Με τις ενέργειες των αραβικών χωρών να θεωρούνται ως έναρξη πετρελαϊκού εμπάργκο καιτη μακροπρόθεσμη πιθανότητα υψηλών τιμών πετρελαίου, διακοπής του ανεφοδιασμού και ύφεσης, δημιουργήθηκε ένα ισχυρό ρήγμα εντός τουΝΑΤΟ. Επιπλέον, ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες καιη Ιαπωνία προσπάθησαν να απαγκιστρωθούν από την πολιτική τωνΗΠΑστηΜέση Ανατολή. Οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες εξήρτησαν το τέλος του εμπάργκο με επιτυχείς προσπάθειες τωνΗΠΑνα φέρουν ειρήνη στη Μέση Ανατολή, γεγονός που περιέπλεξε την κατάσταση. Γιατην αντιμετώπιση αυτών των εξελίξεων, οπρόεδρος των Ηνωμένων ΠολιτειώνΡίτσαρντ Νίξον ξεκίνησε παράλληλες διαπραγματεύσεις με τις αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες γιατον τερματισμό του εμπάργκο καιμετην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ισραήλ γιανα οργανώσουν μια ισραηλινή οπισθοχώρηση από το Σινά καιταΥψίπεδα του Γκολάν. Μέχρι την18η Ιανουαρίου 1974, ο Αμερικανός Υπουργός ΕξωτερικώνΧένρι Κίσσινγκερ είχε διαπραγματευθεί την αποχώρηση των ισραηλινών στρατευμάτων από μέρη του Σινά. Η υπόσχεση για διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ του Ισραήλ και της Συρίας ήταν αρκετή γιανα πείσει τις αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες να άρουν το εμπάργκο Μάρτιο του 1974.[1]
Ανεξάρτητα από αυτό, τα μέλη OAPEC συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους πάνω στον παγκόσμιο μηχανισμό καθορισμού των τιμών του πετρελαίου γιανα σταθεροποιήσουν τα πραγματικά τους έσοδα μέσω της αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου, μετά την πρόσφατη τότε αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τις μεγάλες δυτικές εταιρείες πετρελαίου.
Το εμπάργκο συνέπεσε μετην παγκόσμια αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου από τις βιομηχανικές χώρες στις οποίες απευθύνεται ο OAPEC και ειδικότερα την απότομη αύξηση τωνεισαγωγών πετρελαίου από τη μεγαλύτερη χώρα κατανάλωσης πετρελαίου στον κόσμο, τις ΗΠΑ. Στον απόηχο της κρίσης, οι χώρες-στόχοι ξεκίνησαν την εφαρμογή μιας πληθώρας νέων και, ως επί το πλείστον, πάγιων πολιτικών γιατη συγκράτηση της περαιτέρω εξάρτησής τους. Το «σοκτων τιμών του πετρελαίου» του 1973, μαζί μετοκραχτου χρηματιστηρίου το 1973-1974, έχουν θεωρηθεί ως το πρώτο γεγονός μετά τοΚραχτου 1923 που είχε μόνιμο οικονομικό αποτέλεσμα.[5]
Η επιτυχία του εμπάργκο απέδειξε την οικονομική δύναμη καιτον διεθνή αντίκτυπο της παρουσίας της Σαουδικής Αραβίας, του μεγαλύτερου εξαγωγέα πετρελαίου και ενός βασιλείου πολιτικά και θρησκευτικά συντηρητικού. Στον αραβικό κόσμο, οπροοδευτικόςαραβικός εθνικισμός, σαρώθηκε από μια αναγέννηση τουισλαμισμού. Σε όλο τομουσουλμανικό κόσμο, κατά τα επόμενα χρόνια, η μεγάλη αύξηση του πλούτου καιτο διεθνές κύρος της Σαουδικής Αραβίας θα δώσει ώθηση στηνπουριτανική, συντηρητική ουαχαμπιστική ερμηνεία του Ισλάμ που αυτή ευνοούσε («πετρο-Ισλάμ») «να κατακτήσει μια περίοπτη θέση ισχύος στην παγκόσμια έκφραση του Ισλάμ».[6]
Το 1970 οιΗΠΑ πέρασαν τηνκορύφωσή τους στην παραγωγή πετρελαίου (peak oil)και αυτό θεωρείται από κάποιους ως ο κύριος λόγος γιατην πρώτη πετρελαϊκή κρίση.[6] Μετά από αυτό, ο Νίξον ανέθεσε στον James Nixon Akins, πρέσβη τωνΗΠΑστη Σαουδική Αραβία, τη σύνταξη έκθεσης σχετικά μετην πετρελαϊκή παραγωγική δυνατότητα τωνΗΠΑ. Τα αποτελέσματα, μολονότι δεν δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, ήταν ανησυχητικά: δεν υπήρχε ουδεμία πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα καιη παραγωγή θα μπορούσε μόνο να μειωθεί.
Ο Οργανισμός των Πετρελαιοπαραγωγών Κρατών(ΟΠΕΚ), ο οποίος τότε συμπεριελάμβανε 12 χώρες, ανάμεσα σ’ αυτές τοΙράν, επτά αραβικές χώρες (Ιράκ, Κουβέιτ, Λιβύη, Κατάρ, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα), καθώς καιτηΒενεζουέλα, τηνΙνδονησία, τηΝιγηρία, καιτοΕκουαδόρ, είχε σχηματιστεί σεμια διάσκεψη στη Βαγδάτη στις 14 Σεπτεμβρίου1960. ΟΟΠΕΚ οργανώθηκε γιανα αντισταθεί στις πιέσεις από τις «Επτά Αδελφές» (τις επτά μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες, ως επί το πλείστον ανήκουσες σε Αμερικανούς, Βρετανούς και Ολλανδούς υπηκόους) γιατη μείωση των τιμών του πετρελαίου και τις πληρωμές προς τις χώρες παραγωγής. Αρχικά οΟΠΕΚ λειτουργούσε ως μια άτυπη μονάδα διαπραγμάτευσης γιατην πώληση του πετρελαίου από τις πλούσιες σεπόρους χώρες τουΤρίτου Κόσμου. ΟΟΠΕΚ περιοριζόταν στονα εξασφαλίζει μεγαλύτερο μερίδιο από τα κέρδη των δυτικών εταιρειών πετρελαίου και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στα επίπεδα παραγωγής των μελών του. Ως αποτέλεσμα αυτού και άλλων γεγονότων στις αρχές της δεκαετίας του 1970, άρχισε να αποκτά καινα μεταχειρίζεται σημαντική οικονομική και πολιτική δύναμη. Οι μεγάλοι δυτικοί πετρελαϊκοί όμιλοι, καθώς καιοι εισαγωγές χώρες, ξαφνικά αντιμετώπισαν ένα ενιαίο μπλοκ εξαγωγέων.
Στις 15 Αυγούστου 1971 οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν μονομερώς από τηΣυμφωνία του Bretton Woods, αποτραβώντας τις ΗΠΑ από τονκανόνα του χρυσού (σύμφωνα μετον οποίο μόνο η αξία του αμερικανικού δολαρίου ήταν συνδεδεμένη μετην τιμή του χρυσού καιη αξία όλων των άλλων νομισμάτων ήταν συνδεδεμένη μετο δολάριο τωνΗΠΑ), επιτρέποντας έτσι στο δολάριο να «επιπλέει».[7] Λίγο αργότερα ακολούθησε η Βρετανία, «επιπλέοντας» τη λίρα στερλίνα. Οι βιομηχανικές χώρες ακολούθησαν μετα αντίστοιχα νομισμάτά τους. Εν αναμονή της διακύμανσης των νομισμάτων, καθώς σταθεροποιούνταν το ένα σε σχέση μετο άλλο, οι βιομηχανικές χώρες αύξησαν επίσης τα αποθεματικά τους (τυπώνοντας χρήμα), σε ποσότητες πολύ μεγαλύτερες από ό,τι ποτέ πριν. Το αποτέλεσμα ήταν η υποτίμηση της αξίας του αμερικανικού δολαρίου, καθώς και άλλων νομισμάτων του κόσμου. Επειδή το πετρέλαιο τιμολογούνταν σε δολάρια, αυτό σήμαινε ότι οι παραγωγοί πετρελαίου λάμβαναν λιγότερο πραγματικό εισόδημα γιατην ίδια τιμή. Το καρτέλ τουΟΠΕΚ εξέδωσε ένα κοινό ανακοινωθέν [πότε;]μετο οποίο δήλωνε ότι, από τότε καιστο εξής, θα τιμολογούσε το βαρέλι πετρελαίου έναντι χρυσού.
