Η ελληνική γλώσσα κατέχει υψηλή -ιστορική- θέση στην ιστορία τουΔυτικού κόσμου.[14] Ξεκινώντας μεταΟμηρικά έπη, ηαρχαία ελληνική λογοτεχνία περιλαμβάνει πολλά σημαντικά έργα της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα μετην οποία συντέθηκαν πολλά από τα θεμελιώδη επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα. ΗΚαινή Διαθήκη γράφτηκε στα ελληνικά και έπειτα μεταφράστηκε σε άλλες γλώσσες.[15][16] Μαζί μετα λατινικά κείμενα και τις παραδόσεις τουΡωμαϊκός κόσμου, τα ελληνικά κείμενα καιη ελληνική κοινωνία της αρχαιότητας αποτελούν μέρος της κλασικής επιστήμης.
Οι ελληνικές ρίζες χρησιμοποιούνται για αιώνες και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ευρέως γιανα σχηματίσουν νέες λέξεις σε άλλες γλώσσες. Πολλές ελληνικές λέξεις μπορούν να εντοπιστούν στις περισσότερες κύριες γλώσσες του κόσμου. Τα ελληνικά καιτα λατινικά, ως γλωσσικές δεξαμένες, είναι οι κύριες πηγές τουδιεθνούς επιστημονικού και τεχνολογικού λεξιλογίου.
Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που μιλούν τα νέα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα είναι περίπου 14 εκατομμύρια άτομα. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Έλληνες στην εθνικότητα, ανκαιστην Ελλάδα χρησιμοποιείται επίσης ευρέως από αρκετούς εξελληνισμένους Αρωμάνους, Μεγλενορουμάνους, Τσιγγάνους, Αλβανούς, Σλάβους καιμια σειρά από μουσουλμανικές εθνότητεςστα βόρεια της χώρας. Χάρη στους αυξημένους οικονομικούς δεσμούς της Ελλάδας με άλλες βαλκανικές χώρες, καθώς και χάρη στις μαζικές μεταναστεύσεις προς την Ελλάδα καιτην Κύπρο τα τελευταία είκοσι χρόνια, ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων στις χώρες που συνορεύουν μετην Ελλάδα μιλάει και ελληνικά. Ελληνόγλωσσοι υπάρχουν πάρα πολλοί στην Αλβανία, όπου ομιλείται ευρέως στα νότια της χώρας και στις μεγάλες πόλεις και είναι ουσιαστικά η γλώσσα εργασίας σε τρεις δήμους της Αλβανίας. Ως σημαντική γλώσσα της διασποράς, τα ελληνικά χρησιμοποιούνται μεταξύ των Ελλήνων της Αυστραλίας, του Καναδά καιτωνΗΠΑ. Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που μιλούν την ελληνική ως ξένη γλώσσα κυμαίνεται στα 3 με 5 εκατομμύρια άτομα.
Η ελληνική λογοτεχνία έχει πλούσια παραγωγή σε όλα τα στάδια της ιστορίας της. ΣτηΡωμαϊκή Αυτοκρατορίαη γνώση της ελληνικής γλώσσας θεωρούνταν υποχρέωση του κάθε μορφωμένου Ρωμαίου. Τα λατινικά έχουν δανειστεί μεγάλο αριθμό ελληνικών δανείων και αντιθέτως ελληνικά έχουν σημαντικό αριθμό λατινικών και ρομανικών λέξεων.
Η ελληνική υπήρξε στηναρχαιότηταηπιο διαδεδομένη γλώσσα στηΜεσόγειοκαιστηΝότια Ευρώπη, κυρίως εξαιτίας του πλήθους των αποικιών που είχαν ιδρυθεί από τους Έλληνες στις ακτές της Μεσογείου, ενώ έφτασε να είναι η γλώσσα του εμπορίου ακόμα και μέχρι καιτα τέλη της αλεξανδρινής περιόδου. Η ελληνική σήμερα αποτελεί τημητρική γλώσσα περίπου 12 εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως στην Ελλάδα καιτην Κύπρο. Αποτελεί επίσης τη μητρική γλώσσα αυτοχθόνων πληθυσμών στηνΑλβανία, τηΒουλγαρία, τηνΙταλία, τηνΒόρεια ΜακεδονίακαιτηνΤουρκία. Εξαιτίας της μετανάστευσηςη γλώσσα ομιλείται ακόμα σε χώρες-προορισμούς ελληνόφωνων πληθυσμών μεταξύ των οποίων ηΑυστραλία, ηΓερμανία, οιΗνωμένες Πολιτείες, τοΗνωμένο Βασίλειο, οΚαναδάς, ηΡωσίακαι άλλα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός ανθρώπων παγκοσμίως που μιλούν τα ελληνικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα είναι γύρω στα 25 εκατομμύρια.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σύμφωνα μετον σύμβουλο πολιτισμικής διαχείρισης, Ηλία Μπουντούρη, μετά από την κατοίκηση των πρώτων ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο τον 19ο αιώνα π.Χ., και αφού ο άνθρωπος είχε προ χιλιάδων ετών επικοινωνήσει γραπτά, αρχικά μετην εικονογραφή, έπειτα μετηνιδεογραφήκαι αργότερα μετην συμβολογραφή, οι Έλληνες χρησιμοποιούν πιατηνσυλλαβογραφή -της οποίας οι πληροφορίες γιατη χρήση χάνονται τον 13ο αιώνα π.Χ.- εμπλουτισμένη από γλωσσικά στοιχεία πληθυσμών όπως οιΠελασγοί, οιΛέλεγες, οιΤυρσηνοίκαιοιΚάρες, που ήδη κατοικούσαν εκεί καιπου σήμερα ονομάζουμε Προέλληνες. Κάποιες ενδεικτικές λέξεις των Προελλήνων είναι οι: Υάκινθος, συναγρίς, χρυσός, μέγαρον, ειρήνη, θάλασσα· επίσης, ονόματα θεών, όπως: Ήφαιστος, Αφροδίτη, Αθηνά, καθώς και αρκετά τοπωνύμια: Κόρινθος, Αθήναι, Κρήτη, Υμηττόςκ.ά. Στη συνέχεια, μέσω των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, παραλαμβάνουν από τους Φοίνικεςτο δικό τους βορειοσημιτικό αλφάβητο, το οποίο εξελίσσουν επινοώντας τα φωνήεντα που έλειπαν από εκείνο, καθώς και μερικά νέα σύμφωνα, καθιερώνοντας πλέον την αλφαβητική γραφή μετο κάθε γράμμα να δηλώνει έναν φθόγγο.[22]
Συνεπώς, η ελληνική ομιλείται από την 3η χιλιετία π.Χ.,[23] πιθανώς και νωρίτερα.[24]Το αρχαιότερο γραπτό κείμενο στα ελληνικά είναι ηΓραμμική Β, η οποία χρονολογείται από το 1450 με 1350 π.Χ.,[25] κάνοντας τα ελληνικά την παλαιότερη ζωντανή γλώσσαστον ευρωπαϊκό κόσμο. Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, οι μόνες γλώσσες που συγκρίνονται ως προς την παλαιότερη πρώτη γραπτή καταγραφή χρονικά είναι οιμικρασιατικές γλώσσες, οι οποίες αφομοιώθηκαν από την ελληνική κατά τηναρχαιότητακαιτονΜεσαίωνα.
