ΟΛούντβιχ Κύμπλερ (γερμανικά: Ludwig Kübler) (* 2 Σεπτεμβρίου1889, Ούντερντιλ τουΜονάχου, † 18 Αυγούστου1947στηΛιουμπλιάνα, Γιουγκοσλαβία) ήταν Γερμανός Στρατηγός των Ορεινών Στρατευμάτων (General der Gebirgstruppe) κατά τονΒ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρξε ένας από τους κυριότερους οργανωτές των Ορεινών Στρατευμάτων της Γερμανίας καιστο πρώτο μισό του πολέμου είχε μία εξαιρετική σταδιοδρομία, πριν πέσει στις αρχές του 1942 σε δυσμένεια, καθώς δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες τουΑδόλφου Χίτλερ ως διοικητής Στρατιάς.[εκκρεμεί παραπομπή]Στο δεύτερο μισό του πολέμου ήταν διοικητής μονάδων που απασχολούνταν σε επιχειρήσεις κατά των ανταρτών στηΣοβιετική Ένωσηκαιστα κατεχόμενα από τους Γερμανούς Βαλκάνια. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, τον Μάιο του 1945, ο Κύμπλερ περιήλθε σεγιουγκοσλαβική αιχμαλωσία. Δικάστηκε και καταδικάστηκε γιατα εγκλήματα που διέπραξε, ακόμη και κατά του άμαχου πληθυσμού κατά τη διάρκεια του πολέμου τόσο στοΑνατολικό Μέτωπο όσο καιστα Βαλκάνια και καταδικάστηκε σε θάνατο δι' απαγχονισμού. Μεταπολεμικά, το όνομά του έγινε ευρύτερα γνωστό στη Γερμανία λόγω της αντιπαράθεσης που ανέκυψε σχετικά μετην αλλαγή του ονόματος στρατοπέδου τουΓερμανικού Ομοσπονδιακού Στρατούπου έφερε το όνομά του. Τελικώς, την ετυμηγορία έδωσε το Γραφείο Έρευνας Στρατιωτικής Ιστορίας (Militärgeschichtliches Forschungsamt) κατά το οποίο ο Κύμπλερ ήταν «ιδιαίτερα θετικά διακείμενος προς τονΕθνικοσοσιαλισμό»και διέθετε «υπερβολική σκληρότητα και στυγνότητα» προκαλώντας τη μετονομασία του στρατοπέδου το Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Ήταν παντρεμένος μετην Γιοχάνα Κύμπλερ, μετην οποία απέκτησε δύο κόρες (Ελίζαμπετ και Μαριάνε) και ζούσε μετην οικογένειά τουστοΜόναχο. Διατηρούσε μετον σωματοφύλακά του Χανς Ντάουερερ, από το 1939 ως το 1945.[1]ΟΚύμπλερ ήταν επίσης μία «δύσκολη προσωπικότητα». Πολλά στοιχεία της ήταν αντικρουόμενα: στην προσωπική του ζωή περιγραφόταν ως «πράος» και ήταν εξαίρετος τσελίσταςκαι εντυπωσίαζε τους στρατιώτες τουμετην σωματική του δύναμη καιτη φυσική του κατάσταση. Από την άλλη, δεν ανεχόταν κριτική και αντιρρήσεις από τους ιεραρχικά κατωτέρους του. Περιγραφόταν σαν στενοκέφαλος, δογματικός και είχε «βίαιους τρόπους» ιδιαίτερα όταν αμφισβητούνταν οι διαταγές του[εκκρεμεί παραπομπή]. Λόγω τραυματισμού του κατά τονΑ' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε μία δυσάρεστη ουλή στα αριστερά του προσώπου του.[2] Λόγω αυτού προτιμούσε πάντοτε φωτογραφίες από το δεξί του προφίλ.
Ο επί μακρόν συνεργάτης του Κύμπλερ Δρ. Βόλφγκανγκ Μπερνκλάου έδωσε επίσης μία περιγραφή του: «Λιπόσαρκος, μέσου ύψους (175 εκ.) […] Ο τρόπος ομιλίας αποφασιστικός, κοφτός, δογματικός, μη-μελωδικός.» Ήταν επίσης γεμάτος από εργασιακά στερεότυπα και προκαταλήψεις, ενώ έκανε αυστηρή αυτοκριτική. Ακόμη ήταν «εσωστρεφής, μνησίκακος και καθόλου κοινωνικός» – εν γένει, ένας απόμακρος και απολυταρχικός αξιωματικός. «Ευαίσθητη ανθρώπινη θέρμη, υποχωρητικότητα και συγχώρηση ήταν ξένες σε αυτόν […].»Οι υφιστάμενοί τουτον φοβούνταν. Δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός και εγκατέλειπε συζητήσεις πουδεν είχαν σχέση μετον στρατό ή τον πόλεμο.[3]
Σε νεαρή ηλικία, ο Κύμπλερ προσανατολιζόταν πολιτικά στο στρατόπεδο των συντηρητικών-εθνικιστών ως το 1933, οπότε και ήρθε σε κοντινότερη επαφή μετοNSDAPκαιτο παραστρατιωτικό του όργανο, ταSA.[4] Έκτοτε άρχισε να τάσσεται πλέον ανοικτά στο σώμα των ταγμένων εθνικοσοσιαλιστών αξιωματικών της Βέρμαχτ.[5] Υπέγραφε έτσι τις διαταγές του κατά τη διάρκεια τουΒ' Παγκοσμίου Πολέμουμε ένα «Χάιλ Χίτλερ» ή «Χάιλ στονΦύρερ», οιδε διαταγές επίθεσης που εξέδωσε στη μεραρχία του εναντίον της Γαλλίαςτο 1940 είχαν κωδικό όνομα «Ο Φύρερ».[4] Όλα αυτά στον καιρό πουοι αξιωματικοί της Βέρμαχτ έπρεπε να αποστασιοποιούνται από την πολιτική, και ούτε διαφοροποιούσαν τους στρατιωτικούς τους χαιρετισμούς από τον καθιερωμένο στρατιωτικό τύπο. Στο στρατιωτικό του κατάλυμα υπήρχε η ναζιστική σημαία και ένας πίνακας του Φύρερ. Κατέβαλε επίσης προσπάθειες γιανα κατηχήσει τα ορεινά του στρατεύματα στον Εθνικοσοσιαλισμό,[6] κάτι που μόνο ηSS εφάρμοζε σε τακτικό επίπεδο.
Ο Λούντβιχ Κύμπλερ γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1889 στοΟύντερντιλτουΜονάχου. Ήταν γιος του γιατρού Βίλχελμ Κύμπλερ και της Ρόζα Μπράουν. Είχε έξι αδελφούς και δύο αδελφές – ο κατά επτά χρόνια μεγαλύτερός τουΓιόζεφ Κύμπλερ ακολούθησε και αυτός τη σταδιοδρομία του αξιωματικού. Το 1895 εισήλθε στοΔημοτικό σχολείο (Volksschule) στο Φόρστενριντ, όπου φοίτησε γιατα επόμενα τρία χρόνια πριν μεταγραφεί στο Μόναχο γιανα ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του. Από το 1895 ως το 1902 φοιτούσε στο λεγόμενο Προ-γυμνάσιο (Progymnasium) τουμοναστηριού Σέφτλαρν (Schäftlarn) και μετά στοΓυμνάσιο Ρόζενχαϊμερ καιτο ανθρωπιστικό Γυμνάσιο Λούντβιχ (Ludwigsgymnasium). Αποφοίτησε το 1908 με άριστους βαθμούς.[7]
Ο Κύμπλερ είχε πλέον, ως άριστος απόφοιτος, την ευκαιρία να φοιτήσει στο αξιοζήλευτο Μαξιμιλιάνειο, όπου εισέρχονταν ταλαντούχοι μαθητές. Αντί αυτού όμως, προτίμησε να ακολουθήσει καριέρα στρατιωτικού, πράγμα που υλοποίησε στις 20 Ιουλίου 1908 μετην είσοδό του ως δόκιμος στο 15ο Αυτοκρατορικό Βαυαρικό Σύνταγμα Πεζικού «Αυτοκράτωρ Φρίντριχ Άουγκουστ της Σαξονίας». Μετά την προαγωγή τουσε δόκιμο αξιωματικό φοίτησε από την 1η Οκτωβρίου 1909 ως τις 14 Οκτωβρίου 1910 στη Στρατιωτική Σχολή του Μονάχου, απ' όπου αποφοίτησε πέμπτος καλύτερος από τους 166 μαθητές της τάξης του. Από τις 23 Οκτωβρίου 1910 τέθηκε σε ισχύ ο βαθμός του ως ανθυπολοχαγού. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Κύμπλερ έλαβε μέρος σε διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα, με ιδιαίτερη βαρύτητα στη χρήση τουπολυβόλουκαι έμαθε από τον ανώτερό του, συνταγματάρχη Λούντβιχ φον Τούτσεκ, την οργάνωση της κινητοποίησης του συντάγματός του.[7]
Όταν ξέσπασε οΑ' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Κύμπλερ πολέμησε μετο σύνταγμά τουστοΔυτικό Μέτωποστη Βόρεια Γαλλία, στηΛωραίνηκαιτοΣαιν-Κεντέν, ως διοικητής ενός λόχου πολυβόλων, τον Αύγουστο καιτον Σεπτέμβριο 1914. Στη θέση αυτή, στις 24 Σεπτεμβρίου 1914, τραυματίστηκε στο πρόσωπο από θραύσματα χειροβομβίδας, τα οποία άφησαν μία αποκρουστική ουλή στα αριστερά του προσώπου του, σπάζοντας επίσης τη μύτη του. Ανκαιη πληγή τουδεν είχε επουλωθεί πλήρως, ο Κύμπλερ επέστρεψε στο σύνταγμά του στις 13 Ιανουαρίου 1915 και έλαβε μέρος στημάχη τουΣομμ.[8]Σε αυτούς τους πρώτους μήνες τουστο μέτωπο της μάχης, ο Κύμπλερ παρασημοφορήθηκε μετονΣιδηρούν Σταυρό 2ας και 1ης Τάξεως (16 Σεπτεμβρίου και 17 Νοεμβρίου 1914, αντίστοιχα).[9]
