Ο Χαλς γεννήθηκε το 1582 ή 1583 στην Αμβέρσα, γιος του εμπόρου υφασμάτων Φρανσουά Φραντς Χαλς φαν Μέχελεν (Franchois Fransz Hals van Mechelen, περ. 1542 – 1610) και της δεύτερης συζύγου του Αντριέντιε φαν Χέερτενραϊκ (Adriaentje van Geertenryck).[19][20]
Όπως συνέβη με πολλές οικογένειες, ύστερα από την πτώση της Αμβέρσας (1584-1585) η οικογένεια Χαλς εγκατέλειψε την πόλη κι εγκαταστάθηκε στοΧάαρλεμ, όπου ο ζωγράφος έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Χαλς εκπαιδεύτηκε από τονΚάρελ φαν Μάντερ, επίσης Φλαμανδό φυγάδα,[21]του οποίου, όμως, ημανιεριστική τεχνοτροπία είναι ελάχιστα ορατή στο έργο του Χαλς.
Το 1610 ο Χαλς γίνεται μέλος της Συντεχνίας του Αγίου Λουκάτου Χάαρλεμ και άρχισε να κερδίζει χρήματα εργαζόμενος στην αποκατάσταση έργων τέχνης για λογαριασμό του δημοτικού συμβουλίου. Είχε ως αντικείμενο τη μεγάλη συλλογή έργων τέχνης, την οποία οφαν Μάντερ είχε περιγράψει στο βιβλίο τουHet Schilderboeck (το βιβλίο των ζωγράφων) του οποίου η πρώτη έκδοση έγινε στο Χάαρλεμ το 1604. Τα πλέον αξιοσημείωτα έργα της συλλογής ήταν οι δημιουργίες τωνΧέρτχεν τοτΣιντ Γιανς, Γιανφαν ΣκόρελκαιΓιαν Μόστερτ, τα οποία βρίσκονταν αναρτημένα στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννη (St. Janskerk) του Χάαρλεμ. Οι εργασίες αποκατάστασης γίνονταν δαπάναις της πόλης του Χάαρλεμ, καθώς όλα τα "καθολικά" έργα τέχνης είχαν κατασχεθεί ύστερα από τη συνθήκη γιατο Χάαρλεμ (Satisfactie van Haarlem, 1577), που είχε ακυρωθεί το 1578 και έδινε στους Καθολικούς ίδια δικαιώματα με τους Διαμαρτυρομένους. Ωστόσο, το σύνολο της συλλογής δεν ήταν τυπικά στην κατοχή του δημοτικού συμβουλίου ως το 1625, αφού τα μέλη του συμβουλίου αποφάσισαν ποια έργα ήταν κατάλληλα γιατο Δημαρχείο. Τα υπόλοιπα έργα θεωρήθηκαν "πολύ Ρωμαιοκαθολικά" και πωλήθηκαν στονΚορνέλις Κλάες φαν Βιέρινγκεν (Cornelis Claesz van Wieringen), μέλος της Συντεχνίας, υπό τον όρο ότι θατα απομάκρυνε από την πόλη. Σε αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο άρχισε ο Χαλς τη σταδιοδρομία τουστη δημιουργία πορτρέτων, καθώς η αγορά πινάκων με θρησκευτικά θέματα ήταν πλέον ανύπαρκτη.
Το παλαιότερο γνωστό δείγμα της τέχνης του Χαλς είναι το πορτρέτο του καθολικού πάστορα Γιάκομπους Ζάφφιους (Jacobus Zaffius) του 1611. Η "υπέρβασή" του πραγματοποιήθηκε μετο, σε πραγματικό μέγεθος, ομαδικό πορτρέτο "Το συμπόσιο των αξιωματικών του λόχου της φρουράς του Αγίου Γεωργίου" του 1616. Το πλέον διάσημο πορτρέτο του είναι αυτό τουΚαρτέσιου, το οποίο δημιούργησε το 1649.