Η ελληνική γλώσσα διαιρείται ιστορικά στις εξής περιόδους:
Πρωτοελληνική γλώσσα: ομη καταγεγραμμένος αλλά τελευταίος πρόγονος των ποικιλιών της ελληνικής. Η ενότητα της πρωτοελληνικής τελείωσε όταν έλληνες μετανάστες εισήλθαν στην ελληνική χερσόνησο στηννεολιθική εποχή ή τηνεποχή του Χαλκού.
Ελληνιστική κοινή: Από την συγχώνευση της ιωνικής διαλέκτουμετηναττική διάλεκτο προέκυψε η δημιουργία της πρώτης κοινής ελληνικής διαλέκτου. Η ελληνιστική κοινή ομιλούταν σεμια μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση από την αρχαία ελληνική και έγινε η γλώσσα επικοινωνίας για τους κατοίκους της Ανατολικής Μεσογείουκαι της Εγγύς Ανατολής. Η προέλευση της ελληνιστικής κοινής ανάγεται στους στρατιώτες των εκστρατειών των κατακτητικών εκστρατειών τουΜεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Έλληνες επεκτάθηκαν γεωγραφικά σε όλο το γνωστό κόσμο. Ομιλητές της ελληνικής γλώσσας ζούσαν σεμια ευρύτατη γεωγραφική έκταση από τηνΑίγυπτο μέχρι τηνΙνδία. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας, στηΡώμη άρχισε να επικρατεί μια ανεπίσημη ελληνολατινική διγλωσσία καιη ελληνιστική κοινή έγινε πρώτη ή δεύτερη γλώσσα για μεγάλο μέρος των κατοίκων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η προέλευση τουΧριστιανισμού ανάγεται στην ελληνιστική κοινή, επειδή οιΔώδεκα Απόστολοι διέδωσαν τον Χριστιανισμό διαμέσου της ελληνικής γλώσσας καιτα πρώτα χριστιανικά κείμενα είναι γραμμένα σε αυτή. Είναι γνωστή και ως ελληνιστική ελληνική, ελληνικά της Καινής Διαθήκης και βιβλικά ελληνικά επειδή είναι η πρωτότυπη γλώσσα της Καινής ΔιαθήκηςκαιηΠαλαιά Διαθήκη μεταφράστηκε στην ίδια γλώσσα από τημετάφραση των Εβδομήκοντα.
Μεσαιωνική ελληνική: γνωστή και ως βυζαντινή ελληνική. Αποτελεί την συνέχεια της κοινής ελληνικής μέχρι την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίαςτον 15ο αιώνα. Τα μεσαιωνικά ελληνικά είναι ένας όρος που καλύπτει ένα ολόκληρο συνεχές διαφορετικών τρόπων ομιλίας και γραφής, ξεκινώντας από καθομιλούμενες συνέχειες της ελληνιστικής κοινής που μοιάζουν μετα σημερινά ελληνικά σε πολλά σημεία, έως λόγιες μορφές που μιμούνται τη κλασσική αττική διάλεκτο. Το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών ελληνικών που χρησιμοποιήθηκαν ως η επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου ήταν μια εκλεκτική ποικιλία βασιζόμενη στη παράδοση της γραπτής κοινής. Ομιλούταν κυρίως σταΒαλκάνιακαιτηΜικρά Ασία, ενώ στηΜέση Ανατολήκαιτην Αίγυπτο αντικαταστάθηκε σταδιακά από τα αραβικά από τον 7ο αιώνα και έπειτα. Συνέχισε να έχει σημαντική παρουσία στηνΕυρώπη, π.χ. μέσω της διάδοσης του Χριστιανισμού.
Νεοελληνική γλώσσα:[26] Προέρχεται από τη μεσαιωνική ελληνική. Η νεοελληνική γλώσσα ανάγεται από την βυζαντινή ελληνική, ακόμη και από τον 11ο αιώνα. Είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων και έχει πολλές διαλέκτους. Λόγω της φοράς των γεγονότων από τημάχη του Μαντζικέρτκαι έπειτα μειώθηκε σημαντικά η εδαφική εξάπλωση της, περιοριζόμενη σταΒαλκάνια, τηνΚύπρο, τη δυτική Μικρά ΑσίακαιτονΠόντο κατά κύριο λόγο, ενώ οι ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας έχουν αφομοιωθεί γλωσσικά, και ήταν η σημαντικότερη γλώσσα στα Βαλκάνια επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη σύγχρονη εποχή, η ελληνική γλώσσα εισήλθε σεμια κατάσταση διγλωσσίας: η συνύπαρξη των καθομιλουμένων μορφών με τις αρχαϊκές μορφές της γλώσσας. Τογλωσσικό ζήτημα αφορούσε τη διαμάχη μεταξύ της χρήσης δύο ελληνικών διαλέκτων: της δημοτικής γλώσσας, της καθομιλουμένης ελληνικής γλώσσας, και της καθαρεύουσας, ενός μείγματος μεταξύ της δημοτικής και της αρχαίας ελληνικής που αναπτύχθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, η οποία χρησιμοποιήθηκε γιαλογοτεχνικούςκαι επίσημους σκοπούς στο ελληνικό κράτος. Το 1976, η δημοτική έγινε επίσημη γλώσσα της Ελλάδας, ενσωματώνοντας στοιχεία της καθαρεύουσας στη νεοελληνική γλώσσα, και χρησιμοποιείται σε όλους τους επίσημους σκοπούς καιτηνεκπαίδευση.[27]
Συχνά δίδεται έμφαση στην ιστορική ενότητα των διαφόρων σταδίων της ελληνικής γλώσσας.[28] Μολονότι τα ελληνικά έχουν υποστεί φωνολογικέςκαιμορφολογικές αλλαγές παρόμοιες με αυτές άλλων γλωσσών, δεν έχει υπάρξει χάσμα ορθογραφικό ή λογοτεχνικό ανά τους αιώνες τέτοιου μεγέθους ώστε η αρχαία γλώσσα να θεωρηθεί ως ξένη από τους ομιλητές της νεοελληνικής. Βάσει μιας εκτίμησης, η ελληνική τουΟμήρου είναι πλησιέστερη προς τη δημοτική απ' ό,τιηαγγλικήτου 12ου αιώνα προς τη σύγχρονη αγγλική γλώσσα.[29]
Ηφωνολογία, ημορφολογία, ησύνταξηκαιτολεξιλόγιο της γλώσσας δείχνουν τόσο συντηρητικά όσο και καινοτόμα στοιχεία σε ολόκληρη την ιστορική πορεία της γλώσσας από την αρχαία έως τη σύγχρονη περίοδο. Η διαίρεση σε συμβατικές περιόδους είναι σχετικά αυθαίρετη, ειδικά επειδή σε όλες τις περιόδους ύπαρξης της η αρχαία ελληνική έχει απολαύσει υψηλό κύρος καιοι εγγράμματοι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πολλά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά.
