Η いーた εκτυπώσιμη έκδοση δ でるた ε いぷしろん ν にゅー υποστηρίζεται πλέον κ かっぱ α あるふぁ ι いおた μπορεί ν にゅー α あるふぁ έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες τ たう ο おみくろん υ うぷしろん περιηγητή σας κ かっぱ α あるふぁ ι いおた παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά τ たう η いーた ν にゅー προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης τ たう ο おみくろん υ うぷしろん περιηγητή σας.
Ετυμολογία
αμβλύνω < αρχαία ελληνική ἀμβλύνω < ἀμβλύς
Προφορά
Δ でるた Φ ふぁい Α あるふぁ : /aɱˈvli.no /
τυπογραφικός συλλαβισμός : α あるふぁ μ みゅー ‐βλύ‐ν にゅー ω おめが
Ρήμα
αμβλύνω (παθητική φωνή : αμβλύνομαι )
κάνω κάτι ν にゅー α あるふぁ χάσει τ たう η いーた ν にゅー αιχμηρότητά τ たう ο おみくろん υ うぷしろん
≈ συνώνυμα : στομώνω
≠ αντώνυμα : ακονίζω
(μεταφορικά ) μειώνω τ たう η いーた ν にゅー ένταση σ しぐま ε いぷしろん διαφορές, καταστάσεις ή φαινόμενα
≈ συνώνυμα : απαλύνω , μετριάζω
≠ αντώνυμα : οξύνω
(μεταφορικά ) χειροτερεύω κάτι έτσι, ώστε αυτό ν にゅー α あるふぁ είναι λιγότερο λειτουργικό
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα
Ενεστώτας
Παρατατικός
Ε いぷしろん ξ くしー . Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
Μετοχή
α あるふぁ ' ενικ.
αμβλύνω
άμβλυνα
θ しーた α あるふぁ αμβλύνω
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνω
αμβλύνοντας
β べーた ' ενικ.
αμβλύνεις
άμβλυνες
θ しーた α あるふぁ αμβλύνεις
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνεις
άμβλυνε
γ がんま ' ενικ.
αμβλύνει
άμβλυνε
θ しーた α あるふぁ αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνει
α あるふぁ ' πληθ.
αμβλύνουμε
αμβλύναμε
θ しーた α あるふぁ αμβλύνουμε
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνουμε
β べーた ' πληθ.
αμβλύνετε
αμβλύνατε
θ しーた α あるふぁ αμβλύνετε
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνετε
αμβλύνετε
γ がんま ' πληθ.
αμβλύνουν(ε いぷしろん )
άμβλυναν αμβλύναν(ε いぷしろん )
θ しーた α あるふぁ αμβλύνουν(ε いぷしろん )
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνουν(ε いぷしろん )
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα
Αόριστος
Συνοπτ. Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
α あるふぁ ' ενικ.
άμβλυνα
θ しーた α あるふぁ αμβλύνω
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνω
αμβλύνει
β べーた ' ενικ.
άμβλυνες
θ しーた α あるふぁ αμβλύνεις
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνεις
άμβλυνε
γ がんま ' ενικ.
άμβλυνε
θ しーた α あるふぁ αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνει
α あるふぁ ' πληθ.
αμβλύναμε
θ しーた α あるふぁ αμβλύνουμε
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνουμε
β べーた ' πληθ.
αμβλύνατε
θ しーた α あるふぁ αμβλύνετε
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνετε
αμβλύντε
γ がんま ' πληθ.
άμβλυναν αμβλύναν(ε いぷしろん )
θ しーた α あるふぁ αμβλύνουν(ε いぷしろん )
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνουν(ε いぷしろん )
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ. Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
α あるふぁ ' ενικ.
έχω αμβλύνει
είχα αμβλύνει
θ しーた α あるふぁ έχω αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ έχω αμβλύνει
β べーた ' ενικ.
έχεις αμβλύνει
είχες αμβλύνει
θ しーた α あるふぁ έχεις αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ έχεις αμβλύνει
γ がんま ' ενικ.
έχει αμβλύνει
είχε αμβλύνει
θ しーた α あるふぁ έχει αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ έχει αμβλύνει
α あるふぁ ' πληθ.
έχουμε αμβλύνει
είχαμε αμβλύνει
θ しーた α あるふぁ έχουμε αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ έχουμε αμβλύνει
β べーた ' πληθ.
έχετε αμβλύνει
είχατε αμβλύνει
θ しーた α あるふぁ έχετε αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ έχετε αμβλύνει
γ がんま ' πληθ.