Ο Χαλς νυμφεύτηκε την πρώτη του σύζυγο Άννεκε Χαρμενσντόχτερ γύρω στα 1610. Ο Χαλς ήταν καθολικός εκ γενετής, κι έτσι ο γάμος τους καταγράφεται στο Δημαρχείο και όχι στην εκκλησία.[22] Δυστυχώς η ακριβής ημερομηνία είναι άγνωστη, καθώς τα παλαιότερα αρχεία καταγραφής γάμων της πόλης του Χάαρλεμ, προτου 1688, δεν έχουν διασωθεί.[22]Η Άννεκε είχε γεννηθεί στις 2 Ιανουαρίου 1590 και ήταν θυγατέρα του λευκαντή Χάρμεν Ντίρικς (Harmen Dircksz) και της Πήτερτιε Κλάεσντρ Γκάιμπλαντ (Pietertje Claesdr Ghijblant) καιο παππούς της από την πλευρά της μητέρας της, παραγωγός ασπρορούχων, Κλάες Γκάιμπλαντ που διέμενε στο κτίριο της οδού Spaarne 42 (σήμερα διατηρητέο) κληροδότησε στο ζευγάρι τον τάφο στην εκκλησία του Αγίου Μπάβο, όπου σήμερα είναι θαμμένοι καιοι δύο, ανκαιο Φρανς ακολούθησε τη σύζυγό του 40 χρόνια αργότερα.[22]Η Άννεκε απεβίωσε το 1615, λίγο μετά τη γέννηση του τρίτου τους παιδιού. Από τα τρία αυτά παιδιά, οΧάρμεν επιβίωσε μετά την παιδική ηλικία, ενώ ένα πέθανε πριντον δεύτερο γάμο του Χαλς.[22]
Όπως έχει καταδείξει ο βιογράφος Σέιμουρ Σλάιβ (Seymour Slive), οι παλαιότερες ιστορίες σχετικά μετην κακομεταχείριση της συζύγου του από τον Χαλς δεν αφορούσαν τον ίδιο, αλλά άλλον κάτοικο του Xάαρλεμ μετο ίδιο όνομα. Πράγματι, όταν αναφέρθηκαν αυτές οι κατηγορίες, ο ζωγράφος δεν είχε πλέον σύζυγο, καθώς η Άννεκε είχε αποβιώσει τον Μάιο του 1615.[23] Ομοίως, οι ιστορικές αναφορές σχετικά μετη ροπή του Χαλς στο ποτό είναι βασισμένες σε υπό τύπον ανεκδότου αναφορές των πρώιμων βιογράφων του, κατά κύριο λόγο τουΆρνολντ Χαουμπράκεν, χωρίς άμεση μαρτυρία από ανάλογη τεκμηρίωση. Αφού έχασε την πρώτη του σύζυγο, ο Χαλς προσέλαβε τη νεαρή θυγατέρα ενός ιχθυοπώλη γιανα φροντίζει τα παιδιά τουκαι, το 1617, νυμφεύτηκε την Λάισμπετ Ράινιερς (Lysbeth Reyniers). Ο γάμος έγινε στοΣπάαρνταμ, ένα μικρό χωριό στα περίχωρα του Χάαρλεμ, καθώς αυτή ήταν ήδη οκτώ μηνών έγκυος. Ο Χαλς ήταν αφοσιωμένος πατέρας και απέκτησαν, μετη δεύτερη σύζυγό του, συνολικά οκτώ παιδιά.[24]
Οι σύγχρονοί του καλλιτέχνες, όπως οΡέμπραντ μετακόμιζαν ανάλογα με τις ιδιοτροπίες των πατρόνων τους, αλλά ο Χαλς παρέμεινε στο Χάαρλεμ και επέμενε ότι οι πελάτες του όφειλαν να έρχονται σε αυτόν. Σύμφωνα μετα αρχεία του Χάαρλεμ, ο πίνακας μετο ομαδικό πορτρέτο του λόχου της πολιτοφυλακής (schutterstuk), που ξεκίνησε ο Χαλς στοΆμστερνταμ, ολοκληρώθηκε από τονΠίτερ Κόντε (Pieter Codde) καθώς ο Χαλς αρνήθηκε να ζωγραφίσει στο Άμστερνταμ επιμένοντας τα απεικονιζόμενα μέλη να μετακινηθούν στο Χάαρλεμ γιανα ποζάρουν γιατο πορτρέτο τους. Γιατο λόγο αυτό μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι όλοι οι απεικονιζόμενοι είτε ήταν κάτοικοι του Χάαρλεμ είτε το επισκέφθηκαν όταν έγινε το πορτρέτο τους.
Τα έργα του Χαλς είχαν μεγάλη ζήτηση καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά έζησε τόσο που, σταδιακά, απομακρύνθηκε από τις εξελίξεις του ύφους και αντιμετώπισε οικονομικές δυσχέρειες. Εκτός από την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, συνέχισε, σε όλη τουτη ζωή, να εργάζεται ως συντηρητής έργων τέχνης, έμπορος ειδών τέχνης και ειδικός επί της φορολόγησης καλλιτεχνικών αντικειμένων γιατο δημοτικό συμβούλιο. Οι πιστωτές του συχνά τον δίωξαν δικαστικά και αναγκάστηκε να πωλήσει τα υπάρχοντά του προκειμένου να ρυθμίσει τα χρέη τουμε έναν αρτοπώλη το 1652. Η απογραφή της κατασχεθείσης περιουσίας του αναφέρει τρία στρώματα και προσκέφαλα, μια ντουλάπα, ένα τραπέζι και πέντε πίνακες (δικοί του, τωνγιωντου, τουφαν Μάντερ καιτουΜάαρτεν φαν Χέιμσκερκ).[25] Καθώς έμεινε άπορος, του χορηγήθηκε ετήσια πρόσοδος 200 φιορινίων από το δημοτικό συμβούλιο το 1664.