Από τις 21 Σεπτεμβρίου 1915 έλαβε τη θέση τουΥπασπιστήστο σύνταγμά του, την οποία διατήρησε στο μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Το σύνταγμα έλαβε μέρος εκτός από την προαναφερθείσα μάχη τουΣομμκαιστημάχη του Βερντέντο 1916. Λόγω του ότι ο Κύμπλερ ήταν παράλληλα απασχολημένος με επιτελικές εργασίες, έλαβε τον Οκτώβριο του 1917 βελτιωμένη εκπαίδευση στο επιτελείο της 2ης Αυτοκρατορικής Βαυαρικής Μεραρχίας Πεζικού, κάτω από συνθήκες πολέμου[εκκρεμεί παραπομπή]. Από την 25η Ιανουαρίου ως την 31 Μαρτίου 1918 διοικούσε το λόχο πολυβόλων του προηγούμενου συντάγματός του.[8] Έπειτα ο Κύμπλερ έλαβε τη διοίκηση του 2ου Αποσπάσματος Σκοπευτών Πολυβόλων. Μετά από μια σύντομη μετάθεση στοΙΙ Τάγμα τους 12ου Βαυαρικού Συντάγματος Πεζικού ως τις 26 Ιουνίου 1918 του ανατέθηκε εκ νέου η διοίκηση του λόχου πολυβόλων του 15ου Βαυαρικού Τάγματος. Τον επόμενο μήνα διορίστηκε αναπληρωτής διοικητής τουΙΙ Τάγματος, αλλά οι πληγές τουαπ' το 1914 άνοιξαν και έπρεπε να διακομιστεί στο νοσοκομείο. Έτσι η καριέρα τουστον πόλεμο ολοκληρώθηκε. Όταν τοΓερμανικό Ράιχ υπέγραψε ανακωχή μετηνΑντάνττο Νοέμβριο του 1918, ο Κύμπλερ ήταν αναπληρωτής διοικητής τουΙΙ Λόχου και είχε το βαθμό του Λοχαγού. Είχε επίσης παρασημοφορηθεί μετοΒαυαρικό Τάγμα Πολεμικής Ανδραγαθίαςκαιτον Σταυρό των Ιπποτών του Σαξωνικού Τάγματος του Άλμπρεχτ.[10]Στον πόλεμο αυτό έπεσαν και τρεις από τους αδελφούς του Κύμπλερ.[11]
Όταν υπεγράφη ηΑνακωχή της Κομπιέν, ο Κύμπλερ βρισκόταν ακόμη στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο τουΈρλανγκεν. Μετά την έξοδό του, γύρισε στις 16 Φεβρουαρίου 1919 στον λόχο τουστο 15ο Βαυαρικό Σύνταγμα Πεζικού. Με αυτό συμμετείχε μαζί μεταΦράικορπςτουΦραντς Ρίττερ φονΕπκαι άλλες μονάδες στην αιματηρή κατάπνιξη της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Μονάχου. Πολέμησε επίσης στις μάχες γιατον έλεγχο τουΆουγκσμπουργκ (20-23 Απριλίου) καιτουΆλγκοϊ. Σε αξιολόγηση των ανωτέρων του περιγράφηκε τον Αύγουστο πρώτη φορά ως «ψύχραιμος και ατρόμητος».[10]
Μετά από σύντομες υπηρεσίες ως υπασπιστής και «ορντινάντσα»[12]σε διάφορες μονάδες (Ηγεσία Πεζικού 21 και 22) ο Κύμπλερ έλαβε τη θέση του αρχηγού του 10υ Λόχου (Ορεινών Κυνηγών) τουΙΙΙ Τάγματος (Ορεινών Κυνηγών) στο 41ο Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων της Ράιχσβερ στοΚέμπτεν στις 15 Οκτωβρίου 1919.[13] Ήταν τότε πουοι προκάτοχοί του κατέβαλαν προσπάθειες γιατην παραμονή τουστο νέο Στρατό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο οποίος έπρεπε να μειωθεί στους 100.000 άνδρες, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, παραμονή η οποία τελικά επιτεύχθηκε.[14] Κατά την εποχή που υπηρετούσε ως διοικητής λόχου απέκτησε το προσωνύμιο «Ακάματος Νούρμι», από το όνομα τουΦινλανδού δρομέα Πάαβο Νούρμι (1897–1973), καθώς ο ίδιος ο Κύμπλερ στις ασκήσεις επί του πεδίου συνήθιζε να βαδίζει ακούραστα στις πορείες.[15]
Την 1η Οκτωβρίου 1921 ο Κύμπλερ μετατέθηκε και υπηρέτησε σε διάφορες υψηλές επιτελικές θέσεις. Εν τέλει εργάστηκε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια στο Τμήμα Προσωπικού (Truppenamt) του Στρατού. Ακολούθησε η μετάθεση, την 1η Οκτωβρίου 1925, στο Επιτελείο της Διοίκησης Ομάδας 1 στοΒερολίνο, και δύο χρόνια αργότερα στο Επιτελείο της 1ης Μεραρχίας ΠεζικούστηνΑνατολική Πρωσία, όπου είχε τη θέση του καθηγητή στην εκπαίδευση των επιτελικών αξιωματικών. Την 1η Ιουνίου 1931 του δόθηκε η διαταγή να αναλάβει την ηγεσία ενός τάγματος στο 19ο Σύνταγμα Πεζικού στο Μόναχο, αλλά την θέση του αυτή την διατήρησε μόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο του επόμενου χρόνου. Τότε έλαβε τη θέση του Επιτελάρχη της Γενικής Διοίκσης VII (Generalkommando VII) στο Μόναχο. Από τον Οκτώβριο του 1933 υπηρέτησε για σύντομο χρονικό διάστημα ως επιτελάρχης της 7ης Μεραρχίας Πεζικούκαι έφτασε το βαθμό τουΣυνταγματάρχη.[13]
Κατά την περίοδο που ήταν επιτελάρχης στη Γενική Διοίκηση VII ανέπτυξε κοντινή επαφή μετοΝαζιστικό Κόμμακαι τους παραστρατιωτικούς του κλάδους, ταSAκαιταSS, πράγμα το οποίο συμβάδιζε μετη νέα πολιτική στρατολόγησης της Ράιχσβερ, κύρος εκφραστής της οποίας ήταν ο εθνικοσοσιαλιστής Υπουργός της Ράιχσβερ Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ (Werner von Blomberg, 1878–1946). Αυτή προσπαθούσε να πετύχει την εμφύσηση της ιδέας του Εθνικοσοσιαλισμού στον τακτικό στρατό και διέταζε πως θα έπρεπε να προτιμούνται μέλη τέτοιου πολιτικού προσανατολισμού για στρατιωτικές θέσεις.[16]
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, σχεδιάστηκε η μεγέθυνση του νέου στρατού – Βέρμαχτ – κατά 36 μεραρχίες, κατά παράβαση της συνθήκης των Βερσαλλιών. Στα πλαίσια της επέκτασης αυτής αποφασίστηκε η δημιουργία νέων ορεινών μονάδων, λόγω κυρίως των επιτυχιών που αυτές είχαν σημειώσει στο μέτωπο των Άλπεων κατά τονΑ' Παγκόσμιο Πόλεμο.[17]Ο Κύμπλερ, στον οποία ανατέθηκε η διοίκηση της νεοσύστατης Ορεινής Ταξιαρχίας, αφιερώθηκε με ενεργητικότητα στην ανάπτυξη της εκκολαπτόμενης ορεινής μονάδας.[17] Ασχολήθηκε τόσο μετην τελειοποίηση των εγκαταστάσεων όσο καιμετην εκπαίδευση καιτον εξοπλισμό των στρατιωτών του. Ήδη από τότε φάνηκε η απαθής του συμπεριφορά απέναντι στους ίδιους του τους στρατιώτες[εκκρεμεί παραπομπή]. Είπε κάποτε σε ένα διμοιρίτη, ο οποίος είχε υποχωρήσει απ' τη θέση του κατά τη διάρκεια ασκήσεων: «Η άμυνα δίνει πολλές ευκαιρίες. Όταν διαταχθεί η υπεράσπιση, ο κάθε στρατιώτης θα αγωνιστεί με τέτοιο τρόπο στη θέση του, ώσπου ο εχθρός θα εξαντληθεί ή ο ίδιος [ο στρατιώτης] θα πυροβοληθεί, θα μαχαιρωθεί ή θα πληγωθεί».[18]
Αφού ενημερώθηκε σε στρατιωτικά θέματα σε ιταλικές και ελβετικές μονάδες[εκκρεμεί παραπομπή], το φθινόπωρο του 1935 συμμετείχε στις ασκήσεις των ελβετικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η Ορεινή του Ταξιαρχία αποτελείτο ως τον Οκτώβριο του 1937 από τρία Συντάγματα Ορεινών Κυνηγών (Gebirgsjäger) καιτο 79ο Σύνταγμα Ορεινού Πυροβολικού. Στην παρθενική εκστρατεία της μονάδας τουο Κύμπλερ, από την αρχή του έτους Υποστράτηγος, συμμετείχε στην αναίμακτη ενσωμάτωση της Αυστρίαςστο Γερμανικό Ράιχ (Άνσλους), αρχής γενομένης στις 12 Μαρτίου 1938. Μετά το πέρας της, στις 23 Μαρτίου, η Ορεινή Ταξιαρχία επέστρεψε στη Γερμανία, όπου την 1η Απριλίου 1938 έγινε η επίσημη μετονομασία της σε1η Ορεινή Μεραρχία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η μεραρχία τέθηκε σε ετοιμότητα γιατη σχεδιαζόμενη εισβολή στηνΤσεχοσλοβακία («Πράσινη Περίπτωση»), και μετά την εκτόνωση της κρίσης γιατοεν λόγω θέμα της Σουδητίας κινητοποιήθηκε εκ νέου και μετακινήθηκε σε παραμεθόριες περιοχές. Από την 1η ως την 12η Οκτωβρίου 1938, σύμφωνα μετηΣυμφωνία του Μονάχου, κατέλαβε ένα τμήμα της Σουδητίας και αργότερα οι Ορεινοί Κυνηγοί επέστρεψαν στους στρατώνες τους.[16]
Στις 25 Αυγούστου 1939 η 1η Ορεινή Μεραρχία έλαβε διαταγή κινητοποίησης. Άφησε τους στρατώνες της δύο ημέρες αργότερα και μετακινήθηκε σιδηροδρομικώς στην Ανατολική Σλοβακία, απ' όπου και ξεκίνησε γιανα λάβει μέρος στηνΠολωνική Εκστρατεία. Η μεραρχία του Κύμπλερ διέσχισε τα σύνορα Πολωνίας – Σλοβακίας με διαταγή να προωθηθεί ως την πόλη τουΛέμπεργκκαι έτσι να εμποδίσει τη σύμπτυξη των πολωνικών στρατευμάτων προς τα νοτιοανατολικά.
