ΤοΧανάτο της Κριμαίας (Qırım Hanlığı, قريم خانلغى, Κιρίμ Χανλιγί) ήταν κράτοςτωνΚριμαίων Τατάρων από το 1449 έως το 1783. Το γηγενές όνομα ήταν Κριμαϊκή Γιούρτα (Qırım Yurtu, قريم يورتى). Ήταν το μακροβιότερο σε διάρκεια από τα χανάτα που δημιουργήθηκαν μετά τη διάλυση της Χρυσής Ορδής.[1]
Το χανάτο ιδρύθηκε όταν ορισμένες φυλές[2] της αυτοκρατορίας της Χρυσής Ορδής έπαψαν ναζουν νομαδικά στις στέπεςτουΝτεστ-ι Κιπτσάκ (Desht-i Kipchak, σημαίνει: Στέπα των Κιπτσάκων ή Η ξένη γηπου στεγάζει τους Κιπτσάκους) και αποφάσισαν να καταστήσουν τηνΚριμαίαγιούρτα (πατρίδα) τους. Ακολούθως προσκάλεσαν έναν απόγονο τουΤζένγκις Χαν, άτυχο διεκδικητή του θρόνου της Χρυσής Ορδής, τονΧατζί Α΄ Γκιράι, γιανα γίνει Χαν. Ο Χατζί Α΄ Γκιράι αποδέχθηκε την πρόταση και κατέφθασε από τηΛιθουανία, τον τόπο εξορίας του. Ίδρυσε το ανεξάρτητο κράτος τουτο 1441 μετά από μακρύ αγώνα για ανεξαρτησία από τηΧρυσή Ορδή. Τοχανάτο κατείχε σχεδόν ολοκληρωτικά τη χερσόνησο της Κριμαίας (πλην της νότιας και νοτιοδυτικής ακτής και λιμένων που ελέγχονταν από τηΔημοκρατία της Γένοβας) και τις στέπεςτουΝτεστ-ι Κιπτσάκ.
Ακολούθησε εσωτερικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους γιους του Χατζί μετά το θάνατό του. ΟιΟθωμανοί παρενέβησαν και εγκατέστησαν τελικώς στο θρόνο τονγιοτου Χατζί, Μενγκλί Α΄ Γκιράι. Το1475 οθωμανικές δυνάμεις υπό την αρχηγία τουΓκεντίκ Αχμέτ Πασά κυρίευσαν τοΠριγκιπάτο της Θεοδωρούςκαι τις γενουατικές αποικίες στοΤσέμπαλο (σημερινή Μπαλακλάβα), τηΣολδαίακαιτονΚαφφά. Έκτοτε το χανάτο περιήλθε στηζώνη επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ η κριμαϊκή ακτή έγινε οθωμανικό σαντζάκι (Kefe sancak, από την πόλη Καφφά), οι χάνοι (χαν) συνέχισαν να κυβερνούν την υπόλοιπη χερσόνησο και τις βόρειες στέπες. Η σχέση των Οθωμανών με τους Κριμαίους Τατάρους υπήρξε μοναδική. Οι σουλτάνοι μεταχειρίστηκαν τους χαν περισσότερο ως συμμάχους παρά ως υποτελείς. Ανκαιο επιλεγμένος χαν όφειλε να λάβει έγκριση από τον σουλτάνο, δεν υποδεικνυόταν από τηνΚωνσταντινούπολη. Οι Οθωμανοί αναγνώριζαν επίσης τη νομιμότητα τωνχαν στις στέπες, θεωρώντας τους απογόνους του Τζένγκις Χαν.
