Οι Λουσιάδες (πορτογαλικά: Os Lusíadas) είναι επικό ποίημα του Λουίς δε Καμόες που θέμα του έχει την ανακάλυψη της θαλάσσιας οδού προς την Ινδία από τον Πορτογάλο θαλασσοπόρο και εξερευνητή Βάσκο ντα Γκάμα. Αποτελείται από 10 άσματα (cantos) και είναι γραμμένο σε οκτάβα (ottava rima) - στο σύνολο 1.102 οκτάστιχες στροφές, ήτοι 8.816 στίχοι - κατά το ιταλικό πρότυπο του διάσημου Μαινόμαινου Ορλάνδου του Λουντοβίκο Αριόστο. Θεωρείται ως το εθνικό ποίημα της Πορτογαλίας και το μεγαλύτερο ποιητικό επίτευγμα της πορτογαλικής Αναγέννησης.
Εισάγεται από τον ποιητή το θέμα, που είναι τα μεγάλα κατορθώματα των Λουσιάδων ή Λουσιτανών, των γιων του Λούσου, δηλαδή των Πορτογάλων. Μετά από την επίκληση στις Ταγίδες, τις Νύμφες του ποταμού Τάγου, που ταυτίζονται εδώ με τις Μούσες, και την αφιέρωση στον βασιλιά Σεβαστιανό, ο ποιητής (σύμφωνώντας με την αναγεννησιακή παράδοση που ακολουθεί τα ελληνορωμαϊκά μεγάλα πρότυπα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας του Ομήρου, καθώς και της Αινειάδας του Βιργιλίου) παρουσιάζει τους δώδεκα θεούς να συνεδριάζουν στον Όλυμπο. Το θέμα της συνέλευσης των θεών είναι το ταξίδι των Πορτογάλων, που ως νέοι Αργοναύτες πλέουν προς την Ινδία. Ο Βάκχος, δηλαδή ο Διόνυσος, αντιτίθεται στους Πορτογάλους, φοβούμενος ότι τα κατορθώματά τους θα επισκιάσουν τη φήμη που είχε αποκτήσει στην Ανατολή από την εκστρατεία του στην Ινδία. Η Αφροδίτη και ο Άρης τίθενται σθεναρά με το μέρος τους, ενώ ο Δίας είναι ευνοϊκά διακείμενος. Όπως συμβαίνει και στα μεγάλα κλασικά έπη, το έργο αρχίζει έτσι in medias res με τα πλοία του Ντα Γκάμα ήδη να περιπλέουν την ανατολική ακτή της Αφρικής φτάνοντας στα νησιά κοντά στη Μοζαμβίκη. Εδώ ο Βάκχος, μεταμφιαζόμενος σε μωαμεθανό, στρέφει κατά των ξένων τον πληθυσμό που επιτίθεται κατά των Πορτογάλων, οι οποίοι καταφέρνουν να γλιτώσουν και να φτάσουν τελικά με τα πλοία στη Μομπάσα.
Στη Μομπάσα ο Βάκχος, μεταμφιεσμένος τώρα σε χριστιανό και προσκυνώντας ευλαβικά μπρος σ' ένα ψεύτικο εικονοστάσι, εξαπατά δύο ανιχνευτές - κατασκόπους που έχει στείλει ο Ντα Γκάμα, κάνοντάς τους να πιστεψουν ότι στην πόλη υπάρχουν χριστιανοί. Επεμβαίνουν ωστόσο η Αφροδίτη με τις Νηρηίδες, σώζοντας τους Πορτογάλους από την ενέδρα στην οποία είχαν πέσει. Η Αφροδίτη μεσολαβεί στον Δία υπέρ των Πορτογάλων και αυτός της προβλέπει ένα λαμπρό μέλλον γι' αυτούς στην Ανατολή. Στέλνει έπειτα τον Ερμή πρώτα να ειδοποιήσει μέσα σε όνειρο τον Ντα Γκάμα να φύγει η αρμάδα αμέσως από τη Μομπάσα και να μεταβεί στο Μαλίντι, όπως θα τύχαινε εγκάρδιας υποδοχής και θα έβρισκε πλοηγό για να τους οδηγήσει στην Ινδία. Περιγράφεται η άφιξη και η πανηγυρική υποδοχή των Πορτογάλων στο Μαλίντι, ο βασιλιάς του οποίου τους υποδέχεται με ευμενείς διαθέσεις, επισκεπτόμενος τα πλοία και ζητώντας από τον Ντα Γκάμα πληροφορίες για την πατρίδα του και το ταξίδι τους ως εκεί.