έχουν αμβλύνει
είχαν αμβλύνει
θ しーた α あるふぁ έχουν αμβλύνει
ν にゅー α あるふぁ έχουν αμβλύνει
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα
Ενεστώτας
Παρατατικός
Ε いぷしろん ξ くしー . Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
Μετοχή
α あるふぁ ' ενικ.
αμβλύνομαι
αμβλυνόμουν(α あるふぁ )
θ しーた α あるふぁ αμβλύνομαι
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνομαι
αμβλυνόμενος
β べーた ' ενικ.
αμβλύνεσαι
αμβλυνόσουν(α あるふぁ )
θ しーた α あるふぁ αμβλύνεσαι
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνεσαι
(αμβλύνου)
γ がんま ' ενικ.
αμβλύνεται
αμβλυνόταν(ε いぷしろん )
θ しーた α あるふぁ αμβλύνεται
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνεται
α あるふぁ ' πληθ.
αμβλυνόμαστε
αμβλυνόμαστε αμβλυνόμασταν
θ しーた α あるふぁ αμβλυνόμαστε
ν にゅー α あるふぁ αμβλυνόμαστε
β べーた ' πληθ.
αμβλύνεστε
αμβλυνόσαστε αμβλυνόσασταν
θ しーた α あるふぁ αμβλύνεστε
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνεστε
(αμβλύνεστε)
γ がんま ' πληθ.
αμβλύνονται
αμβλύνονταν αμβλυνόντουσαν
θ しーた α あるふぁ αμβλύνονται
ν にゅー α あるふぁ αμβλύνονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα
Αόριστος
Συνοπτ. Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
Απαρέμφατο
α あるふぁ ' ενικ.
αμβλύνθηκα
θ しーた α あるふぁ αμβλυνθώ
ν にゅー α あるふぁ αμβλυνθώ
αμβλυνθεί
β べーた ' ενικ.
αμβλύνθηκες
θ しーた α あるふぁ αμβλυνθείς
ν にゅー α あるふぁ αμβλυνθείς
γ がんま ' ενικ.
αμβλύνθηκε
θ しーた α あるふぁ αμβλυνθεί
ν にゅー α あるふぁ αμβλυνθεί
α あるふぁ ' πληθ.
αμβλυνθήκαμε
θ しーた α あるふぁ αμβλυνθούμε
ν にゅー α あるふぁ αμβλυνθούμε
β べーた ' πληθ.
αμβλυνθήκατε
θ しーた α あるふぁ αμβλυνθείτε
ν にゅー α あるふぁ αμβλυνθείτε
αμβλυνθείτε
γ がんま ' πληθ.
αμβλύνθηκαν αμβλυνθήκαν(ε いぷしろん )
θ しーた α あるふぁ αμβλυνθούν(ε いぷしろん )
ν にゅー α あるふぁ αμβλυνθούν(ε いぷしろん )
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ. Μέλλ.
Υποτακτική
Προστακτική
Μετοχή
α あるふぁ ' ενικ.
έχω αμβλυνθεί
είχα αμβλυνθεί
θ しーた α あるふぁ έχω αμβλυνθεί
ν にゅー α あるふぁ έχω αμβλυνθεί
αμβλυμένος
β べーた ' ενικ.
έχεις αμβλυνθεί
είχες αμβλυνθεί
θ しーた α あるふぁ έχεις αμβλυνθεί
ν にゅー α あるふぁ έχεις αμβλυνθεί
γ がんま ' ενικ.
έχει αμβλυνθεί
είχε αμβλυνθεί
θ しーた α あるふぁ έχει αμβλυνθεί
ν にゅー α あるふぁ έχει αμβλυνθεί
α あるふぁ ' πληθ.
έχουμε αμβλυνθεί
είχαμε αμβλυνθεί
θ しーた α あるふぁ έχουμε αμβλυνθεί
ν にゅー α あるふぁ έχουμε αμβλυνθεί
β べーた ' πληθ.
έχετε αμβλυνθεί
είχατε αμβλυνθεί
θ しーた α あるふぁ έχετε αμβλυνθεί
ν にゅー α あるふぁ έχετε αμβλυνθεί
γ がんま ' πληθ.
έχουν αμβλυνθεί
είχαν αμβλυνθεί
θ しーた α あるふぁ έχουν αμβλυνθεί
ν にゅー α あるふぁ έχουν αμβλυνθεί
Μεταφράσεις