Οι διάφοροι χαν συνέχισαν να ασκούν εξωτερική πολιτική ανεξάρτητη από εκείνη των Οθωμανών στις στέπες της "Μικρής Ταρταρίας". Οι σχέσεις μεταξύ αυτών καιτου Οθωμανού σουλτάνου διαμορφώνονταν μέσω διπλωματικής αλληλογραφίας. Οιχαν συνέχισαν να κόβουν τα δικά τους νομίσματακαινα χρησιμοποιούν τα ονόματά τους στις προσευχές της Παρασκευής, αμφότερα σημαντικές ενδείξεις κυριαρχίας. Δεν πλήρωναν επίσης φόρους στηνΟθωμανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα η Οθωμανική Αυτοκρατορία τούς πλήρωνε για τις υπηρεσίες τους, για τους εκπαιδευμένους ανιχνευτές καιτο εξαιρετικό μάχιμο ιππικό στις εκστρατείες της.
Η συμμαχία των Κριμαίων Τατάρων καιτων Οθωμανών ήταν συγκρίσιμη μετηνΠολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία ως προς τη σημασία καιτη διάρκειά της. Το ταταρικό κριμαϊκό ιππικό έγινε απαραίτητο για τις εκστρατείες των Οθωμανών τόσο στηνΕυρώπη (ΠολωνίακαιΟυγγαρία), όσο καιστηνΑσία (στην περιοχή της Περσίας, εναντίον τωνΑκ Κογιουνλούκαι αργότερα τωνΣαφαβιδών)[3]. Ωστόσο η συγκεκριμένη πρακτική οδήγησε τους Κριμαίους Τατάρους σε εξάρτηση από τα λάφυρα που έπαιρναν σε νικηφόρες εκστρατείες, και όταν οι οθωμανικές στρατιωτικές εκστρατείες άρχισαν να αποτυγχάνουν, ηοικονομίατου χανάτου άρχισε επίσης να φθίνει.
Το 1502 ο Μενγκλί Α΄ Γκιράι νίκησε τον τελευταίο χαν της Μεγάλης Ορδής, θέτοντας τέλος στις διεκδικήσεις της τελευταίας στην Κριμαία. Κατά τον16ο αιώνατο χανάτο διεκδίκησε τη διαδοχή της επικράτειας της "Μεγάλης Ορδής", και συνεπώς την αρχηγία σε όλα τα χανάτα της περιοχής της ΚασπίαςκαιτουΒόλγα, ιδιαίτερα δετουΧανάτου του ΚαζάνκαιτουΧανάτου του Άστραχαν. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τον ανταγωνισμό μετοΡωσικό Βασίλειογιατην κυριαρχία της περιοχής. Η επιτυχής εκστρατεία τουΝτεβλέτ Α΄ ΓκιράιστηΜόσχατο1571 ολοκληρώθηκε μετη λεηλασία και πυρπόληση της ρωσικής πρωτεύουσας. Ο ίδιος μετά από αυτό ονομάστηκε "Taht-Algan" (ταχτ-αλγκάν, εκείνος που κατέλαβε μετη βία το θρόνο)[4]. Ωστόσο το χανάτο έχασε τη δυνατότητα πρόσβασης στις περιοχές τουΒόλγα, εξαιτίας μιας καταστροφικής ήττας από τους Ρώσους στηΜάχη του Μόλοντι ακριβώς μετά από ένα χρόνο.
Οι Γκιράι ανήγαν την καταγωγή τους στονΤζένγκις Χανκαιτο γεγονός αυτό τούς προσέδιδε πολιτική υπεροχή έναντι άλλων αριστοκρατικών οικογενειών. Σύμφωνα μετην παράδοση της στέπας, ο κυβερνήτης ήταν νόμιμος μόνο εάν προερχόταν από το βασιλικό σόι των Τζενγκιδών. Ακόμη καιο τσάρος της Μοσχοβίας διεκδικούσε τέτοιου είδους καταγωγή. Αντί γιατην οθωμανική ιδεολογία της αυτοκρατορίας, το κριμαϊκό χανάτο ακολουθούσε την παράδοση της Χρυσής Ορδής. Με άλλα λόγια, η δυναστεία Γκιράι ήταν το σύμβολο της κυβέρνησης, αλλά οχανστην πραγματικότητα κυβερνούσε μετη συμμετοχή των μπέηδων του "Καράτσι", του συμβουλίου δηλ. των αρχηγών των ευγενών οικογενειών, όπως οι Σιρίν, οι Μπαρίν, οι Αργίν, οι Κιπτσάκ, καιστη μεταγενέστερη περίοδο οι Μανσούρογλου καιοι Σιτζαβούτ. Οι Νογκάι που δήλωσαν πίστη στον Κριμαίο χαν όταν κατέρρευσε τοΧανάτο του Άστραχαντο 1556, υπήρξαν σημαντικό στοιχείο της εσωτερικής πολιτικής του Κριμαϊκού Χανάτου. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης οιΚιρκάσιοικαιοιΚοζάκοισε δεδομένες στιγμές της κριμαϊκής πολιτικής, μοιράζοντας την πίστη τους μεταξύ τουχανκαιτων μπέηδων.
