ΗΑποστολική Βιβλιοθήκη του Βατικανού (Λατινικά: Bibliotheca Apostolica Vaticana, ιταλικά: Biblioteca Apostolica Vaticana), ευρύτερα γνωστή ως Βιβλιοθήκη του Βατικανού ή ανεπίσημα ως Vat,[1] είναι η βιβλιοθήκη της Αγίας Έδρας, που βρίσκεται στηνPόλη του Βατικανού. Ιδρύθηκε επίσημα το 1475, ανκαι είναι πολύ παλαιότερη—είναι μια από τις παλαιότερες βιβλιοθήκες στον κόσμο και περιέχει μια από τις πιο σημαντικές συλλογές ιστορικών κειμένων. Έχει 75.000 κώδικες από όλη την ιστορία, καθώς και 1,1 εκατομμύριο έντυπα βιβλία, τα οποία περιλαμβάνουν περίπου 8.500 αρχέτυπα.[1]
Η Βιβλιοθήκη του Βατικανού είναι μια ερευνητική βιβλιοθήκη γιατην ιστορία, το δίκαιο, τη φιλοσοφία, την επιστήμη καιτη θεολογία. Η Βιβλιοθήκη του Βατικανού είναι ανοιχτή σε οποιονδήποτε μπορεί να τεκμηριώσει τα προσόντα και τις ερευνητικές του ανάγκες. Φωτοαντίγραφα για ιδιωτική μελέτη σελίδων από βιβλία που εκδόθηκαν μεταξύ 1801 και 1990 μπορούν να ζητηθούν αυτοπροσώπως ή μέσω ταχυδρομείου.
ΟΠάπας Νικόλαος Ε' (1447-1455) οραματίστηκε μια νέα Ρώμη με εκτεταμένα δημόσια έργα γιανα προσελκύσει στην πόλη προσκυνητές και λόγιους γιανα ξεκινήσει η μεταμόρφωσή της. Ήθελε να δημιουργήσει μια «δημόσια βιβλιοθήκη» γιατη Ρώμη που προοριζόταν να θεωρηθεί θεσμός για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Ο θάνατός τουτον εμπόδισε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, αλλά ο διάδοχός τουΠάπας Σίξτος Δ΄ (1471–1484) ίδρυσε αυτήν που σήμερα είναι γνωστή ως Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Το Μάρτιο του 2014 η Βιβλιοθήκη του Βατικανού ξεκίνησε ένα πρώτο τετραετές πρόγραμμα ψηφιοποίησης της συλλογής χειρογράφων της γιανα είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο.
Το Αποστολικό Αρχείο του Βατικανού χωρίστηκε από τη βιβλιοθήκη στις αρχές του 17ου αιώνα και περιέχει 150.000 αντικείμενα.
Η ιστορία της βιβλιοθήκης πριντην επίσημη ίδρυση της τον 15ο αιώνα είχε τα παρακάτω στάδια:[2]
Προλατερανική περίοδος, από τον 4ο αιώνα, όπου διασώζονται πολύ λίγα τεκμήρια από την περίοδο αυτή
Λατερανική περίοδος, μετην μετακίνηση της βιβλιοθήκης στοΑνάκτορο του Λατερανού όπου παρέμεινε έως τον 13ο αιώνα και έως τότε είχε αναπτυχθεί σημαντικά ώστε να διαθέτει μια από τις σημαντικότερες συλλογές εικονογραφημένων χειρογράφων στην Ευρώπη. Το 1303 το παλάτι πυρπολήθηκε καιη συλλογή λεηλατήθηκε από τονΦίλιππο Δ´ της Γαλλίας.[3]
Περίοδος της Αβινιόν, η οποία αντιστοιχεί στην περίοδο τωνπαπών της Αβινιόν. Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα πλούσια ως προς την συλλογή χειρογράφων.
