Ταξωτικά είναι μυθικά πλάσματα της Σκανδιναβικής μυθολογίας, που επέζησαν στις λαϊκές παραδόσεις της Βόρειας Ευρώπης. Αρχικά ως γένος ελάσσονων θεών της φύσης και της γονιμότητας, τα ξωτικά απεικονίζονται συχνά σαν φαινομενικά νεαροί άντρες και γυναίκες εξαίσιας ομορφιάς πουζουν κυρίως σε δάση και άλλες φυσικές περιοχές, υπογείως, ή σε κρύπτες. Περιγράφονται σαν υπεραιωνόβια ή αθάνατα πλάσματα και τους αποδίδουν μαγικές δυνάμεις. Ακολουθώντας την επιτυχία του έπους τουΤόλκινΟ Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, τα ξωτικά έγιναν κλασικοί χαρακτήρες της σύγχρονης φανταστικής λογοτεχνίας. Ο Τόλκιν χρησιμοποίησε τον όρο "ξωτικά" ως συμβατική απόδοση της ονομασίας των "πρωτόπλαστων όντων" του κόσμου του. Τα πλάσματα αυτά διευκρινίζεται ότι έχουν περισσότερα κοινά με τους ανθρώπους (Εdain) παρά μετα πνευματικά όντα, τους Maiarκαι τους Valar, μοιάζοντας περισσότερο με εξιδανικεύσεις της ανθρώπινης φύσης.
Σκανδιναβία: alfer, elvere, elverfolk, ellefolk ή huldrerστηΔανία, alver, alfer ή elvefolkστηΝορβηγίακαιalfer, alver ή älvorστηΣουηδία
Παρά τις εκτεταμένες διαφωνίες, οι λέξεις elf, álfκαιοι σχετικές με αυτές μάλλον προέρχονται από την ίδια πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *albh, όπως η λατινική λέξη albus (λευκός).[1]
Η πρώτη περιγραφή ξωτικών μας έρχεται από τηΝορβηγική μυθολογία. Στα αρχαία νορβηγικά ονομάζονται álfarκαιη παρουσία μυθολογικών πλασμάτων με συγγενή ονομασία σε μεταγενέστερες λαϊκές παραδόσεις ενισχύει την άποψη ότι η πίστη στα ξωτικά ήταν κοινή σε όλες τις γερμανικές φυλές και όχι μόνο στους αρχαίους Σκανδιναβούς.
Ξωτικά στηΣκανδιναβική μυθολογία αναφέρονται στηνΈντακαι στις σάγκα. Εδώ τα ξωτικά συσχετίζονται με τους Εσίρ, ειδικά από την έκφραση "Æsir and the elves", που σημαίνει περίπου "όλοι οι θεοί".[2] Ωστόσο, ταυτίζονται καιμε τους Βανίρ από κάποιους ειδικούς.[3]Τα ξωτικά της Σκανδιναβικής μυθολογίας έχουν μέγεθος ανθρώπου: ξωτικά και άνθρωποι μπορούσαν να ζευγαρώσουν. Ξακουστοί άνθρωποι μετά το θάνατό τους θα μπορούσαν να γίνουν ξωτικά, όπως ο μεγάλος βασιλιάς Όλαφ Γκέιρσταντ.
Στις λαϊκές παραδόσεις της Σκανδιναβίας, που είναι μια μεταγενέστερη μείξη της Νορβηγικής μυθολογίαςκαι στοιχείων τουΧριστιανισμού, το ξωτικό αποκαλείται elverσταδανέζικα, alvστανορβηγικάκαιalv ή älvaστασουηδικά. Οι φτερωτές νεράιδες των βρετανικών λαϊκών παραδόσεων συχνά συγχέονται μετα ξωτικά. Σε ένα παραμύθι τουΧανς Κρίστιαν Άντερσεν αναφέρεται η ονομασία elvere. Σε αυτή την ιστορία, τα ξωτικά μοιάζουν περισσότερο μετα ξωτικά των τοπικών λαϊκών παραδόσεων: πανέμορφες θηλυκές υπάρξεις, πουζουνστο ύπαιθρο και μπορούν να παρασύρουν έναν άντρα σε ένα χορό μέχρι θανάτου. Συνήθως απεικονίζονται με ξανθά μαλλιά και άσπρο δέρμα και, όπως τα περισσότερα πλάσματα στις σκανδιναβικές λαϊκές παραδόσεις, τα ξωτικά γίνονται ιδιαίτερα ενοχλητικά όταν τα προσβάλλει κανείς. Μπορούσε ναταδει κανείς να χορεύουν στα λιβάδια ειδικά τη νύχτα ή πρωινά με ομίχλη. Όμως, αν κάποιος παρακολουθούσε το χορό τους, είχε την αίσθηση ότι είχαν περάσει μόνο λίγες ώρες, ενώ στην πραγματικότητα είχαν περάσει χρόνια ολόκληρα. (Ακόμα καιστονΆρχοντα των Δαχτυλιδιών, η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού ανακαλύπτει ότι ο χρόνος κυλάει πιο αργά στο δάσος ξωτικών τουΛοθλόριεν).