Εσωτερικά το χανάτο ήταν μοιρασμένο μεταξύ μπέηδων, πίσω από τους οποίους λειτουργούσαν ως εκτελεστική εξουσία οιμιρζά (πρίγκηπες) από ευγενείς οικογένειες. Οι σχέσεις των χωρικών ή των κτηνοτρόφων με τους μιρζάδεν ήταν φεουδαρχική. Ήταν ελεύθεροι, καιοισλαμικός νόμος τούς προστάτευε από την απώλεια των δικαιωμάτων τους. Καταμερισμένη αναλογικά ανά χωριό, ηγη καλλιεργείτο από κοινού καιο φόρος αποδιδόταν από όλο το χωριό. Ο φόρος ήταν η "δεκάτη" των αγροτικών προϊόντων, η "δωδεκάτη" των κοπαδιών και μία μεταβλητή απλήρωτης εργασίας. Κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων του τελευταίου χαν, Σαχίν Γκιράι, η εσωτερική δομή άλλαξε ακολουθώντας το τουρκικό πρότυπο: οι γαίες των ευγενών κηρύχθηκαν επικράτεια τουχανκαι αναδιοργανώθηκαν σε «καντιλίκ», δηλαδή επαρχίες που κυβερνούνταν από αντιπροσώπους τουχαν.
Ο νόμος του κριμαϊκού χανάτου βασιζόταν στον ταταρικό νόμο, τον ισλαμικό νόμο καισε κάποια περιορισμένα ζητήματα, στον οθωμανικό νόμο. Αρχηγός της μουσουλμανικής κοινότητας σε θρησκευτικά ζητήματα ήταν ομουφτής, επιλεγμένος από τον τοπικό μουσουλμανικό κλήρο. Το κύριο όμως καθήκον τουδεν ήταν δικαιικό, ούτε θεολογικό, ήταν κυρίως οικονομικό. Οι μουφτήδες έλεγχαν όλα ταβακίφ (εξελλ. βακούφια) καιτα σημαντικά δημόσια έσοδα που προέκυπταν από αυτά. Άλλοι μουσουλμάνοι αξιωματούχοι πουδεν διορίζονταν από τον κλήρο αλλά από τον Οθωμανό σουλτάνο ανήκαν στοκαντί ασκέρ, το σώμα δηλαδή των κατήδων (κατής ή καδής=δικαστής). Επόπτευαν τις περιοχές που τους αναλογούσαν και εξαρτώντο θεωρητικά από τοκαντί ασκέρ. Πρακτικά ήταν απόλυτα εξαρτημένοι από τους αρχηγούς των αριστοκρατικών οικογενειών καιτον ίδιο τονχαν. Οι κατήδες ρύθμιζαν τη νόμιμη καθημερινή συμπεριφορά των μουσουλμάνων στο χανάτο.