Σε όλη την ιστορία της, η συλλαβική δομή της ελληνικής γλώσσας έχει μεταβληθεί ελάχιστα: η ελληνική παρουσιάζει μια μικτή συλλαβική δομή, επιτρέποντας σύνθετες συλλαβικές συνθέσεις αλλά πολύ περιορισμένους κώδικες. Έχει μόνο προφορικά φωνήεντακαι ένα αρκετά σταθερό σύνολο συμφωνικών αντιθέσεων. Οι κύριες φωνολογικές αλλαγές σημειώθηκαν κατά τηνΕλληνιστικήκαιΡωμαϊκή περίοδο:
απλοποίηση του συστήματος τωνφωνηέντωνκαιτωνδιφθόγγων: απώλεια της διάκρισης μήκους φωνηέντων, μονοφθονισμός των περισσότερων διφθόγγων και άλλες αλλαγές σεμια μετατόπιση αλυσίδας των φωνηέντων προς το [/i/] (ιωτακισμός).
αλλαγή της προφοράς των άφωνων απορροφητικών κλειστών συμφώνων [/pʰ/] και [/tʰ/], αποκτώντας την προφορά των άφωνων τριβόμενων συμφώνων [/f/] και [/θ/], αντίστοιχα. Αργότερα ίσως έλαβε χώρα μια μετατροπή του ήχου [/kʰ/] σε [/x/] (οι φωνολογικές αλλαγές δεν αντικατοπτρίζονται στην ορθογραφία, ενώ οι πρότεροι και μεταγενέστεροι ήχοι γράφονται μετα γράμματα φ, θ, καιχ).
ανάπτυξη των προφερόμενων έκκροτων φθόγγων [/b/], [/d/], και [/ɡ/] στους προφερόμενους τριβόμενους ομολόγους τους [/β/] (μεταγενέστεροι ήχοι [/v/]), [/ð/], και [/ɣ/].
Σε όλα τα στάδιά της, ημορφολογία της ελληνικής γλώσσας παρουσιάζει ένα εκτεταμένο σύνολο παραγωγικών καταλήξεων, ένα περιορισμένο αλλά παραγωγικό σύστημα σύνθεσης[30]και ένα πλούσιο σύστημα διακύμανσης. Ανκαιοι μορφολογικές κατηγορίες της ελληνικής γλώσσας ήταν αρκετά σταθερές μετην πάροδο του χρόνου, υπάρχουν μορφολογικές αλλαγές σε όλη την ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα στα ονομαστικά και λεκτικά συστήματα. Η κύρια αλλαγή στην ονομαστική μορφολογία από το κλασικό στάδιο ήταν η αποβολή της δοτικής πτώσης από το ελληνικό κλιτικό σύστημα (οι λειτουργίες της δοτικής έχουν περάσει ως επί το πλείστον στηγενική πτώση). Στο λεκτικό σύστημα η ελληνική γλώσσα έχει απωλέσει τοαπαρέμφατο, τον συνθετικά σχηματισμένο μέλλοντα, τους συντελεσμένους χρόνους τηνευκτικήκαιτηνδοτική. Πολλοί τύποι των αρχαίων έχουν αντικατασταθεί από περιφραστικούς τύπους.
Οιαντωνυμίες διακρίνονται σε πρόσωπα, αριθμούς (σε ενικό, δυϊκό και πληθυντικό, από τους Ελληνιστικούς χρόνους οδυϊκός αριθμός αποβλήθηκε από τα ελληνικά) καιφύλα (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). Επίσης οιπτώσεις έχουν μειωθεί από έξι σε τέσσερις σήμερα (έχουν αποβληθεί η δοτική καιηοργανική). Ταουσιαστικά, ταάρθρακαιταεπίθετα δείχνουν όλες τις διακρίσεις εκτός από τις προσωπικές. Τόσο τα προσδιοριστικά όσο καιτα κατηγορηματικά επίθετα συμφωνούν γραμματικά μετο ουσιαστικό.