Κατά τη διάρκεια τουογδοηκονταετούς πολέμουτο ολλανδικό έθνος αγωνίστηκε γιατην ανεξαρτησία τουκαιο Χαλς ήταν μέλος της τοπικής schutterij, δηλ. της τοπικής πολιτοφυλακής. Στον πίνακά του "Οι αξιωματικοί του λόχου της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" (De Magere Compagnie) του 1639 τοποθετεί καιτον εαυτό του, σύμφωνα μετα αναγραφόμενα στο πλαίσιο του πίνακα, κατασκευής του 19ου αιώνα (αυτό δεν έχει γίνει δυνατό να επιβεβαιωθεί). Δεν ήταν διαδεδομένη συνήθεια στα κανονικά μέλη να γίνεται το πορτρέτο τους, καθώς αυτό το προνόμιο το κατείχαν οι αξιωματικοί. Ο Χαλς ζωγράφισε τον λόχο τρεις φορές. Ήταν, επίσης, μέλος του τοπικού επιμελητηρίου ρητορικής καιτο 1644 έγινε επικεφαλής της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά.
Ο Φρανς Χαλς απεβίωσε στο Χάαρλεμ το 166 και τάφηκε στον ναό του Αγίου Μπάβο (Sint-Bavokerk) της πόλης. Λάμβανε δημοτική σύνταξη, γεγονός ιδιαίτερα ασυνήθιστο γιατην εποχή αλλά δείγμα της υψηλής υπόληψης που έχαιρε στην πόλη. Μετά τον θάνατό τουη χήρα του ζήτησε βοήθεια και εισήχθη στο τοπικό πτωχοκομείο, όπου αργότερα απεβίωσε.
Ο Χαλς είναι περισσότερο γνωστός γιατα πορτρέτα του, κυρίως οικονομικά εύρωστων πολιτών, όπως οι Πίτερ φανντεν Μπρούκε και Ίσαακ Μάσσα, τους οποίους ζωγράφισε τρεις φορές. Ζωγράφισε, επίσης, μεγάλα ομαδικά πορτρέτα της τοπικής πολιτοφυλακής αλλά καιτων εφόρων των τοπικών νοσοκομείων. Ήταν ένας από τους ζωγράφους της χρυσής ολλανδικής εποχής, που επιδιδόταν στονρεαλισμό αλλά μεμια ριζικά ελεύθερη προσέγγιση. Οι εικόνες του ανακλούν την ποικιλία της διαστρωμάτωσης της κοινωνίας: Απεικονίζει συμπόσια και συναντήσεις αξιωματικών, μελών συντεχνιών, μέλη δημοτικού συμβουλίου από δημάρχους ως υπαλλήλους, πλανόδιοι μουσικοί και τραγουδιστές, καλοαναθρεμμένοι κύριοι, άξεστες γυναίκες και πρόσωπα της ταβέρνας. Στο ομαδικό πορτρέτο που προαναφέρθηκε, ο Χαλς προσεγγίζει κάθε χαρακτήρα με διαφορετικό τρόπο. Τα πρόσωπα δεν είναι εξιδανικευμένα και σαφώς ευδιάκριτα, ενώ οι προσωπικότητες τους αποκαλύπτονται μέσω μιας ποικιλίας από στάσεις και εκφράσεις του προσώπου.
Ο Χαλς ήταν λάτρης του φωτός της ημέρας καιτων ασημένιων αναλαμπών, ενώ οΡέμπραντ χρησιμοποιούσε εφέ χρυσών αναλαμπών βασισμένων σε τεχνητές αντιθέσεις χαμηλού φωτισμού και αμέτρητης κατήφειας. Ο Χαλς συνελάμβανε μια στιγμή της ζωής των μορφών τουμε σπάνια διαίσθηση. Αυτό πουη φύση τού εμφάνιζε εκείνη τη στιγμή, αυτό ακριβώς αναπαρήγαγε τέλεια, με λεπτή κλίμακα χρωμάτων καιμε μαεστρία πάνω σε κάθε μορφή έκφρασης. Έγινε τόσο επιτήδειος στην απόδοση του ακριβούς τόνου, του φωτός και της σκιάς, ώστε να πετυχαίνει την αποτύπωση του μοντέλου τουμε λίγες και υγρές πινελιές. Έγινε δημοφιλής ζωγράφος πορτρέτων και ζωγράφιζε τους πλούσιους του Χάαρλεμ σε ειδικές περιστάσεις. Κέρδισε πολλές αναθέσεις για γαμήλια πορτρέτα (ο σύζυγος κατά παράδοση τοποθετείται στ' αριστερά, η σύζυγος στα δεξιά). Τα δύο πορτρέτα των νεόνυμφων Olycan (ο σύζυγος ήταν γνωστός ζυθοποιός στο Χάαρλεμ) βρίσκονται πλάι-πλάι στοMauritshuis, αλλά πολλά άλλα γαμήλια ζεύγη πορτρέτων έχουν διαχωριστεί και σπάνια εμφανίζονται μαζί.
Ισαμπέλλα Κόυμανς, σύζυγος του Στέφαν Χεράεντς, 1652, ιδιωτική συλλογή.
