ΗΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος είναι η τρίτη Σύνοδος που έγινε στην Κωνσταντινούπολη. Το 680/681 καταδίκασε τονμονοθελητισμόκαιτονμονοενεργητισμό ως αιρέσεις και καθόρισε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε δύο θελήσεις και δύο ενέργειες, θεϊκές και ανθρώπινες.
Η Σύνοδος διευθέτησε ένα σύνολο θεολογικών αντιπαραθέσεων, που είχαν ξεκινήσει από τον 6οαι., αλλά είχαν ενταθεί κατά τις βασιλείες τουΗρακλείου (βασ. 610-641) καιτου εγγονού τουΚώνστα Β' (βασ. 641-668). Ο Ηράκλειος είχε ανακτήσει ένα μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας, που είχε καταληφθεί από τους Πέρσες και είχε προσπαθήσει να γεφυρώσει τη διαμάχη μετον Μονοφυσιτισμό, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ισχυρός στη Συρία καιτην Αίγυπτο, προτείνοντας μία μετριοπαθή θεολογική θέση (Έκθεσις), που στηριζόταν καλά στην παράδοση, όπως όλες οι θέσεις. Το αποτέλεσμα ήταν πρώτα ομονοενεργητισμός, ότι δηλ. ο Χριστός, ανκαι είχε δύο φύσεις, είχε μία ενέργεια (θεϊκή και ανθρώπινη) και επίσης ομονοθελητισμός , δηλ. ο Χριστός είχε μία θέληση, καθώς δεν υπήρχε αντίθεση στον Χριστό μεταξύ της θεϊκής και της ανθρώπινης βούλησης. Το δόγμα αυτό έγινε αποδεκτό στο μεγαλύτερο μέρος του Ρωμαϊκού/Βυζαντινού κόσμου, αλλά δημιουργήθηκε αντίθεση στην Ιερουσαλήμ καιστη Ρώμη και ξεκίνησε μία διαμάχη, που συνεχίστηκε ακόμη και μετά την απώλεια των ανακτηθέντων επαρχιών μετο τέλος του Ηρακλείου. Όταν ο εγγονός τουΚώνστας Β΄ ανέλαβε τον θρόνο, είδε την αντίθεση ως απειλή γιατη σταθερότητα της Αυτοκρατορίας και προσπάθησε να σιωπήσει την αντιπαράθεση, απαγορεύοντας τη συζήτηση υπέρ ή κατά του δόγματος (Τύπος). Οπάπας Μαρτίνος Α΄καιο μοναχός Μάξιμος, οιπιο ακραίοι αντίπαλοι του μονοθελητισμού -πουτον ερμήνευαν ως άρνηση της ανθρώπινης θέλησης του Χριστού- συγκρότησαν σύνοδο στη Ρώμη το 649, που καταδίκασε τον μονοενεργητισμό καιτον μονοθελητισμό. Στην Κωνσταντινούπολη, περί το 653, μερικοί κατηγόρησαν τον πάπα ότι υποστήριζε εξέγερση, το οποίο εθεωρείτο μεγίστη προδοσία· έτσι ο Μαρτίνος Α΄ συνελήφθη, δικάστηκε, καταδικάστηκε και στάλθηκε σε εξορία, όπου σύντομα απεβίωσε. Ο Μάξιμος δικάστηκε και βασανίστηκε έως θανάτου. Η θέση του Μαρτίνου Α΄ καιτου Μαξίμου του Ομολογητή υποστηρίχθηκε από άλλους στη Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη που ακολούθησε.
Όταν ο γιος και διάδοχος του Κώνστα Β΄, οΚωνσταντίνος Δ΄, κατέβαλε τους Μουσουλμάνους που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη το 678, αμέσως έστεψε την προσοχή τουστην αποκατάσταση της επικοινωνίας μετη Ρώμη. Έγραψε στονπάπα Δόνο προτείνοντάς του μία Σύνοδο γιατο θέμα. Όταν η επιστολή έφθασε στη Ρώμη, ο Δόνος είχε αποβιώσει, αλλά ο διάδοχός τουπάπας Αγάθων συμφώνησε μετην πρόταση του Αυτοκράτορα και διέταξε συνεδριάσεις σε όλη τη Δύση, ώστε αντιπρόσωποι (legati) να παρουσιαστούν στη Σύνοδο, σύμφωνα μετην Παράδοση της Εκκλησίας. Έγινε μία συνεδρίαση στο Μιλάνο, υπό τον αρχιεπίσκοπο Μαυσύετο· μία άλλη στο Χάτφιλντ το 680, στην οποία προήδρευσε οΘεόδωρος αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι. Ο Αγάθων έκανε μία συνεδρίαση στη Ρώμη το Πάσχα του 680, με εκπροσώπους από τις τοπικές συνεδριάσεις.
