πάγος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | πάγος | πάγ | ||
γενική | πάγ |
πάγ | ||
αιτιατική | πάγ |
τους | πάγους | |
κλητική | πάγ |
πάγ | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πάγος < πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω)
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/9/9a/Kyoto_block_of_ice.jpg/220px-Kyoto_block_of_ice.jpg)
Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /ˈpa.ɣos/- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐γος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάγος αρσενικό
η στερεά μορφήπ ο υ παίρνειτ ο νερό, όταν ψυχθείσ ε θερμοκρασία κάτωτ ω ν 0 βαθμών Κελσίου- ↪
Η κατάψυξητ ο υ ψυγείου έχει μαζέψει πολύ πάγο.
- ↪
η παγωμένη επιφάνεια ενός υδάτινου όγκου- ↪ καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω
σ τ ο ν πάγο
- ↪ καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω
μ ι α μικρή ή μεγάλη μάζα πάγου- ↪ Πίνει
τ ο ποτότ ο υ μ ε πάγο.
- ↪ Πίνει
- οτιδήποτε γίνεται αισθητό ως πολύ παγωμένο
- ↪
Η θάλασσα είναι πάγος.
- ↪
- o παγετός,
τ ο έντονο ψύχος,η παγωνιά- ↪
Ο ι οδηγοίν α είναι προσεκτικοί, διότιτ ο πρωίθ α έχει πάγο στους δρόμους.
- ↪
- (μεταφορικά)
ο ψυχρός άνθρωπος
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
π α γ -
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
πάγος
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάγος
Πηγές
[επεξεργασία]- πάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - πάγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πάγος | πάγ | ||
γενική | πάγ |
πάγ | |||
δοτική | πάγῳ | πάγοις | |||
αιτιατική | πάγ |
πάγους | |||
κλητική ὦ! | πάγ |
πάγ | |||
δυϊκός | |||||
πάγ | |||||
πάγ | |||||
2 |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάγος < θέμα
π ᾱγ -τ ο υ ρήματος πήγνυμι •Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξημ ε τεκμηρίωση. Μπορείτεν α βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάγος, -
- βράχος
- παγετός
τ ο αλάτιπ ο υ βρίσκουμε στις αλυκές μετάτ η ν εξάτμισητ ο υ θαλασσινού νερού- θρόμβος αίματος,
τ ο πηγμένο αίμα
Παράγωγα
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- πάγος - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - πάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Πηγές
[επεξεργασία]- πάγος - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - πάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ η ν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
μ ε κλίση όπωςτ ο 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά) - Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)