Οι κλιτικές κατηγορίες του ελληνικού ρήματος έχουν επίσης παραμείνει σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες κατά τη διάρκεια της ιστορίας της γλώσσας, αλλά με σημαντικές αλλαγές που έχουν οδηγήσει σε απλοποίηση των κανόνων σε κάθε κατηγορία, αλλαγές στον αριθμό των διακρίσεων σε κάθε κατηγορία καιστη μορφολογική τους έκφραση. Τα ελληνικά ρήματα έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
Πολλές πτυχές τουσυντακτικού της ελληνικής γλώσσας έχουν παραμείνει όπως είναι: τα ρήματα συμφωνούν μόνο μετο υποκείμενο τους, η χρήση των επιζώντων πτώσεων είναι σε μεγάλο βαθμό άθικτη (ονομαστική γιατα θέματα καιτα κατηγορούμενα, αιτιατική γιατα αντικείμενα των περισσότερων ρημάτων και πολλές προθέσεις, γενική για τους κατόχους), τα άρθρα προηγούνται των ουσιαστικών, οι προσθέσεις είναι σε μεγάλο βαθμό προθετικές, οι δευτερεύουσες προτάσεις ακολουθούν το ουσιαστικό που τροποποιούν καιοι δευτερεύουσες αντωνυμίες αρχίζουν τέτοιες προτάσεις. Ωστόσο, οι μορφολογικές αλλαγές έχουν επίσης τους ομολόγους τους στο συντακτικού και υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ του συντακτικού στα αρχαία καιστα νέα ελληνικά. Η αρχαία ελληνική έκανε μεγάλη χρήση των συντάξεων με μετοχές και απαρέμφατα, ενώ τα σημερινά ελληνικά δεν έχουν καθόλου απαρέμφατο (χρησιμοποιώντας μια σειρά από νέες περιφραστικές κατασκευές) και χρησιμοποιεί τις μετοχές λιγότερο. Η απώλεια της δοτικής οδήγησε σε άνοδο των προθετικών έμμεσων αντικειμένων (καιστη χρήση της γενικής γιατην άμεση σήμανση αυτών επίσης). Τα αρχαία ελληνικά είναι μια γλώσσα όπου το ρήμα μπαίνει συχνά στη μέση ή το τέλος, αλλά η ουδέτερη σειρά λέξεων στη σύγχρονη γλώσσα είναι ρήμα-υποκείμενο-αντικείμενο ή υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο.
Η νεοελληνική γλώσσα διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου της από την αρχαία ελληνική, η οποία μετη σειρά της είναι μιαινδοευρωπαϊκή γλώσσα, αλλά περιλαμβάνει καιμια σειρά από δάνεια από τις γλώσσες των πληθυσμών που κατοικούσαν στηνΕλλάδαπριντην άφιξη των Πρωτοελλήνων,[31] μερικές από τις οποίες τεκμηριώνονται σεμυκηναϊκά κείμενα, συμπεριλαμβανομένων πολλών τοπωνυμίων. Η μορφή καιη έννοια πολλών λέξεων έχει εξελιχθεί. Τα γλωσσικά δάνεια προέρχονται κυρίως από ταλατινικά, ταενετικάκαιτατουρκικά. Κατά τη διάρκεια των παλαιότερων περιόδων της ελληνικής, οι ξένες λέξεις στα ελληνικά εξελληνίστηκαν ως προς την κλίση, αφήνοντας έτσι μόνο μια ξένη ριζική λέξη. Τα σύγχρονα δάνεια (από τον 20ό αιώνα και μετά), ειδικά από ταγαλλικάκαιτααγγλικά, δεν κλίνονται κατά το ελληνικό σύστημα. Άλλα σύγχρονα δάνεια προέρχονται από τις νοτιοσλαβικές γλώσσες (σλαβομακεδονικά/βουλγαρικά) καιανατολικές ρομανικές γλώσσες (βλάχικακαιμογλενίτικα).
Οι ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούνται πολύ σε άλλες γλώσσες. Τέτοιες ελληνικές λέξεις με ευρύτατη χρήση εκτός της ελληνικής είναι οι: μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, δημοκρατία, φιλοσοφία, αθλητισμός, θέατρο, ρητορική, βάπτισμα, ευαγγελιστής, κλπ. Επιπλέον, ελληνικές λέξεις καιμορφήματα συνεχίζουν να αποτελούν συστατικά στοιχεία νέων λέξεων: ανθρωπολογία, φωτογραφία, τηλεφωνία, ισομερές, βιομηχανική, κινηματογραφία κλπ. Μαζί με τις λατινικές λέξεις είναι η βάση του επιστημονικού και τεχνολογικού λεξιλογίου διεθνώς, με πολλές ελληνικές καταλήξεις και λέξεις να είναι παρούσες στη διεθνή ορολογία. Υπάρχουν χιλιάδες ελληνικές λέξεις στα αγγλικά και της άλλες γλώσσες της Ευρώπης.[32][33]
Η ελληνική είναι ανεξάρτητος κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Η αρχαία γλώσσα που σχετίζεται στενότερα με αυτήν μπορεί να είναι ηαρχαία μακεδονική,[34]γιατην οποία περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι είναι μια ελληνική διάλεκτος,[35][36][37] αλλά είναι ανεπαρκώς μελετημένη και είναι δύσκολο να εξαχθεί συμπέρασμα. Ανεξάρτητα από τομακεδονικό ζήτημα, μερικοί μελετητές έχουν ομαδοποιήσει τα ελληνικά στις ελληνοφρυγικές γλώσσες, καθώς η ελληνική καιη εξαφανισμένη φρυγική γλώσσα μοιράζονταν χαρακτηριστικά πουδεν βρίσκονται σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.[38] Μεταξύ των ζωντανών γλωσσών, ορισμένοι ινδοευρωπαϊστές θεωρούν ότι η ελληνική σχετίζεται στενότερα μετααρμενικά ή τις ινδοϊρανικές γλώσσες (βλέπε ελληνοάρειες γλώσσες), αλλά έχουν βρεθεί ελάχιστα οριστικά στοιχεία γιατην ομαδοποίηση των ζωντανών κλάδων της οικογένειας.[39] Επιπλέον, τααλβανικά, σύμφωνα με κάποιους γλωσσολόγους έχει κάποια σχέση μετα ελληνικά καιτααρμενικά. Εάν αποδειχθεί και αναγνωριστεί, οι τρεις γλώσσες θα αποτελέσουν ένα νέο βαλκανικό γλωσσικό κλάδο μαζί με άλλες νεκρές ευρωπαϊκές γλώσσες.[40]
Γιατην πρώτη φάση (πρωτοελληνική) η οποία τοποθετείται πριντο 1600 π.Χ., οι όποιες γνώσεις μας γιατην ελληνική γλώσσα βασίζονται σε τεχνικές επανασύνθεσης που προκύπτουν από τησυγκριτική γλωσσολογία. Η πρωτοελληνική είχε επτά πτώσεις (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, αφαιρετική, τοπική, κλητική). Επίσης είχε διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της Ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας. Είχε τρεις φωνές (ενεργητική, παθητική, μέση) και τρεις αριθμούς (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός). Σημαντικό χαρακτηριστικό της (που διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια) ήταν ο μουσικός τόνος. Οτόνοςστα αρχαία ελληνικά δεν αντιστοιχούσε σε αύξηση της έντασης της φωνής, αλλά σε αύξηση του τονικού ύψους.