Στη γερμανική λαϊκή παράδοση, τα ξωτικά θεωρούνταν μικρά σκανδαλιάρικα πλάσματα, που προκαλούσαν αρρώστιες στα ζώα και τους ανθρώπους και έφερναν άσχημα όνειρα, επειδή κάθονταν πάνω στο στήθος αυτού που κοιμόταν. Η γερμανική λέξη Albtraum (=εφιάλτης), κυριολεκτικά σημαίνει ξωτικό όνειρο.
Ο θρύλος τουErlkönig φαίνεται να δημιουργήθηκε στηΔανία κατά το ίδιο σχεδόν χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις της Γερμανίαςκαι της Δανίας, ο Erlkönig εμφανίζεται σαν προάγγελος θανάτου, όπως οι νεράιδες μπάνσιστηνΙρλανδική μυθολογία. Ωστόσο, ο Erlkönig εμφανίζεται μόνο στο άτομο πουθα πεθάνει καιη έκφρασή του δηλώνει τι είδους θάνατο θα περιμένει: ήρεμο ή γεμάτο πόνους και αγωνία. Αυτή η πλευρά του μύθου ενέπνευσε τονΓκαίτενα γράψει το ποίημά τουDer Erlkönig.
Η λέξη elf εμφανίστηκε στηνΑγγλική γλώσσα από την Αρχαία Αγγλική λέξη ælfκι έτσι έφτασε στηΜεγάλη Βρετανία αρχικά με τους Αγγλοσάξονες.[4]Τα ξωτικά των Αγγλοσαξόνων φαίνεται να είχαν ομοιότητες μετα ξωτικά στηΣκανδιναβική μυθολογία: υπερφυσικά πλάσματα με ανθρώπινο παρουσιαστικό, κυρίως αρσενικού φύλου, μπορούσαν να βοηθήσουν ή να βλάψουν τους ανθρώπους πουτα συναντούσαν. Ωστόσο, τα μεταγενέστερα αγγλικά παραμύθια παρουσίαζαν τα ξωτικά σαν μικρά δυσδιάκριτα πλάσματα με σκανταλιάρικο χαρακτήρα. Δεν είναι κακά, αλλά ενοχλούν τους ανθρώπους ή μπλέκονται στις υποθέσεις τους. Κάποιες φορές είναι αόρατα. Σε αυτή την παράδοση, τα ξωτικά ταυτίστηκαν λίγο πολύ με τις νεράιδες της Κέλτικης μυθολογίαςκι έτσι πολλές φορές πλέον δεν διαχωρίζονται στη λαϊκή παράδοση.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η λογοτεχνική επίδραση στάθηκε καθοριστική γιατην απαγκίστρωση της εικόνας των ξωτικών από τις μυθολογικές τους ρίζες, με εξέχον παράδειγμα τονΟυίλλιαμ Σαίξπηρ, που φανταζόταν τα ξωτικά σαν μικρούς ανθρώπους καιδεντα ξεχώριζε από τις νεράιδες στα διάφορα έργα του (πρβλ. τονΠακ [Puck] στο "Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας).
Ξωτικά, Νύμφες και Νεράιδες στην Ελληνική μυθολογία και λαογραφία
Τα ξωτικά της Σκανδιναβικής μυθολογίας και λαογραφίας έχουν πολλές ομοιότητες με τις Νύμφες και άλλες κατώτερες θεότητες της Ελληνικής μυθολογίας και τις Νεράιδες καιτα ξωτικά της νεοελληνικής λαογραφίας και προφορικής παράδοσης.
Η σύγχρονη φανταστική λογοτεχνία αναβίωσε το μύθο των ξωτικών ως ημίθεα πλάσματα με ανθρώπινη μορφή. Εξέχοντα ρόλο διαδραμάτισε το έργο τουΤζον Ρόναλντ Ρούελ Τόλκιν, ο οποίος δημιούργησε έναν τεράστιο μυθικό κόσμο, όπου τα ξωτικά του είχαν σαφέστατα εμπνευστεί από τα ξωτικά της Σκανδιναβικής μυθολογίας. Τα ξωτικά σαν φυλή έμοιαζαν στους ανθρώπους, αλλά ήταν ομορφότερα και είχαν μεγαλύτερη σοφία, μεγαλύτερες πνευματικές δυνάμεις, οξύτερες ικανότητες και είχαν πιο κοντινή επαφή μετη φύση. Είναι αθάνατα, μετην έννοια ότι δε φθείρονται από το χρόνο ή κάποια ασθένεια. Μπορούν όμως να σκοτωθούν ή να πεθάνουν από λύπη, αλλά μεταβαίνουν στοΒάλινορστη Δύση, ενώ οι άνθρωποι εγκαταλείπουν εντελώς τον κόσμο της Άρντα.
Σε διάφορα παιχνίδια ρόλων (π.χ. Dungeons & Dragons), τα ξωτικά είναι όμορφα, συνήθως ξανθά, λεπτοκαμωμένα κι έχουν εξαιρετική ταχύτητα και ευκινησία. Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι τα μεγάλα μυτερά αυτιά τους, ενώ χωρίζονται σε διάφορες φυλές.