Η μόνη καταγραφή του έργου του κατά την πρώτη δεκαετία της ανεξάρτητης δραστηριότητάς του είναι ένα χαρακτικό τουΓιανφανντε Φέλντε, αντιγραμμένο από το χαμένο πορτρέτο τουThe Minister Johannes Bogardus. Τα πρώτα έργα του Χαλς δείχνουν ότι ήταν προσεκτικός σχεδιαστής, ικανός για πολύ καλό φινίρισμα αλλά, παράλληλα, και εμπνευσμένος, όπως δείχνουν πίνακές του όπως "δύο αγόρια που τραγουδούν με λαούτο και βιβλίο μουσικής" καιτο "συμπόσιο των αξιωματικών της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" (1616). Την ανθρώπινη σάρκα την αποτύπωνε με παχιές στρώσεις χρώματος και στιλβωμένη, λιγότερο σαφή απ' όσο σταδιακά πέτυχε. Αργότερα έγινε περισσότερο αποτελεσματικός, επέδειξε μεγαλύτερη ελευθερία στο χέρι τουκαι μεγαλύτερο έλεγχο στην τελική εντύπωση.
Κατά την περίοδο αυτή ζωγράφισε το ολόσωμο πορτρέτο της Καταρίνα Μποτφανντερ Έεμ (Μουσείο του Λούβρου) και επίσης ολόσωμο πορτρέτο του Βίλλεμ φαν Χαϊτχάουσεν (Willem van Heythuysen), ο οποίος ποζάρει στηριζόμενος σε ένα σπαθί. Καιοι δύο αυτοί πίνακες είναι παρόμοιοι μετα τρία ομαδικά πορτρέτα μετο ίδιο θέμα, που ζωγράφισε ο Χαλς σε τρεις χρονολογίες: Συμπόσιο των αξιωματικών της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" (1627) "Οι αξιωματικοί του λόχου της πολιτοφυλακής του Αγίου Αδριανού" (1633) και "Οι αξιωματικοί του λόχου της πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" το 1639, μετην τελευταία χρονολογία να υποδηλώνει ότι ο ζωγράφος είχε μελετήσει κάποια από τα αριστουργήματα του Ρέμπραντ και παρόμοια επιρροή είναι εμφανής στοομαδικό πορτρέτο του 1641σεμια αναπαράσταση των εφόρων του νοσοκομείου της Αγίας Ελισάβετ (St. Elisabeth Gasthuis) στο Χάαρλεμ καθώς καιστο πορτρέτο της Μαρία Φόοχττου Άμστερνταμ.
Από το 1620 ως το 1640 ζωγράφισε πολλά διπλά πορτρέτα παντρεμένων ζευγαριών σε ξεχωριστά πάνελ, μετον σύζυγο στο αριστερό πάνελ καιτη σύζυγό τουστα δεξιά του. Μόνο μία φορά ζωγράφισε ζευγάρι στο ίδιο πάνελ: "Το γαμήλιο πορτρέτο του Ίσαακ Μάσσα και της συζύγου του Μπέατριξ φανντερ Λάεν" (περ. 1622, σήμερα στοΡέικσμουζεουμτουΆμστερνταμ.
Το ύφος του άλλαζε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι πίνακες μετα ζωηρά χρώματα σταδιακά αντικαταστάθηκαν από πίνακες στους οποίους κυριαρχούσε ένα μόνον χρώμα: Το μαύρο. Αυτό πιθανόν να οφειλόταν περισσότερο στα αυστηρά ενδύματα των προτεσταντών μοντέλων του, παρά σε προσωπική του προτίμηση. Ένας απλός τρόπος να παρατηρήσει κανείς αυτή την αλλαγή είναι ναδει όλα τα πορτρέτα που έφτιαξε κατά χρονολογική σειρά, μετην αγαπημένη του στάση του απεικονιζόμενου να ακουμπά στη ράχη μιας καρέκλας.
Αργότερα οι πινελιές του έγιναν πιο χαλαρές, η ιδιαίτερη σημασία στη λεπτομέρεια έγινε μικρότερης σημασίας απ' ό,τιη συνολική εντύπωση. Τα προηγούμενα έργα του απέπνεαν χαρά και ζωντάνια, ενώ τα τελευταία του έδιναν έμφαση στο παράστημα καιτην αξιοσύνη των απεικονιζομένων. Αυτή η λιτότητα είναι εμφανής αν συγκρίνει κανείς τα έργα Έφοροι του νοσοκομείου της Αγίας Ελισάβετ του Χάαρλεμτου 1641, και, δυο δεκαετίες αργότερα, τα έργα "Έφοροι του Πτωχοκομείου γερόντων" και "Γυναίκες έφοροι του Πτωχοκομείου γερόντων" του 1664, που είναι αριστουργήματα χρωμάτων, που, ανκαι μοιάζουν μονοχρωμίες, είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από μονοχρωμίες. Η περιορισμένη χρωματική του παλέτα είναι εμφανής στην απεικόνιση της ανθρώπινης σάρκας, πουμετα χρόνια πλησιάζει προς το γκρίζο, μέχρι πουστο τέλος οι σκιές χρωματίζονται σχεδόν σε απόλυτο μαύρο, όπως στον πίνακα Tymane Oosdorp.