Στην αμέσως επόμενη φάση (μυκηναϊκή ελληνική), η οποία μαρτυρείται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄και από ορισμένους στίχους τωνομηρικών επών, παρατηρούμε εξίσου πολλούς αρχαϊσμούς. Π.χ. η γενική των ονομάτων σε-ος σχηματιζόταν μετην κατάληξη -οιο (πρβλ. ομηρικό «Πριάμοιο»), ενώ υπάρχει φθόγγος (που συμβολίζεται με) «q»ο οποίος βρίσκεται σε λέξεις όπου από τηνΙΕθα αναμενόταν ένα * ή ένα *.Ηαφαιρετικήκαιητοπική πτώση διατηρείται αλλά σε μάλλον περιορισμένο βαθμό.
Στην κλασική ελληνική, αρχαιότερα κείμενα της οποίας είναι ταΟμηρικά έπηκαι αρχαιότερο τεκμήριο η επιγραφή του Διπύλου, το βασικότερο χαρακτηριστικό είναι η υψηλή διαλεκτική διαφοροποίηση, η οποία οφείλεται πιθανότατα στην πολυδιάσπαση του ελληνόφωνου κόσμου σε διάφορα κρατίδια. Ως προς τοανοι βασικές διάλεκτοι της κλασικής εποχής (ιωνική, αιολική, δωρικήκλπ.) δημιουργήθηκαν στηνΕλλάδα λόγω της πολιτικής πολυδιάσπασης των Ελλήνων ή «ήλθαν» μαζί μετα αντίστοιχα φύλα κατά τηνεποχή του Χαλκού, οι γνώμες διίστανται. Φαίνεται πως δεν αποκλείεται να συνέβησαν καιτα δύο. Πάντως οι διάλεκτοι της κλασικής εποχής διέφεραν αρκετά μεταξύ τους καιδενθα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι οι ομιλητές τους βρίσκονταν πολλές φορές στα ακραία όρια της αλληλοκατανόησης.
Μία από τις σημαντικότερες διαλέκτους της κλασικής εποχής ήταν ηαττική διάλεκτος, που χρησιμοποιούταν κυρίως στηνΑθήνα αλλά και ως γλώσσα τωνφιλοσόφωνκαιτωνεπιστημόνων. Η αττική διάλεκτος προέρχεται από τηνιωνική (τη βασική διάλεκτο τωνομηρικών επών) με αρκετές δωρικές επιδράσεις. Υιοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα όλης της Ελλάδος από τονΦίλιππο τον Μακεδόνακαι ως επίσημη γλώσσα ολόκληρου τουελληνιστικού κόσμου από τονγιοτουΑλέξανδρο. Από αυτήν προέρχονται απευθείας σχεδόν όλες οι μεταγενέστερες ελληνικές διάλεκτοι.
Αποτέλεσμα της χρήσεως της αττικής διαλέκτου ως δεύτερης (και συχνά πρώτης) γλώσσας από πάρα πολλούς αλλόγλωσσους (αλλά και από ελληνόφωνους που μιλούσαν πρωτύτερα μια άλλη ελληνική διάλεκτο) ήταν σαρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας. Έτσι:
Η προφορά, η οποία είχε ήδη από την κλασική εποχή αρχίσει να εξελίσσεται, άλλαξε ριζικά με κυριότερο χαρακτηριστικό την προφορά τωνει, η, υ, υι ως «ι» (ιωτακισμός) καιτην απώλεια των φθόγγων F (w) καιΗ (δασεία).
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των μεταβολών ήταν ηελληνιστική κοινή, η οποία μαρτυρείται κυρίως στηνΚαινή Διαθήκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια εποχή έχουμε και τους πρώτους αττικιστές, αυτούς που θεωρούσαν απαραίτητη τη διατήρηση της «αυθεντικής» αττικής διαλέκτου, τουλάχιστον στον γραπτό λόγο.
Η ελληνιστική κοινή εξελίχθηκε στη μεσαιωνική ελληνική, αυτό φαίνεται κυρίως από δημοτικά τραγούδια. Τελευταία φωνολογική μεταβολή κατά το 9ο αιώνα ήταν οιωτακισμόςκαιτου«οι»καιτου«υ»που ως τότε προφέρονταν ως [y], δηλαδή σαντο γαλλικό «u».
Τα όρια μεταξύ νέας ελληνικής και μεσαιωνικής ελληνικής δεν είναι ιδιαίτερα σαφή, πάντως τοποθετούνται χονδρικά κάπου στα τελευταία χρόνια τουΒυζαντίου. Κατά την περίοδο αυτή (καθώς καιστηνοθωμανική περίοδο) παρατηρείται μια εξίσου έντονη διαλεκτική διαφοροποίηση, η οποία συνεχιζόταν μέχρι πριν μερικές δεκαετίες.
ΗΓραμματικήτουΜανόλη Τριανταφυλλίδη ενώ περιγράφει την κοινή νέα ελληνική είναι παράλληλα υπερβολικά ρυθμιστική γιατη σημερινή χρήση της γλώσσας είτε στο σχολείο είτε αλλού και έχει επιφέρει ως αποτέλεσμα την απόλυτη διάκριση μεταξύ ορθού και λάθους, καθώς καιτη συνακόλουθη ρύθμιση τουτι είναι αποδεκτό ή μη αποδεκτό, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην γλωσσική - είτε στοφωνολογικό είτε στοσυντακτικό επίπεδο - πολυμορφία[εκκρεμεί παραπομπή].
