Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Γιατη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|7|08|2024}}
ΤοΜετρό ή Μητροπολιτικός Σιδηρόδρομος είναι ένα σιδηροδρομικό σύστημα μαζικής μεταφοράς τωνμεγαλουπόλεων. Η λέξη είναι ελληνικής προέλευσης (αντιδάνειο: μετρό <γαλλικά métro < chemin de fer métropolitain < ελληνικά μητροπολιτικός σιδηρόδρομος) και χρησιμοποιήθηκε το 1900 στοΠαρίσιγια πρώτη φορά σε σχέση με σιδηρόδρομο (Métro de Paris). Κατά μέσον όρο, το μετρό μπορεί να εκτείνεται σε ακτίνα 25 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, ανκαιστον21ο αιώνα συμβαίνει συχνά να κατασκευάζονται και επεκτάσεις γραμμών ή και εντελώς νέες γραμμές που εκτείνονται και εκτός του μητροπολιτικού συγκροτήματος και καλύπτουν μακρινά προάστεια ή ακόμα και δορυφορικές πόλεις.
Σήμερα, 195 πόλεις σε 62 χώρες έχουν σύστημα μετρό. Η χώρα μετα περισσότερα μετρό είναι ηΚίνα, με 40 συστήματα μετρό,[2]τα οποία έχουν συνολικό μήκος γραμμών πάνω από 4.500 χιλιόμετρα, και επίσης η χώρα αυτή σημείωσε την μεγαλύτερη επέκταση δικτύων μετρό τη δεκαετία του 2010.[3][4][5]
Κάποιοι παλαιότεροι ορισμοί του Μετρό είχαν ως αποτέλεσμα να συγχέεται συχνά με άλλα μέσα μεταφοράς του είδους του, δηλαδή επίσης σιδηροδρομικά. Ως αποτέλεσμα, στη σύγχρονη ιστορία έχουν καθοριστεί διεθνώς 4 θεμελιώδεις προϋποθέσεις πουτο χαρακτηρίζουν γιανα θεωρείται επίσημα Μετρό:[6]
Είναι υποχρεωτικό να είναι αποκλειστικά ηλεκτροκίνητο σύστημα αστικών μεταφορών.
Η κυκλοφορία τουνα είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη κυκλοφορία, δηλαδή να έχει διάδρομο αποκλειστικής διέλευσης στη δική του τροχιά καιο οποίος δεν εμπλέκεται με οδό ή διάβαση ή άλλο μέσο μεταφοράς.
Η συχνότητα διέλευσης των τρένων να είναι ιδιαίτερα πυκνή, δηλαδή να έχει συχνά δρομολόγια και μειωμένο χρόνο αναμονής γιατο επόμενο τρένο, της τάξεως των λίγων λεπτών, σε αντίθεση μετονπροαστιακό σιδηρόδρομο, ο οποίος έχει αραιή συχνότητα διέλευσης των τρένων (και μπορεί να εκτείνεται από 30 ως 100 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης).
Επίσης, να έχει μεγάλη χωρητικότητα επιβατών, σε αντίθεση μετοτραμπου έχει εμφανώς πολύ μικρότερη μεταφορική ικανότητα. Ωστόσο, πολλά αστικά δίκτυα, ιδίως σε πόλεις με μεσαίο πληθυσμό, έχουν βαγόνια και σταθμούς ενδιάμεσης χωρητικότητας και τότε συνήθως χαρακτηρίζονται ως ελαφρύ μετρό / light metro ή τραμ-μετρό / tram-metro. Συχνά μάλιστα σε κάποια αστικά δίκτυα, τα όρια ανάμεσα στο ελαφρύ μετρό καιστοτραμ είναι ασαφή.
Σε παγκόσμια κλίμακα, ο αριθμός των βαγονιών ανά συρμό στα δίκτυα Μετρό κυμαίνεται από 3 έως 8 βαγόνια, καιο συνηθέστερος αριθμός είναι από 4 έως 6, ανκαι εξαιρετικά σπάνια σε πόλεις με τεράστιο πληθυσμόκαι μεταφορικές ανάγκες μπορεί να φτάσει το μέγιστο έως καιτα 12 βαγόνια. Κατά κανόνα, τα βαριά τρένα ταχείας διέλευσης μπορεί να έχουν από 6 έως 10 βαγόνια, ενώ τα ελαφρύτερα συστήματα μπορεί να χρησιμοποιούν 4 ή λιγότερα.