Η προώθηση ακολούθησε κάτω από συνεχείς επιθέσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Κύμπλερ απαίτησε από τους στρατιώτες του, σεμια«αδυσώπητη πορεία προς τα εμπρός»ναμην επιτρέψουν την διακοπή της επαφής μετον υποχωρούντα εχθρό. Διέταξε «όπου ο εχθρός επιχειρεί, εσείς θα παρουσιάζεστε, διασπώντας τις γραμμές του χωρίς δισταγμό μέσω της χρήσης της μηχανής [ενν. μηχανοκίνητων σχηματισμών] διασπώντας τις γραμμές τους χωρίς να νοιάζεστε γιατοτι συμβαίνει δεξιά και αριστερά κατευθείαν καιμε γενναιότητα, όπου αυτός αμύνεται πεισματικά, να εξαντλείται με εύστοχες βολές των προπορευόμενων μηχανοκίνητων σχηματισμών καινα κατατροπώνεται στην επίθεση των Κυνηγών».[19]
Μετά την διάσχιση τουποταμού Σαν, ο Κύμπλερ διέταξε στις 10 Σεπτεμβρίου τη δημιουργία μιας μηχανοκίνητης εμπροσθοφυλακής η οποία διέσπασε τις πολωνικές αμυντικές γραμμές και προωθήθηκε ως το Λέμπεργκ, κάτι που έγινε αργότερα γνωστό ως η «ορμητική πορεία προς το Λέμπεργκ» (Sturmfahrt nach Lemberg). Αργά το απόγευμα της επόμενης ημέρας η εμπροσθοφυλακή πέτυχε τον στόχο της. Δεν μπόρεσε να καταλάβει την πόλη, αλλά επιτέθηκε στα υψώματα που βρίσκονταν στα δυτικά καιστα ανατολικά της, αποκόπτοντάς την. Τις επόμενες ημέρες όλα τα τμήματα της μεραρχίας, ειδικά εκείνα της εμπροσθοφυλακής υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχη και κατοπινού Στρατάρχη Φέρντιναντ Σέρνερ (Ferdinand Schörner, 1892–1973) επιτέθηκαν σε τρεις περίπου πολωνικές μεραρχίες πλησίον του Λέμπεργκ γιανα εμποδίσουν τις προσπάθειές τους να υποχωρήσουν, όπως προέβλεπε το σχέδιο του Κύμπλερ. Παρά τις τεράστιες προσπάθειες και τις υψηλές απώλειες των Ορεινών Καταδρομέων, το Λέμπεργκ δεν έπεσε. Τελικά στις 20 Σεπτεμβρίου οι μάχες σταμάτησαν μετην εμφάνιση σοβιετικών τεθωρακισμένων[εκκρεμεί παραπομπή]. Σύμφωνα μετοσύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ μεταξύ Γερμανίας καιΣοβιετικής Ένωσης, η περιοχή – μαζί καιτο Λέμπεργκ - παραχωρήθηκε στους Σοβιετικούς, καιοι Ορεινοί Καταδρομείς επέστρεψαν άπρακτοι στοΣαν.[20]
Στη διάρκεια δύο εβδομάδων συνεχών μαχών η Μεραρχία των 17.000 ανδρών απώλεσε υπό την ηγεσία του Κύμπλερ 1.402 άνδρες.[21]Σε αυτές τις απώλειες περιλαμβάνονταν 42 αξιωματικοί, 69 υπαξιωματικοί και 313 στρατιώτες νεκροί. Αυτές ήταν τόσο μεγάλες όσο αυτές που σημειώθηκαν στην τριπλάσιας διάρκειας μάχης της Γαλλίας.[22]Το 5,5% των νεκρών αξιωματικών κατά την Πολωνική Εκστρατεία αντιστοιχούσε στην 1η Ορεινή Μεραρχία, η οποία κατέστη για λίγο καιρό μη μάχιμη. Οι διοικητές των ταγμάτων καιτων συνταγμάτων έκαναν αρνητική κριτική στον Κύμπλερ λόγω των υψηλών απωλειών, οι οποίες κατά τον Σέρνερ ευθυνόταν η«αδυσώπητη τακτική»του.[23]
Μεταγενέστεροι συγγραφείς επίσης συμπέραναν πως αυτή τακτική αυτή, η οποία περιλάμβανε σημαντικά ρίσκα, αν εφαρμοζόταν εναντίον ενός εχθρού ισχυρότερου και λιγότερο καταβεβλημένου από τους Πολωνούς, ή έστω καιαν είχε λιγότερη τύχη, θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή της μεραρχίας.[24] Εκείνη την εποχή ο Κύμπλερ απέκτησε απ' τα στρατεύματά τουτο προσωνύμιο «κυνηγόσκυλο του Λέμπεργκ» καιη φιλόδοξη επίθεσή τουτον τίτλο «Λάνγκεμαρκ [ανάλογο του «Βατερλώ»] των Ορεινών Κυνηγών».[25]
Ο Χίτλερ απένειμε στον Κύμπλερ τονΣταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού στις 27 Οκτωβρίου 1939 στην Καγκελαρία του Ράιχ. Ο Κύμπλερ έγινε έτσι ο μοναδικός διοικητής μεραρχίας ο οποίος έλαβε την ύψιστη αυτή διάκριση γιατην Πολωνική Εκστρατεία, ηδε προαγωγή τουσε Αντιστράτηγο ακολούθησε λίγο αργότερα.[25][26]
Από τις 10 Μαΐου 1940 η μεραρχία του Κύμπλερ έλαβε μέρος στηΔυτική Εκστρατεία. Προωθήθηκε περνώντας τον ποταμό Μάας από το νότιο Βέλγιο ως τον ποταμό Ουαζέ, τον οποίο διέβη στις 5 Ιουνίου και προχώρησε επιπλέον 200 χιλιόμετρα. Εκεί παράλληλα ο Κύμπλερ έδειξε τη σκληρότητά του απέναντι στους στρατιώτες του, όπως στον Τυφεκιοφόρο Α' Τάξης Μπαχλ, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε για κάποιο ασήμαντο παράπτωμα, μετά την απόρριψη κάθε αίτησης χάριτος.[27] Όταν ο διοικητής του 99ου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών, ανέφερε πως η διατήρηση του προγεφυρώματος στο κανάλι Αιν-Ουαζέ ήταν αδύνατη, ο Κύμπλερ διέταξε παρ' όλα αυτά επίθεση. Παρομοίως λίγες μέρες αργότερα στηνΑιν, στην περιοχή του 100ού Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών, όπου ο διοικητής του Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι επεσήμανε πως οι στρατιώτες του ήταν πολύ εξαντλημένοι γιανα συνεχίσουν την επίθεση, αναγκάστηκε να συνεχίσει την επίθεση.[28]
Όταν υπεγράφη ηΑνακωχή της Κομπιέν μεταξύ της Γαλλίαςκαιτου Γερμανικού Ράιχ στις 22 Ιουνίου 1940, η μεραρχία βρισκόταν στην περιοχή Αρράς-Καλαί-Δουνκέρκη, όπου, ως τμήμα της 16ης Στρατιάς, επρόκειτο να λάβει μέρος στην σχεδιαζόμενη απόβαση στοΗνωμένο Βασίλειο (Επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων»). Αυτή την εποχή ο Κύμπλερ προήχθη σεΣτρατηγό του Πεζικού. Αυτός έμελλε να είναι καιο υψηλότερος βαθμός πουθα λάμβανε (ο βαθμός θα μετατρεπόταν αργότερα σεΣτρατηγός των Ορεινών Στρατευμάτων).[13] Μετά την ακύρωση της επιχείρησης, ο Κύμπλερ παρέδωσε την ηγεσία της μεραρχίας στον Υποστράτηγο Χούμπερτ Λαντς (1896-1982) και έλαβε αυτή του XXXXIX (49ου) Ορεινού Σώματος Στρατού, ως διοικών στρατηγός.
Στην νέα του αυτή θέση, ανατέθηκε στον Κύμπλερ από την Ανώτατη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων (OKW, Oberkommando der Wehrmacht) ένας ειδικός ρόλος: η ηγεσία του σχεδιασμού της Επιχείρησης «Φέλιξ». Η επιχείρηση αυτή αποσκοπούσε στην κατάληψη του βρετανικού φρουρίου τουΓιβραλτάρ. Μαζί μετον κατοπινό Στρατάρχη Βόλφραμ φον Ρίχτχοφεν (1895-1945) εργάστηκε γιατην εκπόνηση του σχεδίου καιωε τις 7 Δεκεμβρίου 1940 έκανε αρκετές παρουσιάσεις σε ανώτατους αξιωματικούς της Βέρμαχτ, αλλά καιστον ίδιο τον Χίτλερ.[29]Τα επιχειρησιακά σχέδια έλαβαν την έγκριση της ηγεσίας καιο Κύμπλερ μετο επιτελείο του ανέλαβαν την οργάνωση.[30] Ωστόσο η επιχείρηση, η οποία είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει στις 10 Ιανουαρίου 1941, ακυρώθηκε στα τέλη Δεκέμβριου 1940.
Κατά τους μήνες που ακολούθησαν ο Κύμπλερ βρισκόταν μετο επιτελείο του ΧΧΧΧΙΧ Ορεινού Σώματος Στρατού στη Γαλλία, όπου βρισκόταν σε ετοιμότητα γιατηνΕπιχείρηση «Αττίλας» (κατάληψη της Γαλλίας του Βισύ, κατά την οποία το Σώμα είχε επιφορτιστεί μετην κατάληψη της Γκρενόμπλ. Τον Μάρτιο του 1941 το Σώμα μεταφέρθηκε στην νοτιοανατολικά σύνορα του Ράιχ σε ετοιμότητα γιατηΒαλκανική Εκστρατεία. Τη νύχτα της 8ης προς την 9η Απριλίου το Σώμα διέβη τον ποταμό Ντράβακαι προωθήθηκε ως τοΜπιχάτς (βορειοδυτική Βοσνία-Ερζεγοβίνη). Η αντίσταση ήταν υποτυπώδης καιτο ΧΧΧΧΙΧ Ορεινό Σώμα Στρατού είχε μόλις 15 απώλειες, εκτων οποίων 6 νεκρούς. Μετά από αυτό το σώμα μεταφέρθηκε στοΚέρντεν, όπου ο Κύμπλερ εγκατέστησε το επιτελείο του. Εκεί τον επισκέφθηκε ο Χίτλερ, ο οποίος δείπνησε μετον Κύμπλερ καιτο επιτελείο τουκαι εξήρε τα ορεινά στρατεύματα, εκφράζοντας την ιδιαίτερη αναγνώρισή του.[31] Μετά από μια σύντομη παραμονή στη λίμνη Βέρτεζεεγια αναζωογόνηση, οι μονάδες του Κύμπλερ μεταφέρθηκαν στη Σλοβακία, όπου υπήχθησαν στην17η Στρατιά. Από τις 6 Μαΐου ως τις 16 Ιουνίου ο Κύμπλερ ασχολήθηκε μετην προετοιμασία της αναμενόμενης Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, την εισβολή στηΣοβιετική Ένωση, όπου ο ίδιος έκανε αναγνώριση εδάφους. Ακολούθησε η συγκέντρωση του Σώματος στη γερμανοσοβιετική μεθόριο.[32]
Όταν ξεκίνησε η εισβολή, τα χαράματα της 22ας Ιουνίου 1941, το ΧΧΧΧΙΧ Ορεινό Σώμα Στρατού (1η Ορεινή Μεραρχία, 68η Μεραρχία Πεζικού, 257η Μεραρχία Πεζικού και αργότερα 4η Ορεινή Μεραρχία) υπαγόταν στηνΟμάδα Στρατιών «Νότος». Μετά τις μάχες στα σύνορα, το Σώμα κατέλαβε την πόλη του Λέμπεργκ την 30ή Ιουνίου 1941. Εκεί ηNKVDπριντην αποχώρησή της είχε δολοφονήσει χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους και Ουκρανούς πολίτες, πράγμα που έδωσε αφορμή στους Γερμανούς να εξαπολύσουν πογκρόμ κατά του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης (Σφαγή του Λέμπεργκ), πράγμα γιατο οποίο ο Κύμπλερ έφερε ευθύνη.[33] Τις επόμενες εβδομάδες το Σώμα διέσπασε τηΓραμμή «Στάλιν»και κατέλαβε τηΒίνιτσα. Έπειτα έπαιξε σημαντικό ρόλο στημάχη της Ουμάν (Ιούλιος / Αύγουστος 1941).[34]Ο Κύμπλερ έλεγε αργότερα στον κύκλο των επιτελικών του αξιωματικών πως «αυτή η μάχη ήταν η κορωνίδα της στρατιωτικής μου σταδιοδρομίας. Δεν μπορεί να έρθει πλέον τίποτα μεγαλύτερο από αυτό.»[35] Μετά από αυτό οι μονάδες προωθήθηκαν στηΣτέππα του Νογκάικαιστη Λεκάνη τουΝτόνετς, όπου και κατέλαβαν τοΝτονέτσκτην 21 Οκτωβρίου 1941. Τον Οκτώβριο – Νοέμβριο όμως οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να περάσουν στην άμυνα στον ποταμό Μιούς.
Κατά τη διάρκεια της προέλασης ο Κύμπλερ εφάρμοσε δρακόντεια μέτρα κατά του τοπικού πληθυσμού. Μια διαταγή του της ήδη από τις 29 Ιουνίου 1941 ανέφερε πως «Πληθαίνουν οι αναφορές πως πολίτες επιδίδονται συνεχώς σε λεηλασίες στο πεδίο της μάχης. Γι' αυτό ο Διοικών Στρατηγός […] δίνει διαταγή, πως όλοι οι ενήλικες πολίτες που λεηλατούν στο πεδίο της μάχης θα πυροβολούνται».[36] Ομοίως μετην ίδια σκληρότητα διέταξε ο διοικητής της πόλης του Λέμπεργκ, Συνταγματάρχης Καρλ Βίντεργκεστ, εκ μέρους του Κύμπλερ:
(1) Βίαιες ενέργειες και απειλές κατά μελών της Γερμανικής Βέρμαχτ καιτων συμμάχων της θα τιμωρούνται με θάνατο. Εάν δεν είναι δυνατό να εξακριβωθούν οι ένοχοι, θα διαπράττονται αντίποινα εναντίον των συλληφθέντων ομήρων.
(2) Όποιος δεν προσέρχεται στον χώρο εργασίας του ή απεργεί θα τουφεκίζεται ως σαμποτέρ.
