνταγμα, η συμφωνία της Λίμνης Μητς (Meech Lake Accord, 1987) καιη συμφωνία της Σαρλοτάουν (Charlottetown Accord, 1992) κατέληξαν σε αποτυχία. Η πρώτη συμφωνία δεν εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο της Μανιτόμπας, ενώ η δεύτερη απορρίφθηκε σεπαγκαναδικόδημοψήφισμα.
Στο Κεμπέκ κατοικούν 71.330 άτομα ελληνικής καταγωγής, σύμφωνα μετην απογραφή του2016,[4]Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις πιο ομιλούμενες γλώσσες στο Κεμπέκ, με 39.825 ομιλητές το 2011, όντας η 8ηπιο ομιλούμενη γλώσσα στην επαρχία.[5]
Το Κεμπέκ διοικείται από την επαρχιακή κυβέρνηση που έχει αρμοδιότητες σε θέματα παιδείας, υγείας, δημόσιας ασφάλειας και τοπικής αυτοδιοίκησης. Η επαρχιακή νομοθεσία καθορίζεται από την Εθνοσυνέλευση του Κεμπέκ. Οιτελευταίες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν την 1η Οκτωβρίου 2018.
Στις εκλογές που διεξήχθησαν στις 4 Σεπτεμβρίου του 2012 κέρδισε τοΠαρτί Κεμπεκουάκαιπρωθυπουργόςτου Κεμπέκ έγινε ηΠωλίν Μαρουά.[6] Στις επόμενες εκλογές που έγιναν στις 7 Απριλίου 2014, τοΚόμμα Φιλελευθέρων του Κεμπέκμε επικεφαλής τονΦιλίπ Κουιγιάρ κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών με 70 βουλευτές καιτο κυβερνών Παρτί Κεμπεκουά να τερματίζει στη 2η θέση με 30 έδρες.
Σημερινός πρωθυπουργός είναι οΦρανσουά Λεγκό από τις 18 Οκτωβρίου 2018.
Το Κεμπέκ, μαζί μετοΟντάριο, αποτελεί την καρδιά της καναδικής οικονομίας. Για πολλά χρόνια, τοΜόντρεαλ ήταν το κατεξοχήν εμπορικό, βιομηχανικό και οικονομικό κέντρο της χώρας. Ωστόσο, η άνοδος του κεμπεκιώτικου εθνικισμού είχε ως αποτέλεσμα πολλές από τις μεγάλες εταιρείες να μετακομίσουν στο γειτονικό Οντάριοκαι ειδικά στην περιοχή τουΤορόντο.
Σήμερα η οικονομία του Κεμπέκ στηρίζεται στην παραγωγή φθηνού ηλεκτρικού ρεύματος από υδροηλεκτρικά φράγματα, στη βαριά βιομηχανία (μεταλλουργία, χαρτοβιομηχανία, αεροπορική βιομηχανία, κλπ.) και στις τηλεπικοινωνίες. Επίσης, ο τομέας των υπηρεσιών, που είναι κυρίως δημόσιος, καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας της επαρχίας.
Πάντως, η οικονομία του Κεμπέκ υπολείπεται της οικονομίας τουΚαναδά. Η ανεργία στο Κεμπέκ είναι υψηλότερη από το μέσο ποσοστό τουΚαναδά, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠτου Κεμπέκ είναι χαμηλότερο από το κατά κεφαλήν καναδικόΑΕΠ.