Μετά από μια επίκληση του ποιητή στη Μούσα Καλλιόπη, προστάτιδα της επικής ποίησης, ο Βάσκο Ντα Γκάμα κάνει στον βασιλιά του Μαλίντι τη γεωγραφική περιγραφή της Ευρώπης και των λαών της. Επικεντρώνεται στην Πορτογαλία, αρχίζοντας από τον Λούσο, τον μυθικό γενάρχη των Λουσιτανών, προγόνων των Πορτογάλων. Συνεχίζει με την ιστορία της Πορτογαλίας και των βασιλέων της, αρχίζοντας από τον Αλφόνσο Ενρίκες και προχωρώντας κατά την περίοδο της Ανακατάκτησης (Ρεκονκίστα) και της εκδίωξης των μωαμεθανών. Διηγείται έπειτα την τραγική ιστορία της Ινές ντε Κάστρο και καταλήγει στον Φερδινάνδο Α΄, κατά τη διάρκεια της ασταθούς βασιλείας του οποίου η χώρα κινδύνεψε να ενσωματωθεί στο Βασίλειο της Καστίλλης.
Συνεχίζοντας ο Ντα Γκάμα διηγείται πώς μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου ακολούθησε μια ταραχώδης περίοδος εμφυλίου πολέμου που κατέληξε στη μάχη της Αλζουμπαρότα μετά την οποία εγκαθιδρύθηκε στη βασιλική εξουσία ο Οίκος των Αβίς με πρώτο βασιλά τον Ιωάννη Α΄. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του οι Πορτογάλοι κατακτούν τη Θέουτα στην ακτή του Μαρόκου. Ο Αλφόνσος Ε΄ έχει πολλές στρατιωτικές επιτυχίες στο Μαρόκο και διεξάγει πόλεμο κατά της Καστίλλης. Επί βασιλείας του Ιωάννη Β΄ συνεχίζονται οι εξερευνήσεις σε Ατλαντικό και Αφρική που είχαν αρχίσει από τον Ερρίκο τον Θαλασσοπόρο, καθώς και στην Ινδία με αποστολή εξερευνητών μέσω της Μεσογείου και της Περσίας. Ο βασιλιάς Εμμανουήλ Α΄ βλέπει στον ύπνο του τους ποταμούς Ινδό και Γάγγη και στέλνει τον Βάσκο ντα Γκάμα να ανακαλύψει τη θαλάσσια οδό προς την Ινδία διαπλέοντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος. Κατά τον απόπλου της αρμάδας από το λιμάνι της Λισαβόνας ένας γέροντας στην ακτή εκφράζει με δυνατή φωνή την αποδοκιμασία του πλήθους, που είναι απαισιόδοξο για την έκβαση του εγχειρήματος.