Η ελληνική γλώσσα έχει επηρεάσει σημαντικά τις άλλες γλώσσες, τόσο στηνπολιτική, όσο και στους επιστημονικούς όρους, στις τέχνες, στηφιλοσοφία, στοθέατροκαι γενικά σε τομείς στους οποίους είχε προηγηθεί κοινωνικά και, κατά συνέπεια, γλωσσολογικά. Υπήρξε για μεγάλο διάστημα ηlingua franca της ανατολικής και δυτικής Μεσογείουκαιτα πρώτα χριστιανικά κείμενα γράφτηκαν σε αυτήν. ΟιΛατίνοι επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα ελληνικά που ήταν πλουσιότερη γλώσσα τότε και έτσι πολλά ελληνικά στοιχεία εντάχθηκαν σχεδόν αυτούσια στα λατινικά, από τα οποία εν συνεχεία εντάχθηκαν καισε άλλες συγγενείς προς τα λατινικά γλώσσες. Μετη σειρά τους τα ελληνικά επηρεάστηκαν κι αυτά από την γλώσσα λαών που κατέκτησαν την χώρα είτε μεπολέμους είτε οικονομικά, με αποτέλεσμα στην διάρκεια των αιώνων ναμπουνστο ελληνικό λεξιλόγιο λατινικές, ενετικέςκαιτουρκικές λέξεις. Στα προεπαναστατικά του 1821 χρόνια η ελληνική γλώσσα άρχισε να επηρεάζεται περισσότερο από τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, κάτι που συνεχίστηκε μετά την απελευθέρωση με περισσότερη ένταση, επειδή ο ελληνικός, ως υπόδουλος πληθυσμός μεμη ιδιαίτερα ανεπτυγμένη οικονομία, δεν διέθετε πληθώρα όρων που είχαν δημιουργήσει μετην πρόοδό τους οιπιο ανεπτυγμένες πλέον δυτικές κοινωνίες. Εντούτοις, χάρη στο ενδιαφέρον των δυτικών γιατην αρχαία ελληνική καιτην λατινική γλώσσα, πολλοί επιστήμονές τους δανείστηκαν αρχαιοελληνικές λέξεις γιατο σχηματισμό νεολογισμών και έτσι η ελληνική επιβίωσε καισεμια πληθώρα ξένων επιστημονικών ή φιλοσοφικών όρων. Η ελληνική στην περίοδο της καθαρεύουσας άρχισε να επανεισάγει τρόπον τινά τις λέξεις της, καθώς έπαιρνε ξανά πίσω λέξεις που είχε δανείσει πρώτη σε άλλες γλώσσες. Η παραπάνω διαδικασία ονομάζεται αντιδάνειο.
Η πρώτη γραφή που ιστορικά αποδεδειγμένα χρησιμοποιήθηκε γιατη γραφή της ελληνικής γλώσσας είναι ηΓραμμική Β περίπου τον 15ο αιώνα π.Χ..
Τοελληνικό αλφάβητο άρχισε να χρησιμοποιείται από τον 9ο αιώνα π.Χ.. Το 403 π.Χ. έγινε στηνΑθήναη μεταρρύθμιση του Αρχίνου, ο οποίος διαμόρφωσε το αττικό αλφάβητο στηριζόμενος στο ιωνικό. Το αλφάβητο που προέκυψε ονομάστηκε καιευκλείδειο αλφάβητο γιατί η μεταρρύθμιση έγινε το δεύτερο έτος της 94ης Ολυμπιάδας επί επωνύμου άρχοντος Ευκλείδου.
Το παλαιό αττικό αλφάβητο ήταν: Α, Β, Γ, Δ, Ε, F, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ο, Π, Ϟ, Ρ, Σ, Τ, Υ, Φ, Χ. ΤοΛ, τοΡκαιτο Ϟ το έγραφαν ως L, R και Q. Παρόμοια το έγραφαν καιοι Κυμαίοι οι οποίοι έδωσαν το αλφάβητό τους στους Ιταλιώτες. ΤοΧ είχε τη μορφή σταυρού (+). Αρχικά χρησιμοποιούσαν ταΕ, ΗκαιΕΙγια ποικιλίες (ανοιχτότερα ή πιο κλειστά) του φθόγγου [e]! αντίστοιχα μεταΟ, ΩκαιΟΥ δήλωναν τον φθόγγο [o]. Μετην μεταρρύθμιση αφαιρέθηκαν τα γράμματα ϜκαιϞτα οποία είχαν περιπέσει σε αχρησία και υιοθετήθηκαν τα γράμματα Ξ, ΨκαιΩ. ΤοΗδεν αντιστοιχούσε πλέον στο δασύ πνεύμα 'h' αλλά στο μακρύ 'e'. ΤοΩ αντιστοιχούσε στο μακρύ 'ο'. ΤοΞ αντικατέστησε το σύμπλεγμα 'ΧΣ' καιτοΨ αντιστοίχως το σύμπλεγμα 'ΦΣ' (διπλά σύμφωνα).
Σε όλη την αρχαιότητα το αλφάβητο περιελάμβανε μόνο τις μορφές των γραμμάτων που σήμερα τις λέμε κεφαλαία. Είναι η λεγόμενη μεγαλογράμματη γραφή. Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η επιθυμία των γραφέων να γράφουν πιο γρήγορα, καθώς επίσης καιη ανάγκη να χωρούν περισσότερες πληροφορίες στα, μικρά σε μέγεθος αλλά και ακριβά, φύλλα παπύρου ή περγαμηνής, οδήγησαν σιγά σιγά στη διαμόρφωση των μορφών των γραμμάτων που σήμερα λέγονται πεζά. Αυτή είναι ημικρογράμματη γραφή. Αυτή η διαδικασία μεταβολής της μορφής των κεφαλαίων γραμμάτων είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον 9ο αιώνα.
Σήμερα η ελληνική εξακολουθεί να γράφεται μετο αρχαίο ελληνικό αλφάβητο, όμως τοπολυτονικό σύστημα έχει επισήμως αντικατασταθεί από τομονοτονικό, με νόμο του 1982.
ΗΓραμμική Β, η οποία ανάγεται στα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ., ήταν το πρώτο αλφάβητο που χρησιμοποιείται γιατη γραφή της ελληνικής. Είναι βασικά ένα συλλαβάριο το οποίο αποκρυπτογραφήθηκε από τους Μάικλ ΒέντριςκαιΤζον Τσάντγουικστη δεκαετία του 1950 (ο πρόδρομος της, ηΓραμμική Α, δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και πιθανότατα είναι γραμμένος σεμιαμη ελληνική γλώσσα).[41]Η γλώσσα των κειμένων της Γραμμικής Β, ταμυκηναϊκά ελληνικά, είναι η παλαιότερη γνωστή μορφή της ελληνικής.