(3) […] Άτομα τα οποία προσφέρουν κρυψώνα σε Ρώσους στρατιώτες και πολιτικούς λειτουργούς [ενν. κομισάριους] θα τουφεκίζονται.
(4) Όλα τα πυροβόλα όπλα θα παραδίδονται στην πολιτοφυλακή. Για τις παραβάσεις θα εφαρμόζεται η θανατική ποινή. Λουντβιχ Κυμπλερ[37]
Οι ανώτεροι του Κύμπλερ δεν ενέκριναν αυτή την συμπεριφορά σε όλες τις περιπτώσεις. Μετά τη μάχη της Ουμάν, στις 6 Αυγούστου, Σοβιετικοί στρατιώτες επιτέθηκαν σε νοσοκομειακό όχημα με φανερά διακριτικά. Οι 19 ανυπεράσπιστοι τραυματίες καιοι δύο οδηγοί κακοποιήθηκαν βάναυσα και δολοφονήθηκαν με χτυπήματα από υποκόπανους, όπλα και ξιφολόγχες. Προφανώς εξοργισμένος από το περιστατικό, ο Κύμπλερ πρότεινε στον ανώτατο διοικητή της προϊστάμενης 17ης Στρατιάς, Στρατηγό του Πεζικού Καρλ-Χάινριχ φον Στύλπναγκελ (Carl-Heinrich von Stülpnagel, 1886-1944) να εκτελεστούν σε αντίποινα γιατην«κτηνώδη αυτή δολοφονία», όπως την αποκάλεσε, όλοι οι αιχμαλωτισθέντες σοβιετικοί στρατηγοί, διοικητές μεραρχιών και επιτελικοί αξιωματικοί.[38] Μία ημέρα αργότερα πρότεινε να τουφεκίζονται στο μέλλον όλοι οι σοβιετικοί στρατηγοί που αιχμαλωτίζονταν, καθ' ότι θεωρούνταν υπεύθυνοι γιατην αντίσταση των σοβιετικών στρατιωτών, καιη απόφαση αυτή να γνωστοποιηθεί στον εχθρό με ρίψεις φυλλαδίων.[39]Ο Στύλπναγκελ απέρριψε τις παρανοϊκές αυτές προτάσεις μετο σκεπτικό πως αν αυτά τα αντίποινα αυτά γίνονταν ευρύτερα γνωστά, τότε η«ρωσική προπαγάνδα τρομοκράτησης θα έβρισκε την απόδειξη στους ισχυρισμούς της απέναντι στους στρατιώτες της» πως οι Γερμανοί εκτελούσαν τους αιχμαλώτους.[40]
Μόνο ο Ράινχολντ Κλέμπε, πρώην μέλος του επιτελείου του Κύμπλερ προσπάθησε να αποκαλύψει μια διαφορετική πλευρά του Κύμπλερ καινα διασκεδάσει τις εντυπώσεις γιατην σκληρότητα του στρατηγού, στο περιοδικό «Οι Ορεινοί Κυνηγοί» (Die Gebirgstruppe) του Συνδέσμου Απομάχων των Ορεινών Στρατευμάτων (γερμ. «Σύνδεσμος Συντρόφων των Ορεινών Στρατευμάτων», Kameradenkreis der Gebirgstruppe), γνωστό μεταξύ άλλων για τις ανερμάτιστες δημοσιεύσεις του. Εκεί υποστήριξε πως οι διαταγές του Κύμπλερ ποτέ δεν είχαν το πνεύμα της αδιαφορίας για τις απώλειες του στρατεύματος: Ο Κύμπλερ δάκρυσε αντικρίζοντας τον κατάλογο απωλειών μετά τη μάχη της Ουμάν. Η όχι ιδιαίτερα κριτική αυτή δημοσίευση ισχυρίζεται επίσης πως ο στρατηγός δεν ήταν «ακόλουθος του Χίτλερ». Αναφέρεται επίσης πως ο Κύμπλερ στην Πολωνία το 1939 πέρασε από στρατοδικείο κάποιον αξιωματικό ο οποίος δεν αντέδρασε όταν άνδρες τωνSS συγκέντρωσαν Εβραίους σεμια συναγωγή καιτην πυρπόλησαν, και πως η «Διαταγή των Κομισαρίων»[Σημ. 1]δεν διαβιβάστηκε στις υπαγόμενες στο ΧΧΧΧΙΧ Ορεινό Σώμα Στρατού μεραρχίες.[41]Ο ισχυρισμός αυτός δεν στηρίζεται όμως από τις διαθέσιμες δημοσιεύσεις.
Οι επιτυχίες του σώματος του Κύμπλερ στη Σοβιετική Ένωση τράβηξαν την προσοχή του Αρχηγείου του Χίτλερ, όχι όμως χωρίς την ίδια τουτην υποστήριξη. Συνέταξε μια αναφορά για τις μάχες στην Ουμάν, η οποία περιλάμβανε σημαντική αυτοπροβολή του («Αναφορά επίθεσης του ΧΧΧΧΙΧ (ορεινού) Σώματος Στρατού σχετικά με τις μάχες καταδίωξης από την περιοχή της Βίνιτσα ως την περικύκλωση του εχθρού στην περιοχή του Ποντβισόκογιε»). Την αναφορά αυτή την έστειλε απευθείας στο Αρχηγείο του Φύρερ καισε άλλους υψηλά ιστάμενους διοικητικούς φορείς, παραλείποντας όμως να ειδοποιήσει την ηγεσία της 17ης Στρατιάς. Αυτή το πληροφορήθηκε μόνο μετά από σύμπτωση και ανακάλυψε αργότερα σημαντικές παρεκκλίσεις από τα πολεμικά ημερολόγια της στρατιάς και άλλων μονάδων.
Στα πλαίσια της Μάχης της Μόσχας, η αντεπίθεση τουΚόκκινου Στρατού (5 Δεκεμβρίου 1941), τον οποίο η γερμανική ηγεσία είχε ξεγράψει, προκάλεσε σοβαρή κρίση στηνΟμάδα Στρατιών «Κέντρο». Ο Χίτλερ αντέδρασε με ένα κύμα απολύσεων υψηλόβαθμων διοικητών. Έτσι απαλλάχθηκε ο Στρατάρχης Φέντορ φονΜποκ (Fedor von Bock, 1880–1945) στις 19 Δεκεμβρίου 1941 από τα καθήκοντα του ανώτατου διοικητή της Ομάδας Στρατιών Κέντρο καιο Στρατάρχης Γκύντερ φον Κλούγκε (Günther von Kluge, 1882–1944) από την ηγεσία της 4ης Στρατιάς. Ως αντικαταστάτης της κενής θέσης της στρατιάς επελέγη ο διοικητής της Ομάδας Πάντσερ 3, Στρατηγός των ΤεθωρακισμένωνΓκέοργκ-Χανς Ράινχαρτ (Georg-Hans Reinhardt, 1887–1963), αλλά λόγω των αντίξοων καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, δεν μπορούσε να φτάσει στην περιοχή επιχειρήσεων της στρατιάς.[42] Έτσι, ο Χίτλερ ονόμασε αναπάντεχα τον Κύμπλερ νέο διοικητή της 4ης Στρατιάς. Η διοίκηση του ΧΧΧΧΙΧ Ορεινού Σώματος Στρατού δόθηκε στον στρατηγό Ρούντολφ Κόνραντ (Rudolf Konrad, 1891–1964). Εξαιτίας της πρότερης σταδιοδρομίας τουκαιτου ανυποχώρητου του χαρακτήρα τουο Κύμπλερ φάνηκε στα μάτια του Χίτλερ ως ο κατάλληλος διοικητής γιανα σταθεροποιήσει το μέτωπο χωρίς να παραχωρήσει μέτρο εδάφους, όπως ζητούσαν οι υπόλοιποι διοικητές του. Επίσης τόσο ο στρατηγός Στύλπναγκελ όσο καιο Αρχιστράτηγος Έβαλντ φον Κλάιστ (Ewald von Kleist, 1881–1954) πιστοποίησαν την ικανότητα του Κύμπλερ να αναλάβει το υψηλό αυτό καθήκον. Μόνο ο Στρατηγός του Πεζικού Έριχ φον Μάνσταϊν (Erich von Manstein, 1887–1973) είχε εκφράσει τον σκεπτικισμό τουγιατον Κύμπλερ τον Οκτώβριο.[43]
Ο ίδιος ο Κύμπλερ ήταν ανίκανος να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της νέας τους θέσης. Συνηθισμένος να πετυχαίνει γρήγορα επιτυχίες, βρέθηκε σεμια εντελώς διαφορετική στρατιωτική κατάσταση. Τον χειμώνα του 1941/42 δεν ήταν πιαη Βέρμαχτ που καθόριζε τις εξελίξεις στον πόλεμο, αλλά ήταν αναγκασμένη να αποκρούει τις επιθέσεις του εχθρού χωρίς τη δυνατότητα ανάληψης επιθετικής πρωτοβουλίας από μέρους της, πράγμα που απαιτούσε δραστική αλλαγή στο δόγμα της ηγεσίας.[44] Μετά την άφιξή τουστο αρχηγείο της 4ης Στρατιάς τη νύχτα της 26ης προς την 27η Δεκεμβρίου, ανέφερε μόλις στις 8 Ιανουαρίου 1942 πως μόνο μια«μεγάλης κλίμακας υποχώρηση»θα έσωζε την 4η Στρατιά από την περικύκλωση. Στις 13 Ιανουαρίου έγραφε: «πρέπει να βάλω το κεφάλι μουστον τορβά, δεν υπάρχει άλλη λύση απ' την υποχώρηση».[45]Η ανικανότητα του Κύμπλερ ήταν εμφανής στον περιβάλλον του. Λακωνικά σημείωνε ο Αρχιστράτηγος Φραντς Χάλντερ (Franz Halder, 1884–1972) στο ημερολόγιό του: «δεν είναι ικανός να εκπληρώσει το καθήκον του».[46] Εξοργισμένος έστελνε ο Κύμπλερ απαισιόδοξα γράμματα στη γυναίκα τουστο Μόναχο, πουδεν αποτελούσαν μυστικό στη Γενική Διοίκηση της πόλης. Ο Αντιστράτηγος Ρούντολφ Φράιχερ φον Βάλντενφελς (Rudolf Freiherr von Waldenfels, 1891–1969) θεώρησε πως τα γράμματα αυτά αποτελούσαν επίσημο θέμα και συνέταξε περαιτέρω αναφορές.[47] Μοιραία το όλο θέμα υπέπεσε στην προσοχή του Χίτλερ, ο οποίος διέταξε τον Κύμπλερ να προσέρθει σε συνομιλία στο Αρχηγείο του Φύρερ. Οι συνομιλίες αυτές τελείωσαν στις 20 Ιανουαρίου καιο Κύμπλερ παρέδωσε τη διοίκηση της Στρατιάς στον Στρατηγό του Πεζικού Γκόταρντ Χάινριτσι (Gotthard Heinrici, 1886–1971) ώσπου ο ίδιος «να αναρρώσει». Ήδη την επόμενη μέρα ο στρατηγός απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά τουκαι τέθηκε στη λεγόμενη «εφεδρεία του Φύρερ» (Führerreserve).[48]
