μολύβι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | μολύβ |
μολύβ | ||
γενική | ||||
αιτιατική | μολύβ |
μολύβ | ||
κλητική | μολύβ |
μολύβ | ||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μολύβι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μολύβι(
ν ) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μολύβιον / μολίβιον, υποκοριστικόγ ι α τ η ν αρχαία ελληνική μόλυβ(δ )ος [1]
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/23/Bleistift1.jpg/220px-Bleistift1.jpg)
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /moˈli.vi/- τυπογραφικός συλλαβισμός :
μ ο ‐λύ‐β ι - τονικό παρώνυμο: μολυβί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μολύβι ουδέτερο
- (γραφική ύλη) αντικείμενο
π ο υ χρησιμεύεισ τ η γραφή, αποτελούμενο απόμ ι α στήλη γραφίτη περιβαλλόμενη συνήθως από ξύλο- → δείτε γραφίδα
- (κοσμετολογία) μολύβι
γ ι α π ι ο έντονο περίγραμμασ ε μάτια ή χείλια
- κοινή ονομασία
τ ο υ μόλυβδου- σύμβολο: Pb
- (λαϊκότροπο)
τ ο βλήμα όπλου - (μεταφορικά)
σ α μολύβι- πολύ βαρύς
- πολύ δυσκίνητος
- πολύ δύσπεπτος (
γ ι α φαγητό)
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
μολυβ-
μολυβ-
θέμα μολυβ-
- κοκαλομολύβι
- μολυβάκι
- μολυβένιος
- μολυβήθρα
- μολυβής
- μολυβί
- μολυβιά
- μολυβιάζω
- μολυβίζω
- μολυβίτσα
- μολυβογράφω
- μολυβοκαντιλοπελεκητής
- μολυβοκόντυλο
- μολυβοκοντυλοπελεκητής
- μολυβοκοντυλοπελεκητός
- μολυβομαβής
- μολυβομαντεία
- μολυβόμαυρος
- μολυβομπάρουτα (πληθυντικός)
- μολυβόμπλαβος
- μολυβόνερο
- μολυβοπάτωτος
- μολυβόπετρα
- μολυβοσκέπαστος
- μολυβοφαγωμένος
- μολυβοφορτωμένος
- μολυβόφουρνος
μ ο λυβοχρυσοκαντιλοπελεκητός- μολυβόχρωμος
- μολυβόχυτος
- μολυβόχωμα
- μολύβωμα
- μολυβώνω, μολυβώνομαι
- μολυβωτός
→
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικείμενο γραφής
|
→ δείτε |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- μολύβι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (
Β ʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Α ʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μολύβι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μολύβιον / μολίβιον, υποκοριστικό
γ ι α τ η ν αρχαία ελληνική μόλυβ(δ )ος [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μολύβι
ο μόλυβδος,τ ο μολύβι- άλλες μορφές: μολύβδι
- (συνεκδοχικά) βλήμα όπλου
- μέσο μαντείας
σ τ η μολυβδομαντεία
- (γραφική ύλη)
τ ο μολύβι
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]μολίβιον]={45841
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παροιμίες
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
μολιβ- μολυβ-
μολιβ- μολυβ-
θέμα μολιβ- μολυβ-
→
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (
Β ' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- μολύβι - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'τραγούδι' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά) - Κληρονομημένες λέξεις από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραφική ύλη (νέα ελληνικά)
- Κοσμετολογία (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ η ν ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά) - Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Γραφική ύλη (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)