Προβατικανική, από το 1370 έως το 1446. Τμήματα της βιβλιοθήκης ήταν διασκορπισμένα σε περιοχές της Ρώμης, στην Αβινιόν, και αλλού.
Το 1451 οΠάπας Νικόλαος Ε´ ξεκίνησε τις διαδικασίες ίδρυσης δημόσιας βιβλιοθήκης στο Βατικανό, με σκοπό να καταστεί η Ρώμη ξανά ως προορισμός μελέτης και έρευνας.[4][5]Η συλλογή της νέας βιβλιοθήκης ξεκίνησε με περίπου 350 ελληνικούς, λατινικούς, και εβραϊκούς κώδικεςοι οποίοι προϋπήρχαν ήδη στα διάφορα παλαιότερα τμήματα της παλιάς βιβλιοθήκης, ανάμεσα τους και χειρόγραφα από τηνβιβλιοθήκη της Κωνσταντινούποληςη οποία το 1204 είχε καταστραφεί κατά τηνπρώτη άλωση από τηνΔ´ Σταυροφορία. Η βιβλιοθήκη στελεχώθηκε με Ιταλούς και Βυζαντινούς λόγιους γιατην μετάφραση των ελληνικών κλασικών κειμένων στα λατινικά,[5] ανεξάρτητα από την παγανιστική φύση των αρχαίων κειμένων.[6] Έως το 1455, η συλλογή αυξήθηκε στα 1.200 χειρόγραφα και βιβλία, εκτων οποίων τα 400 ήταν στην ελληνική γλώσσα.[7]
Ο Νικόλαος πέθανε το 1455 πριν προλάβει να ιδρύσει την νέα βιβλιοθήκη που προετοίμαζε, η βιβλιοθήκη όμως ιδρύθηκε επίσημα το 1475 από τονΠάπα Σίξτο Δ´ο οποίος την ονόμασε Παλατινή Βιβλιοθήκη.[5] Κατά την περίοδο όπου ο Σίξτος ήταν πάπας, έγινε πολλές αποκτήσεις βιβλίων σχετικά μετην θεολογία, φιλοσοφία, και καλές τέχνες.[3]Ο αριθμός των χειρογράφων αυξήθηκε σε 3.500 το 1475[3]και 2.527 το 1481, σύμφωνα με τις απογραφές της εποχής.[8]Την εποχή εκείνη, η βιβλιοθήκη είχε εξελιχθεί στην μεγαλύτερη συλλογή γραπτών στην δυτική Ευρώπη.[7]
Κατά τις επόμενες δεκαετίες το κτήριο της βιβλιοθήκης επεκτάθηκε,[5]και κατά το 1587 οΠάπας Σίξτος Ε´ ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Ντομένικο Φοντάνατην κατασκευή νέου κτηρίου γιατην βιβλιοθήκη. Το νέο αυτό κτήριο είναι αυτό που έγινε γνωστό ως βιβλιοθήκη του Βατικανούκαι βρίσκεται σε χρήση έκτοτε,[5] εντός τουπαλατιού του Βατικανού μέσω του συμπλέγματος τουΜπελβεντέρε.[9][6]
Αίθουσα στην βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Διακόσμηση οροφής
Αρχαίο ρωμαϊκό γλυπτό του Αγίου Ιππολύτου της Ρώμης στον χώρο της βιβλιοθήκης του Βατικανού
Λεπτομέρεια από συριακό ευαγγέλιο του 1220 (Vat. Syr. 559), το οποίο ανακαλύφθηκε κοντά στηνΜοσούληκαι παρουσιάζει ισλαμικές επιρροές
Κατά την περίοδο της αντιμεταρρύθμισηςη πρόσβαση στις συλλογές της βιβλιοθήκης περιορίστηκε μετά από την δημιουργία τουκαταλόγου των απαγορευμένων βιβλίων. Η πρόσβαση στην βιβλιοθήκη έγινε ιδιαίτερα δύσκολη για τους Προτεστάντες λογίους καιοι απαγορεύσεις αυτές συνέχισαν έως ότου άρθηκαν σταδιακά κατά τον 17ο αιώνα καιη πλήρης είσοδος επιτράπηκε ξανά πολύ αργότερα το 1883 από τονΠάπα Λέοντα ΙΓ΄.[4][5]
Το 1623 ανακαλύφθηκε οΒατικανός Κώδικας ανάμεσα στα χειρόγραφα της βιβλιοθήκης (Codex Vaticanus Graecus 1209), ο οποίος έκτοτε αποτελεί ένα από τα πλέον πολύτιμα και σημαντικά τεκμήρια της βιβλιοθήκης καθώς αποτελεί μια πλήρη έκδοση της Αγίας Γραφής γραμμένη στα ελληνικά και χρονολογείται από τις αρχές του 4ου αιώνα. Το ίδιο έτος ανακαλύφθηκε καιηΑπόκρυφη ΙστορίατουΠροκόπιουκαι εκδόθηκε.