Επίσημα, γιανα θεωρηθεί μητροπολιτική γραμμή, δηλαδή Μετρό, δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι υπόγεια, αφού οι γραμμές της μπορεί να είναι υπόγειες, επίγειες ή υπέργειες, δηλαδή υπερυψωμένες τύπου γέφυρας, ή ακόμα και μέσα σε ανοιχτό όρυγμα. Ανκαιτοπιο συνηθισμένο είδος γραμμών και σταθμών Μετρό διεθνώς είναι το υπόγειο, τα χαρακτηριστικά της κάθε γραμμής εξαρτώνται πολύ από τηντοπογραφία της γης. Ως αποτέλεσμα, η τεχνική κατασκευής συχνά ποικίλλει, αναλόγως μετη γραμμή ή ακόμα και από σταθμό σε σταθμό στην ίδια γραμμή.
Όπως προαναφέρθηκε, οι συνήθεις πιθανές διατάξεις των γραμμών καιτων σταθμών Μετρό είναι τρεις: υπόγεια (μεσήραγγες), υπέργεια (μεγέφυρες) και επίγεια, δηλαδή επιφανειακά, ανκαι σπανιότερα μπορεί να είναι μέσα σεόρυγμα.
Οι υπόγειες σήραγγες απομακρύνουν την κυκλοφορία από το επίπεδο του δρόμου, αποφεύγοντας επίσης τη διχοτόμηση της πόλης ανη γραμμή ήταν επίγεια (όπως επίσης και τις καθυστερήσεις που προκαλούνται από κυκλοφοριακή συμφόρηση αν κατασκευαζόταν τραμ) και καθιστώντας περισσότερη γη διαθέσιμη για κτίρια, οδούς και άλλες χρήσεις. Σε περιοχές με υψηλές τιμές γης και πυκνή χρήση γης, οι σήραγγες μπορεί να είναι η μοναδική οικονομική οδός για μαζική διαμετακόμιση. Από την άλλη, το μειονέκτημα είναι ότι η κατασκευή ενός υπόγειου μετρό είναι ιδιαίτερα ακριβό έργο και συνήθως η κατασκευή του λαμβάνει χώρα για αρκετά χρόνια.
Υπάρχουν τρεις διαφορετικές μέθοδοι γιατην κατασκευή υπόγειων γραμμών:
Η παλαιότερη χρονολογικά, φθηνότερη και ταχύτερη σε χρονοδιάγραμμα κατασκευής μέθοδος, είναι γνωστή ως «εκσκαφή και επικάλυψη» ή διεθνώς «cut-and-cover». Οι δρόμοι της πόλης ανασκάπτονται καιμια δομή σήραγγας αρκετά ισχυρή γιανα υποστηρίξει τον από πάνω δρόμο ενσωματώνεται στην τάφρο, η οποία στη συνέχεια επικαλύπτεται καιο δρόμος ξαναχτίζεται πάνω από τη σήραγγα. Από την άλλη, αυτή η μέθοδος περιλαμβάνει συχνά εκτεταμένη μετεγκατάσταση υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που συνήθως θάβονται όχι πολύ κάτω από το επίπεδο του δρόμου, ιδίως ηλεκτρικές και τηλεφωνικές καλωδιώσεις, δίκτυα ύδρευσηςκαιφυσικού αερίουκαιυπονόμους. Αυτή η μετεγκατάσταση πρέπει να γίνει προσεκτικά, καθώς σύμφωνα μεντοκιμαντέρ της οργάνωσης National Geographic Society, μία από τις αιτίες των εκρήξεων του Απριλίου του 1992 στηΓκουανταλαχάρατουΜεξικού ήταν ένας λανθασμένα τοποθετημένος αγωγός νερού. Ένα ακόμα μειονέκτημα, ακόμα σοβαρότερο αν επιλεγεί αυτή η μέθοδος, είναι ότι συχνά απαιτείται ολική διακοπή της οδικής κυκλοφορίας επί της οδού για όσο κρατήσει η κατασκευή της γραμμής, με δραματικές συνέπειες γιατην οδική κυκλοφορία και, γενικότερα, σοβαρή διατάραξη στην περιοχή, εκτός αν πρόκειται για λεωφόρο ιδιαίτερα μεγάλου πλάτους και γίνει εφικτό να διατηρηθούν στο διάστημα αυτό έστω κάποιες λωρίδες στην κυκλοφορία. Οι κατασκευές αυτού του τύπου είναι συνήθως κατασκευασμένες από σκυρόδεμα, πιθανώς καιμε δομικές κολώνες από χάλυβα. Στα παλαιότερα συστήματα, χρησιμοποιήθηκαν τούβλακαιχυτοσίδηρος.
