Ο φλοιός είναι παχύς και αυλακωτός, ταφύλλα βελονοειδή και φύονται κατά σπονδύλους ανά δύο, τρία ή πέντε, παραμένοντας στο πεύκο από 2 μέχρι 17 χρόνια. Στη βάση τους περιβάλλονται από ένα μεμβρανώδη κολεόκαιτο χρώμα τους είναι ανοιχτό ως σκούρο πράσινο.
Στη βάση κάθε μονοετούς βλαστού αναπτύσσονται αρσενικοί και θηλυκοί κώνοι. Είναι τα άνθη του πεύκου γνωστά μετην ονομασία κουκουνάρια.
Τα πεύκα αποτελούν πρόδρομα είδη στα δασικά οικοσυστήματα κι εγκαθίστανται σε ακραία περιβάλλοντα και σχηματίζουν φυτοκοινωνίες που διαμορφώνουν το περιβάλλον γιατα επερχόμενα είδη. Π.χ. στην περιοχή της Αττικήςτα πευκοδάση διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον γιατη φυσική εξέλιξη του οικοσυστήματος που θεωρητικά κυριαρχείται από δρυς (βελανιδιές). Είναι είδη που αγαπούν το φως, είναι ανθεκτικά στην ξηρασία και προτιμούν ασβεστολιθικά εδάφη.
Τα πεύκα είναι αειθαλή, ρετινωδή δέντρα και σπάνια θάμνοι, με ύψος 3 με 80 μέτρα, μετην πλειοψηφία των ειδών να έχουν ύψος 15 με 45 μέτρα. Τα χαμηλότερα είναι τα είδη Πεύκη η νάνα (Pinus pumila) καιΠεύκη η κορυφόβια ή Πεύκη η κορυφήτης (Pinus culminicola), με ύψος μέχρι 3 μέτρα. Σε αντιδιαστολή, το ψηλότερο είναι ηΠεύκη η βαριά ή πεύκη η βαρύξυλος (Pinus ponderosa), με ένα άτομο του είδος στοΌρεγκοννα έχει ύψος 81,79 μέτρα, ενώ ηΠεύκη η λαμπερτιανή μπορεί να ξεπεράσει σε ύψος τα 82 μέτρα.
Ο κορμός των περισσότερων ειδών είναι χοντρός και φολιδωτός. Τα κλαδιά μοιάζουν να σχηματίζουν δακτυλίδια στα σημεία που εκφύονται από τον κορμό, ανκαι σχηματίζουν σφικτές σπείρες. Είναι όλα μακρόβια δέντρα, με ηλικία από 100 μέχρι 1.000 έτη ή περισσότερο. Ηπιο μακρόβια είναι ηΠεύκη η μακραίωνη[1] (Pinus longaeva), καθώς ένα δέντρο αυτού του είδος έχει μετρηθεί ότι έχει ζήσει 4.600 χρόνια, ο γηραιότερος ζων οργανισμός στηΓη. Δυστυχώς, ένα δέντρο ηλικίας 4.900 ετών του ίδιου είδους κόπηκε.
Η αναπαραγωγή των πεύκων γίνεται μέσω των κώνων τους. Στους αρσενικούς κώνους υπάρχουν πολλοί μικροί «σάκοι» που φέρουν γύρη. Στους θηλυκούς κώνους βρίσκονται διατεταγμένα «λέπια» (τροποποιημένα φύλλα).
Κατά τηνάνοιξηοι γυρεόσακοι ανοίγουν καιμετον άνεμο σκορπούν τη γύρη. Τα λέπια στους θηλυκούς κώνους ανοίγουν, δέχονται τη γύρη και κλείνουν. Η γονιμοποίηση γίνεται την επόμενη άνοιξη.
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάροςστην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε νατο ανασκευάσετε ή καινα προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στησελίδα συζήτησηςτου λήμματος.
Στην Ελλάδα βρίσκουμε 7 είδη πεύκου που είναι αυτοφυή.[2]
Τοκοινό πεύκο (επιστ. Χαλέπιος πεύκη - Pinus halepensis), γνωστό μετην ονομασία Χαλέπιος Πεύκη[3]. Βρίσκεται στηΣτερεά Ελλάδα, Εύβοια, στα νησιά τουΑιγαίου, στηΧαλκιδική, στα νησιά τουΙονίου, σχηματίζοντας δάση. Αναπτύσσεται σε χαμηλό υψόμετρο, μέχρι 1000 μέτρα. Προτιμά τις ξερές και ζεστές περιοχές καιτα ασβεστολιθικά εδάφη πουδεν συγκρατούν υγρασία. Από το δέντρο αυτό συλλέγεται τορετσίνι, που προστίθεται στο κρασί γιατη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στηβυρσοδεψία.
Μαυρόπευκο
ΤοΘασίτικο πεύκο ή Τραχεία πεύκη επιστ. Pinus brutia[4][5],που μοιάζει μετο κοινό, έχει μεγαλύτερο όγκο και ύψος από αυτό, σκληρές και χοντρές βελόνες. Υπάρχει στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, τη Χαλκιδική, τηΘράκη, τηΘάσο, τηνΚρήτηκαιτηΜικρά Ασία.
Τομαυρόπευκο επιστ. Μαύρη πεύκη - Pinus nigra[6], ψηλό δέντρο που φτάνει σε ύψος καιτα 45 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά καιοι βελόνες του μετρίου μεγέθους. Βρίσκεται σε δάση στην οροσειρά της Πίνδου, στα βουνά της Μακεδονίας, ενώ λίγα υπάρχουν καιστα βουνά της Κρήτης και της Λέσβου. Το ξύλο του έχει ερυθρωπό χρώμα εσωτερικά, είναι καλής ποιότητας, χρησιμοποιείται στις οικοδομές, στηναυπηγικήκαισαν στύλος στήριξης καλωδίων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος.
