μάτι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | μάτ |
μάτ | ||
γενική | ||||
αιτιατική | μάτ |
μάτ | ||
κλητική | μάτ |
μάτ | ||
Δείτε | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μάτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μάτι(
ν ) < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικότ ο υ ὄμ μ α (μάτι) < *ὄπ -μ α < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *op- / *okʷ-
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάτι ουδέτερο
- (ανατομία)
ο οφθαλμός,τ ο όργανο της όρασης- ↪ πονάει
τ ο μάτιμ ο υ
- ↪ πονάει
η ματιά,τ ο βλέμμα- ↪
μ ε τ α μάτια ενός παιδιού
- ↪
η προσοχή,η επίβλεψη- ↪ έχει ένα μάτι
σ ε όλα
- ↪ έχει ένα μάτι
η αντιληπτικήκ α ι κριτική ικανότητα- ↪ έχει μάτι
η βασκανία,τ ο μάτιασμα- ↪
δ ε ν τ ο ν πιάνει μάτι
- ↪
η τρύπασ τ η ν κορυφή μιας βελόνας- ↪ πέρνα
τ η ν κλωστή μέσαα π 'τ ο μάτι
- ↪ πέρνα
η οπή πάνωσ ε αντικείμενο, μέσω της οποίας επιτρέπεται οπτική επαφήμ ε τ η ν άλλη πλευρά- ↪
τ ο μάτι της πόρτας
- ↪
- εξάρτημα ή οπτικό όργανο μηχανήματος
π ο υ επιτρέπειτ η ν όραση μέσα από αυτό,τ ο βιζέρ- ↪
τ ο μάτι της κάμερας
- ↪
τ ο κέντρο μιας δίνης, ενός κυκλώνα- ↪
Σ τ ο μάτιτ ο υ τυφώναδ ε φυσάει καθόλουο άνεμος.
- ↪
η στρογγυλή εστία κουζίνας- ↪ Βάλε
τ η χύτρα πάνωσ τ ο μεγάλο μάτι.
- ↪ Βάλε
- ασχημάτιστη φύτρα, βλαστός φυτού
- ↪
Γ ι α ν α κλαδέψειςτ ο φυτό, κόψετ α κλαδάκια πάνω από κάθε μάτι. - ↪
ο ι πατάτες έχουν βγάλει μάτια
- ↪
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ακολουθώ
μ ε τ α μάτια κάποιον/κάτι - ανεβαίνω
σ τ α μάτια κάποιου - ανοίγω
τ α μάτιαμ ο υ - άνοιξε
τ α μάτιασ ο υ : δεςτ η ν πραγματικότητα, ξύπνα - βάζω
τ α χεράκιαμ ο υ κ α ι βγάζωτ α ματάκιαμ ο υ - βγάζει μάτι
- βγάζω
τ α μάτιαμ ο υ - βγάζω
τ α μάτιαμ ο υ μόνοςμ ο υ :μ ε τ α λάθημ ο υ προκαλώτ η ν καταστροφήμ ο υ - βλέπω
τ ο ν χάρομ ε τ α μάτιαμ ο υ γ ι α τ α μάτια κάποιουγ ι α τ α μάτιατ ο υ κόσμουγ ι α τ α μάτιασ ο υ μόνο: μόνογ ι α χάρησ ο υ γ ι α τ α ωραίασ ο υ μάτια- γδύνω
μ ε τ α μάτιαμ ο υ - γουρλώνω
τ α μάτια - γυαλίζει
τ ο μάτιμ ο υ : έχωτ η ν όψη τρελού - γύρισε
τ ο μάτιμ ο υ : θύμωσα, εκνευρίστηκα, βγήκα εκτός εαυτού δ ε ν αφήνω απότ α μάτιαμ ο υ κάποιον/κάτιδ ε ν έχω μάτιαγ ι α άλλον/άλληδ ε ν θέλων α ξαναδώσ τ α μάτιαμ ο υ κάποιονδ ε ν κλείνω μάτιδ ε μ ο υ γεμίζειτ ο μάτι:δ ε μ ο υ φαίνεται ικανός,δ ε μ ο υ εμπνέει εμπιστοσύνηδ ε ν παίρνωτ α μάτιαμ ο υ απόδ ε ν πιστεύωσ τ α μάτιαμ ο υ δ ε ν τ ο ν πιάνειτ ο μάτισ ο υ - έχει φοβηθεί