Ένας άλλος κοινός τύπος μεθόδου σήραγγας ονομάζεται «διάτρητη σήραγγα» ή διεθνώς «cover-and-cut». Εδώ, η κατασκευή ξεκινά με έναν κατακόρυφο άξονα που σκάβεται αρχικά στοέδαφος, από τον οποίο μετά σκάβονται οριζόντιες σήραγγες από κάτω, συχνά με ασπίδα (κέλυφος) της σήραγγας, αποφεύγοντας έτσι σχεδόν οποιαδήποτε διαταραχή στους υπάρχοντες δρόμους, κτίρια και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Από την άλλη όμως, ενδεχόμενα προβλήματα με υπόγεια ύδατα είναι πιο πιθανά καιη εκσκαφή σηράγγων μέσω εγγενών πετρωμάτων μπορεί να απαιτήσει ανατίναξη.
Η ακριβότερη μέθοδος είναι μεμηχάνημα διάνοιξης σηράγγων ή TBM (αρκτικόλεξο από τααγγλικά: Tunnel Boring Machine) ή γνωστό στηνΕλλάδακαι ως «μετροπόντικας». Η μέθοδος αυτή έχει τα πλεονεκτήματα της ελαχιστοποίησης της διαταραχής του περιβάλλοντος εδάφους και, γενικότερα, κάθε διατάραξης στην πόλη, καθώς και της ευκολότερης δημιουργίας ενός λείου τοιχώματος στησήραγγα. Αυτό μειώνει σημαντικά το κόστος επένδυσης των τοιχωμάτων της σήραγγας και καθιστά τα TBM περισσότερα κατάλληλα για χρήση σε περιοχές με έντονα πυκνή αστική δόμηση, ιδίως αν είναι απαραίτητο η γραμμή να περνάει κάποιες φορές κάτω από κτίρια. Επίσης, όταν η πόλη έχει ιδιαίτερα ασταθές έδαφος, η μέθοδος αυτή επιτρέπει την εκσκαφή σε μεγαλύτερα βάθη, χαμηλότερα στο βραχώδες υπόστρωμα. Το κυριότερο μειονέκτημα είναι το υψηλό αρχικό κόστος, καθώς τα TBM είναι ιδιαίτερα ακριβά στην κατασκευή τους, δύσκολο να μεταφερθούν στα κατάλληλα σημεία, με αποτέλεσμα αρκετές φορές να μεταφέρονται τμηματικά καινα συναρμολογούνται στο σημείο εκκίνησης της εκσκαφής και μετά να αποσυναρμολογούνται στο σημείο λήξης της εκσκαφής, μια εξαιρετικά χρονοβόρα διαδικασία, και απαιτούν σημαντικές υποδομές. Ένα επιπρόσθετο παλαιότερο μειονέκτημα ήταν ότι τα πρώτα μηχανήματα διάνοιξης σηράγγων δεν μπορούσαν να κάνουν τις σήραγγες αρκετά μεγάλες για συμβατικό σιδηροδρομικό εξοπλισμό, απαιτώντας ειδικά χαμηλά, στρογγυλά τρένα για κυκλοφορία στο Μετρό, όπως χρησιμοποιούνται ακόμα καισε κάποιες γραμμές μετρό παλαιότερης κατασκευής, όπως για παράδειγμα στο μεγαλύτερο μέρος τουμετρό του Λονδίνου. Ως αποτέλεσμα, δεν μπορεί να εγκατασταθεί εκτων υστέρων κλιματισμός στις περισσότερα τρένα αυτών των γραμμών, επειδή ο κενός χώρος μεταξύ των τρένων και της οροφής (και γενικώς όλων των τοιχωμάτων) των σηράγγων είναι ελάχιστος. Αντιθέτως, άλλες γραμμές που έχουν κατασκευαστεί με TBM στα νεότερα χρόνια, εκτων υστέρων στον 21ο αιώνα έχουν εξοπλιστεί με κλιματιζόμενα τρένα.