Ένα άλλο παρόμοιο αλφάβητο γιατη γραφή της ελληνικής γλώσσας ήταν τοκυπριακό συλλαβάριο (επίσης απόγονος της Γραμμικής Α μέσω του ενδιάμεσου κυπρομινωικού συλλαβάριου), η οποία σχετίζεται στενά μετη Γραμμική Β αλλά χρησιμοποιεί κάπως διαφορετικές συλλαβικές συμβάσεις γιανα αντιπροσωπεύει τις ακολουθίες των φωνημάτων. Το κυπριακό συλλαβάριο χρησιμοποιήθηκε στηνΚύπρο από τον 11ο αιώνα π.Χ. μέχρι τη σταδιακή εγκατάλειψή τουστην ύστερη κλασική περίοδο, υπέρ του ελληνικού αλφαβήτου.[42]
Τα ελληνικά γράφονται στο ελληνικό αλφάβητο από τον 9ο αιώνα π.Χ. περίπου. Δημιουργήθηκε μετην τροποποίηση τουφοινικικού αλφαβήτου, μετην καινοτομία της υιοθέτησης ορισμένων νέων γραμμάτων γιατην γραφή τωνφωνηέντων. Η παραλλαγή του αλφαβήτου που χρησιμοποιείται σήμερα είναι ουσιαστικά η ύστερη ιωνική παραλλαγή, η οποία εισήχθη γιατην γραφή της αττικής διαλέκτουτο 403 π.Χ. Στην κλασική ελληνική, όπως καιστην κλασική λατινική, υπήρχαν μόνο κεφαλαία γράμματα. Τα πεζά ελληνικά γράμματα αναπτύχθηκαν πολύ αργότερα από τους μεσαιωνικούς γραμματείς γιανα επιτρέψουν έναν ταχύτερο, πιο βολικό τρόπο γραφής μετη χρήση μελανιούκαι πένας.
Το ελληνικό αλφάβητο αποτελείται από 24 γράμματα, το καθένα με κεφαλαία και πεζά (μικρά) γράμματα. Τοσίγμα έχει μια πρόσθετη πεζή μορφή (ς) που χρησιμοποιείται όταν μπαίνει στο τέλος μιας λέξης:
Εκτός από τα γράμματα, το ελληνικό αλφάβητο διαθέτει έναν αριθμό διακριτικών σημείων: τρεις τόνους (οξεία, βαρείακαιπερισπωμένη), δύο σημάδια που έδειχναν την προφορά ενός φωνήεντος (δασείακαιψιλή), τα οποία αρχικά χρησιμοποιήθηκαν γιατην επισήμανση της απουσίας του αρχικού ήχου / h/, καιταδιαλυτικά, τα οποία χρησιμοποιούνται γιανα σηματοδοτήσει την πλήρη συλλαβική ανεξαρτησία ενός φωνήεντος που διαφορετικά θα διαβαζόταν ως μέρος ενός διφθόγγου. Αυτά τα διακριτικά εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Η χρήση της βαρείας στη γραφή της γλώσσας συρρικνώθηκε υπέρ της ομοιόμορφης χρήσης της οξείας κατά τα τέλη του 20ού αιώνα, και έχει διατηρηθεί μόνο στηντυπογραφία, ενώ ανεπίσημα το ίδιο συμβαίνει μερικώς καιστα αρχαία ελληνικά στην Ελλάδα.
Μετά τη ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982, τα περισσότερα διακριτικά δεν χρησιμοποιούνται. Από τότε, τα ελληνικά γράφονται μετομονοτονικό σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί μόνο την οξεία καιτα διαλυτικά. Το παραδοσιακό σύστημα, που σήμερα ονομάζεται πολυτονική ορθογραφία (ή πολυτονικό σύστημα), εξακολουθεί να χρησιμοποιείται διεθνώς γιατααρχαία ελληνικά. Το πολυτονικό χρησιμοποιείται επίσης από τηνΕκκλησία, πολλά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και άτομα που υποστηρίζουν την αποκατάσταση του πολυτονικού.
Στα ελληνικά, τοερωτηματικό αποτελείται από μιαάνω τελείακαικόμμα, ενώ η άνω τελεία ( • ), εκπροσωπεί την παύση του λόγου. Στα ελληνικά τοκόμμα επίσης λειτουργεί ως σιωπηλό γράμμα σε συγκεκριμένες λέξεις, κυρίως γιατη διάκριση του ότι από το ό,τι.[43]
Τα αρχαία ελληνικά κείμενα συχνά χρησιμοποιούσαν τη συνεχή γραφή (scriptio continua), που σημαίνει ότι οι αρχαίοι συγγραφείς και γραμματείς έγραφαν χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων ή σημεία στίξης.[44]Τοβουστροφηδόν, ή κείμενο με αμφίδρομη κατεύθυνση, επίσης χρησιμοποιήθηκε στα αρχαία ελληνικά, ακόμα παλαιότερα.
Τα ελληνικά έχουν γραφτεί κατά καιρούς σελατινική γραφή, ειδικά κατά τηνενετοκρατία ή από Έλληνες καθολικούς. Ο όρος φραγκολεβαντίνικα εφαρμόζεται όταν το λατινικό αλφάβητο χρησιμοποιείται γιανα γράψει ελληνικά στο πολιτιστικό πεδίο τουΚαθολικισμού. Ο όρος φραγκοχιώτικα παραπέμπει στη σημαντική παρουσία καθολικών ιεραποστόλων με έδρα τηΧίο. Επιπροσθέτως, ο όρος γκρίκλις χρησιμοποιείται συχνά όταν η ελληνική γλώσσα γράφεται σε λατινικό αλφάβητο στοδιαδίκτυο.[45]
Αυτό το αλφάβητο αποκαλείται καιαλτζαμιάδο, καθώς κάποιες λατινογενείς γλώσσες έχουν γραφεί καιμε αυτό το αλφάβητο από μουσουλμάνους ομιλητές τους.[47]
Στην ελληνική γλώσσα, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των ομιλητών της είναι σχετικά μικρός (περίπου 16 εκατομμύρια), η βιομηχανία του βιβλίου είναι ιδιαίτερα ανθηρή. Το 2008 οι νέοι τίτλοι βιβλίων που εκδόθηκαν στα ελληνικά ξεπέρασαν τις 10.000,[48] αριθμός που έπεσε στις κάτω από 7.000 το 2012 και αυξήθηκε σε πάνω από 8.000 το 2014. Το παιδικό βιβλίο επίσης έπεσε κατά 25% το 2012 για να επανέλθει το 2014-15 σε επίπεδα προ κρίσης.