Επίσης το 1623, περίπου 3.500 χειρόγραφα από τηνΠαλατινή Βιβλιοθήκη της Χαϋδελβέργης δόθηκαν από τονΜαξιμιλιανό Α΄ εκλέκτορα της Βαυαρίαςστην βιβλιοθήκη του Βατικανού, καθώς ο Μαξιμιλιανός είχε κατακτήσει την περιοχή κατά την διάρκεια τουΤριακονταετούς Πολέμουκαι είχε λεηλατήσει την βιβλιοθήκη, ενώ ήταν σε συμμαχία μετονΠάπα Γρηγόριο ΙΕ΄. Από τα χειρόγραφα αυτά, το 1797 στάλθηκαν 39 από το Βατικανό στο Παρίσι το 1797 και επιστράφηκαν αργότερα στην Χαϋδελβέργη το 1815, ενώ το 1816 οΠάπας Πίος Ζ´ επέστρεψε επιπλέον 852 χειρόγραφα στοπανεπιστήμιο της Χαϋδελβέργης ως δωρέα, μαζί μετον σημαντικό κώδικα Μανίσε.
Το 1657, αποκτήθηκαν από την βιβλιοθήκη του Βατικανού τα χειρόγραφα των δουκών τουΟυρμπίνο, καιτο 1661 επικεφαλής της βιβλιοθήκης έγινε ο Έλληνας λόγιος Λέων Αλλάτιος.
Το 1689 αγοράστηκαν τα βιβλία της βιβλιοθήκης της Χριστίνας της Σουηδίας από τονΠάπα Αλέξανδρο Η΄ μετά τον θάνατο της. Η βιβλιοθήκη ήταν σημαντική καθώς πρακτικά αποτελούσε το σύνολο της βασιλικής βιβλιοθήκης της Σουηδίας την εποχή εκείνη, καθώς και περιείχε και πολλά από τα βιβλία που είχαν παρθεί από βιβλιοθήκες άλλων πόλων κατά τονΤριακονταετή Πόλεμο.