Κοινωνική Οικονομία στο Κεμπέκ
Η κοινωνική οικονομία στο Κεμπέκ είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Πιο συγκεκριμένα το 70% του πληθυσμού είναι μέλη συνεταιρισμών[7]. To 1998 ιδρύεται το «Εργαστήριο οικοδόμησης της Κοινωνικής Οικονομίας» μετά τη σύνοδο που έγινε το 1996 εκεί με θέμα την καταπολέμηση της ανεργίας και της γενικότερης κρίσης που επικρατούσε στην περιοχή. Το εργαστήριο αυτό είναι μια δομή που έχει ως βασικό σκοπό να δικτυώνει τις κοινωνικές επιχειρήσεις της περιοχής, ώστε να συνεργάζονται μεταξύ τους, να διοργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης, να διενεργεί έρευνες που αφορούν στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας καθώς καινα εξασφαλίζει χρηματοδοτήσεις για αυτές πολλές φορές δίχως να ζητά εγγυήσεις. Επιπλέον, ως αυτόνομος οργανισμός αποτελεί δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ των πολιτών και της καναδικής κυβέρνησης. Επιτεύγματά του αποτελούν η θέσπιση νόμων γιατην κοινωνική οικονομία καιη καταγραφή των κοινωνικών επιχειρήσεων στονιστότοποτου Εργαστηρίου.[8]Γιατη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αυτών έχει δημιουργηθεί από το 2006 τοFiducie du Chantier de l Economie Sociale ένα χρηματοδοτικό κεφάλαιο 53,8 εκατ. δολαρίων με σκοπό της χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αυτών με μορφή δανειακών συμβάσεων πολύ ευνοϊκών όρων τα οποία αποπληρώνονται μετα από 15 χρόνια, χωρίς να υπάρχουν άλλες απαιτήσεις ή εγγυήσεις[9]. Σημαντικό ρόλο στονα καταφέρει το Εργαστήριο να συγκεντρώσει το ποσό αυτό από κρατικές και ιδιωτικές επιχορηγήσεις έπαιξε το γεγονός ότι στατιστικά σύμφωνα μετη Nancy Neatman, πρόεδρο του εργαστηρίου το 80% των επιχειρήσεων στον Καναδά σταματούν τη λειτουργία τους 5 χρόνια μετά την ίδρυσή τους ενώ η πλειοψηφία των κοινωνικών επιχειρήσεων παραμένουν λειτουργικές για πολύ μεγαλύτερο διάστημα.[10]
Σύμφωνα μετο Εργαστήριο Οικοδόμησης της Κοινωνικής Οικονομίας το 2002 λειτουργούσαν 7.822 κοινωνικές επιχειρήσεις (3.881 συνεταιρισμοί και 3.941 μη κερδοσκοπικές οργανώσεις) έχοντας δημιουργήσει 161.302 θέσεις εργασίας[11]. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν με σκοπό την προσφορά υπηρεσιών φύλαξης παιδιών καθώς καικατ’ οίκον φροντίδας ηλικιωμένων ανθρώπων. Ειδικότερα, αναφορικά με τις συγκεκριμένες κοινωνικές επιχειρήσεις, το καναδικό κράτος θέσπισε ως αμοιβή 7 καναδικά δολάρια τη μέρα, η οποία είναι ιδιαίτερα χαμηλότερη από συναφείς ιδιωτικές επιχειρήσεις. Παράλληλα δημιουργήθηκαν 40.000 θέσεις εργασίας, τις οποίες το καναδικό κράτος αρχικά επιδοτούσε με σκοπό την κάλυψη του βασικού μισθού των εργαζομένων.
Άλλοι τομείς που δραστηριοποιούνται κοινωνικές επιχειρήσεις που έχουν επιχορηγηθεί είναι ο περιβαλλοντικός, ο κατασκευαστικός, ο οικονομικός καιο πολιτισμικός.
Ενδεικτικά κάποιες κοινωνικές επιχειρήσεις που έχουν χρηματοδοτηθεί:[12]
Κινηματογράφος που προβάλλει κατά βάση έργα καλλιτεχνών από το Κεμπέκ
Κέντρο βιοποικιλότητας Κεμπέκ
Θερμοκήπιο παραγωγής ντομάτας.
