μολύβι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: μολυβί
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん μολύβιいおた τたうαあるふぁ μολύβιいおたαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん μみゅーοおみくろんλらむだυうぷしろんβべーたιού τたうωおめがνにゅー μみゅーοおみくろんλらむだυうぷしろんβべーたιών
    αιτιατική τたうοおみくろん μολύβιいおた τたうαあるふぁ μολύβιいおたαあるふぁ
     κλητική μολύβιいおた μολύβιいおたαあるふぁ
Οおみくろんιいおた καταλήξεις -ιού, -ιいおたαあるふぁ, -ιών προφέρονται μみゅーεいぷしろん συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μολύβι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μολύβι(νにゅー) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μολύβιον / μολίβιον, υποκοριστικό γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー αρχαία ελληνική μόλυβ(δでるた)ος [1]
Μαύρο μολύβι.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /moˈli.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μみゅーοおみくろん‐λύ‐βべーたιいおた
τονικό παρώνυμο: μολυβί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μολύβι ουδέτερο

  1. (γραφική ύλη) αντικείμενο πぱいοおみくろんυうぷしろん χρησιμεύει σしぐまτたうηいーた γραφή, αποτελούμενο από μみゅーιいおたαあるふぁ στήλη γραφίτη περιβαλλόμενη συνήθως από ξύλο
    → δείτε γραφίδα
    • (κοσμετολογία) μολύβι γがんまιいおたαあるふぁ πぱいιいおたοおみくろん έντονο περίγραμμα σしぐまεいぷしろん μάτια ή χείλια
  2. κοινή ονομασία τたうοおみくろんυうぷしろん μόλυβδου
    σύμβολο: Pb
    1. (λαϊκότροπο) τたうοおみくろん βλήμα όπλου
       συνώνυμα: βόλι, σφαίρα
    2. (μεταφορικά) σしぐまαあるふぁ μολύβι
      1. πολύ βαρύς
      2. πολύ δυσκίνητος
      3. πολύ δύσπεπτος (γがんまιいおたαあるふぁ φαγητό)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
μολυβ- 

θέμα μολυβ-

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη μόλυβδος

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μολύβι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μολύβιον / μολίβιον, υποκοριστικό γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー αρχαία ελληνική μόλυβ(δでるた)ος [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μολύβι

  1. οおみくろん μόλυβδος, τたうοおみくろん μολύβι
    άλλες μορφές: μολύβδι
    1. (συνεκδοχικά) βλήμα όπλου
    2. μέσο μαντείας σしぐまτたうηいーた μολυβδομαντεία
  2. (γραφική ύλη) τたうοおみくろん μολύβι

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

μολίβιον]={45841

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
μολιβ- μολυβ- 

θέμα μολιβ- μολυβ-

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη μόλυβδον γがんまιいおたαあるふぁ τたうαあるふぁ θέματα μολιβδ- μολυβδ-

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Βべーた' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.