Ο Βάσκο ντα Γκάμα διηγείται τώρα στον βασιλιά του Μαλίντι τα συμβάντα του ταξιδιού τους μέχρι να φτάσουν στο Μαλίντι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού ανακαλύπτουν καινούργια μέρη και πρωτοαντικρίζουν τον Σταυρό του Νότου και τις φωτιές του Αγίου Έλμου. Στην περαιτέρω πορεία αντιμετωπίζουν κινδύνους από τους άγριους ιθαγενείς, όπως στην περίπτωση της καταδίωξης του ναύτη Φερνάο Βελόζο (Fernão Veloso). Στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας συναντούν τον γίγαντα Αδαμάστορα, που είχε πετρώσει τιμωρημένος από τους θεούς γιατί ερωτεύτηκε και θέλησε να αποκτήσει τη Νηρηίδα Θέτιδα. Ο Αδαμάστωρ προφητεύει μελλοντικές συμφορές στην Ανατολή για τους Πορτογάλους. Τέλος κινδυνευουν από την ασθένεια του σκορβούτου που θερίζει τα πληρώματα. Ο Ντα Γκάμα διηγείται στον βασιλιά του Μαλίντι τα τελευταία στάδια του ταξιδιού ως εκεί, υπηρήφανος που οι Πορτογάλοι κατέφεραν ένα τέτοιο μέγα κατόρθωμα που κανείς δεν είχε καταφέρει πριν απ' αυτούς, ενώ και ο ίδιος ο βασιλιάς εντυπωσιάζεται από τις διηγήσεις του. Ο δε ποιητής βρίσκει ευκαιρία να εξάρει τον ρόλο της ποίησης στη διαιώνιση των άθλων των ηρώων.
Ο βασιλιάς του Μαλίντι παρέχει στον Βάσκο ντα Γκάμα και τους ναύτες του άφθονες διασκεδάσεις και τους δίνει επίσης έναν έμπιστο πλοηγό για να τους κατευθύνει στην Ινδία. Η πορτογαλική αρμάδα διασχίζει τον Ινδικό Ωκεανό, ενώ ο Βάκχος επισκέπτεται τον Ποσειδώνα στο μεγαλόπρεπο υποθαλάσσιο παλάτι του εκλιπαρώντας τον να εμποδίσει την άφιξη των Πορτογάλων στην Ινδία. Μετά από συνέλευση των θαλασσίων θεοτήτων, ο Ποσειδώνας διατάζει τον Αίολο να εξαπολύσει τους ανέμους στον ωκεανό κατά της αρμάδας του Βάσκο ντα Γκάμα. Στο μεταξύ οι ναύτες ακούνε τον Βελόζο να τους διηγείται την ιστορία των Δώδεκα της Αγγλίας, δηλαδή την ιστορία δώδεκα Πορτογάλων ιπποτών που ταξίδεψαν ως την Αγγλία για να υπερασπιστούν την τιμή δώδεκα Αγγλίδων δεσποινών της Αυλής και αναγορεύθηκαν νικητές στους ιπποτικούς αγώνες. Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να τελειώσει τη διήγηση, όταν ξεσπάει μια φοβερή καταιγίδα και τα πλοία κινδυνεύουν να καταποντιστούν. Επεμβαίνει τότε η Αφροδίτη στέλνοντας τις νύμφες της να σαγηνεύσουν και να ηρεμήσουν τους ανέμους. Χαράζει η μέρα. Η καταιγίδα σταματά και τότε οι ναύτες βλέπουν μπροστά τους την Ακτή του Μαλαμπάρ και την πόλη του Καλικούτ, στην Ινδία. Ο Βάσκο ντα Γκάμα ευχαριστεί τον Θεό. Ο ποιητής κλείνει το άσμα με σκέψεις περί των αληθινών ηρώων και των άθλων τους.