Στα τέλη του 17ου αιώνα, οΠάπας Κλήμης ΙΑ΄ έστειλε απεσταλμένους του στις πόλεις της Άπω Ανατολήςγιατην συλλογή χειρογράφων, και θεωρείται ο ιδρυτής του Ασιατικού τμήματος της βιβλιοθήκης του Βατικανού.[5]
Τα περισσότερα βιβλία δεν τοποθετούνταν σε έπιπλα βιβλιοθήκης αλλά σε ξύλινους πάγκους δίπλα από τους οποίους υπήρχαν τραπέζια ανάγνωσης, ενώ ο κάθε πάγκος είχε την δική του θεματολογία. Τα βιβλία ήταν αλυσιδωμένα στους πάγκους καιαν κάποιος ήθελε να διαβάσει ένα βιβλίο η αλυσίδα παρέμενε στο βιβλίο καθώς ο αναγνώστης καθόταν σε κοντινή απόσταση. Ο δανεισμός βιβλίων επιτρέπονταν ωστόσο γιατα σημαντικά βιβλία έπρεπε να υπάρξει πρώτα άδεια από τον ίδιο τον Πάπα.[5]Το 1760 η πρόσβαση στα τεκμήρια της βιβλιοθήκης περιορίστηκε σημαντικά από τονΠάπα Κλήμη ΙΓ΄.[6]
Το 1809 οΝαπολέων Α΄ Βοναπάρτης συνέλαβε τονΠάπα Πίο Ζ´και αφαίρεσε τα περιεχόμενα της βιβλιοθήκης μεταφέροντας ταστο Παρίσι. Τα βιβλία και χειρόγραφα επιστράφηκαν το 1817, 3 χρόνια μετά τον θάνατο του Ναπολέοντα.[5]
Το πρώτο σύγχρονο σύστημα καταλογογράφησης των αντικειμένων της βιβλιοθήκης υιοθετήθηκε κατά την περίοδο 1927 με 1939, ακολουθώντας τα πρότυπα της βιβλιοθήκης του Κογκρέσου στις ΗΠΑ,[5]καιτο 1959 ιδρύθηκε το παράρτημα της βιβλιοθήκης ταινιών.[10]
Το σύστημα καταλογογράφησης ανανεώθηκε ξανά στις αρχές του 1990 μετην χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών.[5]Το 1992 η βιβλιοθήκη είχε σχεδόν 2 εκατομμύρια τεκμήρια στους καταλόγους της,[4]και 42 χιλιόμετρα ραφιών σε αποθηκευτικό χώρο.[11]
Η βιβλιοθήκη σταμάτησε την λειτουργία της στις 17 Ιουλίου 2007[12] έως τις 20 Σεπτεμβρίου 2010 λόγω εκτεταμένης ανακαίνισης και τοποθέτηση κλιματισμού,[13][14] ενώ τοποθετήθηκαν ηλεκτρονικά τσιπσε 70.000 τόμους γιατην πρόληψη κλοπής.[14]
Το 2012 ξεκίνησε η οργάνωση της ψηφιοποίησηςτων περιεχομένων της βιβλιοθήκης, σε συνεργασία μετηνΒοδλεΪανή βιβλιοθήκη της Οξφόρδης,[15]καιτον Μάρτιο του 2014 ξεκίνησε η διαδικασία ψηφιοποίησης με αρχικό στόχο την ψηφιοποίηση 3.000 εντός τεσσάρων ετών.[16][17][18][19]Η πρόσβαση στις ψηφιοποιημένες εκδόσεις είναι δωρεάν και παρέχεται από το ψηφιακό τμήμα της βιβλιοθήκης (DigiVatLib).[20]
Ο χώρος της βιβλιοθήκης έχει όριο τους 200 μελετητές την φορά,[21]και συνολικά την επισκέπτονται ετησίως 4.000 με 5.000 μελετητές το έτος, κυρίως ακαδημαϊκοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές.[14]
Αρχαίο ρωμαϊκό γλυπτό, ίσως τουΑγίου Ιππόλυτου της Ρώμης, που βρέθηκε το 1551 στηΒία Τιβουρτίνα της Ρώμης και σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού
Η Βιβλιοθήκη βρίσκεται μέσα στοΠαλάτι του Βατικανούκαιη είσοδος γίνεται μέσω της Αυλής του Μπελβεντέρε.[22] Όταν οΠάπας Σίξτος Ε΄ (1585-1590) ανέθεσε την επέκταση καιτο νέο κτίριο της Βιβλιοθήκης του Βατικανού, χτίστηκε μια τριώροφη πτέρυγα ακριβώς απέναντι από την Αυλή του Μπελβεντέρε τουΜπραμάντε, διχοτομώντας τηκαι αλλάζοντας σημαντικά το έργο του.[1]Στο κάτω μέρος μιας μεγάλης σκάλας ένα μεγάλο άγαλμα τουΙππόλυτου διακοσμεί την είσοδο της La Galea.[23]