Αυτή τουη ροπή συμπίπτει μετην περίοδο πουο Χαλς ήταν λιγότερο δημοφιλής στους πλούσιους αστούς και μερικοί ιστορικοί έχουν προτείνει ότι η προτίμησή τουστο μαύρο και λευκό χρώμα ήταν αποτέλεσμα της χαμηλής τιμής αυτών των χρωμάτων, αν συγκριθούν μετα πολύ ακριβότερα βυσσινί και καρμινέρυθρο. Καιοι δύο προτάσεις είναι πιθανόν εξίσου αληθείς, καθώς ο Χαλς, όπως προαναφέρθηκε, δεν ταξίδευε γιανα συναντήσει τα προς απεικόνιση πρόσωπα, αντίθετα με τους συγχρόνους του, αλλά προτιμούσε να έρχονται αυτοί. Αυτό ήταν καλό γιατη δουλειά του, γιατί ήταν πολύ πιο γρήγορος και αποτελεσματικός στο δικό του εργαστήριο, αλλά δεν ήταν καλό από την άποψη επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα όταν το Χάαρλεμ αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα.
Ως δημιουργός πορτρέτων, ο Χαλς δεν είχε την ψυχολογική ενόραση ενός Ρέμπραντ ή ενός Ντιέγκο Βελάσκεθ, ανκαι, σε ορισμένα έργα, όπως "Ο Ναύαρχος ντε Ρόιτερ", "Ο Γιάκομπ Ολάικαν" και "Ο Άλμπερτ φανντερ Μέιρ" αποκαλύπτει μια ερευνητική ανάλυση του χαρακτήρα αυτού που ζωγράφιζε, κάτι πουδεν είχε πολλά κοινά μετη "στιγμιαία" έκφραση που έχουν τα αποκαλούμενα "πορτρέτα χαρακτήρων" του. Σε αυτά, σε γενικές γραμμές, "στήνει" στον καμβά τη φευγαλέα στιγμή των διαφόρων σταδίων της ευθυμίας, από το λεπτό ειρωνικό χαμόγελο που σχηματίζεται γύρω από τα χείλη του, περίεργα ονομασθέντος, "Γελώντος Ιππότη" ως το "βλακώδες" χαμόγελο τουMalle Babbe (=τρελού Babbe). Σε αυτή την ομάδα πορτρέτων ανήκουν οι πίνακες "Ο παίκτης του λαούτου", "Η γυφτοπούλα" καιο "χαμογελαστός ψαράς", ενώ τα "γαμήλια πορτρέτα του Ίσαακ Μάσσα και της δεύτερης συζύγου του Μπέατριξ φανντερ Λάαν" ανήκουν στο μάλλον μπερδεμένο σύμπλεγμα της οικογένειας Beresteyn (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου) εμφανίζουν μια παρόμοια τάση. Λιγότερο διεσπαρμένα απ' ό,τιστην "ομάδα Beresteyn" και, από κάθε άποψη, μιας από τις αριστουργηματικές δημιουργίες του Χαλς, είναι η δημιουργία τουΟ ζωγράφος μετην οικογένειά του, δημιουργία σχεδόν άγνωστη μέχρι που παρουσιάστηκε στη χειμερινή έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας στοΠικαντίλλυτο 1906.
Πολλά από τα έργα του Χαλς έχουν εξαφανιστεί, αλλά δεν είναι γνωστό πόσα. Σύμφωνα μετον πλέον επίσημο σημερινό κατάλογο των έργων του, που συμπίλησε ο Σέιμουρ Σλάιβ κατά το διάστημα 1970 - 74 (Ο τελευταίος κατάλογος έργων έκθεσης των έργων του Χαλς δημιουργήθηκε από τον Σλάιβ το 1989), μπορούν να αποδοθούν σε αυτόν επιπλέον 222 πίνακες. Άλλη μια αυθεντία στο θέμα Χαλς, ο Κλάους Γκριμμ, πιστεύει ότι ο αριθμός αυτός μάλλον είναι μικρότερος (145 πίνακες), όπως γράφει στο έργο τουFrans Hals. Das Gesamtwerk (1989).
Δεν είναι γνωστό ανο Χαλς ζωγράφισε ποτέ τοπία, νεκρές φύσεις ή αφηγηματικούς πίνακες, αλλά κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο. Το ξεκίνημά του ως ζωγράφου στην κοινωνία του Χάαρλεμ έγινε μετο μεγάλο ομαδικό πορτρέτο της "πολιτοφυλακής του Αγίου Γεωργίου" το 1616 και εμφανίζει όλα αυτά τα στοιχεία, αλλά αν αυτός ο πίνακας ήταν ο "κράχτης" τουγιανα λάβει παραγγελίες στο μέλλον, φαίνεται ότι στη συνέχεια έλαβε παραγγελίες μόνο για πορτρέτα. Πολλοί καλλιτέχνες στην Ολλανδία του 17ου αιώνα έτειναν στην εξειδίκευση πάνω σε συγκεκριμένα θέματα, κι έτσι ο Χαλς φαίνεται ότι ήταν ο εξειδικευμένος δημιουργός πορτρέτων.