Αυτό οδήγησε στο φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως «Σοκτου Πετρελαίου» («Shock Oil»), στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στα χρόνια μετά το 1971, οΟΠΕΚ άργησε να αναπροσαρμόζει τις τιμές ώστε να αντικατοπτρίζουν αυτή την υποτίμηση. Από το 1947 έως το 1967 η τιμή του πετρελαίου σε δολάρια ΗΠΑ είχε αυξηθεί κατά λιγότερο από δύο τοις εκατό ετησίως. Μέχρι τοσοκτου πετρελαίου, η τιμή παρέμεινε σχετικά σταθερή σε σχέση με άλλα νομίσματα και εμπορεύματα, αλλά ξαφνικά έγινε εξαιρετικά ασταθής. Οι υπουργοί τουΟΠΕΚδεν είχαν αναπτύξει τους θεσμικούς μηχανισμούς γιανα ενημερώνουν τις τιμές αρκετά γρήγορα ώστε να συμβαδίζουν με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς και, εξαιτίας αυτού, τα πραγματικά τους έσοδα υστερούσαν για πολλά χρόνια. Οι σημαντικές αυξήσεις των τιμών των ετών 1973-1974 σε μεγάλο βαθμό υπερκάλυψαν τη διαφορά στα έσοδά τους σε επίπεδα Bretton Woods, σε σχέση με άλλα εμπορεύματα όπως οχρυσός.[8]
Στις 6 Οκτωβρίου 1973 η Συρία καιη Αίγυπτος εξαπέλυσαν μιααιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του Ισραήλ.[9] Αυτός ο νέος γύρος στην αραβοισραηλινή σύγκρουση πυροδότησε μια ήδη εκκολαπτομενη κρίση, αυξάνοντας την τιμή του πετρελαίου. Η Δύση δεν μπορούσε να συνεχίσει να αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας 5% ετησίως ενώ ταυτοχρόνως αγόραζε πετρέλαιο σε χαμηλές τιμές και πουλούσε στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του αναπτυσσόμενου Τρίτου Κόσμου αγαθά σε πληθωριστικές τιμές. Αυτό τονίστηκε από τον Σάχη του Ιράν, του οποίου η χώρα ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο και στενός σύμμαχος τωνΗΠΑστη Μέση Ανατολή εκείνη τη χρονική περίοδο. «Φυσικά, [η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου] πρόκειται να αυξηθεί», δήλωσε ο Σάχης στους New York Times το 1973. «Σίγουρα! Και πώς... Εσείς [οι δυτικές χώρες] αυξήσατε την τιμή του σιταριού που μας πουλάτε κατά 300%, το ίδιο καιγιατη ζάχαρη καιτο τσιμέντο... Αγοράζετε το αργό πετρέλαιό μας και μας το πουλάτε πίσω, επεξεργασμένο ως πετροχημικά, εκατό φορές πάνω από την τιμή που έχετε πληρώσει σε εμάς... είναι δίκαιο, από τώρα καιστο εξής, να πρέπει να πληρώνετε περισσότερα γιατο πετρέλαιο. Ας πούμε δέκα φορές περισσότερα.»[10]
Στις 12 Οκτωβρίου 1973, ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον εξουσιοδότησε τηνεπιχείρηση Nickel Grass, μιαμη απόρρητη στρατηγική αερομεταφορά οπλισμού και εφοδίων στο Ισραήλ, αφού η Σοβιετική Ένωση είχε αρχίσει να στέλνει όπλα στη Συρία καιτην Αίγυπτο.
Στις 16 Οκτωβρίου 1973 οΟΠΕΚ ανακοίνωσε την απόφαση να αυξήσει τις ονομαστικές τιμέςτου πετρελαίου κατά 70%, σε 5,11 δολάρια το βαρέλι.[11]Την επόμενη ημέρα, οι υπουργοί πετρελαίου συμφώνησαν στο εμπάργκο, σε μείωση της παραγωγής κατά πέντε τοις εκατό κάτω από το αποτέλεσμα του Σεπτεμβρίου καιτη περαιτέρω μείωση της παραγωγής σε βήματα του 5% μέχρι να ικανοποιηθούν οι οικονομικοί και πολιτικοί στόχοι τους.[12] Στις 19 Οκτωβρίου ο Πρόεδρος τωνΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον ζήτησε από το Κογκρέσο να χορηγήσει 2.200.000.000 δολάρια σε επείγουσα βοήθεια προς το Ισραήλ, εκτων οποίων 1,5 δις. δολάρια σε οριστική παραχώρηση. ΟΤζορτζ Λεντσόφσκι (George Lenczowski), διπλωμάτης και διακεκριμένος καθηγητής πολιτικών επιστημών, σημειώνει ότι «οι στρατιωτικές προμήθειες δεν εξάντλησαν την προθυμία του Νίξον να αποτρέψει την κατάρρευση του Ισραήλ... Αυτή η απόφαση [γιατο ποσό των 2.200.000.000 δολαρίων] προκάλεσε μια συλλογική απάντηση τουΟΠΕΚ».[13]Η Λιβύη ανακοίνωσε αμέσως ότι θα επιβάλει εμπάργκο σε όλες τις αποστολές πετρελαίου προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.[14]Η Σαουδική Αραβία καιτα άλλα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη γρήγορα ακολούθησαν το παράδειγμά της, επιβάλλοντας εμπάργκο στις 20 Οκτωβρίου 1973.[15] Κατά τη συνάντησή τους στοΚουβέιτοι πετρελαιοπαραγωγές χώρες τουΟΠΕΚ διακήρυξαν εμπάργκο πετρελαίου με προβλέψεις για περιορισμούς στις εξαγωγές πετρελαίου σε διάφορες χώρες-καταναλωτές και συνολικό εμπάργκο στις παραδόσεις πετρελαίου προς στις Ηνωμένες Πολιτείες, ως «κύρια εχθρική χώρα».[16]Το εμπάργκο έτσι επεκτάθηκε ποικιλοτρόπως προς τη Δυτική Ευρώπη καιτην Ιαπωνία.
Επιβλήθηκαν επίσης αυξήσεις στις τιμές. Καθώς η βραχυπρόθεσμη ζήτηση πετρελαίου είναι ανελαστική, η ζήτηση δεν μειώνεται πολύ όταν αυξάνεται η τιμή. Έτσι, οι τιμές του πετρελαίου έπρεπε να αυξηθούν ραγδαία γιανα προσαρμοστεί η ζήτηση στα νέα, χαμηλότερα επίπεδα προσφοράς. Οι αγορές πετρελαίου, προβλέποντας αυτό το δεδομένο, οδηγήθηκαν σε άμεση και σημαντική αύξηση των τιμών, από 3 έως 12 δολάρια το βαρέλι.[17]Τοπαγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα, το οποίο ήταν ήδη υπό πίεση από την κατάρρευση της συμφωνίας του Bretton Woods, τέθηκε σε πορεία ύφεσηςκαι υψηλού πληθωρισμούπου συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τις τιμές του πετρελαίου να αυξάνονται διαρκώς μέχρι το 1986.
Μακροπρόθεσμα, το εμπάργκο πετρελαίου άλλαξε τη φύση της πολιτικής της Δύσης, προς την κατεύθυνση της αύξησης της εξερεύνησης, της συντηρητικής στάσης απέναντι στην κατανάλωση ενέργειας καιτωνπιο περιοριστικών νομισματικών πολιτικών γιατην καλύτερη καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Ιανουάριος του 1973 – Αρχίζει τοκραχτου 1973-1974, ως αποτέλεσμα των πληθωριστικών πιέσεων, τουΣοκτου Νίξον (Nixon Shock) και της κατάρρευσης του νομισματικού συστήματος.