Στο πρώτο ημιυπόγειο υπάρχει αίθουσα παπύρωνκαι χώρος αποθήκευσης χειρογράφων.[23]Στον πρώτο όροφο στεγάζεται το εργαστήριο αποκατάστασης καιτα φωτογραφικά αρχεία βρίσκονται στο δεύτερο όροφο.[23]
Η Βιβλιοθήκη έχει 42 χιλιόμετρα ράφια.[11] Εκλεισε λόγω ανακαίνισης στις 17 Ιουλίου 2007[12]και άνοιξε ξανά στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.[24]Η τριετής ανακαίνιση, ύψους 9 εκατομμυρίων ευρώ, περιλάμβανε την πλήρη διακοπή λειτουργίας της βιβλιοθήκης γιατη δημιουργία αιθουσών ελεγχόμενων με κλιματισμό.[14]
ΣτηSala di Consultazione, κύρια αίθουσα αναφοράς της Βιβλιοθήκης του Βατικανού δεσπόζει ένα άγαλμα τουΑγίου Θωμά Ακινάτη (περίπου 1910), έργο του Τσεάρε Αουρέλι. Μια δεύτερη εκδοχή αυτού του αγάλματος (περίπου 1930) βρίσκεται κάτω από τοπροστώο της εισόδου του Παπικού Πανεπιστημίου του Αγίου Θωμά Ακινάτη (Angelicum).[25][26]
Η συλλογή οργανώθηκε αρχικά με σημειωματάρια που χρησιμοποιήθηκαν γιατην ευρετηρίαση των χειρογράφων. Καθώς η συλλογή αυξήθηκε σε περισσότερες από μερικές χιλιάδες, χρησιμοποιήθηκαν λίστες ραφιών.[5]Το πρώτο σύγχρονο σύστημα καταλόγων τέθηκε σε εφαρμογή υπό τον πατέρα Φραντς Ερλε μεταξύ 1927 και 1939, χρησιμοποιώντας το σύστημα καρτοκαταλόγου της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου. ΟΕρλε δημιούργησε επίσης το πρώτο πρόγραμμα φωτογράφησης σημαντικών ή σπάνιων έργων.[5]Ο κατάλογος της βιβλιοθήκης ενημερώθηκε περαιτέρω από τον ιερέα Λέοναρντ Μπόιλ, όταν μηχανογραφήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.[5]
Στο παρελθόν, κατά τηνεποχή της Αναγέννησης, τα περισσότερα βιβλία δεν φυλάσσονταν σε ράφια, αλλά αποθηκεύονταν σε ξύλινους πάγκους, που είχαν τραπέζια προσαρτημένα σε αυτούς. Κάθε πάγκος ήταν αφιερωμένος σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Τα βιβλία ήταν αλυσοδεμένα σε αυτούς τους, καιαν κάποιος αναγνώστης έβγαζε ένα βιβλίο, η αλυσίδα παρέμενε προδεμένη σε αυτό. Μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα επιτρεπόταν και στους ακαδημαϊκούς να δανείζονται βιβλία. Για σημαντικά βιβλία ο ίδιος ο πάπας εξέδιδε ένα δελτίο υπενθύμισης..[5]Τα προνόμια χρήσης της βιβλιοθήκης θα μπορούσαν να αφαιρεθούν για παραβίαση των κανόνων της, για παράδειγμα το σκαρφάλωμα πάνω από τα τραπέζια. Πιο γνωστή είναι η περίπτωση τουΤζοβάννι Πίκο ντελλά Μιράντολα, που έχασε το δικαίωμα χρήσης της βιβλιοθήκης όταν δημοσίευσε ένα βιβλίο γιατη θεολογία πουη Παπική Κουρία δεν ενέκρινε.[27]Τη δεκαετία του 1760 ένα νόμος που εκδόθηκε από τονΠάπα Κλήμη ΙΓ΄ περιόριζε σημαντικά την πρόσβαση στις συλλογές της βιβλιοθήκης.[6]
Η Βιβλιοθήκη του Βατικανού είναι προσβάσιμη σε 200 μελετητές συγχρόνως [21]και δέχεται 4.000 έως 5.000 μελετητές ετησίως, κυρίως ακαδημαϊκούς που κάνουν μεταπτυχιακή έρευνα.[14]
Μινιατούρα από Συριακό Ευαγγέλιο περίπου του 1220 κοντά στηΜοσούλη, με έντονη ισλαμική επιρροή.