Οιμη μουσουλμανικές μειονότητες (Έλληνες, Αρμένιοι, Γότθοι της Κριμαίας, Κιρκάσιοι, Ενετοί, Γενουάτες, Καραΐτες ΕβραίοικαιΚριμτσάκοι Εβραίοι) ζούσαν σε πόλεις και χωριά, ενίοτε σε διαφορετικά καταλύματα. Είχαν τους δικούς τους θρησκευτικούς και δικαιικούς θεσμούς σύμφωνα μετο σύστημα τωνμιλλέτ. Ήλεγχαν κυρίως τα οικονομικά επαγγέλματα καιτο εμπόριο, και πλήρωναν φόρο σε αντάλλαγμα απαλλαγής τους από τη στρατιωτική θητεία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αντιμετώπιζαν διακρίσεις. Ζούσαν όπως οι Κριμαίοι Τάταροι και μιλούσαν τις διαλέκτους τους.
Οι νομάδες από τους Κριμαίους Τατάρους και όλοι οι Νογκάι ήταν κτηνοτρόφοι. Η Κριμαία είχε σημαντικά εμπορικά λιμάνια, μέσω των οποίων τα αγαθά που κατέφθαναν εκεί από τονΔρόμο του Μεταξιού, εξάγονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία καιτηνΕυρώπη. Το κριμαϊκό χανάτο είχε αρκετές μεγάλες, όμορφες και "ζωντανές" πόλεις, όπως τοΜπαχτσέσαράι, τοΚεζλέφ, τοΚαρασουμπαζάρκαιτοΑκ Μεστζίτμε καραβανσαράι (καταλύματα γιατα καραβάνια), εμπορικά καταστήματα, βυρσοδεψεία και μύλους. Οι μόνιμα εγκατεστημένοι Κριμαίοι Τάταροι απασχολούνταν στη γεωργία, το εμπόριο καιτη βιοτεχνία. Επίσης, σε εκείνη την περίοδο η Κριμαία ήταν κέντρο παραγωγής οίνου, καπνούκαι καλλιέργειας οπωρικών. Τα κιλίμια (ανατολίτικα χράμια) του Μπαχτσέσαράι εξάγονταν στηνΠολωνίακαιτα μαχαίρια που κατασκεύαζαν οι Κριμαίοι Τάταροι μεταλλοτεχνίτες θεωρούνταν τα καλύτερα ανάμεσα στις καυκάσιες φυλές. Διάσημοι ήταν επίσης οι Κριμαίοι Τάταροι γιατην καλλιέργεια τουμεταξοσκώληκακαιγιατην παραγωγή μελιού. Μία από τις μείζονες πηγές εισοδήματός τους και ιδίως των ευγενών ήταν τα λάφυρα από τις εκστρατείες στις γειτονικές χώρες, καθώς καιτο δουλεμπόριο.
Το Χανάτο της Κριμαίας υπήρξε αναμφίβολα ισχυρή δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη μέχρι τον18ο αιώνα. Οι Τάταροι της Κριμαίας έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην υπεράσπιση των συνόρων τουΙσλάμ, ιδιαίτερα εναντίον των Πολωνών καιτων Μοσχοβιτών. Προκειμένου να εμποδίσουν τη σλαβική εγκατάσταση στις στέπες, ομάδες Κριμαίων Τατάρων σε συνεργασία με τους Τάταρους Νογκάι, επέδραμαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (ΒλαχίακαιΜολδαβία), τηνΠολωνο-Λιθουανική ΚοινοπολιτείακαιτηΜοσχοβία.