Οι υπέργειοι ή υπερυψωμένοι σιδηρόδρομοι είναι ένας φθηνότερος και ευκολότερος τρόπος γιανα κατασκευαστεί ένα αποκλειστικό δικαίωμα διέλευσης χωρίς να σκάβονται ακριβές σήραγγες ή να δημιουργούνται εμπόδια στην επιφάνεια. Εκτός από τους σιδηροδρόμους στο επίπεδο του δρόμου, μπορεί επίσης να είναι η μοναδική άλλη εφικτή εναλλακτική λύση λόγω παραγόντων όπως ο έντονος υδροφόρος ορίζοντας κοντά στην επιφάνεια της πόλης που αυξάνει ραγδαία το κόστος ή ακόμη και εμποδίζει την κατασκευή υπόγειων σηράγγων (π.χ. στοΜαϊάμι, όπου η κατασκευή υπόγειου μετρό θα ήταν κατά κανόνα ανέφικτη και, ως αποτέλεσμα, προτιμήθηκε η κατασκευή δικτύου υπέργειου μετρό). Οι υπερυψωμένες γραμμές και σταθμοί ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στις αρχές του20ού αιώνα, μεταγενέστερα έπεσαν σε δυσμένεια, αλλά τελικώς επανήλθαν στη μόδα από τηδεκαετία του 1970και μετά.
Ωστόσο, δεν μπορούν όλες οι πόλεις του κόσμου να έχουν αυτό το είδος γραμμών και σταθμών. Για παράδειγμα, σε πόλεις με ασθενές έδαφος (έλλειψη συνοχής του εδάφους) και ιδιαίτερα μάλιστα αν βρίσκονται σε σεισμικές ζώνες, το κόστος τουθα αυξηθεί σχεδόν κατά 300% από αυτό πουθα κόστιζε η κατασκευή αυτού του είδους Μετρό σε άλλη πόλη χωρίς τέτοια ζητήματα. Κάποιες φορές, επίσης, όπως ενδεικτικώς συνέβη στοΜετρό της Σεβίλλης, ανο υδροφόρος ορίζοντας είναι εξαιρετικά υψηλός σε βαθμό πουνα έχει δημιουργήσει τον τύπο τουελώδουςεδάφους, προκαλεί επίσης μια πρόσθετη τεχνική δυσκολία. Εντυπωσιακό τέτοιο παράδειγμα, είναι το Μετρό στηνΑγία Πετρούπολη της Ρωσίας, που είναι, υπολογίζοντας το μέσο βάθος του, το βαθύτερο σύστημα Μετρό στον κόσμο, διότι στηελώδη ζώνη της πόλης το σταθερό υπέδαφος αρχίζει σε βάθος κάτω από 50 μέτρα (160 πόδια), με επιπρόσθετο αποτέλεσμα τη δυσκολία κατασκευής υπέργειων γραμμών. Ως αποτέλεσμα, μόλις 3 σταθμοί στο μετρό αυτό είναι σε μικρότερο βάθος και μόλις άλλοι 3 σταθμοί είναι υπέργειοι.
Επιπρόσθετα, σε πόλεις με κάκιστη ρυμοτομία, η κατασκευή γεφυρών μέσα στον αστικό χώρο είναι χωροταξικώς ανέφικτη, φαινόμενο που συμβαίνει συχνότερα κυρίως στις πόλεις της Ευρώπης επειδή είναι παλαιότερης κατασκευής, με εξαίρεση μόνο ανη πόλη διαθέτει και φαρδιές λεωφόρους, με μεγάλες αποστάσεις ανάμεσα στα κτίρια, όπου θα ήταν εφικτό να χωρέσει κάτι τέτοιο.
Ανκαι σύμφωνα μετον επίσημο διεθνή ορισμό, όπως προαναφέρθηκε, γιανα θεωρηθεί Μετρό δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι η γραμμή υπόγεια, καιστην πράξη σε όλες σχεδόν τις πόλεις διεθνώς υπάρχουν και κάποιες γραμμές αστικών σιδηροδρόμων και σταθμών των οποίων η διαδρομή τρέχει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην επιφάνεια, στη σύγχρονη κοινή γνώμη η έννοια του «μετρό» συνδέεται νοητά πιο έντονα μετην έννοια «υπόγειος σιδηρόδρομος» και λιγότερο μετην έννοια «επίγειος σιδηρόδρομος». Σε κάποια Μετρό, επίσης, εκτός από επιφανειακά υπάρχουν και γραμμές και σταθμοί σε ανοιχτά ορύγματα ή σε λίγο υψηλότερο επίπεδο από την οδό. Ειδικότερα όμως η ιδέα του λίγο υψηλότερου επιπέδου ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του20ού αιώνα έχει σταματήσει εντελώς να εφαρμόζεται, διότι πρακτικώς καταστρέφει την εικόνα της πόλης, και συναντάται πλέον μόνο σε λίγους σταθμούς πολύ παλαιάς κατασκευής καισε λίγα Μετρό, όπως στοΜετρό της Νέας Υόρκης.