Ανκαιη Βιβλιοθήκη του Βατικανού πάντα περιλάμβανε Αγιες Γραφές, κείμενα κανονικού δικαίου και θεολογικά έργα, εξειδικεύτηκε από την αρχή καισε κοσμικά βιβλία. Η συλλογή της από ελληνικά και λατινικά κλασικά έργα ήταν στο επίκεντρο της αναβίωσης του κλασικού πολιτισμού κατά την εποχή της Αναγέννησης.[7]Τα παλαιότερα έγγραφα της βιβλιοθήκης χρονολογούνται στον πρώτο αιώνα.[11]
Η βιβλιοθήκη ιδρύθηκε κυρίως ως βιβλιοθήκη χειρογράφων, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη σχετικά υψηλή αναλογία χειρογράφων προς έντυπα έργα της συλλογής της. Τέτοια έντυπα βιβλία που έχουν μπειστη συλλογή αποσκοπούν αποκλειστικά στη διευκόλυνση της μελέτης της πολύ μεγαλύτερης συλλογής χειρογράφων.[28]
Η συλλογή περιλαμβάνει επίσης 330.000 ελληνικά, ρωμαϊκά και παπικά νομίσματα και μετάλλια.[4]
Κάθε χρόνο αποκτώνται περίπου 6.000 νέα βιβλία.[4]
Η βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε με πολλά κληροδοτήματα και αποκτήματα ανά τους αιώνες.
Το 1623 χάρη στους επιδέξιους πολιτικούς ελιγμούς τουΠάπα Γρηγόριου ΙΕ΄πουτον βοήθησαν στην αναμέτρησή τουμε προτεστάντες υποψηφίους γιατη θέση του Εκλέκτορα, η κληρονομική Παλατινή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης, που περιείχε περίπου 3.500 χειρόγραφα, δόθηκε στηνΑγία Έδρα από τοΜαξιμιλιανό Α', Δούκας της Βαυαρίας, που μόλις την είχε αποκτήσει ως λάφυρα κατά τονΤριακονταετή Πόλεμο. 39 από τα χειρόγραφα της Χαϊδελβέργης που είχαν συμβολικά σταλεί στο Παρίσι επιστράφηκαν στη Χαϊδελβέργη μετη Συνθήκη του Παρισιού το 1815. Μια άλλη δωρεά 852 χειρογράφων έγινε το 1816 από τονΠάπα Πίο Ζ'στοΠανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, συμπεριλαμβανομένου τουCodex Manesse. Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις η Παλατινή Βιβλιοθήκη παραμένει στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού μέχρι σήμερα.
Το 1657 αποκτήθηκαν τα χειρόγραφα των Δουκών τουΟυρμπίνο. Το 1661 έγινε βιβλιοθηκάριος ο Έλληνας λόγιος Λέων Αλλάτιος.
