κλίμακα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | κλίμακ |
κλίμακες | ||
γενική | της | κλίμακας | κλιμάκ | |
αιτιατική | κλίμακ |
τις | κλίμακες | |
κλητική | κλίμακ |
κλίμακες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλίμακα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική
κ λ ῖμ α ξ απότ η ν αιτιατικήτ ὴν κλίμακαγ ι α τ η σημασία: υποδιαιρέσεις, διαβάθμιση < σημασιολογικό δάνειο απότ η γαλλική échelleγ ι α τ η μουσική < σημασιολογικό δάνειο απότ η ν ιταλική scala [1]
- Δείτε
κ α ι σκάλα
Προφορά[επεξεργασία]
Δ Φ Α : /ˈkli.ma.ka/- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλί‐
μ α ‐κ α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλίμακα θηλυκό
η σκάλα- (γεωγραφία) αριθμητικό κλάσμα
π ο υ εκφράζειτ η ν αναλογία ανάμεσα στις διαστάσειςπ ο υ απεικονίζονταισ ε έναν χάρτηκ α ι τις πραγματικές- ↪
ο χάρτης είναισ ε κλίμακα 1:50 000, δηλαδή 1 εκατοστόμετροσ τ ο χάρτη απεικονίζει 500 μέτρασ τ η ν πραγματικότητα
- ↪
- (φυσική) σειρά υποδιαιρέσεων ενός οργάνου
μ ε τ ο οποίο μετρούνται φυσικά μεγέθη- ↪ θερμομετρική κλίμακα, κλίμακα (βαθμών) Κελσίου, κλίμακα (βαθμών) Φαρενάιτ, κλίμακα (βαθμών) Ρίχτερ
- (μουσική) καθορισμένη σειρά από φθόγγους
σ ε διαδοχική σειρά (ανιούσα ή κατιούσα- ↪
Θ α εξεταστείτεσ ε κλίμακεςκ α ι αρπέζ - ↪ χρωματική κλίμακα: προχωρά ανά 1 ημιτόνιο
- ↪ διατονική κλίμακα: προχωρά ανά τόνους
κ α ι ημιτόνια - ↪ μείζων κλίμακα, μείζονα κλίμακα: προχωρά κατά 2 τόνους, 1 ημιτόνιο, 3 τόνους, 1 ημιτόνιο
- ↪ ελάσσων κλίμακα, ελάσσονα κλίμακα
- ≈ συνώνυμα: σκάλα, (γκάμα)
- → δείτε
κ α ι τ η λέξη τρόπος
- ↪
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκάλα
|
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κλίμακα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κλίμακα θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Σημασιολογικά δάνεια από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α γαλλικά (νέα ελληνικά) - Σημασιολογικά δάνεια από
τ α ιταλικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α ιταλικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)