Όπως το έθεσε ο βιογράφος του Ρόλαντ Κάλτενέγκερ, ο Κύμπλερ ανήκε πλέον στις τάξεις των απολυμένων στρατηγών που βρίσκονταν πλέον στο περιθώριο.[49] Μετά την απαλλαγή από τα καθήκοντά τουο Κύμπλερ επέστρεψε στην οικογένειά τουστο Μόναχο, στην βίλλα τουστην οδό Βίντσερερ 54. Από το 1943 έγραφε όμως πάλι επιστολές στο Τμήμα Προσωπικού του Στρατού, προκειμένου νατου ανατεθεί μια νέα θέση στο στράτευμα.[1]
Οι προσπάθειές του έπιασαν τόπο μετά από ενάμιση χρόνο. Ο Χίτλερ δεν ήθελε να εμπιστευτεί ξανά στον στρατηγό μετη διοίκηση μιας Στρατιάς – που λόγω του βαθμού τουθα έπρεπε να διοικήσει – αλλά στις 22 Ιουνίου 1943 ακολούθησε η ανακήρυξη του Κύμπλερ σε «Διοικούντα Στρατηγό των Στρατευμάτων Ασφαλείας και Ανώτατο Διοικητή στο Στρατιωτικό Έδαφος Κέντρου». Παρά τον πομπώδη τίτλο της, αυτή η περιθωριακή θέση δεν επέτρεπε στον διοικητή της ενέργειες πέρα από την καταπολέμηση των ανταρτών (παρτιζάνων). Κατά τον Κάλτενέγκερ ο Κύμπλερ ήταν αποφασισμένος να «ξεπλύνει τη ντροπή» της Μόσχας, εκδίδοντας σκληρές διαταγές.[50]Τον Αύγουστο του 1943 ήρθε η ευκαιρία στον Κύμπλερ να αποκαταστήσει τη φήμη του, καθώς οι Μεραρχίες Ασφαλείας 203, 221 και 286 κατάφεραν, μετά από πολλαπλές επιχειρήσεις, να εξουθενώσουν σε σημαντικό βαθμό την αντάρτικη οργάνωση «Πολκ Γκρισίν». Αλλά και εκεί ο στρατηγός ξεχώρισε γιατην σκληρότητα καιτα δρακόντεια αντίποινά του. Η θέση του Κύμπλερ καταργήθηκε επίσημα με ισχύ από την 1η Οκτωβρίου 1943, καθώς η καταπολέμηση των ανταρτών υπαγόταν πλέον στην αρμοδιότητα του Ανώτερου Αρχηγού των SS και της Αστυνομίας (HSSPF, Höherer SS- und Polizeiführer) «Κεντρικής Ρωσίας».[51]
Ανώτατος Διοικητής στην «Παράκτια Ζώνη Αδριατικής»
Στις 10 Οκτωβρίου 1943 ο Κύμπλερ διορίστηκε Ανώτατος Διοικητής του νεοσυσταθείσης «Επιχειρησιακής Ζώνης Παράκτιας Περιοχής Αδριατικής» (Operationszone Adriatisches Küstenland)[52]η οποία βρισκόταν υπό τις διαταγές της Ομάδας Στρατιών «Β» (αργότερα Επιτελείο του «Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής [Ευρώπης]»). Η επιχειρησιακή αυτή ζώνη συστάθηκε μετά την αποσκίρτηση της Ιταλίας από το πλευρό του Άξονα και είχε δικαιοδοσία στις πόλεις Ουντίνε, Γκορίτσια, Τεργέστη, Πούλα, Ριγέκα (Ιστρία), καιστα εδάφη της ΓιουγκοσλαβίαςΛιουμπλιάνα, ΣούσακκαιΜπακάρ[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Στρατηγός ήταν ο ανώτατος διοικητής όλων των στρατευμάτων της Βέρμαχτ στον χώρο αυτό. Οι αρμοδιότητές του ήταν συγκρίσιμες με αυτές του διοικητή μιας στρατιωτικής περιφέρειας (Wehrkreis). Η διοίκηση της επιχειρησιακής ζώνης για όλα τα πολιτικά υπέπιπτε στην αρμοδιότητα του Αρχηγού της Πολιτικής Διοίκησης Φρίντριχ Ράινερ, ο οποίος είχε τον τίτλο του «Ανώτατου Επιτρόπου». Αλλά καιο HSSPF στην Τριέστη Οντίλο Γκλομπότσνικ (Odilo Globocnik, 1904–1945) ισχυριζόταν πως είχε και αυτός δικαιοδοσία.[53]
Η κύρια ενασχόληση του Κύμπλερ ήταν να διασφαλίσει την περιοχή της Αδριατικής από τις ομάδες Ιταλών, Κροατών και Σλοβένων παρτιζάνων. Ήδη από τις 25 Σεπτεμβρίου 1943 σε μία διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης Ενόπλων Δυνάμεων (OKW, Oberkommando der Wehrmacht) αναφερόταν πως ο «ανελέητος» αγώνας κατά των ισχυρών αντάρτικων ομάδων στην Παράκτια Ζώνη Αδριατικής ήταν σημαντική προτεραιότητα.[54]Οι ανοικτές μάχες, ωστόσο, σύντομα αποδείχτηκαν ανεπαρκείς και ακριβές σε ανθρώπινο δυναμικό. Μια γερμανική υπηρεσία αναφοράς ανέφερε επ' αυτού: «Η εκκαθάριση της περιοχής μέσω της Βέρμαχτ είναι μόνο μερική και μικρή επιτυχία, επειδή, συν τοις άλλοις, κατά τη διάρκεια του χτενίσματος της περιοχής οι απαραίτητες αστυνομικές δυνάμεις απουσιάζουν γιανα θέσουν την περιοχή σταθερά υπό τον έλεγχό τους. […] Πολυάριθμοι απομονωμένοι σχηματισμοί της Βέρμαχτ και της Αστυνομίας δεν μπορούν παρά να πετύχουν μόνο προσωρινή, τοπική επιτυχία».[55] Μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και 24ης Φεβρουαρίου 1944 πραγματοποιήθηκαν μόνο στην Παράκτια Ζώνη Αδριατικής 181 επιθέσεις παρτιζάνων εναντίον της Βέρμαχτ, οι οποίες προκάλεσαν απώλειες της τάξης των 503 στρατιωτών (μεταξύ τους και 3 διοικητές). Με αυτό το υπόβαθρο ο Κύμπλερ εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου 1944 μια διαταγή μετην οποία διευκρίνιζε τις κατευθυντήριες γραμμές γιατην «καταπολέμηση των συμμοριτών». Λόγω του ότι η διαταγή αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταδίκη του Κύμπλερ ως εγκληματία πολέμου μεταπολεμικά, παρατίθεται ένα τμήμα:
Διαταγή Σώματος Νο. 9 της 24ης Φεβρουαρίου 1944[56]
II. Ο αγώνας αυτός είναι ένας ολοκληρωτικός αγώνας, υπό την επιταγή των εχθρικών δυνάμεων. [...]
IV. Μία επιλογή έχουμε μόνο:
Τρόμο αντί τρόμου,
Οφθαλμόν αντί οφθαλμού,
Οδόντα αντί οδόντος! [...]
V/6) Σωστή και αναγκαία πράξη μπορεί να είναι οτιδήποτε επιφέρει την νίκη στον αγώνα. Προτίθεμαι να καλύψω οποιαδήποτε ενέργεια, εφόσον πληροί την προϋπόθεση αυτή.
V/7) [...] Αιχμάλωτοι αντάρτες θα απαγχονίζονται είτε θα τουφεκίζονται. Όποιος διευκολύνει τους αντάρτες οικειοθελώς, είτε παρέχοντάς τους καταφύγιο ή τροφή, είτε μέσω απόκρυψης της παραμονής τους ή καιμε οποιοδήποτε άλλο τρόπο, είναι άξιος θανάτου και [γι'αυτό] θα θανατώνεται. [...]
V/10) Συλλογικά αντίποινα κατά οικισμών κτλ. επιτρέπεται να εφαρμόζονται μόνο σε άμεση και τοπική και χρονική σύνδεση με μάχιμες ενέργειες και μόνο κατόπιν διαταγής από αξιωματικό με βαθμό Λοχαγού ή ανώτερο. Θα λαμβάνουν μέρος σε περιοχές όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει υποστηρίξει οικειοθελώς τους συμμορίτες.[Σημ. 2]Οι βασικές αρχές της Διαταγής γιατην Καταπολέμηση των Συμμοριτών στην Ανατολή ισχύουν καιστην επιχειρησιακή ζώνη του Σώματος Στρατού. [...]
Το γεγονός ότι στον αγώνα ορισμένες φορές πέφτουν αθώα θύματα είναι λυπηρό, αλλά και αναπόφευκτο. Ας κάνουν τα παράπονά τους στους συμμορίτες για αυτό. Δεν αρχίσαμε εμείς τον πόλεμο με τους συμμορίτες. [...]
Είναι περιττό να ειπωθεί κάτι περεταίρω, περί τουτι επιτρέπεται καιτι απαγορεύεται. Στον τρίτο χρόνο του αγώνα που διανύουμε κατά των συμμοριτών ξέρει ούτως ή άλλως ο κάθε διοικητής τι χρειάζεται να πράξει. [...]
Χειριστείτε ανάλογα!
υπογρ. Κύμπλερ
Στρατηγός των Ορεινών Στρατευμάτων
Αυτή η διαταγή να διαβιβαστεί ως το επίπεδο λόχου. Οι οδηγίες να εγχαραχθούν στονου όλων των αξιωματικών, υπαξιωματικών και στρατιωτών.