Ο Χαλς ήταν αυθεντία σεμια τεχνική που χρησιμοποιούσε κάτι πουστο παρελθόν θεωρούνταν ελάττωμα στη ζωγραφική: Την ορατή πινελιά. Οι απαλές καμπύλες γραμμές του πινέλου του Χαλς είναι πάντα σαφείς στην επιφάνεια: "Ουσιαστικά απλά βρίσκεται εκεί, επίπεδη, ενώ ξεγελά ουσία και χώρο στο μάτι".
[26]
Ζωηρή και συναρπαστική, η τεχνική αυτή μπορεί να μοιάζει ως "φαινομενικά βιαστική" -[26]το κοινό συχνά νομίζει ότι ο Χαλς "έριχνε" τα έργα του "μετη μία" (aus einem Guss) στον καμβά. Η εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα, η δήθεν πρόχειρη δουλειά είχε εν πολλοίς γίνει χωρίς σχεδιαστικό υπόβαθρο (όπως λέγεται στη ζωγραφική alla prima), αλλά τα περισσότερα έργα του ζωγραφίστηκαν σε διαδοχικές στρώσεις, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Κάποιες φορές έφτιαχνε ένα προσχέδιο με κιμωλία ή χρώμα σε γκρίζο ή ροζ υπόβαθρο καιστη συνέχεια αυτό γεμιζόταν σε στάδια. Φαίνεται ότι ο Χαλς δημιουργούσε τα προσχέδιά του χαλαρά: Ήταν αριστοτεχνικός εξ αρχής. Αυτό ισχύει, φυσικά, ιδιαίτερα γιατα έργα γενικής θεματολογίας και, αργότερα, γιατα έργα της περιόδου ωριμότητας. Επέδειξε ιδιαίτερα μεγάλη τολμηρότητα, θάρρος και αριστοτεχνικότητα και είχε μεγάλη ικανότητα να αποσύρει τα χέρια του από τον καμβά ή το πάνελ κατά τη στιγμή της πιο αποκαλυπτικής έκθεσης. Δεντα ζωγράφιζε "έως θανάτου", όπως πολλοί σύγχρονοί του, με μεγάλη ακρίβεια και επιμέλεια, είτε το ζητούσαν οι πελάτες του είτε όχι.
Τον 17ο αιώνα ο πρώτος του βιογράφος, Σχρεφέλιους (Schrevelius), έγραψε: "Ασυνήθιστος τρόπος ζωγραφικής, τελείως δικός του, ξεπερνά σχεδόν τους πάντες" αναλύοντας τις μεθόδους του Χαλς. Γιατο λόγο αυτό η σχηματική ζωγραφική δεν ήταν ιδέα του Χαλς (υπήρχε ήδη στην ιταλική ζωγραφική του 16ου αιώνα) καιο Χαλς πιθανότατα εμπνεύστηκε από τους συγχρόνους τουΠέτερ Πάουλ ΡούμπενςκαιΆντονι φαν Ντάικγια τις μεθόδους του.
Ήδη από τον 17ο αιώνα ο κόσμος είχε εντυπωσιαστεί μετη ζωντάνια των πορτρέτων του Φρανς Χαλς. Για παράδειγμα, ο κάτοικος του Χάαρλεμ Τεόντορους Σχρεφέλιους (Theodorus Schrevelius) σημείωνε ότι τα έργα του Χαλς απέπνεαν "τόση δύναμη και ζωή" πουο ζωγράφος "έμοιαζε να προκαλεί τη Φύση μετο πινέλο του". Μερικούς αιώνες αργότερα οΒίνσεντ βανΓκογκ έγραφε στον αδελφό του Τεό: "Τι απόλαυση να βλέπεις έναν Φρανς Χαλς, πόσο διαφορετικός είναι από τους πίνακες - τους τόσους πολλούς - όπου τα πάντα έχουν εξομαλυνθεί μετον ίδιο τρόπο". Ο Χαλς επέλεξε ναμη δίνει λείο φινίρισμα στα έργα του, όπως έκαναν οι περισσότεροι σύγχρονοί του, αλλά μιμούνταν τη ζωντάνια του θέματός του χρησιμοποιώντας "πασαλείμματα", γραμμές, κηλίδες, μεγάλα "μπαλώματα" από χρώμα και σπάνια περιλαμβάνοντας λεπτομέρειες. Χρειάστηκε να φθάσουμε ως τον 19ο αιώνα μέχρι η τεχνική αυτή να αποκτήσει οπαδούς, ιδιαίτερα ανάμεσα στους ιμπρεσιονιστές. Πίνακες όπως οι "Γυναίκες έφοροι του πτωχοκομείου γερόντων" και αυτοί της πολιτοφυλακής καταδεικνύουν την τεχνική αυτή στο έπακρο.