↑Nationalencyklopedin "Världens 100 största språk 2012" ("The World's 100 Largest Languages in 2012").
↑ 2,02,1«Greek». Office of the High Commissioner for Human Rights. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008.
↑«Greek in Hungary». Database for the European Charter for Regional or Minority Languages. Public Foundation for European Comparative Minority Research. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2013.
↑Tsitselikis, Konstantinos (2013). «A surviving treaty: the Lausanne minority protection in Greece and Turkey». Στο: Kristin Henrard. The interrelation between the right to identity of minorities and their socio-economic participation. Leiden: Martinus Nijhoff. σελίδες 294–295.
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «{{{name}}}». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
↑Χριστίδης, Α.-Φ. (1999). «Η διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας». Στο: Κοπιδάκης, Μ. Ζ. Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α. σελ. 20.
↑1922-, Adrados, Francisco Rodríguez (2005). A history of the Greek language : from its origins to the present. Leiden: Brill. ISBN978-90-04-12835-4. OCLC59712402.
↑A history of ancient Greek by Maria Chritē, Maria Arapopoulou, Centre for the Greek Language (Thessalonikē, Greece) pg 436 (ISBN0-521-83307-8)
↑Kurt Aland, Barbara Aland The text of the New Testament: an introduction to the critical 1995 p52
↑Archibald Macbride Hunter Introducing the New Testament 1972 p9
↑Manuel, Germaine Catherine (1989). A study of the preservation of the classical tradition in the education, language, and literature of the Byzantine Empire. HVD ALEPH.
↑«Greece». The World Factbook. Central Intelligence Agency. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2010.
↑«The Constitution of Cyprus, App. D., Part 1, Art. 3». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2012. states that The official languages of the Republic are Greek and Turkish. However, the official status of Turkish is only nominal in the Greek-dominated Republic of Cyprus; in practice, outside Turkish-dominated Northern Cyprus, Turkish is little used; see A. Arvaniti (2006): Erasure as a Means of Maintaining Diglossia in Cyprus, San Diego Linguistics Papers 2: pp. 25–38 [27].
↑«Greek». Ethnologue (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2020.
↑Peter, Mackridge (1985). The modern Greek language : a descriptive analysis of standard modern Greek. Oxford [Oxfordshire]: Oxford University Press. ISBN978-0-19-815770-0. OCLC11134463.
↑Γιώργος, Μπαμπινιώτης. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. σελ. 1. ISBN960-86190-1-7. Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία γλώσσα, ελληνική, όπως εξελίχθηκε από την αρχαία, που έφτασε να είναι το μεγάλο καμάρι μας καιτο μεγάλο μας στήριγμα. Οδυσσέας Ελύτης" / "Γράφω την κοινή γλώσσα του λαού. Όταν η δημοτική μας δεν έχει μία λέξη που μας χρειάζεται, παίρνω τη λέξη από την αρχαία και προσπαθώ νατην ταιριάξω μετη γραμματική του λαού. Γιάννης Ψυχάρης" / "Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα. Για κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε, μετην ίδια γλώσσα. Και αυτό δεν σταμάτησε ποτέ. Είτε σκέφτομαι την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού καιτον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό θέατρο καιτον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί οι μεγάλοι καιοι μικροί, που σκέφτηκαν ,μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίζετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μία σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε, πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας και πως θατα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά στον εαυτό σας". Γεώργιος Σεφέρης, Δοκιμές Α.
↑Crespo, Emilio (2018). «The Softening of Obstruent Consonants in the Macedonian Dialect». Στο: Giannakis, Georgios K. Studies in Ancient Greek Dialects: From Central Greece to the Black Sea. Walter de Gruyter. σελ. 329. ISBN978-3-11-053081-0.
↑Hatzopoulos, Miltiades B. (2018). «Recent Research in the Ancient Macedonian Dialect: Consolidation and New Perspectives». Στο: Giannakis, Georgios K. Studies in Ancient Greek Dialects: From Central Greece to the Black Sea. Walter de Gruyter. σελ. 299. ISBN978-3-11-053081-0.
↑Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «Graeco-Phrygian». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History.
↑Hugoe, Matthews Peter (Μαρτίου 2014). The concise Oxford dictionary of linguistics. Oxford University Press. (Third έκδοση). Oxford. ISBN978-0-19-967512-8.
↑Kotzageorgis, Phokion (2010). Gruber, Christiane J., επιμ. The Prophet's Ascension: Cross-cultural Encounters with the Islamic Mi'rāj Tales (στα Αγγλικά). Indiana University Press. σελ. 297. ISBN978-0-253-35361-0. The element that makes this text a unicum is that it is written in Greek script. In the Ottoman Empire, the primary criterion for the selection of an alphabet in which to write was religion. Thus, people who did not speak—or even know—the official language of their religion used to write their religious texts in the languages that they knew, though in the alphabet where the sacred texts of that religion were written. Thus, the Grecophone Catholics of Chios wrote using the Latin alphabet, but in the Greek language (frangochiotika); the Turcophone Orthodox Christians of Cappadocia wrote their Turkish texts using the Greek alphabet (karamanlidika); and the Grecophone Muslims of the Greek peninsula wrote in Greek language using the Arabic alphabet (tourkogianniotika, tourkokretika). Our case is much stranger, since it is a quite early example for that kind of literature and because it is largely concerned with religious themes."; p. 306. The audience for the Greek Mi'rājnāma was most certainly Greek-speaking Muslims, in particular the so-called Tourkogianniotes (literally, the Turks of Jannina). Although few examples have been discovered as yet, it seems that these people developed a religious literature mainly composed in verse form. This literary form constituted the mainstream of Greek Aljamiado literature from the middle of the seventeenth century until the population exchange between Greece and Turkey in 1923. Tourkogianniotes were probably of Christian origin and were Islamized sometime during the seventeenth century. They did not speak any language other than Greek. Thus, even their frequency in attending mosque services did not provide them with the necessary knowledge about their faith. Given their low level of literacy, one important way that they could learn about their faith was to listen to religiously edifying texts such as the Greek Mi'rājnāma.