Ο ποιητής επαινεί τους Πορτογάλους, που αν και μικρός λαός, πράττουν το καθήκον τους ως γενναίοι χριστιανοί κατά των απίστων, σε αντίθεση με τους Γερμανούς και τους Άγγλους, που έχουν αποστατήσει από την Καθολική Εκκλησία δημιουργώντας το προτεσταντικό δόγμα, αλλά και τους Γάλλους που εποφθαλμιούν εδάφη χριστιανικών χωρών αντί να πολεμούν τους Τούρκους. Κατηγορεί επίσης τους Ιταλούς, που έχουν ξεπέσει και είναι διαιρεμένοι σε αντιμαχόμενα κρατίδια. Οι χριστιανοί θα έπρεπε να είναι ενωμένοι για να επιτεθούν στους Τούρκους, που έχουν υποδουλώσει πολλούς χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης και της Ασίας. Αντίθετα, οι Πορτογάλοι έχουν καταλάβει πολλές χώρες των απίστων στη Βόρεια Αφρική και στην Ινδία. Ο ποιητής κάνει στο σημείο αυτό μια πρώτη περιγραφή της Ινδίας. Ο Βάσκο ντα Γκάμα στέλνει απεσταλμένους στο Κάλικουτ και αυτοί συναντούν έναν μουσουλμάνο από την Μπαρμπαριά ονόματι Μονσάιντε που μιλά ισπανικά. Αυτός έρχεται στο πλοίο και τους πληροφορεί για τα ήθη των Ινδών.
Ο Βάσκο ντα Γκάμα επιβιβάζεται στην πόλη και επισκέπτεται τον Σαμορίν, τον ηγεμόνα του Κάλικουτ, πάνω σ' ένα φορείο συνοδευόμενος από έναν Ινδό αξιωματούχο, τον Κατουάλ με τον οποίο συνομιλεί έχοντας διερμηνέα τον Μονσάιντε. Οι Πορτογάλοι ξαφνιάζονται από τα είδωλα των Ινδών. Ο Βάσκο ντα Γκάμα παρουσιάζεται στον Σαμορίν ως απεσταλμένος του βασιλιά της Πορτογαλίας και του προτείνει συνθήκη ειρήνης και εμπορική συμφωνία. Ο βασιλιάς υπόσχεται να το σκεφθεί και οι Πορτογάλοι φιλοξενούνται τη νύχτα στο παλάτι. Ο Κατουάλ ζητά και παίρνει πληροφορίες για τους Πορτογάλους από τον Μονσάιντε. Θέλοντας να εξακριβώσει τις πληροφορίες, επιβιβάζεται με μια συνοδεία στο πλοίο του Πάουλο ντα Γκάμα, του αδερφού του Βάσκο ντα Γκάμα, και εντυπωσιάζεται από τις πολεμικές σημαίες των Πορτογάλων, πάνω στις οποίες έχουν απεικονιστεί τα πολεμικά κατορθώματα των προγόνων τους. Ιδιαίτερα προσηλώνεται στο πορτραίτο ενός γέροντα με αρχαιοελληνικό ένδυμα. Ο ποιητής σ' αυτό το σημείο επικαλείται τις Ταγίδες νύμφες και αυτές του Μοντέγκου για να τον βοηθήσουν να περιγράψει τι απεικονίζεται στις σημαίες. Παράλληλα ενθυμείται τις περιπέτειες και τις ταλαιπωρίες του βίου του και υπόσχεται ότι θα εξυμνήσει μόνον τους άξιους ηγεμόνες και όχι τους άδικους και τους άρπαγες.
Ο Πάουλο ντα Γκάμα περιγράφει στον Κατουάλ τις σημαίες που απεικονίζουν σημαντικά πρόσωπα από την ιστορία της Πορτογαλίας. Ο γέροντας με το αρχαιοελληνικό ένδυμα είναι ο Λούσος, γιος του Βάκχου, ο γενάρχης των Λουσιτανών, προγόνων των σημερινών Πορτογάλων. Δεύτερος περιγράφεται ο Οδυσσέας, ως ιδρυτής της Λισαβόνας, ο οποίος έχτισε σε αυτήν ένα ναό της προστάτιδός του, θεάς Αθηνάς. Συνεχίζει περιγράφοντας τον Λουσιτανό ήρωα Βιριάτο και τον Σερτώριο. Προχωρά με τον Δον Ενρίκε, πρόγονο των Πορτογάλων βασιλέων, τον βασιλιά Αλφόνσο Α', τον ιερέα Θεοτόνιο και τον πολεμιστή κατά των μωαμεθανών Μεμ Μονίζ στη διάρκεια της βασιλείας του Σάνσου Α'. Έπειτα περνά στην περιγραφή του Γιράλδου του Ατρόμητου, του Μαρτίν Λόπες, του Επίσκοπου Ματθαίου της Λισαβόνας, του Πάιο Κορέιρα, του Γκονσάλο Ριβέιρα, του Νούνο Άλβαρες Περέιρα, του Κόμητα Πέδρου ντε Μενέζες και άλλων ηρώων, φτάνοντας μέχρι την εποχή του Ερρίκου του Θαλάσσοπόρου. Οι ποιητής, επί τη ευκαιρία, παρατηρεί ότι οι απόγονοι πολλές φορές επαφίενται σε όσα τους έχουν κληροδότήσει οι ηρωικοί πρόγονοι και δεν αποζητούν τη δόξα, καταδικάζοντας τους εαυτούς τους στη λήθη.