Στη σύγχρονη ιστορία, αρκετές πόλεις έχουν προχωρήσει σεεκτων υστέρων υπογειοποίηση επίγειων (ή σε ανοιχτά ορύγματα, χαρακτηριστικό παράδειγμα η επικάλυψη τουσταθμού Κάτω ΠατήσιαστοΜετρό της Αθήναςκαιη μετατροπή τουσε υπόγειο το 2004, ενώ μέχρι τότε ήταν επίγειος χαμηλού επιπέδου, τύπου ανοικτού ορύγματος) σταθμών ή και ολόκληρων τμημάτων αστικών γραμμών, για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων μπορεί να είναι η υπεροχή στην τάξη αισθητικής και περιβαλλοντικής ποιότητας της υπόγειας διαδρομής, καθώς καιη κατάργηση της διχοτόμησης της πόλης καιη απόδοση του χώρου για δημιουργία ζωνών πρασίνου ή κάποιες φορές ακόμα καιτο υψηλό κόστος γης στις μεγάλες πόλεις. Ωστόσο, για ορισμένα τμήματα επιφανειακών γραμμών Μετρό μπορεί ναμην υπάρχει επιτακτική ανάγκη για κάτι τέτοιο, όπως για παράδειγμα όταν ένα τμήμα της γραμμής διασχίζει μια άδεια περιοχή στην ύπαιθρο ή όταν είναι στην κεντρική νησίδα μιας εξαιρετικά μεγάλου πλάτους λεωφόρου ή ενός εσωτερικού αστικού αυτοκινητόδρομου. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα, είναι το επίγειο τμήμα της Γραμμής 3τουΜετρό της Αθήναςστην κεντρική νησίδα της Αττικής Οδούπου συνδέεται μετοΑεροδρόμιο, το οποίο επίσης είναι κοινό με μία γραμμή τουΠροαστιακού Σιδηροδρόμου.
Όταν η γραμμή είναι επιφανειακή, οι διάδρομοι καιοι ράγες απομονώνονται από εκατέρωθεν τείχη και περιφράξεις, έτσι ώστε το Μετρό ναμην παρεμβαίνει στην κυκλοφορία στους δρόμους καινα παρεμποδίζεται η είσοδος οχημάτων ή πεζών σε αυτό, σε αντίθεση μετοτραμ, όπου δεν υφίσταται καμία τέτοια παρεμπόδιση, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις σπάνιων υπόγειων τμημάτων. Ωστόσο, οθόρυβοςτωντρένων μπορεί να είναι ενοχλητικός για τους ντόπιους, καιγιατον λόγο αυτό σε ορισμένες πόλεις, όπως στοΣαντιάγο της Χιλής ή στοΜετρό του Παρισιού, όπου έχει επιφανειακές γραμμές Μετρό έχουν τοποθετηθεί σήμερα χαλύβδινες γραμμές νέου τύπου, οι οποίες προσφέρουν χαμηλά επίπεδα θορύβου, ευχάριστη σιωπή και ελάχιστο τράνταγμα για τους επιβάτες. Σε άλλες, όπως στοΜετρό της Πράγας, η διαδρομή στην επιφάνεια γίνεται μέσα σε υπερυψωμένους σωλήνες.
Fjellstrom, K.· Wright, L. (2002). «Mass Transit Options»(PDF). Sustainable Transport: A Sourcebook for Policy-Makers in Developing Cities. Deutsche Gesellschaft für Technische Zusammenarbeit. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 7 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου 2009.
Kjenstad, Rune (1994). På skinner i Bymarka (στα Νορβηγικά). Oslo: Baneforlaget. ISBN978-82-91448-01-5.
Ovenden, Mark: Metro Maps of the world. Capital Transport, London 2005, ISBN 1-85414-272-0.
Joseph P. Pickert· και άλλοι., επιμ. (2000). The American Heritage Dictionary of the English Language (4th έκδοση). Houghton Mifflin Company. ISBN978-0-618-08230-8.
W. J. Hinkel, K. Treiber, G. Valenta und H. Liebsch: gestern-heute-morgen – U-Bahnen von 1863 bis 2010. Schmid-Verlag, Wien 2004, ISBN 3-900607-44-3.
Straßenbahn Magazin: U-Bahnen. Geramond-Verlag, München 2004, 1, ISBN 3-89724-201-X.
Paul Garbutt: World metro systems. Capital Transport, London 1997, ISBN 1-85414-191-0.
Sergej Tchoban und Sergej Kuznetsov (Hrsg.): speech: 13: metro/subway. JOVIS Verlag, Berlin 2015, ISBN 978-3-86859-840-7.