Ανκαιοι περισσότεροι από τους γιους του έγιναν επίσης ζωγράφοι πορτρέτων, κάποιοι επεκτάθηκαν στη ζωγραφική νεκρών φύσεων ή αρχιτεκτονικών σπουδών και τοπίων. Οινεκρές φύσειςπουστο παρελθόν είχαν αποδοθεί στονγιοτου, Φρανς τον νεότερο, έχουν έκτοτε αποδοθεί σε άλλους ζωγράφους.[19][28]Ο Χαλς ζωγράφισε μια νεαρή γυναίκα να πλησιάζει σε καλάθι σεμια "νεκρή φύση" - απεικόνιση της αγοράς, που είχε συνθέσει οΚλάες φαν Χέσσεν (Claes van Heussen).
[29]
Άλλοι σύγχρονοι καλλιτέχνες που εμπνεύστηκαν από τον Φρανς Χαλς είναι:
Ο Χαλς διέθετε μεγάλο εργαστήριο στο Χάαρλεμ και πολλούς μαθητές, ανκαιοι βιογράφοι του 19ου αιώνα ρώτησαν μερικούς από τους μαθητές του, καθώς το ύφος των έργων ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό του Χαλς. Στο έργο τουDe Groote Schouburgh (1718–21), οΆρνολντ Χαουμπράκεν αναφέρει τους Φίλιπς Βάουβερμαν (Philips Wouwerman), Άντριεν Μπράουβερ (Adriaen Brouwer), Πιέτερ Γκέρριτς φαν Ρουστράτεν (Pieter Gerritsz van Roestraten), Άντριεν φαν Οστάντε (Adriaen van Ostade) καιΝτιρκφαν Ντέλεν (Dirck van Delen) ως μαθητές του. ΟΒίνσεντ Λάουρεντς φαννερ Φίννε (Vincent Laurensz van der Vinne) ήταν επίσης μαθητής του, σύμφωνα μετο ημερολόγιό τουμε σημειώσεις που άφησε ο γιος του Λάουρεντς Βίνσεντς φανντερ Φίννε. Ο Ρουστράτεν δεν ήταν μόνο μαθητής του (στα αρχεία του Χάαρλεμ υπάρχει συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποστηρίζει το γεγονός) αλλά έγινε και γαμπρός του, όταν νυμφεύτηκε τη θυγατέρα του Χαλς, Αντριέντιε. Ο ζωγράφος πορτρέτων του Χάαρλεμ Γιοχάννες Κορνέλις Φέρσπρονκ, ένας από τους 10 περίπου ανταγωνιστές τουστο Χάαρλεμ της εποχής, ήταν πιθανόν για κάποιο διάστημα μαθητής του.
Από άποψη ύφους, κοντινότερα απ' όλους μεμια μικρή παραγωγή έργων της, ήταν ηΓιούντιτ Λέιστερ, τα οποία έργα συχνά υπέγραφε. Είναι, επίσης, πιθανόν να διετέλεσε μαθήτριά του, όπως καιο σύζυγός της Γιαν Μιίνσε Μόλεναερ.
Ο Γερμανός ζωγράφος Λόβις Κορίντ (Lovis Corinth) κατονομάζει τον Χαλς ως αυτόν πουτον επηρέασε περισσότερο.[30] Πολλοί καλλιτέχνες επισκέφθηκαν τοΜουσείο Φρανς Χαλςστο Χάαρλεμ (από το 1913 στεγάζεται στοGroot Heiligland (Χρόοτ Χάιλιχλαντ) ενώ πριν στεγαζόταν στο Δημαρχείο), όπου εκτίθενται μερικά από τα πλέον σημαντικά του έργα.
Η φήμη του Χαλς έφθινε μετά τον θάνατό τουκαι επί δύο αιώνες η εκτίμηση γι' αυτόν ήταν τόσο χαμηλή που ορισμένα από τα έργα του, που σήμερα αποτελούν στοιχεία προς υπερηφάνεια από τις δημόσιες πινακοθήκες πουτα διαθέτουν, είχαν φθάσει να πωλούνται σε δημοπρασίες για λίγες λίρες, ακόμη καιγια λίγα σελίνια. Το πορτρέτο του Γερμανού μεταρρυθμιστή Γιοχάννες Ακρόνιους (Johannes Acronius) πωλήθηκε για 5 σελίνια στη δημοπρασία του Ενσχέντε το 1786. Το πορτρέτο τουάνδρα με σπαθί στην πινακοθήκη Λίχτενσταϊν, αντίστοιχα, πωλήθηκε το 1800 για 4 λίρες και 5 σελίνια.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1860, όμως, το κύρος του άρχισε να αποκαθίσταται, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του κριτικού τέχνης Τεοφίλ-Τορέ Μπύργκερ (Théophile Thoré-Bürger).[31] Αποκαθιστώντας το κύρος του Χαλς ως ζωγράφου, επέφερε και τρομακτική αύξηση στην τιμή των έργων του: Στην πώληση της Συλλογής του πτωχευμένου μεγιστάνα του χαλκού Πιέρ-Εζέν Σεκρετάν (Pierre-Eugène Secrétan) το 1889, το "πορτρέτο του Πήτερ φανντερ Μπρούκε" πωλήθηκε για 4.420 γαλλικά φράγκα, ενώ το 1908 ηΕθνική ΠινακοθήκηστοΛονδίνο κατέβαλε 25.000 λίρες γιατομεγάλο οικογενειακό πορτρέτο της Συλλογής του Λόρδου Ταλμπό ντε Μαλαΐντ (Talbot de Malahide).
