δάσκαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん δάσκαλος οおみくろんιいおた δάσκαλοおみくろんιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん δασκάλοおみくろんυうぷしろん
δάσκαλοおみくろんυうぷしろん
τたうωおめがνにゅー δασκάλωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー δάσκαλοおみくろん τους δασκάλους
δάσκαλους
     κλητική δάσκαλεいぷしろん δάσκαλοおみくろんιいおた
Κかっぱαあるふぁιいおた λαϊκότροπος πληθυντικός, οおみくろんιいおた δασκάλοι.
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δάσκαλος < διδάσκαλος < διδάσκω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈða.ska.los/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δάσκαλος αρσενικό (θηλυκό δασκάλα ή δασκάλισσα)

  1. αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん διδάσκει
  2. (επάγγελμα, εκπαίδευση) οおみくろん εκπαιδευτικός πぱいοおみくろんυうぷしろん διδάσκει σしぐまτたうοおみくろん δημοτικό σχολείο
  3. οおみくろん αναγνωρισμένος καλλιτέχνης, οおみくろん μεγάλος ζωγράφος
  4. οおみくろん δεξιοτέχνης ενός μουσικού οργάνου
  5. (μεταφορικά) αυτός πぱいοおみくろんυうぷしろん αρέσκεται νにゅーαあるふぁ δίνει συμβουλές στους άλλους
  6. (αργκό) οおみくろん αστυνόμος (σしぐまτたうηいーた γλώσσα τたうωおめがνにゅー κακοποιών)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]