Η αναφορά στο «Διάταγμα γιατον Αγώνα κατά των Συμμοριτών στην Ανατολή» του Νοεμβρίου 1942, το οποίο δεν ίσχυε μόνο γιατην «Παράκτια Ζώνη Αδριατικής» είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Σε αυτό αναφερόταν πως οποιοσδήποτε δισταγμός ήταν «ανεύθυνος» καθώς «η σκληρότητα των μέτρων καιο φόβος γιατην αναμενόμενη τιμωρία»θα απέτρεπε τους πολίτες από τονα υποστηρίξουν την Αντίσταση, όπως η χρήση συλλογικών αντιποίνων κατά οικισμών οι οποίοι υποστήριζαν στο σύνολό τους παρτιζάνους, ώσπου να επιτευχθεί η«καταστροφή [Vernichtung] ολόκληρου του οικισμού». Η ίδια η αυστηρή διατύπωση του Κύμπλερ, η διαταγή να ισχύει μόνο για τις «βασικές αρχές» του Διατάγματος γιατον Αγώνα κατά των Συμμοριτών στην Ανατολή ήταν, όπως το έθεσε ο ίδιος, μια παραχώρηση μετά από τις διαμαρτυρίες του Ράινερ.[57] Γενικά η Διαταγή του Σώματος έδινε «λευκή επιταγή» στους αποδέκτες της προκειμένου αυτοί να υπερβούν τις αναστολές τους σχετικά μετα αντίποινα καινα εξασφαλίσει την υποστήριξή τους.[58]
Σε ολόκληρη την πρώην ιταλική σφαίρα επιρροής στην κατεχόμενη Γιουγκοσλαβία τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αντιμετώπιζαν όλα τα αντιστασιακά κινήματα με μεγάλη σκληρότητα. Αυτό σήμαινε συνοπτικές εκτελέσεις, καταστροφές σπιτιών και ολόκληρων χωριών πουοι Γερμανοί υποπτεύονταν πως στήριζαν τους αντάρτες, σύλληψη ομήρων και τουφεκισμός τους, αλλά καιη εκτέλεση «θυμάτων αντεκδίκησης» για Γερμανούς στρατιώτες που σκότωναν οι παρτιζάνοι.[59]Το καθεστώς αυτό που επικράτησε λόγω των διαταγών του Κύμπλερ του απέφερε το νέο παρατσούκλι από τα στρατεύματά του«τρόμος της Αδριατικής» (Adriaschreck).[60]
Πραγματικά, καιο «Ανώτατος Επίτροπος» Ράινερ συγκλονίστηκε από τη σκληρότητα του Κύμπλερ και παρενέβη κατά της χρήσης των συλλογικών αντιποίνων, καθώς φοβόταν πως όχι απλώς δενθα αποδυνάμωναν τα αντάρτικα κινήματα, αλλά θατα ισχυροποιούσαν, ενώ η Βέρμαχτ θα έχανε ολοκληρωτικά το γόητρό της με αυτή την συμπεριφορά. Ο Κύμπλερ αναγκάστηκε έτσι να τροποποιήσει τη Διαταγή Νο. 9 μέσω της Διαταγής Σώματος της 14ης Μαρτίου 1944, απαγορεύοντας τη χρήση αντιποίνων χωρίς τη συγκατάθεσή του. Υποσχέθηκε επίσης στον Ράινερ πως θα ζητούσε καιτη δική του συγκατάθεση πριν προβεί σε διαταγή για αντίποινα.[61] Αργότερα όμως οι δύο άντρες συγκρούστηκαν και πάλι. Ο λόγος αυτή τη φορά ήταν πως στις 19 Μαΐου 1944 ο «Ανώτατος Επίτροπος» παραχώρησε αμνηστία στους αντάρτες που παραδίδονταν στα γερμανικά στρατεύματα. Προτού ο Ράινερ παραχωρήσει την αμνηστία, σύμφωνα καιμε τις κατευθυντήριες γραμμές της διαταγής του Κύμπλερ, οι αντάρτες που λιποτακτούσαν εκτελούνταν μετά την παράδοσή τους, οδηγώντας τους να μάχονται μέχρι θανάτου καιναμην παραδίδονται ποτέ. Ο Κύμπλερ εξανέστη επειδή η απόφαση αυτή ελήφθη ερήμην του, συντου ότι ο Ράινερ δεν είχε δικαιοδοσία σε στρατιωτικά θέματα. Αυτή έδινε σε υποδιοικητές την δυνατότητα να παρέχουν κατά βούληση αμνηστία σε αντάρτες, καιμετην επιρροή του Κύμπλερ καιτου επιτελείου του τροποποιήθηκε ώστε να εξαιρούνται από τη χορήγηση αμνηστίας Γερμανοί λιποτάκτες καισε αντάρτες που μπορούσε να αποδειχθεί πως είχαν σκοτώσει Γερμανούς στρατιώτες. Οι τελευταίοι θα δικάζονταν από κανονικά δικαστήρια μετην κατηγορία της ανθρωποκτονίας.[62]
Μόνο στην Κεντρική Επιτροπή της Κρατικής Νομικής Διαχείρισης γιατην Διαλεύκανση Εθνικοσοσιαλιστικών Εγκλημάτων (Zentrale Stelle der Landesjustizverwaltungen zur Aufklärung nationalsozialistischer Verbrechen – ZStLJV) υπάρχουν δεκαπέντε περιπτώσεις βίαιων πράξεων στην Επιχειρησιακή Ζώνη Παράκτιας Ζώνης Αδριατικής, για τις οποίες υπεύθυνος ήταν ο Κύμπλερ. Αυτές δεν οδήγησαν ουδέποτε σε δίκη, καθώς ο Κύμπλερ είχε εκτελεστεί ήδη από το 1947.[63]
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1944 το επιτελείο του Κύμπλερ μετονομάστηκε για «πολιτικούς λόγους» σε «Γενική Διοίκηση LXXXXVII (97ου) Σώματος Στρατού»,[53] αποσκιρτώντας από την αρμοδιότητα του Διοικητή Νοτιοδυτικής Ευρώπης και υπαγόμενο σε αυτή του Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Από τον Φεβρουάριο του 1945 το σώμα του Κύμπλερ ενεπλάκη σε σκληρές μάχες υποχώρησης μεταξύ της Βέρμαχτ καιτων ανταρτών. Ο Κύμπλερ έλαβε από τον Ανώτατο Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης Αλεξάντερ Λερ (1885–1947) την διαταγή να υπερασπιστεί για όσο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μπορούσε την πόλη Ριγέκαστονκόλπο του Κβάρνερ. Παρά το γεγονός πως η θέση του Σώματος ήταν επισφαλής λόγω της προώθησης των Γιουγκοσλάβων από τα βόρεια καιτα νότια καιοι υποδιοικητές τόνιζαν τον κίνδυνο περικύκλωσης, ο Κύμπλερ επέμεινε στην αποστολή του. Όταν την 1η Μαΐου 1945 διέταξε επιχείρηση διάσπασης προς το Βορρά, στην κατεύθυνση των συνόρων μετο Ράιχ, αποδείχτηκε πως ήταν πλέον πολύ αργά. Το LXXXXVII Σώμα Στρατού περικυκλώθηκε στην περιοχή της Τεργέστης από τονΓιουγκοσλαβικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Κατά τη μαρτυρία του Δρος Καρλ Σούλτσε (Carl Schulze), διοικητή συντάγματος της 188ης Ορεινής Μεραρχίας, ο Κύμπλερ υπέστη νευρικό κλονισμό στη διάρκεια των απέλπιδων αυτών μαχών.[64] Στις 5 Μαΐου οΛερ διέταξε την έναρξη των διαπραγματεύσεων παράδοσης, οι οποιες και ξεκίνησαν την επόμενη ημέρα. Ο Κύμπλερ όμως τραυματίστηκε και αναγκάστηκε να παραδώσει τη διοίκηση στον υφιστάμενό του Αντιστράτηγο Χανς φον Έσσλιν (Hans von Hößlin, 1880–1947)[13]Ο Έσσλιν υπέγραψε την παράδοση στις 7 Μαΐου υπό τον όρο πως οι Γερμανοί στρατιώτες θα επαναπατρίζονταν ως το τέλος του 1945.[65]
Ο Κύμπλερ τραυματίστηκε από θραύσματα χειροβομβίδας στο πρόσωπο, αφού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το όχημά του μετά από εχθρική επίθεση κοντά στο χωριό Βίλλα ντελ Νεβόσο, η οποία άνοιξε το δεξί μέρος του προσώπου τουκαι σχεδόν κατέστρεψε το δεξί του μάτι. Μετά από αυτό μεταμφίεσε τον σωματοφύλακά τουσε βοηθό γιατρού γιανα αποφύγει την αιχμαλωσία. Αλλά καιοι δύο προδόθηκαν από έναν γερμανόφωνο Σλοβένο και μεταφέρθηκε στη Ριγέκα. Εκεί ο στρατηγός πέρασε αρκετές μέρες σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο. Στις 12 Μαΐου, 4 μέρες μετά την άνευ όρων παράδοση της Ναζιστικής Γερμανίας στους Συμμάχους, οι Γιουγκοσλάβοι κήρυξαν άκυρους τους όρους παράδοσης των Γερμανών που προέβλεπαν, όπως αναφέρθηκε, την επιστροφή των Γερμανών αιχμαλώτων στην πατρίδα τους, και έστειλε χιλιάδες Αυστριακούς και Γερμανούς σε «πορείες αντιποίνων» (Sühnemärschen) ως τα γιουγκοσλαβικά στρατόπεδα αιχμαλώτων.[66][67]Ο Κύμπλερ καιο ηλικιωμένος Έσσλιν έλαβαν επίσης μέρος σε αυτές τις πορείες, που διαρκούσαν από 30 ως 50 χιλιόμετρα την ημέρα, χωρίς τροφή και νερό.[68] Παρά τους φοβερούς πόνους από τον τραυματισμό τουο Κύμπλερ είχε συμβιβαστεί μετη μοίρα τουκαι περπατούσε σιωπηλός προς το Βελιγράδι, όπου βρισκόταν το «Στρατόπεδο Δούναβη» (Donaulager) για αιχμάλωτους ανώτατους αξιωματικούς. Οι υπόλοιποι κατώτεροι αξιωματικοί συνέχισαν ως τη νότια Γιουγκοσλαβία, όπου και διασκορπίστηκαν σε στρατόπεδα στην Κροατία, το Μαυροβούνιο καιτη Σερβία. ΟΚαρλ Σούλτσε θυμόταν αργότερα πως στοΝόβι Σαντ«θα ήταν η τελευταία φορά που σφίγγαμε τα χέρια των πρώην προϊστάμενών μας και τους ευχόμαστε ό,τι καλύτερο».[69]
Από εκεί και πέρα οι αναφορές γιατον Κύμπλερ σπανίζουν. Σημαντική πηγή πληροφοριών γιατη ζωή των Γερμανών στρατηγών στη Γιουγκοσλαβική αιχμαλωσία αποτελούν τα ανέκδοτα απομνημονεύματα του Υποστράτηγου Γκέρχαρντ Χένκε, του τελευταίου διοικητή της 11ης Μεραρχίας Ξηράς της Luftwaffeμε τίτλο «Ο γιουγκοσλάβος Τυχοδιώκτης» (Der jugoslawische Abenteuer). Σεμια τυπική ημέρα αιχμαλωσίας, το χειμώνα του 1945, οι 22 στρατηγοί και αξιωματικοί ξυπνούσαν στις 8 το πρωί, πίνοντας «άλλοτε καφέ και άλλοτε [τρώγοντας] αλευρόσουπα.» Οι στρατηγοί ήταν ελεύθεροι όλη την ημέρα, κάνοντας «όποτε το επέτρεπε ο καιρός, κύκλους στον κήπο […] ή λιαζόμαστε στον τοίχο». Το μεσημεριανό γεύμα ήταν στις 12, φωτιά αναβόταν στις 3 και στις 6 ακολουθούσε το βραδινό. Το απόγευμα οι στρατηγοί περνούσαν τον καιρό τους «παίζοντας μπριτζ, σκατ ή σκάκι. […] Το φως μπορούσαμε νατο σβήσουμε όποτε θέλαμε». Ο Χένκε παρατηρούσε πως συνολικά η ζωή στο στρατόπεδο ήταν «ήρεμη, σχεδόν άνετη» και Χένκε περιέγραφε τον Κύμπλερ ως «εξαιρετικό στρατιώτη και σύντροφο», αλλά «ισχυρογνώμονα», και «τραχύ».[70]
Το επόμενο καλοκαίρι ο Κύμπλερ και έξι άλλοι στρατηγοί προσβλήθηκαν από δυσεντερίακαι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου, όπου και πέρασαν τις επόμενες εβδομάδες κάτω από σκληρές συνθήκες. «Σε μία μόνο νύχτα» έγραφε ο Χένκε, «σκότωσα πάνω από 300 έντομα». Σταδιακά οι συνθήκες βελτιώθηκαν αισθητά, καθώς αναρρώνοντας οι αξιωματικοί λάμβαναν «100 γραμμάρια κρέας το λιγότερο, και από φασόλια, μπιζέλια, πλιγούρικαι ψωμί μπορούσαμε να φάμε όσο θέλαμε».[71]
Ο Κύμπλερ παρέμεινε προσηλωμένος εθνικοσοσιαλιστής καιδεν προσπάθησε νατο αποκρύψει γιανα σώσει τη ζωή του. Οι στρατηγοί προσεγγίστηκαν περί τις αρχές του 1946 από μέλη του «Αντιφασιστικού Αποκλεισμού» (Antifasistischer Ausschluss, συντομογραφία "Antifa") προκειμένου να κατηχηθούν πολιτικά στονκομμουνισμό. Ορισμένοι στρατηγοί, ανάμεσά τους ο Αντιστράτηγος Βόλφγκανγκ Χάουζερ ήταν πρόθυμοι να απαρνηθούν το παρελθόν τους καινα απολαύσουν τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η συμμετοχή στην Antifa – ανάμεσά τους ο πρόωρος επαναπατρισμός. Οι στρατηγοί συγκεντρώθηκαν σεμια αίθουσα καιτο λόγο έλαβε ο Χάουζερ, ο οποίος μόλις ξεκίνησε είπε πως «ο εθνικοσοσιαλισμός ήταν μια μεγάλη ατυχία γιατη Γερμανία». Στο σημείο αυτό ο Κύμπλερ τον διέκοψε και «παρακάλεσε τον Αρχιστράτηγο [Λερ] να επιτρέψει τη διάλυση της συνάντησης και έφυγε».[70]
Το ίδιο φθινόπωρο (1946) ο Κύμπλερ καιο Έσσλιν αποχωρίστηκαν από τους υπόλοιπους στρατηγούς. Ο Χένκε περιέγραψε το περιστατικό:
Μόλις είχαμε φάει βραδινό και καθόμαστε στο τραπέζι μας. Τότε άνοιξε η πόρτα. Ένας Γιουγκοσλάβος επιλοχίας με συνοδεία 2 ανδρών εμφανίστηκε. Είχε ένα φάκελο στο χέρι, από τον οποίο διάβασε τα ονόματα Κύμπλερ και Έσσλιν. Ετοιμαστείτε αμέσως με όλα τα πράγματα! Ο Κύμπλερ παρέμεινε ατάραχος και ετοιμάστηκε. Ο Έσσλιν χλόμιασε και είπε: «Στρατοδικείο». Έτσι ήταν. Βοηθήσαμε και τους δύο με πράγματά τους και καθησυχάσαμε τον επιλοχία, ο οποίος ήταν ανυπόμονος. Βγήκαν, συνοδευόμενοι από τις ευχές μας, έξω από την πόρτα. Πήγαιναν στο θάνατο. Μια βαριά σκιά πλανιόταν από πάνω μας, πουδενθα μας άφηνε ποτέ πια. Ποιος θα ήταν ο τελευταίος;[72]
Οι Κύμπλερ και Έσσλιν μεταφέρθηκαν στηΛιουμπλιάνα, και παρέμειναν κάτω από συνθήκες αυστηρής αιχμαλωσίας. Η μεταφορά τους εξυπηρετούσε μάλλον το γεγονός πως οι Γιουγκοσλάβοι ήθελαν να δικάσουν τους ανώτατους αξιωματικούς της Επιχειρησιακής Ζώνης της Παράκτιας Ζώνης Αδριατικής σεμια πόλη που βρισκόταν υπό τη δικαιοδοσία τους. Οι δίκες των Γερμανών Εγκληματιών Πολέμου είχαν ξεκινήσει ήδη από τον Οκτώβριο του 1946 και τον Ιούλιο του 1947 είχε έρθει η σειρά του Κύμπλερ. Η δέκατη κατά σειρά δίκη των Γερμανών εγκληματιών πολέμου στη Γιουγκοσλαβία ξεκίνησε στις 10 Ιουλίου 1947 στο Στρατιωτικό Εφετείο της Λιουμπλιάνα, υπό την προεδρία του Λοχαγού Άβγκουστ Μπράτσιτς (Avgust Bračić) και δίκασε 14 αξιωματικούς: 7 Γερμανούς, 6 Αυστριακούς και 1 Γιουγκοσλάβο. Η δίκη τελείωσε στις 19 Ιουλίου. Στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκονταν μαζί μετον Κύμπλερ ο Χανς φον Έσσλιν καιο Φρίντριχ Ράινερ.