Το έργο του Χαλς παραμένει δημοφιλές σήμερα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νεαρότερους ζωγράφους που μπορούν να πάρουν από αυτό πολλά πρακτικά μαθήματα τεχνικής από τις "εκκεντρικές" πινελιές του.[26]Τα έργα του Χαλς υπάρχουν σε πολλές πόλεις ανά τον κόσμο καισε συλλογές μουσείων. Από τα τέλη του 19ου αιώνα συλλέγονταν παντού, από τηνΑμβέρσα ως τοΤορόντοκαι από το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη. Πολλοί από τους πίνακές του πωλήθηκαν τότε σε Αμερικανούς συλλέκτες.
Η βασική συλλογή έργων του σήμερα εκτίθεται στοΜουσείο Φρανς Χαλςστο Χάαρλεμ.
Ένας διαμέτρου 100 χλμ. κρατήρας στον πλανήτη Ερμή ονομάστηκε "κρατήρας Χαλς" προς τιμή του.[32]Ο Χαλς αποτυπώθηκε, επίσης, στο χαρτονόμισμα των 10 γκίλντερς του 1968.[33]
↑Walter A. Liedtke, Dutch Paintings in the Metropolitan Museum of Art, Volumes Ι-ΙΙ, Metropolitan Museum of Art (New York, N.Y.), τόμος Ι, σελ. 250
↑Slive, Seymour, Frans Hals, and P. Biesboer (1989). Frans Hals. Munich: Prestel. p. 379.
↑ 22,022,122,222,3Anneke Harmensdr in Nieuwe gegevens betreffende Anneke Harmansdr., de eerste echtegonte van Frans Hals, by M. Thierry de Bye Dolleman working from research by C.A. de Goederen-van Hees, pp. 249-257, Haerlem : jaarboek 1973, ISSN 0927-0728, στον ιστότοπο των Αρχείων της Βόρειας Ολλανδίας
↑Slive, Seymour, Frans Hals, and Pieter Biesboer (1989). Frans Hals. Munich: Prestel. p. 376.
↑Η Encyclopædia Britannica 1911 αναφέρει: "Σε τελείως διαφορετική φόρμα, καιμε πολλή από την ελευθερία του μεγαλύτερου Χαλς, οΝτιρκ Χαλς, ο αδελφός του, ζωγράφισε φεστιβάλ και αίθουσες χορού. Αλλά οΝτιρκ είχε πολλή από την ελευθερία και λιγότερη από την ικανότητα σχεδίασης, που χαρακτήριζε τον αδελφό του".
↑Η Encyclopædia Britannica 1911 αναφέρει: "Από τα πολυάριθμα μέλη της οικογένειας του Δασκάλου, μόνον ο Φρανς Χαλς ο νεότερος είναι άξιος λόγου, με πίνακες που απεικονίζουν καλύβες και πουλερικά. Ένα τραπέζι φορτωμένο με ασημένια και χρυσά πιάτα, φλιτζάνια, γυαλικά και βιβλία θεωρείται ένα από τα καλύτερά του έργα".
Claus Grimm published his Frans Hals. Das Gesamtwerk in 1989 (Stuttgart/Zürich; also translated into Dutch and English).
N. Middelkoop and A. van Grevenstein, Frans Hals. Leven, werk, restauratie (Life, work and restorations) (Haarlem Amsterdam 1988). This work gives an account of restorations of the riflemen's pieces, but it also gives a picture of Hals' life and work.
Antoon Erftemeijer; 2004 : Frans Hals in het Frans Hals Museum, Amsterdam/Gent (in Dutch, English and French), in which various chapters are devoted to Hals' life, his predecessors, portrait painting in the Golden Age, Hals' painting technique and other subjects. Many pictures with close-ups in this book show Hals' works in great detail.
Christopher Atkins (2004) Frans Hals's Virtuoso Brushwork, Nederlands Kunsthistorisch Jaarboek 2003, Zwolle, p. 281-309).
Τμήματα αυτού του λήμματος έχουν ληφθεί από το κείμενο The Frans Hals Museum, Haarlem, July 2005του Antoon Erftemeijer, Εφόρου του Μουσείου Φρανς Χαλς.