23 του Αυγούστου - Στο πλαίσιο της προετοιμασίας γιατον πόλεμο τουΓιομ Κιπούρ, ο Σαουδάραβας βασιλιάς Faisal καιο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ συναντώνται στοΡιάντκαι διαπραγματεύονται μυστικά μια συμφωνία μετην οποία οι Άραβες θα χρησιμοποιήσουν το «όπλο του πετρελαίου», στο πλαίσιο της επικείμενης στρατιωτικής σύγκρουσης.[18]
6 Οκτωβρίου – Η Αίγυπτος καιη Συρία επιτίθενται στα κατεχόμενα από τους Ισραηλινούς εδάφη στο Σινά καισταΥψίπεδα του Γκολάν, την ημέρα τουΓιομ Κιπούρ, ξεκινώντας τον ομώνυμο πόλεμο.
Νύχτα της 8ης Οκτωβρίου – Το Ισραήλ περνά σε πλήρη πυρηνικό συναγερμό. ΟΧένρι Κίσσινγκερ ενημερώνεται λίγες ώρες αργότερα, το πρωί της 9ης Οκτωβρίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούν να ανεφοδιάζουν το Ισραήλ.
8 -10 Οκτωβρίου – ΟΟΠΕΚ διαπραγματεύεται με μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες την αναθεώρηση της συμφωνίας της Τεχεράνης του 1971 επί των τιμών του πετρελαίου.
12 Οκτωβρίου - Οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούν την Επιχείρηση Nickel Grass, μιαμη απόρρητη στρατηγική επιχείρηση αερομεταφοράς γιατον ανεφοδιασμό του Ισραήλ σε όπλα και προμήθειες, ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος τουΓιομ Κιπούρ. Ακολούθησαν παρόμοιες κινήσεις των Σοβιετικών γιατον ανεφοδιασμό των Αράβων.
16 Οκτωβρίου – Η Σαουδική Αραβία, το Ιράν, το Ιράκ, τοΆμπου Ντάμπι, τοΚουβέιτκαιτοΚατάρ αυξάνουν μονομερώς τις δημοσιευμένες τιμές κατά 17% στα 3,65 δολάρια ανά βαρέλι και ανακοινώνουν μειώσεις στην παραγωγή.[19]
Οκτωβρίου 17- Οι υπουργοί του OAPEC συμφωνούν να χρησιμοποιήσουν το πετρέλαιο ως όπλο γιανα επηρεάσουν την υποστήριξη της Δύσης προς το Ισραήλ στον πόλεμο τουΓιομ Κιπούρ. Συνιστούν εμπάργκο κατά τωνμη συμμορφούμενων κρατών - και επιτάσσουν την μείωση των εξαγωγών.
19 Οκτωβρίου – Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ζητά από το Κογκρέσο να χορηγηθούν $2,2 δις. ως επείγουσα βοήθεια προς το Ισραήλ. Η απόφαση αυτή προκαλεί μια συλλογική αραβική απάντηση.[13]Η Λιβύη διακηρύσσει αμέσως εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.[14]Η Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά πετρελαιοπαραγωγά κράτη ακολουθούν το παράδειγμά της την επόμενη μέρα.[14]
26 Οκτωβρίου - Ο πόλεμος τουΓιομ Κιπούρ τερματίζεται.
5 Νοεμβρίου – Οι αραβικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες ανακοινώνουν μείωση της παραγωγής κατά 25%. Απειλείται περαιτέρω μείωση κατά 5%.
27 Νοεμβρίου – Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον υπογράφει τον νόμο περί Επείγουσας κατανομής του πετρελαίου (Emergency Petroleum Allocation Act) εξουσιοδοτώντας περιορισμούς στις τιμές, την παραγωγή, τη διάθεση καιτην εμπορία.
9 Δεκεμβρίου – Οι Άραβες υπουργοί πετρελαίου συμφωνούν για περαιτέρω μείωση πέντε τοις εκατό προς τις μη φιλικές χώρες, γιατον Ιανουάριο του 1974.
25 Δεκεμβρίου – Οι Άραβες υπουργοί πετρελαίου υπαναχωρούν ως προς τη μείωση της παραγωγής κατά 5% γιατο μήνα Ιανουάριο. Ο υπουργός πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας Αχμέτ Ζακί Γιαμανί υπόσχεται 10% αύξηση της παραγωγής τουΟΠΕΚ.
7 - 9 Ιανουαρίου 1974 – ΟΟΠΕΚ αποφασίζει να παγώσει τις τιμές μέχρι την 1η Απριλίου.
18 Ιανουαρίου – Το Ισραήλ υπογράφει συμφωνία μετην οποία δεσμεύεται να αποσυρθεί στην ανατολική πλευρά της διώρυγας του Σουέζ.
11 Φεβρουαρίου – Ο Υπουργός Εξωτερικών τωνΗΠΑ Χένρι Κίσσινγκερ παρουσιάζει τοΠρόγραμμα Ανεξαρτησία (Project Independence), το σχέδιο ενεργειακής απεξάρτησης τωνΗΠΑ.
12-14 Φεβρουαρίου – Η Πρόοδος στην αραβοισραηλινή αποκλιμάκωση επιφέρει συζήτηση της πετρελαϊκής στρατηγικής μεταξύ των αρχηγών κρατών της Αλγερίας, της Αιγύπτου, της Συρίας και της Σαουδικής Αραβίας.
5 Μαρτίου – Το Ισραήλ αποσύρει τα τελευταία στρατεύματά του από την δυτική όχθη της διώρυγας του Σουέζ.
17 Μαρτίου – Οι Άραβες υπουργοί πετρελαίου, με εξαίρεση τηΛιβύη, ανακοινώνουν το τέλος του εμπάργκο κατά των Ηνωμένων Πολιτειών.
31 Μαΐου – Οι διπλωματικές ενέργειες του Κίσσινγκερ παράγουν συμφωνία απεμπλοκής στο μέτωπο της Συρίας.
Δεκέμβριος 1974 - Τοκραχτων αγορών του 1973-1974 τερματίζεται.
Οι επιπτώσεις του εμπάργκο ήταν άμεσες. ΟΟΠΕΚ ανάγκασε τις εταιρείες πετρελαίου να αυξήσουν δραστικά τις πληρωμές. Η τιμή του πετρελαίου τετραπλασιάστηκε μέχρι το 1974 σε περίπου $12 το βαρέλι (75 $/m3).[2]
Αυτή η αύξηση στην τιμή του πετρελαίου είχε δραματική επίδραση στην χώρες που εξήγαγαν πετρέλαιο, καθώς οι χώρες της Μέσης Ανατολής, οι οποίες κυριαρχούνταν για καιρό από τις βιομηχανικές δυνάμεις, φάνηκε ότι απέκτησαν τον έλεγχο ενός αγαθού ζωτικής σημασίας. Η παραδοσιακή ροή των κεφαλαίων αντιστράφηκε καθώς οι εξαγωγείς πετρελαίου συσσώρευσαν τεράστιο πλούτο. Μερικά από τα έσοδα διανεμήθηκαν μετη μορφή της ενίσχυσης σε άλλες υπανάπτυκτες χώρες των οποίων οι οικονομίες είχαν εγκλωβιστεί μεταξύ των νέων υψηλότερων τιμών του πετρελαίου καιτων χαμηλότερων τιμών των δικών τους εξαγόμενων προϊόντων και πρώτων υλών εν μέσω συρρίκνωσης της ζήτησης γιατα προϊόντα τους από τη Δύση. Πολλά απορροφήθηκαν σε μαζικές αγορές όπλων που επιδείνωσαν τις πολιτικές εντάσεις, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή.