Μεμια διαδικασία που αποκαλούσαν «σοδειά της στέπας» σκλάβωναν πολλούς ΣλάβουςκαιΒλάχους χωρικούς και αποκτούσαν λάφυρα από τα οποία οχαν εισέπραττε τη "δεκάτη" ή "εικοστή" (savğa, δηλαδή το 10 ή το 20%). Οι εκστρατείες των Κριμαίων Τατάρων θα μπορούσαν να διαιρεθούν στις επίσημες στρατιωτικές επιχειρήσεις, που καθοδηγούσαν οι ίδιοι οιχαν, και τις επιδρομές που πραγματοποιούσαν ξεχωριστές ομάδες ευγενών, ενίοτε παράνομες και αντιτιθέμενες στις συμφωνίες που υπέγραφαν οιχανμε τους κυβερνήτες γειτονικών χωρών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ώς τις αρχές του18ου αιώνα, το χανάτο διατηρούσε μεγάλης έκτασης δουλεμπόριο μετηνΟθωμανική ΑυτοκρατορίακαιτηΜέση Ανατολή. Το εμπορικό λιμάνι Κέφε ήταν από τα σημαντικότερα στο θέμα του δουλεμπορίου[5]
Το κριμαϊκό χανάτο έκανε αρκετές συμμαχίες μετην πολωνική Λιθουανία και τους Πολωνο-Λιθουανούς Κοζάκους εναντίον της αναπτυσσόμενης Μοσχοβίας, η οποία διεκδικούσε επικράτειες της Χρυσής Ορδής. Η διεκδικούμενη περιοχή είχε μεγάλη αξία για τους Μοσχοβίτες, καθώς θα επέτρεπε την εγκατάσταση Ρώσων σε εύφορες περιοχές με μακρύτερες περιόδους καλλιέργειας. Ορισμένοι θεωρούν ότι με αυτά τα εδάφη η Ρωσία θα ήταν αρκετά πλούσια ώστε να επιτρέψει την εξασθένιση του συστήματος της δουλοπαροικίας κατά τον17ο αιώνα[6]. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι διαρκείς αψιμαχίες κατά μήκος της συνοριακής γραμμής καιη αύξηση των στρατών των Ρώσων ευγενών είχαν ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη εκμετάλλευση των Ρώσων χωρικών (μουζίκων).
Ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι περισσότεροι από 3 εκατομμύρια άνθρωποι, κύρια ΚιρκάσιοικαιΟυκρανοί, Ρώσοι, Λευκορώσοι, Πολωνοί, ΒλάχοικαιΜολδαβοί αιχμαλωτίστηκαν και έγιναν σκλάβοι κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του χανάτου. Ένα από τα διασημότερα θύματά τους ήταν ηΡωξελάνη, που έγινε αργότερα σύζυγος τουΣουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούςκαι κατόρθωσε να κερδίσει σημαντική δύναμη στην οθωμανική αυλή. Η διαρκής απειλή των Κριμαίων Τατάρων ήταν ένα από τα κίνητρα γιατην εμφάνιση των Κοζάκων[7].
Τελειοποιώντας τις τακτικές τους σε ό,τι αφορούσε στις επιδρομές, οι Κριμαίοι Τάταροι επέλεγαν δρόμους ανάμεσα σε ποταμούς. Ο κύριος δρόμος που ακολούθησαν γιατη Μόσχα ήταν τοΠέρασμα Μουράφσκι, που οδηγούσε από το κριμαϊκό Περεκόπ έως τηνΤούλα, ανάμεσα στους ποταμούς ΔνείπεροκαιΣεβέρσκι Ντονέτς. Προχωρώντας έτσι αόρατοι βαθιά και χωρίς τον κίνδυνο πλαγιοκόπησης στις κατοικημένες περιοχές για 100-200 χλμ., επέστρεφαν λαφυραγωγώντας και συλλαμβάνοντας σκλάβους. Ετησίως υπολογίζεται ότι ηΜόσχα κινητοποιούσε τηνάνοιξη μέχρι 65.000 στρατιώτες για υπηρεσία στα σύνορα, γεγονός που αποτελούσε βαρύ οικονομικό φορτίο γιατο κράτος. Οι Κοζάκοι καιοι νέοι ευγενείς ήταν οργανωμένοι σε ομάδες περιπολίας, που παρατηρούσαν τους Τατάρους στη στέπα[8]. Περίπου 30 μείζονες ταταρικές επιδρομές καταγράφηκαν στις μοσχοβίτικες περιοχές στην περίοδο 1558-1596[9].