τ ο μάτιμ ο υ - έχουν
δ ε ι πολλάτ α μάτιαμ ο υ : ξέρω πολλά πράγματα, έχωδ ε ι πολλά πράγματα. - έχω μάτι: έχω
τ η ν ικανότηταν α διακρίνω κάτιπ ο υ δ ε ν είναι προφανές - έχω
σ τ ο μάτι: εποφθαλμιώ - έχω
τ α μάτιαμ ο υ ανοιχτά, → δείτετ η ν έκφραση: έχωτ ' αυτιάμ ο υ ανοιχτά - θολώνει
τ ο μάτιμ ο υ κ α ι τ α μάτιασ ο υ !- καλώς
τ α μάτιαμ ο υ τ α δ υ ο - κάνω μαύρα μάτια: περνάει καιρός από τότε
π ο υ ... - κάνω
τ α γλυκά μάτια: ερωτοτροπώ, φλερτάρω - κάνω
τ α στραβά μάτια: κάνω πωςδ ε βλέπω ή πωςδ ε ν καταλαβαίνω - καρφί
σ τ ο μάτι - καρφώνω
τ α μάτια - κλείνουν
τ α μάτιαμ ο υ - κλείνω
τ α μάτιαμ ο υ : αδιαφορώ ή πεθαίνω (αναλόγως) - κλείνω
τ ο μάτισ ε κάποιον - κόβει
τ ο μάτιτ ο υ : είναι παρατηρητικός - κοιτάω
σ τ α μάτια κάποιον - κοροϊδεύω μπροστά
σ τ α μάτια κάποιον, → δείτετ η ν έκφραση: κοροϊδεύω μεςσ τ α μούτρα, κοροϊδεύω κατάμουτρα - μάτια κουμπότρυπες
- μάτια
π ο υ βγάζουν σπίθες/φλόγες/φωτιές ή μάτιαπ ο υ πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές - μαυρίζει
τ ο μάτιμ ο υ : κουράζομαι, αποκάμνω μ ε γελούντ α μάτιαμ ο υ , → δείτετ η ν έκφραση:μ ε γελούντ α αυτιάμ ο υ μ ε γυμνό μάτι: χωρίς οπτικό βοήθημαμ ε κλειστά (τ α ) μάτιαμ ε μισό μάτι: χωρίς συμπάθειαμ ε πιάνειτ ο μάτιμ ε τ η ν τσίμπλασ τ ο μάτιμ ε τ ο μάτι: υπολογισμός χωρίς μέτρησημ ο υ χτυπάεισ τ ο μάτι,μ ο υ χτύπησεσ τ ο μάτι: τράβηξετ η ν προσοχήμ ο υ - μπαίνω
σ τ ο μάτι κάποιου: ενοχλώ κάποιον ήτ ο ν κάνων α ζηλέψει ν α χαρείςτ α μάτιασ ο υ - όποιος έχει μάτια, βλέπει
- παίζει
τ ο μάτιμ ο υ ή πετάειτ ο μάτιμ ο υ - παίρνω
τ α μάτιαμ ο υ (ή παίρωντ ω ν ομματιώνμ ο υ : αποχωρώ απογοητευμένος - παίρνω μάτι ή κάνω μάτι
- παίρνω
μ ε κακό μάτι - παίρνω
μ ε καλό μάτι - περνώ από
τ ο μάτι της βελόνας, → δείτετ η ν έκφραση: περνώ απότ η ν τρύπα της βελόνας - πετάω
τ α μάτια έξω - πέφτω
σ τ α μάτια κάποιου - πήζει
τ ο μάτι - πιστεύω
σ τ ο μάτι - πονάει δόντι, βγάζει μάτι
- ρίχνω στάχτη
σ τ α μάτια: αποπροσανατολίζω - στέγνωσαν/στέρεψαν
τ α μάτιαμ ο υ , → δείτετ η ν έκφραση: στέγνωσαν/στέρεψαντ α δάκρυάμ ο υ σ τ ο μάτιτ ο υ κυκλώνα:σ τ ο επίκεντρο της καταστροφής, → δείτετ η ν έκφραση:σ τ η δίνητ ο υ κυκλώνατ α μάτια βασίλεψαντ α μάτιαμ ο υ δεκατέσσερα: προσέχω πάρα πολύτ α μάτιαμ ο υ τέσσερα- της Παναγιάς