Έπειτα έστειλε την αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφθασε με δύο επιστολές, μία από τον πάπα γιατον Αυτοκράτορα και μία από τους επισκόπους του συνεδρίου της Ρώμης προς αυτούς που συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εντω μεταξύ ο Κωνσταντίνος Δ΄ κάλεσε τον Πατριάρχη Γεώργιο Α΄ της Κωνσταντινούπολης και όλους τους επισκόπους της δικαιοδοσίας τουσε Σύνοδο. Επίσης κάλεσε τον Πατριάρχη Μακάριο της Αντιόχειας, που έμενε στην Κωνσταντινούπολη λόγω της μουσουλμανικής κατοχής της έδρας του.
Στις 7 Νοεμβρίου 680, αρχικά 37 επίσκοποι και ένας αριθμός πρεσβυτέρων συγκλήθηκαν στοΜέγα Παλάτιονστην αίθουσα τη λεγόμενη Τρούλος. Οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως και της Αντιόχειας συμμετείχαν προσωπικά, ενώ οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων εκπροσωπήθηκαν από διορισμένους (καθώς οι περιοχές των δύο αυτών εδρών είχαν καταληφθεί από Μουσουλμάνους). Ο πάπας Ρώμης καιτο συνέδριο που είχε συγκληθεί στη Ρώμη εκπροσωπούντο από μερικούς επισκόπους και ιερείς, σύμφωνα μετην Παράδοση της Εκκλησίας. Ο Αυτοκράτορας συμμετείχε και προήδρευσε στις πρώτες 11 συνεδρίες, έλαβε μέρος στις συζητήσεις και επέστρεψε στην τελική συνεδρία στις 16 Σεπτεμβρίου 681, στην οποία παρευρέθησαν 151 επίσκοποι.
Κατά τη Σύνοδο αναγνώστηκε η επιστολή του πάπα Αγάθωνα, που αναφερόταν στην παραδοσιακή πίστη της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είχε δύο θελήσεις, θεία και ανθρώπινη καιοιπιο πολύ παρεστώτες επίσκοποι αποδέχθηκαν την επιστολή. Ο Πατριάρχης Μακάριος υπερασπίστηκε τον μονοθελητισμό, αλλά καταδικάστηκε και καθαιρέθηκε, μαζί με δύο ομοϊδεάτες του. Η Σύνοδος αποφάνθηκε ότι ο Ιησούς Χριστός κατείχε δύο ενέργειες και δύο θελήσεις και πως η ανθρώπινη βούληση "ήταν υποταγμένη στη θεϊκή και παντοδύναμη βούλησή του". Η Σύνοδος απέφυγε προσεκτικά να αναφερθεί στον Μάξιμο τον Ομολογητή, πουτον θεωρούσαν με υποψία. Η Σύνοδος καταδίκασε τον μονοενεργητισμό καιτον μονοθελητισμό ως αιρέσεις και περιέλαβε σε αυτό όσους είχαν υποστηρίξει τη δοξασία αυτή: τονπάπα Ονώριο Α΄και τέσσερις πρώην Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης. Όταν η Σύνοδος είχε ολοκληρωθεί, τα θεσπίσματα στάλθηκαν στη Ρώμη, όπου έγιναν δεκτά από τονπάπα Λέοντα Β΄. Στην επιστολή επιβεβαίωσης της Συνόδου, ο Λέων Β΄ κατηγορεί τον Ονώριο Α΄ για "βέβηλη προδοσία ..., πουδεν προσπάθησε να αγιάσει την Εκκλησία με διδασκαλία της Αποστολικής Παράδοσης".
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της Συνόδου, κάποιος ιερέας του Μονοθελητισμού ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να αναστήσει νεκρό, γιανα αποδείξει την υπεροχή της άποψής του. Έφερε ένα πτώμα και ψιθύρισε προσευχές στα αυτιά του, αλλά δεν μπόρεσε νατο αναζωογονήσει.
Bathrellos, Demetrios (2004). The Byzantine Christ: Person, Nature, and Will in the Christology of Saint Maximus the Confessor. Oxford-New York: Oxford University Press. ISBN 978-0199258642.
"Concilium Universale Constantinopolitanum Tertium", in Acta Conciliorum Oecumenicorum, ser. 2, II.1–2. ed. R. Riedinger (Berlin 1990 and 1992).
Ekonomou, Andrew J. 2007. Byzantine Rome and the Greek Popes: Eastern influences on Rome and the papacy from Gregory the Great to Zacharias, A.D. 590–752. Lexington Books.