Δασόπευκο
Τοδασόπευκο, λιάχα ή Δασική πεύκη επιστ. Πεύκη η αγρία - Pinus sylvestris[7], με κιτρινοκόκκινο φλοιό, μεγάλο ύψος που φτάνει καιτα 50 μέτρα. Τα κουκουνάρια του είναι μικρά και ωοειδή, χρώματος γκριζοκάστανου. Ο κορμός του ίσιος με μεγάλες ρωγμές. Βρίσκεται σε μερικά όρη της βορείου Ελλάδας και όταν είναι γέρικο γυμνώνεται αφήνοντας μία τούφα στη κορυφή του. Το ξύλο του είναι γνωστό μετην ονομασία κόκκινη ξυλεία, ερυθρωπό εσωτερικά και σκληρό, και χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη γιατη παρασκευή ξυλοπολτού γιαχαρτί, στις οικοδομικές κατασκευές καιστη ναυπηγική.
ΤοΜακεδονίτικο, πενταβέλονο ή Βαλκανικό πεύκο επιστ. Pinus peuce - Πεύκη η πεύκη[8]. Φυτρώνει σε υψόμετρο από 600 μέχρι 2.300 μέτρα, φτάνοντας συχνά στην αλπική ζώνη. Τα ώριμα δέντρα έχουν ύψος 35-40 μέτρα και διάμετρο κορμού 1,5 μέτρο, απαντάται στην οροσειρά της Ροδόπης καιστον Βόρα, αλλά κυρίως φύεται στηνΑλβανίακαιΒουλγαρία.
κουκουναριά
ΗΚουκουναριά ή ήμερο πεύκο επιστ. Pinus pinea - Πεύκη η πίτυς[9], είναι πυκνό, ψηλό και σχηματίζει "ομπρέλα". Τα κουκουνάρια του είναι μεγάλα, με μεγάλα σκληρά σπόρια. Φύεται σε παραθαλάσσιες ή πεδινές περιοχές, κυρίως στις Σποράδες αλλά καιστηΧαλκιδική, Στερεά και Πελοπόννησο. Απαντά επίσης στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου. Το ξύλο του χρησιμοποιείται σαν στρογγυλή ξυλεία και παραγωγή σανιδωμάτων (παρκέ). Τα σπόρια του, γνωστά και αυτά μετην ονομασία κουκουνάρια, χρησιμοποιούνται στη μαγειρική καιτη ζαχαροπλαστική.
Τέλος τορόμπολο ή πεύκο του Χέλντραϊχ επιστ. Pinus heldreichii[10] (ονομάσθηκε προς τιμήν τουΤέοντορ Χέρμαν φον Χέλντραϊχ), με σταχτίλευκο φλοιό, ενώ οι βελόνες του σχηματίζουν τούφες στις άκρες των κλαδιών. Ο κορμός είναι χοντρός και ίσιος, το ίδιο καιτα κλαδιά. Βρίσκεται σε πετρώδη και ορεινά εδάφη στη Βόρεια Ελλάδα. Εξαιτίας του αρωματικού του ξύλου είναι ιδανικό γιατην κατασκευή βαρελιών. Χρησιμοποιείται επίσης στην κατασκευή διαφόρων εργαλείων γιατί δεν σαπίζει.
Τα τελευταία χρόνια τα πεύκα στις αστικές και περιαστικές περιοχές της Ελλάδας απειλούνται από τηβαμβακίαση, ασθένεια που προκαλείται από το κοκκοειδές έντομο Marchalina hellenica (Monophlebus hellenicus) ελλ. μαρσαλίνα, πουζειστο φλοιό τους παρασιτικά και παράγει μελιτώδεις εκκρίσεις. Οι εκκρίσεις αυτές συλλέγονται από τις μέλισσες προκειμένου να φτιάξουν πευκόμελοπου αποτελεί και 60% της συνολικής παραγωγής μελιού στην Ελλάδα. Οι νεκρώσεις παρατηρούνται σε άτομα πεύκης με επιβαρυμένη φυτοϋγειονομική κατάσταση, με περιορισμένο ζωτικό υπέργειο και υπόγειο χώρο. Ενδεικτικά αναφέρεται πως σε φυσικά δάση χαλεπίου πεύκης τα οποία εκμεταλλεύονται μελισσοκομικά δεκάδες χρόνια, οι βλάβες από τοMarchalina hellenica είναι αμελητέες και ουδέποτε υπήρξε ένδειξη επιδημίας. Αντίθετα στις περιοχές όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα "πιέζει" το βιολογικό χώρο του πεύκου, καισε συνδυασμό μετην απροθυμία των ανθρώπων να φροντίσουν τους οργανισμούς αυτούς (κλάδεμα, καθαρισμός, προστασία ριζικού συστήματος) φαίνεται πως οι ζημιές είναι σημαντικές.
Η επιδημία αυτή ξεκίνησε το 2000, όταν το Υπουργείο Γεωργίας της Ελλάδας αποφάσισε τον εμβολιασμό των πεύκων με μαρσαλίνα σε μαζική κλίμακα, προκειμένου να γίνουν μελιτοφόρα καινα αυξηθεί η παραγωγή πευκόμελου. Σήμερα γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με χημική καταπολέμηση.