Η πτώση του χανάτου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη μετην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και συνεπώς μιας αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη, προς όφελος των χριστιανικών βασιλείων. Οι Κριμαίοι Τάταροι επέστρεφαν από τις οθωμανικές εκστρατείες με άδεια χέρια, ενώ το ταταρικό ιππικό χωρίς σύγχρονο οπλισμό υπέφερε μεγάλες απώλειες έναντι των σύγχρονων ευρωπαϊκών και ρωσικών στρατών. Έως το τέλος του17ου αιώναη μοσχοβίτικη Ρωσία (Μοσχοβία) έγινε πολύ ισχυρή δύναμη γιανατη λεηλατεί η ταταρική Κριμαία. Από τότε οι Κριμαίοι Τάταροι δεν ήταν ικανοί να διεξάγουν επιδρομές για λάφυρα και σκλάβους στην Ουκρανία ή τη Ρωσία, χάνοντας έτσι μία από τις οικονομικές πηγές του χανάτου. Αυτές οι εξωτερικές αποτυχίες είχαν επιπλέον και ένα άλλο εσωτερικής φύσης αποτέλεσμα. Η υποστήριξη τουχαν από τις οικογένειες των ευγενών άρχισε επίσης να φθίνει και ξεκίνησε μια εσωτερική διαμάχη γιατην απόκτηση της κεντρικής διοίκησης. Οι Τάταροι Νογκάι, που παρείχαν σημαντικό τμήμα των κριμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων, απέσυραν την υποστήριξή τους στους χαν προς το τέλος του χανάτου.
Στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα οιΚαλμούχοι σχημάτισαν τοΧανάτο των Καλμούχωνστον Κάτω Βόλγα, και υπό τονΑγιούκα Χαν διεξήγαγαν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στο κριμαϊκό Χανάτο και τους Νογκάι. Γενόμενοι τμήμα της Ρωσίας και κρατώντας τον όρκο τους να προστατεύουν τα νότια σύνορά της, οι Καλμούχοι έλαβαν ενεργά μέρος σε όλες τις ρωσικές στρατιωτικές εκστρατείες κατά τον 17οκαι 18ο αιώνα, παρέχοντας έως και 40.000 πλήρως οπλισμένους ιππείς.
Οι ενωμένες ρωσικές και ουκρανικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά του χανάτου στις εκστρατείες Σιγκιρίν και τις κριμαϊκές εκστρατείες. Κατά τη διάρκεια τουΡωσοτουρκικού πολέμου του 1735-1739, οι Ρώσοι υπό την αρχηγία τουΜπούρκχαρντ Κριστόφ φον Μύνιχ κατάφεραν να διεισδύσουν στην κριμαϊκή χερσόνησο.
Η διακυβέρνηση του τελευταίου χαν της Κριμαίας, Σαχίν Γκιράι, σηματοδοτήθηκε από την αυξανόμενη ρωσική επίδραση και βίαιες εξεγέρσεις της αντιπολίτευσης. Στις 8 Απριλίου1783, παραβιάζοντας τη συνθήκη, η Αικατερίνη Β' παρενέβη στον υπό εξέλιξη εμφύλιο πόλεμο, προσαρτώντας ντε φάκτο όλη τηχερσόνησοστη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το 1787 ο Σαχίν Γκιράι αναζήτησε καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και τελικώς εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές ως προδότης, στηΡόδο. Η οικογένεια των Γκιράι επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Οι Νογκάι ποιμένες νομάδες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, θεωρούνταν υπήκοοι του Κριμαίου χαν. Ήταν διαιρεμένοι σε αρκετές ομάδες: τους Μπουντζάκ (από τον Δούναβη έως τον Δνείστερο), τους Γιεντιζάν (από τον Δνείστερο έως τον ποταμό Μπουκ), τους Γιαμ μπουλούκ (από τον ποταμό Μπουκ έως την Κριμαία), τους Γιεντικούλ (βόρεια της Κριμαίας) και τους Νογκάι τουΚουμπάν. ΜετηΣυνθήκη του Ιασίουτα ρωσικά σύνορα επεκτάθηκαν έως τονΔνείστερο ποταμό καιη κατάληψη της επικράτειας των Γιεντιζάν ολοκληρώθηκε. ΗΣυνθήκη του Βουκουρεστίου επανέφερε το Μπουντζάκ υπό τον έλεγχο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.