Η σημαντική βιβλιοθήκη της Βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας (που συγκεντρώθηκε κυρίως από τους στρατηγούς της ως λάφυρα από τηνΠράγακαι τις γερμανικές πόλεις των Αψβούργων κατά τονΤριακονταετή Πόλεμο) αγοράστηκε μετά το θάνατό της το 1689 από τονΠάπα Αλέξανδρο Η'. Αντιπροσώπευε, για όλους τους πρακτικούς σκοπούς, ολόκληρη τη βασιλική βιβλιοθήκη της Σουηδίας εκείνη την εποχή. Αν παρέμενε εκεί που ήταν στηΣτοκχόλμη, θα είχε χαθεί όλη στην καταστροφή του βασιλικού παλατιού από πυρκαγιά το 1697.
Από ταπιο διάσημα αποκτήματα της βιβλιοθήκης είναι οCodex Vaticanus Graecus του 1209, το παλαιότερο γνωστό σχεδόν πλήρες χειρόγραφο της Αγίας Γραφής. ΗΑπόκρυφη ΙστορίατουΠροκοπίου ανακαλύφθηκε στη βιβλιοθήκη και δημοσιεύτηκε το 1623.
ΟΠάπας Κλήμης ΙΑ' έστειλε λόγιους στην Ανατολή γιανα φέρει πίσω χειρόγραφα και γενικά θεωρείται ο ιδρυτής του Ανατολικού τμήματος της Βιβλιοθήκης.[5]
Μια Σχολή βιβλιοθηκονομίας συνδέεται μετη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Η Βιβλιοθήκη διαθέτει μια μεγάλη συλλογή κειμένων που σχετίζονται μετονΙνδουισμό, με τις παλαιότερες εκδόσεις να χρονολογούνται στο 1819.[30]
Κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης της βιβλιοθήκης μεταξύ 2007 και 2010 και οι 70.000 τόμοι της βιβλιοθήκης επισημάνθηκαν με ηλεκτρονικά τσιπγιατην αποφυγή κλοπής.[14]
Τα παλαιότερα τεκμήρια της βιβλιοθήκης χρονολογούνται στον 1ο αιώνα.[11] Εκτός από τα θρησκευτικού περιεχομένου βιβλία, διαθέτει επίσης πληθώρα κειμένων της κλασικής αρχαιότητας στην ελληνική καιτην λατινική γλώσσα,[28][4]και ιστορικά συνέδραμε στην αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος γιατην αρχαιότητα κατά τηνΑναγέννηση.[7] Υπολογίζεται πως ετησίως αποκτούνται περίπου 6.000 νέα βιβλία.[4]
Η Βιβλιοθήκη περιέχει πάνω από 100 χειρόγραφα Κορανίου από διάφορες συλλογές, καταλογογραφημένες από τον Ιταλό Εβραίο γλωσσολόγο Τζιόρτζι Λέβι Ντελά: Vaticani arabi 7, Borgiani arabi 25, Barberiniani orientali 11, Rossiani 2. Το μεγαλύτερο χειρόγραφο της βιβλιοθήκης, Vat. Ar. 1484, διαστ. 540x420mm. Το μικρότερο, Vat. Ar. 924, είναι ένας κύκλος διαμέτρου 45 χιλιοστών που σώζεται σε οκταγωνική θήκη.[39]
Το 2012 ανακοινώθηκαν σχέδια για ψηφιοποίηση, σε συνεργασία μετηΒιβλιοθήκη Μπόντλιαν, ενός εκατομμυρίου σελίδων υλικού από τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Στις 20 Μαρτίου 2014 η Αγία Έδρα ανακοίνωσε ότι ηNTT Data Corporationκαιη Βιβλιοθήκη είχαν συνάψει συμφωνία γιατην ψηφιοποίηση περίπου 3.000 χειρογράφων της Βιβλιοθήκης εντός τεσσάρων ετών.