Αυτός ο έλεγχος ενός ζωτικού αγαθού έγινε γνωστός ως το «όπλο του πετρελαίου», το οποίο ήρθε μετη μορφή εμπάργκο και περικοπών στην παραγωγή πετρελαίου από τα αραβικά κράτη σε επιλεγμένες κυβερνήσεις βιομηχανικών κρατών, ώστε να πιέσουν το Ισραήλ κατά τη διάρκεια του τέταρτου αραβοισραηλινού πολέμου, τον Οκτώβριο του 1973. Στις στοχευμένες χώρες περιλαμβάνονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ηΜεγάλη Βρετανία, οΚαναδάς, ηΙαπωνία, καιηΟλλανδία. Σεμιαεκτων υστέρων εξέταση του ζητήματος, ο σκοπός του εμπάργκο, όπως αυτό έγινε αντιληπτό από τις κυβερνήσεις των χωρών που στοχοποιήθηκαν, ήταν να επηρεάσει την εξωτερική πολιτική τους σχετικά μετο Ισραήλ, προς την κατεύθυνση μιας πιοφιλο-αραβικής θέσης, απειλώντας με διακοπή των εξαγωγών αραβικού πετρελαίου, και ότι, μετά την τροποποίηση των πολιτικών τους, τα αραβικά κράτη θα αντοποκρίνονταν επιτρέποντας την αγορά περισσότερου πετρελαίου.[20]
Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι υπήρχε ήδη μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων βασιζόμενη στην ισότητα μεταξύ των δύο μερών, πριν από το 1973. Δεύτερον, η σοβιετική εμπλοκή στηΜέση Ανατολή ως απειλή να εξελιχθεί σε άλλη μία αντιπαράθεση των υπερδυνάμεων ήταν μεγαλύτερη ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες από το όπλο του πετρελαίου. Ένας τρίτος λόγος, οι ομάδες συμφερόντων καιοι κυβερνητικές υπηρεσίες που ασχολούνταν περισσότερο με τις επιπτώσεις του όπλου του πετρελαίου που είχαν μικρή δύναμη επιρροής όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της αραβοισραηλινής διένεξης, λόγω της συνολικής κυριαρχίας του Κίσινγκερ στη διαδικασία αυτή.[21] Επίσης, στο πλαίσιο των Ηνωμένων Πολιτειών και σχετικά με τις οικονομικές επιπτώσεις σε μακροοικονομικό επίπεδο, έγιναν άμεσες συσχετίσεις μεταξύ της αύξησης των τιμών του πετρελαίου και της οικονομική ύφεσης. Το «σοκτων τιμών του πετρελαίου», όσον αφορά τις διακοπές στην παραγωγή και διανομή του πετρελαίου, που είχαν ως συνέπεια την αύξηση των τιμών του πετρελαίου «έχουν θεωρηθεί υπεύθυνες για υφέσεις, περιόδους υπερβολικού πληθωρισμού, μείωση της παραγωγικότητας καιη μείωση της οικονομικής ανάπτυξης».[22]
Η επίδραση του αραβικού εμπάργκο είχε αρνητική επίδραση στην οικονομία τωνΗΠΑ καθώς προκάλεσε την άμεση ανάγκη αντιμετώπισης των απειλών κατά της αμερικανικής ενεργειακής ασφάλειας.[23]Σε διεθνές επίπεδο, οι αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου διατάραξαν τα συστήματα της αγοράς αλλάζοντας τον ανταγωνισμό. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, τα οικονομικά προβλήματα αποτελούνταν τόσο από πληθωριστικές όσο και από αποπληθωριστικές επιπτώσεις στις εγχώριες οικονομίες.[24]Το αραβικό εμπάργκο οδήγησε πολλές αμερικανικές εταιρείες να αναζητούν την εξόρυξη νέου, ακριβού πετρελαίου καισε εχθρικά, ακόμη και αρκτικά περιβάλλοντα. Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν πολλές από αυτές τις εταιρείες ήταν ότι η εύρεση πετρελαίου καιη εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων συνήθως απαιτούν μια χρονική υστέρηση από 5 έως 10 έτη μεταξύ της διαδικασίας σχεδιασμού και της ποσοτικώς ουσιώδους παραγωγής.[25]
Τα κράτη-μέλη τουΟΠΕΚστον αναπτυσσόμενο κόσμο διεξήγαγαν εθνικοποίησης εταιρειών στις χώρες τους. Τοπιο αξιοσημείωτο παράδειγμα ήταν η ανάκτηση από τους Σαουδάραβες του λειτουργικού ελέγχου της Aramco, την οποία εθνικοποίησαν πλήρως το 1980, υπό την ηγεσία του Αχμέτ Ζακί Γιαμανί. Καθώς το παράδειγμα αυτό το ακολούθησαν και άλλες χώρες τουΟΠΕΚ, τα έσοδα του καρτέλ εκτινάχθηκαν στα ύψη. Η Σαουδική Αραβία, πλημμυρισμένη μετα κέρδη από τις πωλήσεις, ανέλαβε μια σειρά φιλόδοξων πενταετών σχεδίων ανάπτυξης, εκτων οποίων τοπιο φιλόδοξο, που ξεκίνησε το 1980, προέβλεπε δαπάνη 250 δισ. δολαρίων. Άλλα μέλη του καρτέλ διεξήγαγαν μείζονα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης.
Εντω μεταξύ, τοσοκ προκάλεσε χάος στη Δύση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η λιανική τιμή ενός γαλονιού βενζίνης αυξήθηκε από τον εθνικό μέσο όρο του 38,5 σεντ τον Μάιο του 1973 σε 55,1 σεντς τον Ιούνιο του 1974. Κυβερνητικές πολιτείες ζήτησαν από τους πολίτες ναμην κρεμάσουν χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια ενώ η πολιτεία του Όρεγκον απαγόρευσε ολοκληρωτικά τον ειδικό φωτισμό γιατα Χριστούγεννα αλλά καιγια εμπορικούς σκοπούς.[26] Πολιτικοί έκαναν έκκληση για ένα εθνικό πρόγραμμα χορήγησης βενζίνης με δελτίο.[27]Ο Νίξον ζήτησε από τα πρατήρια βενζίνης, σε εθελοντική βάση, ναμην πωλούν βενζίνη τις νύχτες του Σαββάτου και τις Κυριακές - το 90% των πρατηριούχων συμμορφώθηκε, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται ουρές τις καθημερινές.[26]
Το εμπάργκο δεν ήταν ομοιόμορφο απέναντι σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Από τα εννέα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ), η Ολλανδία αντιμετώπιζε πλήρες εμπάργκο, το Ηνωμένο Βασίλειο καιηΓαλλία είχαν σχεδόν αδιάκοπο εφοδιασμό (αφού αρνήθηκε να επιτρέψει στις ΗΠΑνα χρησιμοποιούν τα αεροδρόμια και επέβαλε εμπάργκο όπλων και προμηθειών τόσο προς τους Άραβες όσο και προς τους Ισραηλινούς), ενώ τα άλλα έξι κράτη αντιμετώπιζαν μόνο εν μέρει περικοπές στην τροφοδοσία. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ανέκαθεν σύμμαχος του Ισραήλ καιη κυβέρνηση του Χάρολντ Ουίλσον είχε υποστηρίξει τους Ισραηλινούς κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών αλλά ο διάδοχός του, Ted Heath, είχε αντιστρέψει αυτή την πολιτική το 1970, καλώντας το Ισραήλ να αποσυρθεί σταπροτου 1967 σύνορα. Τα μέλη της ΕΟΚδεν ήταν σε θέση να επιτύχουν μια κοινή πολιτική κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα του πολέμου του Yom Kippur. Η Κοινότητα εξέδωσε τελικά μια δήλωση στις 6 Νοεμβρίου, μετά το εμπάργκο και όταν είχαν αρχίσει οι αυξήσεις των τιμών. Θεωρούμενη ευρέως ως φιλοαραβική, η δήλωση αυτή υποστήριξε την γαλλοβρετανική γραμμή γιατον πόλεμο καιοΟΠΕΚ ήρε το εμπάργκο απέναντι σε όλα τα μέλη της ΕΟΚ. Οι αυξήσεις των τιμών είχαν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Ευρώπη από ό,τιτο εμπάργκο, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπου σε συνδυασμό με τις απεργίες των ανθρακωρύχων καιτων εργαζομένων σιδηροδρόμου προκάλεσαν ενεργειακή κρίση κατά το χειμώνα του 1973-1974, ένας σημαντικός παράγοντας στην αλλαγή της κυβέρνησης).[28]Το Ηνωμένο, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελβετία καιη Νορβηγία απαγόρευσαν πτήσεις, οδήγηση και ιδιωτική ακτοπλοΐα τις Κυριακές.[26]Η Σουηδία επέβαλε δελτίο στη χορήγηση της βενζίνης καιτου πετρελαίου θέρμανσης. Η Ολλανδία θέσπισε ποινές φυλάκισης για όσους χρησιμοποιούσαν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από αυτή που τους αναλογούσε.[26]Ο Ted Heath ζήτησε από τους Βρετανούς να θερμαίνουν μόνο ένα δωμάτιο στα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[29]
Λίγους μήνες αργότερα, η κρίση υποχώρησε. Το εμπάργκο ήρθη το Μάρτιο του 1974, μετά από διαπραγματεύσεις στη Πετρελαϊκή Σύνοδο Κορυφής της Ουάσιγκτον, αλλά οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης παρέμειναν καθ 'όλη τη δεκαετία του 1970. Η τιμή της ενέργειας συνέχισε την αυξητική της πορεία το επόμενο έτος, εν μέσω της αποδυνάμωσης της ανταγωνιστικής θέσης του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές.