τ α μάτια: δείχνει αφθονίασ ε κάποιο πράγμα τ ι έχουνν α δ ο υ ν τ α μάτια μας ήτ ι άλλοθ α δ ο υ ν τ α μάτια μαςτ ο είδαμ ε τ α μάτιαμ ο υ : ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, ήμουν παρών όταν έγινετ ο έχω/προσέχωσ α ν τ α μάτιαμ ο υ τ ο κακό μάτι:τ ο βάσκανοκ α ι η ζήλιατ ο μάτιμ ο υ γαρίδατ ο μάτιμ ο υ σταμάτησεσ ε κάτι/κάποιον, → δείτετ η ν έκφραση:τ ο βλέμμαμ ο υ σταμάτησεσ ε κάτι/κάποιοντ ο μάτισ ο υ τ΄αλλήθωρο (π ο υ τρέχεισ τ ο ν κατήφορο)τ ο μάτιτ ο υ κυκλώνα- τρίβω
τ α μάτιαμ ο υ - τρίτο μάτι
- τρώω
μ ε τ α μάτια, → δείτετ η ν έκφραση: τρώωμ ε τ ο βλέμμα - φάτε μάτια ψάρια (
κ α ι κοιλιά περίδρομο): χόρτασεμ ε τ ο μάτι αυτόπ ο υ δ ε ν μπορείςν α αποκτήσεις - χάνω από
τ α μάτιαμ ο υ κάποιον/κάτι - χάσου από
τ α μάτιαμ ο υ , → δείτετ η ν έκφραση: χάσου από μπροστάμ ο υ - χτυπάει
σ τ ο μάτι
Παροιμίες
[επεξεργασία]- άλλα
τ α μάτιατ ο υ λαγούκ ι άλλα της κουκουβάγιας - καλύτερα
ν α σ ο υ β γ ε ι τ ο μάτι παράτ ο όνομα - κόρακας κοράκου μάτι
δ ε (ν ) βγάζει - μάτια
π ο υ δ ε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται τ ο γινάτι βγάζει μάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
μόνο
|
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις
μ ε πρόθημαμ α τ ο - απότ ο ομματο-σ τ ο Βικιλεξικό - Νεοελληνικές λέξεις
μ ε επίθημα -μάτηςσ τ ο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
μάτι
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όργανο όρασης
έχω τ α μάτια μ ο υ δεκατέσσερα
κάνω τ α στραβά μάτια
Πηγές
[επεξεργασία]- μάτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - μάτι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (
Β ʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Α ʹ έκδοση: 1998) - Κάτος, Γιώργος
Β . (2016) Λεξικό της λαϊκήςκ α ι της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016σ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'μάτι'.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μάτι ουδέτερο
- άλλη μορφή
τ ο υ ὀμμάτιον
Κλιτικοί τύποι
[επεξεργασία]- μάτια (πληθυντικός)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- ομμάτιον - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'τραγούδι' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες
π ο υ χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)