Κέντρο ανακύκλωσης
Τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί
Κέντρα καλλιτεχνικών ερευνών
Από τις πιο καινοτόμες πρωτοβουλίες της κοινωνικής οικονομίας στο Κεμπέκ, είναι η θέσπιση της οικιακής φροντίδας ως επάγγελμα, πράγμα που οδήγησε στην οικονομική υποστήριξη ανθρώπων που ασχολούνται αποκλειστικά με αυτό. Η Καναδική κυβέρνηση δημιούργησε ένα κονδύλι 7 εκατ. δολαρίων με σκοπό την επιδότηση χαμηλοεισοδηματιών που ασχολούνται μετην οικιακή φροντίδα.[13]
Τοπιο σημαντικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη είναι η σύσταση ενός συστήματος επιχορήγησης κονδυλίων προς τους εργαζόμενους, γνωστό και ως "Fonds de solidarité des travailleurs(euses) du Québec" ή FTQ, το οποίο το 2002 κατοχύρωσε ποσό ύψους 4.3 δις. δολαρίων με προορισμό τη δημιουργία ή προστασία 96.000 θέσεων εργασίας. Στα 20 χρόνια λειτουργίας του, το FTQ έχει παίξει σημαντικό ρόλο στον οικονομικό σχεδιασμό του Καναδικού κράτους όσον αφορά τον "τρίτο τομέα" καθώς έχει καταφέρει να αποκτήσει κονδύλια τα οποία προορίζονται γιατη σύσταση νέων επιχειρήσεων στην περιοχή, όπως καιτην ανάπτυξη και εξέλιξη των ήδη υπαρχόντων. Συγκεκριμένα, το FTQ επενδύει σε επιχειρήσεις που έχουν κοινωνικό -οικονομικούς στόχους και συνεισφέρουν στην εκπαίδευση και εργασιακή αποκατάσταση των εργαζομένων.[13]
Το FTQ έχει συνεισφέρει στη σύσταση και οικονομική υποστήριξη κοινωνικών επιχειρήσεων που έχουν ως στόχο τη διατήρηση πολιτιστικής κληρονομιάς, την προώθηση των τεχνών καιτου πολιτιστικού τουρισμού. Παραδείγματα αυτών είναι μουσεία, κέντρα πολιτιστικής διατήρησης, το θέατρο Tohu καθώς και φεστιβάλ χορού και μουσικής[13].
Στον χώρο της αγοράς έχουν γίνει πολλές ενέργειες, μεπιο αξιοσημείωτη αυτή που αφορά στα γραφεία τελετών. Συγκεκριμένα το FTQ κατάφερε να αποδεσμεύσει αυτόν τον χώρο από τις Αμερικάνικες εταιρίες, καινατο εναποθέσει σε τοπικούς συνεταιρισμούς. Επίσης, στον ακαδημαϊκό χώρο περίπου 60 συνεταιρισμοί ασχολούνται μετην αγορά, πώληση και διανομή σχολικού υλικού όπως βιβλία και ηλεκτρονικούς υπολογιστές. [13]
Στον κοινωνικό χώρο υπάρχουν τρεις βασικές κινήσεις. Πρώτων, στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων ανθρώπων δημιουργήθηκαν 8.000 θέσεις εργασίας που εξυπηρετούν 75.000 ανθρώπος, αποτρέποντάς τους να ιδρυματοποιηθούν, πληρώνοντας ακριβά τη διαμονή τους σε κέντρα φροντίδας. Η δεύτερη κίνηση είναι η καθημερινή φύλαξη των παιδιών. Μετη δημιουργία νέων βρεφονηπιακών σταθμών, που λειτουργούν με ένα αυτόνομο «διοικητικό» κέντρο απαρτιζόμενο από γονείς και εκπαιδευτικούς, αποφορτίστηκε το βάρος από τα δημοτικά ιδρύματα και εκτός αυτού δημιουργήθηκαν 24.000 νέες θέσεις εργασίας. Τέλος δημιουργήθηκαν περίπου 1100 κοινωνικά μεσιτικά γραφεία που προσφέρουν οικίες σε πολύ πιο προσιτές τιμές απο ότι τα συμβατικά κερδοσκοπικά.[14][13]