Ο Κύμπλερ κατηγορήθηκε μέχρι και από τους υφιστάμενούς του, κυρίως γιατη διαταγή Νο. 9 της 24ης Φεβρουαρίου 1944 και γιατα μέτρα αντιποίνων στη Ζώνη Επιχειρήσεών του.[73]Για «αξιόποινες πράξεις κατά του λαού καιτου κράτους» 5 κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο στο εκτελεστικό απόσπασμα –ανάμεσά τους ο Έσσλιν–, 2 σε πολυετή κάθειρξη καιο Κύμπλερ με 6 άλλους (συμπεριλαμβανομένου του Ράινερ) σε θάνατο δι' απαγχονισμού.[74][75] Μετά την απόρριψη της αίτησης χάριτός τουο Λούντβιχ Κύμπλερ απαγχονίστηκε κάπου στην οδό Μικλοσίτσεβα της Λιουμπλιάνα στις 18 Αυγούστου 1947,[76]σε ηλικία 57 ετών, όπως ακριβώς στο Βελιγράδι λίγους μήνες νωρίτερα ο νεότερος αδελφός του, Αντιστράτηγος Γιόζεφ Κύμπλερ (1896–1947).[77]
Αντιπαράθεση στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας
Πίσω στη Γερμανία η οικογένεια του Κύμπλερ δεν έλαβε καμία πληροφορία γιατην τύχη του στρατηγού, έτσι η γυναίκα του Γιοχάνα προσπαθούσε ναβρει ακόμα καιτο 1948 δικηγόρο γιατον άντρα της, χωρίς ναβρειπαρ' όλα αυτά κάποιον πουνα ήταν πρόθυμος να αναλάβει αυτό το καθήκον.[3]Τον πρώτο χρόνο της ίδρυσης της Μπούντεσβερ (Γερμανικού Ομοσπονδιακού Στρατού) το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Άμυνας άφησε τα στρατεύματα να αποφασίσουν μόνα τους γιατο όνομα πουθα έδιναν σε ακίνητα της δικαιοδοσίας τους. Εξαιτίας αυτής της πρωτοβουλίας μια σειρά από στρατόπεδα έλαβαν τα ονόματα αξιωματικών πιστών στον Χίτλερ. «Το γεγονός πως αυτοί οι αξιωματικοί ήταν αντισημίτες, δεδηλωμένοι εθνικοσοσιαλιστές από την πρώτη στιγμή και εγκληματίες πολέμου, είτε δεν ήταν επαρκώς γνωστό στους υπεύθυνους διοικητές των στρατευμάτων ή δεν είχε για αυτούς, όπως μπορεί κανείς να υποθέσει, ιδιαίτερο βάρος».[78] Έτσι το 1964 το Στρατόπεδο «Σκαπανέας» (Pionier-Kaserne) πρώην Στρατόπεδο «Λούντεντορφ» - Ludendorff-Kaserne) στοΜίτενβαλντ της Βαυαρίας μετονομάστηκε σε Στρατόπεδο «Στρατηγός Κύμπλερ» (General–Kübler–Kaserne). Υπεύθυνος για αυτή την πράξη ήταν ο Στρατηγός Γκέοργκ Γκάρτμαϋρ, (Georg Gartmayr, 1906–1980)[79] διοικητής της 1ης Ορεινής Μεραρχίας της Μπούντεσβερ. Ο ίδιος ήταν μέλος του επιτελείου του Κύμπλερ από τον Οκτώβριο του 1939 ως τον Μάιο του 1940 και είχε υποβάλλει την πρόταση της μετονομασίας στο Υπουργείο Άμυνας.[80] Ως οργανωτής των γερμανικών ορεινών στρατευμάτων ο Κύμπλερ αναγνωρίστηκε και αναγνωρίζεται στις ενώσεις παραδόσεων της Μπούντεσβερ.[81] Στις ιστορίες του περιοδικού «Der Landser» του πρώην Ορεινού Κυνηγού Άλεξ Μπούχνερ ο στρατηγός τιμάται μέχρι σήμερα.[82] Στην 30ή επέτειο από την ίδρυση της 1ης Ορεινής Μεραρχίας στις 17 Φεβρουαρίου 1986 ο ακροδεξιός Πρωθυπουργός του κρατιδίου της Βαυαρίας Φραντς Γιόζεφ Στράους διακήρυξε πως «γιατα γερμανικά Ορεινά Στρατεύματα ήταν ο Στρατηγός Λούντβιχ Κύμπλερ πρότυπο ανθρώπου και στρατιώτη. Τα στρατεύματα του οφείλουν σήμερα πολλή ευγνωμοσύνη».[83]
Τον Φεβρουάριο του 1988 το καθολικό ειρηνικό κίνημα Pax Christi απαίτησε τη μετονομασία του Στρατοπέδου «Αρχιστράτηγος Ντητλ» (στοΦύσεν) καιτου «Στρατηγός Κύμπλερ». Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Άμυνας (Ηγετικό Επιτελείο των ενόπλων Δυνάμεων) αρνήθηκε, παρ' όλα αυτά να εφαρμόσει τις αποφάσεις της Επιτροπής Αιτήσεων. Αυτό αιτιολογήθηκε μεταξύ άλλων πως ένα μέρος του πληθυσμού καιοι στρατιώτες τάσσονταν υπέρ της διατήρησης του ονόματος.[84] Επιπλέον, την πρώιμη αυτή αντιπαράθεση δυσκόλευε το γεγονός πως δεν υπήρχε καμία κριτική βιογραφία του Κύμπλερ ως τότε καιτα γιουγκοσλαβικά αρχεία της δίκης του ήταν μη προσβάσιμα. Το τελευταίο δεν έχει αλλάξει ως σήμερα (2024).[7]Το 1993 και το 1994 κυκλοφόρησαν δύο βιβλία του εκδότη και δημοσιογράφου Ρόλαντ Κάλτενέγκερ (Roland Kaltenegger, 1941–) μέσω των οποίων το πρόσωπο του Κύμπλερ έγινε γνωστό στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, έξω από τον κύκλο των δημοσιεύσεων του Συνδέσμου Συντρόφων των Ορεινών Στρατευμάτων και δόθηκε προσοχή στα δρακόντειά του μέτρα.[85]Το 1995 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του ιδρυτή και εκπροσώπου της «Πρωτοβουλίας Κατά της Κίβδηλης Δόξας» (Γιάκομπ Κναμπ, *Jakob Knab, 1951–) στο οποίο αναφέρθηκε το βιβλίο του Κάλτενέγκερ και ανακοίνωσε το πρόβλημα: «Ένας αληθινά σκανδαλώδης δεσμός του εγκληματία πολέμου Κύμπλερ μετην προετοιμασία διεθνών πολεμικών επιχειρήσεων».[86]
Το καλοκαίρι του 1995 ο βουλευτής και μέλος τουSPDΧανς Μπύτνερ (1944–2004) έφερε στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο μια επίσημη αίτηση, η οποία απαιτούσε τη μετονομασία των προαναφερθέντων στρατοπέδων στο όνομα 85 μελών του Κοινοβουλίου. ΤοFDP συντάχθηκε μετο SPD καιο Υπουργός Άμυνας Φόλκερ Ρύε (1942–) (CDU) ήρθε κάτω από μεγάλη πίεση, εν όψει και της επικείμενης αποστολής στρατευμάτων της Μπούντεσβερ στην Γιουγκοσλαβία. Η ισχυρά συναισθηματική αντιπαράθεση επηρεάστηκε από το γεγονός ότι δεν υπήρχε ακόμα μια βιογραφία του Κύμπλερ, παρά μόνο διασκορπισμένες πληροφορίες. Για καλύψει το κενό αυτό, ο Ρύε ανέθεσε στοΓραφείο Έρευνας Στρατιωτικής Ιστορίας (Militärgeschichtliches Forschungsamt, MGFA) της Μπούντεσβερ μια σχετική έρευνα.[87]Στην τελική ανάλυση, ο συγγραφέας καταλήγει:
Στη φιλοδοξία τουνα καταστήσει τα στρατεύματα που υπάγονταν σε αυτόν τα καλύτερα όλων των μονάδων της Βέρμαχτ, πήγε πολύ πιο πέρα από τον στόχο […]. Μετον υπερβολικά φιλόδοξο σκοπό τουνα μάχεται πάντοτε στην αιχμή της επίθεσης, οδήγησε τα στρατεύματά του χωρίς να νοιάζεται για τις απώλειες προσωπικού και έτσι αφύπνισε ένα ισχυρό αίσθημα απάνθρωπης σκληρότητας και τυχοδιωκτισμού. Η εντύπωση αυτή ενισχύεται αν ληφθεί υπ' όψιν η συμπεριφορά του απέναντι στον εχθρό, όπως εκδηλώθηκε στη Ρωσική Εκστρατεία καιστον αγώνα κατά των Ανταρτών με τις απαιτήσεις τουγια αντίποινα. […] Μετά από αυτά τα ιδιαίτερα αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του υπάρχει η πολιτική άποψη του στρατηγού, η οποία χαρακτηριζόταν από μια ιδιαίτερα θετική συμπεριφορά προς τονΕθνικοσοσιαλισμό.[88]
Η πρότασή του, μετά από τη μάχη της Ουμάν, ως αντίποινα γιατη θανάτωση 19 Γερμανών στρατιωτών, να τουφεκιστούν όλοι οι αιχμάλωτοι σοβιετικοί διοικούντες στρατηγοί, διοικητές μεραρχιών και επιτελικοί αξιωματικοί, κρίθηκε ως κατηγορηματική αίτηση για ένα έγκλημα πολέμου, που καθαρά αντέβαινε τους όρους της Συνθήκης της Χάγης, όπως καιη διαταγή Νο. 9 της 24ης Φεβρουαρίου 1944.[89] Μετά την κοινοποίηση αυτής της ελάχιστα επαινετική άποψης, ο Υπουργός Άμυνας διέταξε επίσημα στις 9 Νοεμβρίου 1995 τη μετονομασία του Στρατοπέδου «Στρατηγός Κύμπλερ» σε Στρατόπεδο «Κάρβεντελ», και παρά την ισχυρή αντίσταση του Συνδέσμου Συντρόφων των Ορεινών Στρατευμάτων, ο οποίος οργάνωσε συλλογή υπογραφών κατά της μετονομασίας, στην οποία έλαβαν μέρος χιλιάδες μέλη και υποστηρικτές τους.[90] Τρία χρόνια αργότερα, το 1998, κυκλοφόρησε η πρώτη και (εκτός της εργασίας του MGFA) η μοναδική ως τώρα βιογραφία του Λούντβιχ Κύμπλερ, πάλι από τον Ρόλαντ Κάλτενέγκερ. Αυτή δεν έφτασε όμως σε επιστημονικό ύψος, έτσι ώστε η δήλωση από την έρευνα του MGFA ισχύει ως τώρα, πως μια κριτική βιογραφία αναμένεται ακόμη.