Στο μεταξύ στην πόλη οι Ινδουιστές μάντεις του Σαμορίν του ανακοινώνουν ότι οι Πορτογάλοι έχουν κακές προθέσεις και ο Σαμορίν ρωτά τον Βάσκο ντα Γκάμα μήπως είναι πειρατές ή επικίνδυνοι τυχοδιώκτες. Ο Βάσκο ντα Γκάμα του λέει ότι είναι εξερευνητές και ότι έχουν έρθει για εμπόριο και μάλιστα προτίθενται να βγάλουν τα εμπορεύματα που έχουν για πώληση. Ο Βάκχος πάλι, που έχει πάρει τη μορφή του Προφήτη Μωάμεθ, εμφανίζεται σ' έναν πιστό μουσουλμάνο και του ανακοινώνει ότι οι ξένοι είναι εχθροί της πίστης και έχουν κακό σκοπό για τους μουσουλμάνους. Προξενείται έτσι εξέγερση στην πόλη τόσο των Ινδουιστών όσο και των Μουσουλμάνων κατά των Πορτογάλων. Ο Κατουάλ επιστρέφοντας από τα πλοία δεν αφήνει τον Βάσκο ντα Γκάμα να αναχωρήσει με διάφορες προφάσεις και ο Ντα Γκάμα αρχίζει να υποψιάζεται ότι σκοπεύουν να τον αιχμαλωτίσουν. Εν τέλει δωροδοκεί τον Κάτουαλ με ένα ποσό από τα χρήματα που οι Πορτογάλοι θα κερδίσουν από την πώληση των εμπορευμάτων για να τους αφήσει να φύγουν. Ο ποιητής αναλογίζεται για την αξία του χρήματος και πώς μπορεί να εξογοράσει τα πάντα, ανθρώπους και συνειδήσεις.
Ο Βάσκο ντα Γκάμα βρίσκεται ξανά στο πλοίο του και αποφασίζει για την ασφάλειά του να μην επιστρέψει στην ακτή. Δύο όμως πράκτορες των Πορτογάλων συλλαμβάνονται ως όμηροι. Ο Μονσάιντε, που έχει συνοδέψει τον Ντα Γκάμα στο πλοίο, του ανακοινώνει ότι, από όσα είχε ακούσει στην πόλη, αναμένεται να επιστρέψει οσονούπω ο στόλος από τη Μέκκα και τότε η αρμάδα των Πορτογάλων θα κινδυνέψει. Ο Βάσκο ντα Γκάμα αποφασίζει ότι ήταν ώρα να επιστρέψουν στην Πορτογαλία. Οι Πορτογάλοι συλλαμβάνουν κάποιους μωαμεθανούς εμπόρους και τους ανταλλάσσουν με τους δύο ομήρους πράκτορες. Ο στόλος αναχωρεί για τη Λισαβόνα και μαζί τους ακολουθεί και ο Μονσάιντε, που θέλει να γίνει χριστιανός.