[40]Η NTT δώρισε τον εξοπλισμό και τους τεχνικούς, αξίας 18 εκατομμυρίων ευρώ.[41] Σημείωσε ότι υπάρχει η δυνατότητα μεταγενέστερης ψηφιοποίησης άλλων 79.000 έργων της Βιβλιοθήκης. Αυτές θα είναι εικόνες υψηλής ευκρίνειας διαθέσιμες στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης στο Διαδίκτυο. Ο χώρος αποθήκευσης για τις εκμεταλλεύσεις θα βρίσκεται σε διακομιστή τριών petabyte που παρέχεται από τηνEMC.[42] Αναμενόταν η αρχική φάση να διαρκέσει τέσσερα χρόνια.[43]
DigiVatLib είναι το όνομα της υπηρεσίας ψηφιακής βιβλιοθήκης της Βιβλιοθήκης του Βατικανού. Παρέχει δωρεάν πρόσβαση στις ψηφιοποιημένες συλλογές χειρογράφων και αρχαιότυπων της Βιβλιοθήκης του Βατικανού.[44]
Η σάρωση των εγγράφων επηρεάζεται από το υλικό που χρησιμοποιείται γιατην παραγωγή των κειμένων. Τα βιβλία που χρησιμοποιούν χρυσό και ασήμι στους φωτισμούς απαιτούν ειδικό εξοπλισμό σάρωσης.[21]Τα ψηφιακά αντίγραφα χρησιμοποιούνται μετο πρωτόκολλο CIFS, από συνδεδεμένο στο δίκτυο υλικό αποθήκευσης από τηνDell EMC.[11]
Ταμυστικά αρχεία του Βατικανού είναι ο χώρος, όπου φυλάσσονται όλες οι διοικητικές πράξεις και αποφάσεις της Αγίας Έδραςκαιεν γένει τα κρατικά έγγραφα καιη αλληλογραφία.[45] Διαχωρίστηκαν από την κύρια βιβλιοθήκη στις αρχές του 17ου αιώνα από τονπάπα Παύλο Ε´, μετην πρόσβαση να είναι εξαιρετικά περιορισμένη σε αυτά και απαγορευμένη εξ ολοκλήρου σε εξωτερικούς μελετητές. Αυτό κράτησε έως το 1881, όταν οπάπας Λέων ΙΓ´ επέτρεψε την μελέτη τμήματός τους.[46]
Η ταινιοθήκη του Βατικανού βρίσκεται στοΣαιντ ΛούιςτουΜισσούρι στις ΗΠΑ, η μόνη συλλογή εκτός του χώρου τουΒατικανούπου ανήκει στο Βατικανό.[47][48]με σκοπό την διαθεσιμότητα των χειρογράφων της βιβλιοθήκης προς μελέτη στην Βόρεια Αμερική.[49]Η αποθήκευση των χειρογράφων σεμικροφίλμ ξεκίνησε το 1951.[50]Η ταινιοθήκη ξεκίνησε την λειτουργία της το 1953 και έως το 2000 περιείχε πάνω από 37.000 χειρόγραφα σε μορφή μικροφίλμ στην ελληνική, λατινική, αραβική, εβραϊκή, και αιθιοπική γλώσσα, καθώς και αρκετές άλλες δυτικοευρωπαϊκές.
Ο διευθυντής της βιβλιοθήκης αρχικά διορίζονταν ως καρδινάλιοςμετον τίτλο τουκαρδινάλιου βιβλιοθηκάριου,[5]ενωτο βοηθητικό προσωπικό έφερε τον τίτλο τουθεματοφύλακα.[5] Από το 1883 οΠάπας Λέων ΙΓ´ άλλαξε τον τίτλο σεΕπιμελητής.[5]Η διεύθυνση της βιβλιοθήκης είναι κοινή με αυτή των μυστικών αρχείων του Βατικανού από το 1957.
Το προσωπικό της βιβλιοθήκης αποτελείται από 80 άτομα σε 5 τμήματα, χειρογράφων και αρχείου, έντυπων βιβλίων και παραστάσεων, αποκτήσεις και καταλογογράφηση, νομισματικές συλλογέςκαι μουσεία, και αποκατάσταση και φωτογράφιση.[4]