Παρατίθενται οι διακρίσεις (παράσημα, μετάλλια και λοιπές ηθικές διακρίσεις) που απονεμήθηκαν στον Κύμπλερ κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας:[76]
↑Η εγκληματική αυτή διαταγή προέβλεπε την συνοπτική εκτέλεση των σοβιετικών πολιτικών επιτρόπων (Κομισαρίων) μετά τη σύλληψή τους.
↑Ο υποτιμητικός όρος Bandit (συμμορίτης) χρησιμοποιούνταν στην συντριπτική πλειοψηφία, αν όχι αποκλειστικά, στις αναφορές γιανα περιγράψει τους αντάρτες.
↑Ο βαθμός αυτός δεν υπάρχει οργανικά στον Ελληνικό Στρατό. ΤαGeneralleutnantκαιGeneral der... [Όπλο/Σώμα] (π.χ. Στρατηγός του Πεζικού [Infanterie], Ιπταμένων [Flieger], Ιππικού [Kavallerie], Τεθωρακισμένων [Panzertruppe], Αλεξιπτωτιστών [Fallschirmtruppe], Ορεινών Στρατευμάτων [Gebirgstruppe] κ.λπ.) αποδίδονται ενίοτε ως «Αντιστράτηγος / Αντιπτέραρχος Β' Τάξης» (ανάλογα τον κλάδο) και «Αντιστράτηγος / Αντιπτέραρχος Α' Τάξης» αντίστοιχα.
↑Reinhold Klebe: General Ludwig Kübler, στο: Die Gebirgstruppe (1985), Φύλλο 2, σ. 9
↑Schönherr (1995), σ .8; BA-MA (RH 28-1/256,Bl.12) Divisionsbericht über den Feldzug in Polen 1939, σ. 11
↑Hermann Frank Meyer: Blutiges Edelweiß - Die 1. Gebirgs-Division im Zweiten Weltkrieg, Βερολίνο 2008, σ.27–30; Nikolaus von Vormann: Der Feldzug 1939 in Polen, Weissenburg 1958, σ.97 και 144
↑Roland Kaltenegger: Schörner - Feldmarschall der letzten Stunde, Μόναχο/ Βερολίνο 1994, σ. 335; Reinhold Klebe: General Ludwig Kübler, στο: Die Gebirgstruppe, περιοδικό του Συνδέσμου Συντρόφων των Ορεινών Στρατευμάτων, (1985), Φύλλο 2, σ. 10
↑Για λεπτομέρειες βλ. Hans Steets: Gebirgsjäger bei Uman - Die Korpsschlacht des XXXXIX. Gebirgs-Armeekorps bei Podwyssokoje 1941, Χάιντελμπεργκ 1955. (Die Wehrmacht im Kampf, τ. 4)
↑Führung des Bandenkampfes, Korpsbefehl Nr.9, Bundesarchiv-Militärarchiv RW4/v.689; Κατά: Roland Kaltenegger: Operationszone "adriatisches Küstenland" - Der Kampf um Triest, Istrien und Fiume 1944/45, Γκρατς / Στουτγκάρδη 1993, σ.66; Gerhard Schreiber: Die Wehrmacht und der Partisanenkrieg in Italien, σ. 262
↑Gerhard Schreiber: Die Wehrmacht und der Partisanenkrieg in Italien, σ. 253
↑Gerhard Schreiber: Die Wehrmacht und der Partisanenkrieg in Italien, σ. 261f
↑Hans Umbreit: Die deutsche Herrschaft in den besetzten Gebieten 1942–1945, Stuttgart 1999, σ. 80
↑Jakob Knab: Falsche Glorie - Das Traditionsverständnis der Bundeswehr, Βερολίνο 1995, σ. 66
↑Karl Stuhlpfarrer: Die Operationszonen "Alpenvorland" und "Adriatisches Küstenland" 1943-1945, Verlag Hollinek, Βιέννη 1969, σ. 93
↑Karl Stuhlpfarrer: Die Operationszonen "Alpenvorland" und "Adriatisches Küstenland" 1943-1945, Verlag Hollinek, Wien 1969, σ. 93
↑Alex Buchner: Kampfziel Lemberg - Der Einsatzweg der 1. Gebirgsdivision im Krieg gegen Polen (# 1545); του ιδίου: Entscheidung im Westen - 1940 Krieg gegen Frankreich - Der Kampfweg der 1.Gebirgsdivision unter General Ludwig Kübler (# 2316) (Γερμανικά)
↑Ralph Giordano: Die Traditionslüge. Vom Kriegerkult in der Bundeswehr., Kiepenheuer und Witsch, Κολωνία 2000, σ. 300, Die Gebirgstruppe, επιθεώρηση του Συνδέσμου Συντρόφων των Ορεινών Στρατευμάτων, Μόναχο, Νο. 1/1996 (Γερμανικά)
↑Roland Kaltenegger: Operationszone "Adriatisches Küstenland" - Der Kampf um Triest, Istrien und Fiume 1944/45, Verlag Stocker, Γκρατς / Στουτγκάρδη 1993. Roland Kaltenegger: Schörner - Feldmarschall der letzten Stunde, Herbig Verlag, Μόναχο/ Βερολίνο 1994.
↑Jakob Knab: Falsche Glorie - Das Traditionsverständnis der Bundeswehr, Βερολίνο 1995, σ. 93 (Γερμανικά)
↑Klaus Schönherr: Wissenschaftliche Studie - General der Gebirgstruppe Ludwig Kübler, Militärgeschichtliches Forschungsamt, Πότσνταμ 1995 (Γερμανικά)
↑Schönherr (1995), σ. 20, κατά: Ralph Giordano: Die Traditionslüge. Vom Kriegerkult in der Bundeswehr., Kiepenheuer und Witsch, Κολωνία 2000, σ. 299
Böhme, Kurt W.: Zur Geschichte der deutschen Kriegsgefangenen des Zweiten Weltkrieges. Die deutschen Kriegsgefangenen in Jugoslawien 1941—1949. Τόμος I/1. Verlag Ernst und Werner Gieselking, Μόναχο 1962 (Γερμανικά)
Böhme, Kurt W.: Zur Geschichte der deutschen Kriegsgefangenen des Zweiten Weltkrieges. Die deutschen Kriegsgefangenen in Jugoslawien 1949—1953. Τόμος I/2. Verlag Ernst und Werner Gieselking, Μπίλεφελντ 1976 (Γερμανικά)
Bradley, Dermot: (εκδ.): Die Generale des Heeres 1921-1945; τ. 7, Biblio Verlag, Μπίζεντορφ 2004. ISBN 3-7648-2902-8 (Γερμανικά)
Giordano, Ralph: Die Traditionslüge. Vom Kriegerkult in der Bundeswehr., Kiepenheuer und Witsch, Κολωνία 2000, ISBN 3-462-02921-5 (Γερμανικά)
Hesse, Erich: Der sowjetrussische Partisanenkrieg 1941 bis 1944 im Spiegel deutscher Kampfanweisungen und Befehle, Verlag Musterschmidt, Γκέτινγκεν 1969 (Studien und Dokumente zur Geschichte des Zweiten Weltkrieges, τ. 9). (Γερμανικά)
Kaltenegger, Roland: Operationszone "Adriatisches Küstenland" - Der Kampf um Triest, Istrien und Fiume 1944/45, Verlag Stocker, Γκρατς / Στουτγκάρδη 1993. ISBN 3-7020-0665-6 (Γερμανικά)
Kaltenegger, Roland: Schörner - Feldmarschall der letzten Stunde, Herbig Verlag, Μόναχο/ Βερολίνο 1994. ISBN 3-7766-1856-6 (Γερμανικά)
Kaltenegger, Roland: Ludwig Kübler - General der Gebirgstruppe, Motorbuch-Verlag, Στουτγκάρδη 1998. ISBN 3-613-01867-5 (Γερμανικά)
Klebe, Reinhold: General Ludwig Kübler, στο: Die Gebirgstruppe, Επιθεώρηση του Συνδέσμου Συντρόφων των Ορεινών Στρατευμάτων (1985), Φύλλο 2 (Γερμανικά)
Knab, Jakob: Falsche Glorie - Das Traditionsverständnis der Bundeswehr, Verlag Links, Βερολίνο 1995. ISBN 3-86153-089-9 (Γερμανικά)
Meyer, Hermann Frank: Αιματοβαμμένο Εντελβάις. Η 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Σώμα Στρατού καιη εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943-1944 (Τόμος Α). Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009. ISBN 978-960-05-1423-0
Meyer, Hermann Frank: Αιματοβαμμένο Εντελβάις. Η 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Σώμα Στρατού καιη εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943-1944 (Τόμος Β). Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009. ISBN 978-960-05-1425-4
Reinhardt, Klaus: Die Wende vor Moskau - Das Scheitern der Strategie Hitlers im Winter 1941/42, Deutsche Verlags-Anstalt, Στουτγκάρδη 1972 (Beiträge zur Militär- und Kriegsgeschichte, τ. 13) (Γερμανικά)
Schönherr, Klaus: Wissenschaftliche Studie - General der Gebirgstruppe Ludwig Kübler, Militärgeschichtliches Forschungsamt, Πότσνταμ 1995. (ανέκδοτο)
Schreiber, Gerhard: Die Wehrmacht und der Partisanenkrieg in Italien, στο: Politischer Wandel, organisierte Gewalt und nationale Sicherheit, R. Oldenbourg Verlag, Μόναχο 1995 (Beiträge zur Militärgeschichte, τ. 50). ISBN 3-486-56063-8 (Γερμανικά)
Streit, Christian: Keine Kameraden - Die Wehrmacht und die sowjetischen Kriegsgefangenen 1941-1945 (2η έκδοση), Dietz-Verlag, Βόννη 1991. ISBN 3-8012-5016-4 (Γερμανικά)
Stuhlpfarrer, Karl: Die Operationszonen "Alpenvorland" und "Adriatisches Küstenland" 1943-1945, Verlag Hollinek, Βιέννη 1969. (Γερμανικά)
Umbreit, Hans: Die deutsche Herrschaft in den besetzten Gebieten 1942–1945, in: Das Deutsche Reich und der Zweite Weltkrieg, τ.5/2, Deutsche Verlags-Anstalt, Στουτγκάρδη 1999. ISBN 3-421-06499-7 (Γερμανικά)