Η Αφροδίτη, γεννημένη εξάλλου και η ίδια στη θάλασσα, αποφασίζει να ανταμοίψει τους Πορτογάλους θαλασσοπόρους για τις ταλαιπωρίες τους και δημιουργεί μία νήσο ερωτικών τέρψεων για χάρη τους. Στέλνει τον γιο της Έρωτα, ο οποίος τοξεύει με τα βέλη του τις Νηρηίδες που μέλλουν να γίνουν οι ερωτικές σύντροφοι των Πορτογάλων. Ακόμα και η Τηθύς, η θεά των ωκεανών, που προορίζεται από την Αφροδίτη να γίνει η σύντροφος του Ντα Γκάμα, δεν γλιτώνει από τα βέλη του. Η Τηθύς και οι ερωτοχτυπημένες Νηρηίδες, σπεύδουν στη νήσο και προετοιμάζονται για την έλευση των Πορτογάλων, οι οποίοι εκπλήσσονται ευχάριστα από αυτό τον τόπο των απολαύσεων και αρχίζουν να κυνηγούν τις νύμφες, ενώ και η Τηθύς αφιερώνεται ολόψυχα στον Ντα Γκάμα. Ο ποιητής πάντως μιλά και για τη συμβολική σημασία αυτής της νήσου της αγάπης.
Κατά τη διάρκεια ενός πλούσιου συμποσίου στη νήσο του Έρωτα, στο οποίο συμμετέχουν οι ναύτες του Ντα Γκάμα και οι Νηρηίδες, μία νύμφη τους προφητεύει με κάθε λεπτομέρεια τα μελλοντικά κατορθώματα των Πορτογάλων στην Ινδία και στην Ανατολή γενικότερα. Η Τηθύς συνοδεύει τον Ντα Γκάμα στην κορυφή ενός βουνού, από την οποία ανέρχονται ψηλά στους αιθέρες. Εκεί του αποκαλύπτει τη δομή του σύμπαντος, σύφωνα με το παλιό γεωκεντρικό σύστημα. Του αποκαλύπτει επίσης ότι τόσο οι ίδια, όσο και οι λοιποί θεοί της μυθολογίας, αποτελούν σύμβολα των αγγέλων του ενός Θεού, ενώ και ο Δίας συμβολίζει αυτόν τον ίδιο τον Ένα Θεό. Έπειτα η Τηθύς κάνει περιγραφή των ηπείρων και των νήσων της γης, αρχίζοντας με το ανατολικό ημισφαίριο (Ευρώπη, Ασία, Αφρική) και τελειώνοντας με το δυτικό (Αμερική) επικεντρώνοντας στη Βραζιλία, που θα γίνει πορτογαλική κτήση.
Ο στόλος επιστρέφει στη Λισαβόνα. Στο τέλος του έργου ο ποιητής παρατηρεί απογοητευμένος ότι στην ίδια την Πορτογαλία έχει σχεδόν σβήσει το αίσθημα του ηρωισμού των παλιών καιρών. Απευθύνεται στον βασιλιά Σεβαστιανό και τον καλεί να μην ξεχνά τους Πορτογάλους που αγωνίζονται πέρα από τις θάλασσες για τη δική του δόξα και τη δόξα της Πορτογαλίας. Τον καλεί να έχει σύμβουλό του μόνο την πείρα και την προσωπική αξία και υπόσχεται να γράψει αυτός (ο Καμόενς) ένα νέο έπος για τα μελλοντικά κατορθώματα του βασιλιά εναντίον των μωαμεθανών της Αφρικής. Εύχεται στον βασιλιά να γίνει ένας νέος Μέγας Αλέξανδρος, που όμως δεν θα χρειάζεται, όπως ο Μακεδόνας στρατηλάτης, να φθονεί τον Αχιλλέα επειδή ο ίδιος ο βασιλιάς δεν είχε έναν Όμηρο για να ψάλλει τη δόξα του.
- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Os Lusíadas στο Wikimedia Commons