Οι έλεγχοι των τιμών από την κυβέρνηση επιδείνωσε περαιτέρω την κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες.[27] Τέθηκαν περιορισμοί στην τιμή του «παλιού πετρελαίου» (που είχε ήδη ανακαλυφθεί), επιτρέποντας ταυτόχρονα να πωλείται σε υψηλότερη τιμή το νέο πετρέλαιο που ανακαλυπτόταν, με αποτέλεσμα την απόσυρση του παλαιού πετρελαίου από την αγορά καιτη δημιουργία τεχνητής έλλειψης. Ο κανόνας αυτός αποθάρρυνε επίσης την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών ενέργειας ή πιο αποτελεσματικών καυσίμων και τεχνολογιών.[27]Ο κανόνας αυτός στόχευε στην προώθηση και εξόρυξη πετρελαίου.[30]Η έλλειψη στην αγορά αντιμετωπίστηκε με πώληση βενζίνης με δελτίο (κάτι που συνέβη σε πολλές χώρες), δημιουργώντας μεγάλες ουρές στα βενζινάδικα από το καλοκαίρι του 1972 έως και, με μεγαλύτερη ένταση, το καλοκαίρι του 1973.[27]Το 1973 ο Πρόεδρος τωνΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον όρισε τον William E. Simon ως πρώτο διοικητή της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ενέργειας, ή «Τσάρο της Ενέργειας».[31]Ο Simon διέθεσε στις πολιτείες την ίδια ποσότητα πετρελαίου γιατο 1974, την οποία κατανάλωσε η καθεμία το 1972. Αυτό είχε καλά αποτελέσματα για τις πολιτείες των οποίων ο πληθυσμός δεν αυξήθηκε.[32]Σε πολιτείες με αύξηση στον πληθυσμό ήταν συνηθισμένες οι ουρές στα πρατήρια βενζίνης.[32]Η American Automobile Association ανέφερε ότι, κατά την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 1974, το 20% των αμερικανικών σταθμών βενζίνης δεν είχε καθόλου καύσιμα.[32]
Στις Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόστηκε σύστημα δελτίων βάσει μονών-ζυγών ημερών. Οι οδηγοί οχημάτων με πινακίδες με μονό αριθμό (ή «πινακίδες ματαιοδοξίας»), είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν βενζίνη γιατα αυτοκίνητά τους μόνο σε μονό αριθμό ημερών του μήνα, ενώ οι οδηγοί των οχημάτων με ζυγές πινακίδες είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται καύσιμα μόνο σε ζυγές ημέρες.[33]Ο κανόνας αυτός δεν ίσχυε γιατην 31η ημέρα των μηνών που έχουν 31 ημέρες, ή στις 29 Φεβρουαρίου σε δίσεκτα έτη - το τελευταίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, δεδομένου ότι οι περιορισμοί είχαν ήδη καταργηθεί το 1976.
Σε ορισμένες πολιτείες τωνΗΠΑ καθιερώθηκε ένα σύστημα με σημαίες τριών χρωμάτων γιανα υποδηλώσει τη διαθεσιμότητα της βενζίνης στα πρατήρια – η πράσινη σημαία συμβόλιζε ελεύθερη (χωρίς κουπόνια) πώληση βενζίνης, η κίτρινη σημαία συμβόλιζε περιορισμένη καιμε δελτίο πώληση καιη κόκκινη σημαία δήλωνε ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη βενζίνη, αλλά το πρατήριο ήταν ανοιχτό για άλλες υπηρεσίες.[34] Επιπλέον, κουπόνια για βενζίνη παραγγέλθηκαν το 1974 και το 1975 από την Ομοσπονδιακή Διοίκηση Ενέργειας, αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στην πράξη για αυτή την κρίση, ούτε καιγιατην ενεργειακή κρίση του 1979.[35]
Η επιβολή των δελτίων οδήγησε σε περιστατικά βίας, αφού οι οδηγοί φορτηγών απήργησαν για δύο ημέρες σε εθνικό επίπεδο το Δεκέμβριο του 1973, καθώς είχαν αντιρρήσεις γιατην ποσότητα καυσίμων πουο Simon είχε κατανείμει με δελτίο στον κλάδο τους.[32]Στην Πενσυλβάνια καιτο Οχάιο φορτηγατζήδες πουδεν απεργούσαν δέχθηκαν επίθεση με πυροβολισμούς από απεργούς καιστο Αρκάνσας φορτηγά με ιδιοκτήτες πουδεν απεργούσαν δέχθηκαν επίθεση με βόμβες.[32]ΟιΗΠΑ επέβαλλαν έλεγχο στην τιμή του φυσικού αερίου από το 1950 και, μετον πληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, η τιμή της αγοράς του φυσικού αερίου δεν ενθάρρυνε έρευνα για νέα αποθέματα.[36]Τα αποθέματα φυσικού αερίου τωνΗΠΑ μειώθηκαν από 237 τρισεκατομμύρια το 1974 σε 203 τρις το 1978 και το ελεγχόμενο καθεστώς στην τιμή δεν άλλαξε παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του προέδρου Τζέραλντ Φορντ προς το Κογκρέσο.[36]
Γιανα υποστηριχθεί η μείωση της κατανάλωσης, το 1974 επιβλήθηκε ένα εθνικό ανώτατο όριο ταχύτητας 55 mph (περίπου 88 χλμ/ώρα), μέσω του νόμου περί Έκτακτης Ανάγκης Διατήρησης Ενέργειας στους Αυτοκινητοδρόμους. Η ανάπτυξη των Στρατηγικών Αποθεμάτων Πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών ξεκίνησε το 1975 και, το 1977, δημιουργήθηκε το Υπουργείο Ενέργειας, ακολουθούμενο από το Εθνικό Ενεργειακό Νόμο του 1978.
Από τις 6 Ιανουαρίου 1974 έως την 23η Φεβρουαρίου, 1975 εφαρμόστηκε συνεχής θερινή ώρα. Η κίνηση αυτή επικρίθηκε ιδιαίτερα, καθώς ανάγκασε πολλά παιδιά να μετακινούνται στο σχολείο πριν από την ανατολή του ηλίου. Οι προϋπάρχοντες κανόνες θερινής ώρας, που προέβλεπαν να πηγαίνουν τα ρολόγια μία ώρα μπροστά την τελευταία Κυριακή του Απριλίου, αποκαταστάθηκαν το 1976.
Λόγω της κρίσης απευθύνθηκαν κλήσεις προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις γιατη διατήρηση της ενέργειας, κυρίως μια εκστρατεία από τον Σύνδεσμο Διαφημιστών, χρησιμοποιώντας το σλόγκαν «Don't be fuelish».[37] Πολλές εφημερίδες έφεραν ολοσέλιδες διαφημίσεις που μπορούσαν να κοπούν καινα επικολληθούν κοντά σε διακόπτες λαμπτήρων, γράφοντας «Ο τελευταίος κλείνει τα φώτα: Don't be Fuelish».
Μέχρι το 1980 δεν υπήρχαν πλέον πλήρους μεγέθους πολυτελή αυτοκίνητα με μεταξόνιο 130 ιντσών (3,3 μέτρων) και συνολικού βάρους κατά μέσο όρο 4.500 λιβρών (2.041 κιλών). Οι αυτοκινητοβιομηχανίες άρχισαν τη σταδιακή κατάργηση της παραδοσιακής διάταξης του κινητήρα εμπρός με οπίσθια μετάδοση της κίνησης, υπέρ των ελαφρότερων εμπροσθοκίνητων σχεδίων.