Ένα από τα βασικά μελήματα του FTQ είναι η ενίσχυση των ανθρώπων στα κατώτατα οικονομικά στρώματα. Γιατην υλοποίηση αυτού, έχουν συσταθεί πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις όπως συλλογικές κουζίνες, μη κερδοσκοπικές καφετέριες και μαγαζιά μεταχειρισμένων ρούχων. Επίσης έχουν ιδρυθεί κέντρα εκπαίδευσης και αποκατάστασης των κοινωνικά αποκλεισμένων στρωμάτων, όπως άνεργοι νέοι και άνθρωποι με αναπηρίες, προσφέροντας τους δουλειά, ή τα εργαλεία γιατην ένταξη τους στον εργασιακό χώρο.[13]
Τέλος, μια από τις πρωτοπόρες κινήσεις του FTQ είναι η προστασία του περιβάλλοντος, μέσα από τη δημιουργία συνεταιρισμών που ασχολούνται μετην ανακύκλωση καιτη χρήση ανακυκλώσιμων υλικών.[13]
Παρά τη συνεχώς αυξανόμενη προσέλευση νέων μεταναστών, το Κεμπέκ εξακολουθεί να παραμένει γαλλόφωνοκαικαθολικόστο θρήσκευμα. Η ιδιαιτερότητά του αυτή το κάνει επιφυλακτικό απέναντι σε οτιδήποτε αγγλικό, αλλά του δίνει και έναν αέρα ευρωπαϊκόστηΒόρεια Αμερική.
Με συνεχή αγώνα, οι Κεμπεκιώτες προσπαθούν να διατηρήσουν τηγαλλική τους κουλτούρα σε μία «αγγλοσαξωνική θάλασσα». Γι' αυτό και αναγκάζουν τους νέους μετανάστες να στέλνουν τα παιδιά τους σεγαλλικά σχολεία, ενώ δεν επιτρέπεται η ανάρτηση πινακίδων σε άλλη γλώσσα εκτός από ταγαλλικά. Η γαλλική γλώσσα του Κεμπέκ έχει ιδιαίτερο χρώμα. Πρόκειται για διάλεκτο που εξελίχθηκε κάπως διαφορετικά από τη γαλλική γλώσσα της μητροπολιτικής Γαλλίας. Για πολλά χρόνια, η κεμπεκιώτικη διάλεκτος θεωρούνταν παρακατιανή και χωριάτικη. Όμως η ανάπτυξη του κεμπεκιώτικου πολιτισμού μετά τη δεκαετία του1960 έδωσε στην κεμπεκιώτικη γαλλική διάλεκτο τη θέση που της αξίζει. Ακόμα καιη αργκό του Κεμπέκ, που αποκαλείται «ζουάλ» (γαλλ. joual), βρήκε τη θέση της στα θεατρικά έργα τουΜισέλ Τραμπλαί.
Στο Κεμπέκ, και ειδικά στην περιοχή τουΜόντρεαλ, υπάρχει επίσης μεγάλη κοινότητα αγγλόφωνωνκαι «αλλοφώνων» (άτομα πουδεν έχουν για μητρική τους γλώσσα τα γαλλικά ή τα αγγλικά. Σε σύγκριση μετον υπόλοιπο Καναδά, η κεμπεκιώτικη κοινωνία θεωρείται πιο προοδευτική με μεγαλύτερη ανεκτικότητα προς τις μειονότητες. Στο Κεμπέκ ζουνκαι περίπου 60.000 άτομα ελληνικής καταγωγής (στοιχεία 2001), κυρίως στην περιοχή τουΜόντρεαλ.
↑ 1,01,1Government of Canada, Statistics Canada (27 Σεπτεμβρίου 2023). «Population estimates, quarterly». www150.statcan.gc.ca. Ανακτήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2023.