Ανκαιδεν ρυθμίζονταν από τη νέα νομοθεσία, οι ομάδες αγωνιστικών αυτοκινήτων ξεκίνησαν οικειοθελώς τον περιορισμό κατανάλωσης καυσίμων. Το 1974 ματαιώθηκε ο αγώνας 24 ωρών της Daytona καιη NASCAR μείωσε όλες τις αγωνιστικές αποστάσεις κατά 10% - ματαιώθηκε δεκαιο 12ωρος αγώνας του Sebring. Το 1976 το Κογκρέσο τωνΗΠΑ δημιούργησε το Πρόγραμμα Επιχορήγησης Θερμομόνωσης γιανα βοηθήσει τους ιδιοκτήτες και ενοικιαστές σπιτιών με χαμηλό εισόδημα να αντεπεξέλθουν στο αυξανόμενο κόστος θέρμανσης, μειώνοντας την ανάγκη σε καύσιμα μέσω προηγμένης μόνωσης.
Διάφορες δευτερογενείς επιπτώσεις εμφανίσθηκαν, με αξιοσημείωτες ίσως τους πανικούς του χαρτιού υγείας στην Ιαπωνία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επρόκειτο για αβάσιμες εκδηλώσεις πανικού που εξελίχθηκαν σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες και είναι κλασικά παραδείγματα του θεωρήματος του Thomas. Οι αυξήσεις των τιμών καιοι αβάσιμες φήμες για έλλειψη του χαρτιού υγείας - με βάση τη χρήση του πετρελαίου στην κατασκευή χαρτιού - προκάλεσε πανικό και υπεραποθήκευση του χαρτιού υγείας στα τέλη Οκτωβρίου και στις αρχές Νοεμβρίου στην Οσάκα καιτο Κόμπε, μεταξύ άλλων πόλεων.[38][39] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Johnny Carson προκάλεσε ακούσια πανικό τριών εβδομάδων όταν, στις 19 Δεκεμβρίου 1973, διάβασε μια είδηση που ανέφερε ότι η κυβέρνηση τωνΗΠΑ έμεινε πίσω στις προσφορές γιατο χαρτί υγείας και παρατήρησε σαρκαστικά ότι η χώρα αντιμετώπιζε έλλειψη χαρτιού υγείας στην τηλεοπτική εκπομπή The Tonight Show.
Η ενεργειακή κρίση [40] οδήγησε σε αυξημένο ενδιαφέρον για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ώθησε την έρευνα στον τομέα της ηλιακής και της αιολικής ενέργειας. Επίσης οδήγησε σε μεγαλύτερη πίεση για εκμετάλλευση των πηγών πετρελαίου της Βόρειας Αμερικής καισε αύξηση της εξάρτησης της Δύσης από τον άνθρακα καιτην πυρηνική ενέργεια. Επίσης παρουσιάστηκε αυξημένο ενδιαφέρον γιατα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Στην Αυστραλία, το πετρέλαιο θέρμανσης έπαψε να θεωρείται ως κατάλληλο καύσιμο θέρμανσης το χειμώνα. [εκκρεμεί παραπομπή] Αυτό συχνά σημαίνει ότι πολλοί από τους καυστήρες πετρελαίου που ήταν δημοφιλείς από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 θεωρούνταν πια ξεπερασμένοι. Εισήχθησαν κιτ μετατροπής που επέτρεπαν τους καυστήρες να καίνε φυσικό αέριο ή προπάνιο. [εκκρεμεί παραπομπή]Η κυβέρνηση της Βραζιλίας εφήρμοσε ένα πολύ μεγάλο σχέδιο που ονομαζόταν «Proálcool» («προ–αλκοόλη»), το οποίο προέβλεπε την ανάμιξη αιθανόλης με βενζίνη για χρήση ως καύσιμο αυτοκινήτων. [εκκρεμεί παραπομπή]
Κατά ιστορικά ειρωνικό τρόπο, το Ισραήλ ήταν μία από τις λίγες χώρες πουδεν επλήγησαν από το εμπάργκο, δεδομένου ότι ήταν σε θέση να ικανοποιήσει τις δικές της ενεργειακές ανάγκες από την εξόρυξη πετρελαίου από το Σινά. Αλλά γιανα συμπληρώσει την υπερβολική φορολογία επί του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας του Ισραήλ, ο Harry Zvi Tabor, πατέρας της ηλιακής βιομηχανίας του Ισραήλ, ανέπτυξε το πρωτότυπο ενός ηλιακού θερμοσίφωνα που πλέον χρησιμοποιείται σε πάνω από το 90% των Ισραηλινών κατοικιών.[41]
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 10/04/2014.
Για τις ελάχιστες βιομηχανοποιημένες χώρες που ήταν καθαροί εξαγωγείς ενέργειας, οι επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης ήταν πολύ διαφορετικές. Στον Καναδά, το βιομηχανοποιημένο ανατολικό τμήμα της χώρας υπέστη πολλά από τα προβλήματα που έπληξαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πλούσια σε πετρέλαιο Αλμπέρτα, ωστόσο, υπήρξε μια ξαφνική και μαζική εισροή χρημάτων πουτην έκανε γρήγορα την πλουσιότερη επαρχία της χώρας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπάθησε να αποκαταστήσει την προηγούμενη κατάσταση μετη δημιουργία κρατικής εταιρείας Petro-Canada και, αργότερα, το Εθνικό Πρόγραμμα Ενέργειας. Οι προσπάθειες αυτές προκάλεσαν μεγάλη οργή στα δυτικά και επέφεραν ένα αίσθημα αποξένωσης που έχει παραμείνει κεντρικό στοιχείο της πολιτικής του Καναδά μέχρι σήμερα. Συνολικά, το εμπάργκο πετρελαίου είχε έντονα αρνητική επίδραση στην καναδική οικονομία. Η οικονομική δυσπραγία στις Ηνωμένες Πολιτείες πέρασε αβίαστα τα σύνορα και είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, ενώ στασιμοπληθωρισμός χτύπησε τον Καναδά τόσο έντονα όσο τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τα καναδικά αποθέματα καυσίμων.
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην οικονομία της Ιαπωνίας ο οποίος μετατόπισε το βάρος, από τις βιομηχανίες έντασης πετρελαίου προς τεράστιες ιαπωνικές επενδύσεις σε κλάδους όπως η ηλεκτρονική. Οι Ιάπωνες κατασκευαστές αυτοκινήτων επωφελήθηκαν επίσης από τηνεν λόγω απαγόρευση. Μετο κόστος των καυσίμων να αυξάνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα μικρά, λιγότερο ενεργοβόρα μοντέλα οχημάτων άρχισαν να κερδίζουν μερίδιο αγοράς από τα «αδηφάγα για βενζίνη» αμερικανικά οχήματα της εποχής. Αυτό προκάλεσε μια πτώση στις αμερικανικές πωλήσεις αυτοκινήτων που διήρκεσε μέχρι τη δεκαετία του 1980.
Οι Κεντρικές Τράπεζες των δυτικών εθνών αποφάσισαν να μειώσουν δραστικά τα επιτόκια γιατην ενθάρρυνση της ανάπτυξης, έχοντας την αντίληψη ότι ο πληθωρισμός ήταν μια ανησυχία δευτερεύουσας σημασίας. Ανκαι αυτή ήταν η ορθόδοξη μακροοικονομική συνταγή εκείνη την εποχή, ο στασιμοπληθωρισμός που προέκυψε εξέπληξε τους οικονομολόγους και τους κεντρικούς τραπεζίτες καιη στάση αυτή θεωρείται τώρα από κάποιους ότι βάθυνε και επιμήκυνε τις αρνητικές συνέπειες του εμπάργκο. Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η σύγχρονη οικονομία, που αντιπροσωπεύεται από την περίοδο μετά το 1985, είναι πολύ ανθεκτική στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας σε σχέση μετην προηγούμενη εποχή.[42]
Τοσοκτων τιμών δημιούργησε μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στις οικονομίες που εισήγαγαν πετρέλαιο. Δημιουργήθηκε ένας αυθόρμητος μηχανισμός ανακύκλωσης πετροδολαρίων, μέσω του οποίου τα πλεονάζοντα κεφάλαια που συσσωρεύονταν από τις χώρες τουΟΠΕΚ διοχετεύονταν μέσω των κεφαλαιαγορών προς τη Δύση γιατη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών. Η λειτουργία του μηχανισμού αυτού επέφερε τη διάλυση των ελέγχων του κεφαλαίου στις δυτικές οικονομίες – εισαγωγείς πετρελαίου και θεωρείται από τους μελετητές ως η αρχή της εκθετικής ανάπτυξης των κεφαλαιαγορών στη Δύση από τη δεκαετία του 1970.[43]
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του εμπάργκο εξακολουθούν να είναι αισθητές. Πολλοί άνθρωποι παραμένουν καχύποπτοι απέναντι στις πετρελαϊκές εταιρείες, πιστεύοντας ότι πλούτισαν, ή ακόμα και ότι συνωμότησαν μετονΟΠΕΚ. Το 1974 επτά από τις δεκαπέντε κορυφαίες εταιρείες του Fortune 500 ήταν πετρελαϊκές.
Οι πολιτικές του Ψυχρού Πολέμου της διακυβέρνησης Νίξον υπέστησαν επίσης ένα σημαντικό πλήγμα, στον απόηχο του εμπάργκο πετρελαίου. Είχαν επικεντρωθεί στην Κίνα καιτη Σοβιετική Ένωση αλλά αυτό που ήρθε στο προσκήνιο ήταν η προερχόμενη από τον Τρίτο Κόσμο λανθάνουσα πρόκληση γιατην ηγεμονία τωνΗΠΑ. Η ισχύς τωνΗΠΑ τελούσε υπό επίθεση, ακόμη καιστη Λατινική Αμερική.
Το εμπάργκο πετρελαίου ανακοινώθηκε περίπου ένα μήνα μετά από το στρατιωτικό πραξικόπημα του στρατηγού Αουγκούστο Πινοτσέτ στη Χιλή, το οποίο ανέτρεψε το σοσιαλιστή πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε, στις 11 Σεπτεμβρίου 1973. Η μετέπειτα βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών στη δικτατορία του Πινοτσέτ δεν περιόρισε τις δραστηριότητες των σοσιαλιστικών ανταρτών στην περιοχή. Η αντίδραση της κυβέρνησης Νίξον ήταν να προτείνει διπλασιασμό του ποσού των στρατιωτικών όπλων που πωλούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά συνέπεια, ένα μπλοκ της Λατινικής Αμερικής οργανώθηκε και χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από τη Βενεζουέλα καιμε έσοδα από το πετρέλαιο, τα οποία τετραπλασιάστηκαν μεταξύ του 1970 και του 1975.
Επιπλέον, η Δυτική Ευρώπη καιη Ιαπωνία άρχισαν να αλλάζουν από φιλοισραηλινές σεπιο φιλοαραβικές πολιτικές.[44][45][46]Η αλλαγή αυτή δυσχέραινε περαιτέρω το δυτικό σύστημα συμμαχιών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, των οποίων το χρησιμοποιούμενο πετρέλαιο προερχόταν μόνο κατά 12% από τη Μέση Ανατολή (σε σύγκριση με 80% για τους Ευρωπαίους και πάνω από 90% γιατην Ιαπωνία), παρέμειναν πιστά προσηλωμένες στην υποστήριξη του Ισραήλ. Το ποσοστό του αμερικανικού πετρελαίου που προερχόταν από τις παράκτιες του Περσικού Κόλπου χώρες παρέμεινε σταθερό κατά τη διάρκεια των ετών, ανεβαίνοντας ελαφρώς πάνω από το 10% το 2008.[47]
Παρά το γεγονός ότι δεν είχε καμία ιστορική σχέση μετη Μέση Ανατολή, η Ιαπωνία ήταν ηπιο εξαρτημένη από αυτήν όσον αφορά τις εισαγωγές πετρελαίου, οι οποίες αποτελούνταν το 1970 κατά το 71% από μεσανατολικό πετρέλαιο. Ωστόσο, στις 7 Νοεμβρίου 1973, οι κυβερνήσεις της Σαουδικής Αραβίας καιτου Κουβέιτ ανακήρυξαν την Ιαπωνία «μη φιλική» χώρα ωθώντας την προς την αλλαγή της πολιτικής μη ανάμειξης που ακολουθούσε στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, επιβάλλοντας το Δεκέμβριο μια μείωση της παραγωγής κατά 5% ως προς την Ιαπωνία.[48] Αυτό πανικόβαλε, ως ένα βαθμό, την ιαπωνική κυβέρνηση οδηγώντας την, στις 22 Νοεμβρίου, να εκδώσει μια δήλωση «υποστηρίζοντας ότι το Ισραήλ πρέπει να αποσυρθεί από όλα τα εδάφη του 1967, υποστηρίζοντας την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων και απειλώντας να επανεξετάσει την πολιτική της έναντι του Ισραήλ εάν το Ισραήλ αρνηθεί να αποδεχθεί αυτές τις προϋποθέσεις».[48] Έως τις 25 Δεκεμβρίου η Ιαπωνία εθεωρείτο ένα φιλικό κράτος.
Μετο εμπάργκο πετρελαίου εν ισχύ, κάποιες βιομηχανικές χώρες κατά κάποιο τρόπο άλλαξαν την εξωτερική πολιτική τους αναφορικά μετην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση. Σε αυτές περιλαμβάνονταν ευρωπαϊκές χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, που αποφάσισε να αρνηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες τη χρήση βρετανικών βάσεων στο έδαφός τουκαιστην Κύπρο γιατην αερογέφυρα ανατροφοδότησης του Ισραήλ, μαζί μετα υπόλοιπα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.[49] Περιελάμβανε επίσης την ιαπωνική επαναδιατύπωση στις 22 Νοεμβρίου προς «επανεξέταση» των σχέσεών της μετο Ισραήλ, εάν το Ισραήλ δεν αναγνώριζε τις δραστηριότητές τους γιανα επιστρέψουν στηνπροτου 1967 εδαφική κατάστασή τους, ανκαι αυτό δεν είχε κάποια συνέχεια στην πράξη. Ο Καναδάς εστράφη προς μιαπιο φιλοαραβική θέση μετά τη δυσαρέσκεια εκφράστηκε από πολλές αραβικές κυβερνήσεις ως προς την, επί το πλείστον ουδέτερη, θέση τουγιατο ζήτημα της Μέσης Ανατολής. «Από την άλλη πλευρά, μετά το εμπάργκο η καναδική κυβέρνηση πράγματι κινήθηκε γρήγορα σεπιο φιλοαραβικές θέσεις, παρά τη χαμηλή εξάρτησή του από το πετρέλαιο της Μέσης Ανατολής».[48]
Ένα χρόνο μετά την έναρξη του εμπάργκο πετρελαίου του 1973, τομπλοκτων Αδεσμεύτων στα Ηνωμένα Έθνη ενέκρινε ένα ψήφισμα ζητώντας την δημιουργία μιας «Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης», στην οποία θα έπρεπε να κατανέμονται πιο δίκαια οι πόροι, το εμπόριο καιοι αγορές, με τους τοπικούς πληθυσμούς των χωρών στο Νότο να λαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο των ωφελειών που προκύπτουν από την εκμετάλλευση των νότιων πόρων και μεγαλύτερο σεβασμό από το Βορρά γιατο δικαίωμα αυτοδιευθυνόμενης ανάπτυξης του Νότου.
Από το 1973, οΟΠΕΚ απέτυχε να διατηρήσει την εξέχουσα θέση τουκαι από το 1981 η παραγωγή του ξεπεράστηκε από εκείνη των άλλων χωρών. Επιπροσθέτως, τα κράτη-μέλη της διχάστηκαν. Η Σαουδική Αραβία, προσπαθώντας να επανακτήσει το μερίδιό της στην αγορά, αύξησε την παραγωγή και προκάλεσε καθοδική πίεση στις τιμές, καθιστώντας λιγότερο κερδοφόρες, ή ακόμα και ασύμφορες, τις εγκαταστάσεις παραγωγής πετρελαίου υψηλού κόστους. Η διεθνής τιμή του πετρελαίου, η οποία έφτασε στο ανώτατο σημείο της (περισσότερα από 80 δολάρια το βαρέλι) το 1979, κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 1979, διατηρήθηκε μειωμένη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 σε 38 δολάρια το βαρέλι (239 US $/m3). Σε πραγματικές τιμές, το πετρέλαιο υποχώρησε για βραχύ χρονικό διάστημα σταπροτου 1973 επίπεδα.
Μέρος της μείωσης των τιμών και, ταυτοχρόνως, της οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος τουΟΠΕΚ προήλθε από τη μετατόπιση σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας. ΟΟΠΕΚ είχε επικαλεστεί την περιορισμένη ανελαστικότητα της ζήτησης πετρελαίου[51]γιατη διατήρηση υψηλής κατανάλωσης, αλλά είχε υποτιμήσει το βαθμό στον οποίο άλλες πηγές εφοδιασμού ενέργειες θα καθίσταντο κερδοφόρες, καθώς η τιμή του πετρελαίου αυξανόταν. Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την πυρηνική ενέργεια καιτο φυσικό αέριο, η οικιακή θέρμανση από το φυσικό αέριο καιτο μείγμα βενζίνης-αιθανόλης, όλα μείωσαν τη ζήτηση για πετρέλαιο.
Την ίδια στιγμή, η πτώση των τιμών αποτέλεσε σοβαρό πρόβλημα για τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες της Βόρειας Ευρώπης και της περιοχής του Περσικού Κόλπου. Γιαμια χούφτα πυκνοκατοικημένες, φτωχές χώρες, οι οικονομίες των οποίων ήταν εξαρτημένες από το πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων του Μεξικού, της Νιγηρίας, της Αλγερίας, της Λιβύης, οι κυβερνήσεις καιοι επικεφαλής των επιχειρήσεων απέτυχαν να προετοιμαστούν γιατην αντιστροφή της αγοράς καιη πτώση των τιμών τούς οδήγησε να περιπέσουν σε επίπονες και, μερικές φορές, απελπισμένες καταστάσεις.
Όταν η μειωμένη ζήτηση καιη υπερπαραγωγή παρήγαγαν πλεόνασμα στην παγκόσμια αγορά στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν κατακόρυφα καιτο καρτέλ έχασε την ενότητά του. Οι εξαγωγείς πετρελαίου, όπως το Μεξικό, η Νιγηρία καιη Βενεζουέλα, των οποίων οι οικονομίες είχαν διογκωθεί τη δεκαετία του 1970, πλησίασαν την πτώχευση. Ακόμα καιη οικονομική δύναμη της Σαουδικής Αραβίας μειώθηκε αισθητά. Οι διαιρέσεις στο εσωτερικό τουΟΠΕΚ έκαναν την μετέπειτα συντονισμένη δράση τουπιο δύσκολη.
Πριν από το εμπάργκο, ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης καιτων Ηνωμένων Πολιτειών, σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου που εμπόδιζαν την αναγκαιότητα καιτη σκοπιμότητα γιατη Δύση να αναζητήσει εναλλακτικές πηγές ενέργειας, παρείχαν στα αραβικά κράτη οικονομική ασφάλεια, μέτρια οικονομική ανάπτυξη και δυσανάλογη διεθνή διαπραγματευτική δύναμη.[52] Μετά από το εμπάργκο, οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου υποκίνησαν νέους δρόμους για εξερεύνηση της ενέργειας καιτην επέκταση συμπεριλαμβανομένης της Αλάσκας, της Βόρειας Θάλασσας, της Κασπίας Θάλασσας καιτου Καυκάσου.[53]
Πριν από την άνοδο του Ανουάρ Σαντάτ στην προεδρία της Αιγύπτου το 1970, η Μέση Ανατολή ήταν ένας σημαντικός χώρος στον παγκόσμιο ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, κάτι που φαινόταν πιο καθαρά στις πωλήσεις όπλων καιστη συνεργασία μεταξύ των Αμερικανών και Σοβιετικών κυβερνήσεων μετο Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, την Τουρκία καιτο Ιράν ως συμμάχων τωνΗΠΑκαιτην Αίγυπτο, τη Συρία, το Ιράκ ως συμμάχων της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά το γεγονός ότι κανένα από αυτά τα κράτη δεν είχε συνάψει επίσημες συμμαχίες συγκρίσιμες μετο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ), δεν είχαν ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από το γεωπολιτικό ανταγωνισμό στην περιοχή και ταλαντεύονταν συχνά στην συμπόρευσή τους, ανάλογα μετα κέρδη πουη εκάστοτε συμπόρευση υποσχόταν. Αυτό το ανταγωνιστικό περιβάλλον, προς όφελος των περιφερειακών κρατών που εμπλέκονταν, μετριάστηκε αισθητά μετά το 1970. Η αποπομπή από τον Σαντάτ των σοβιετικών ειδικών στην Αίγυπτο καιοι μεγάλες αυξήσεις των τιμών των υδρογονανθράκων δυσχέραιναν τις σχέσεις με όλη τη Μέση Ανατολή και δημιούργησαν νέες ευκαιρίες γιατην εξαγωγή σοβιετικού πετρελαίου. Η εξερεύνηση της Κασπίας Θάλασσας και της Σιβηρίας έγινε πιο συμφέρουσα. Η έως τότε συνεργασία εξελίχθηκε σεμια πολύ πιο ανταγωνιστική σχέση, καθώς η Σοβιετική Ένωση αύξησε την παραγωγή πετρελαίου και τις εξαγωγές (το 1980 η Σοβιετική Ένωση ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο) γιανα επωφεληθεί από τα προβλήματα εφοδιασμού στην Δύση που δημιουργήθηκαν από τη μείωση της παραγωγής τουΟΠΕΚ.[54][55] Αυτή ο αυξανόμενος οικονομικός ανταγωνισμός μετατράπηκε σε πραγματικό φόβο στρατιωτικής επιθετικότητας μετά την σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, αφήνοντας τα κράτη του Περσικού κόλπου να προσανατολίζονται προς τις Ηνωμένες Πολιτείες για εγγυήσεις ασφάλειας ενάντια στη Σοβιετική στρατιωτική δράση στην περιοχή του Περσικού κόλπου, εγγυήσεις πουπουπριν από μία δεκαετία είχαν αποκλειστικά οι Ισραηλινοί.
Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, ήταν μόνο ένα μέρος της αυξανόμενης αποσταθεροποίησης της ασφάλειας στη Μέση Ανατολή, κάτι που ήταν περισσότερο εμφανές στην αύξηση της πώλησης αμερικανικών όπλων, τεχνολογίας και ευθείας στρατιωτικής παρουσίας. Η Σαουδική Αραβία καιτο Ιράν άρχισαν όλο και περισσότερο να εξαρτώνται από διμερείς αμερικανικές εγγυήσεις ασφάλειας γιατην καταπολέμηση τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών απειλών, όπως η αύξηση των στρατιωτικών ανταγωνισμών μεταξύ των κρατών αυτών λόγω των αυξημένων εσόδων από το πετρέλαιο. Καιτα δύο κράτη ανταγωνίζονταν γιατην υπεροχή στον Περσικό Κόλπο και χρησιμοποιούσαν την αύξηση των εσόδων σε δυσανάλογα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Μέχρι το 1979, οι σαουδαραβικές αγορές όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μεγαλύτερες από πέντε φορές το ποσό πουτο Ισραήλ αγόραζε ετησίως.[56] Μετά την αποτυχία του σάχη να διατηρήσει τον έλεγχο του Ιράν τον Ιανουάριο 1979, οι Σαουδάραβες αναγκάστηκαν να ασχοληθούν μετο ενδεχόμενο της εσωτερικής αποσταθεροποίησης μέσω του ισλαμικού φονταμενταλισμού, μια πραγματικότητα που γρήγορα θα γίνει εμφανής στην κατάληψη του Μεγάλου Τζαμιού στη Μέκκα από εξτρεμιστές Ουαχάμπι το Νοέμβριο καιστην σιιτική εξέγερση στηναλ-Χασά το Δεκέμβριο.[57][58]Το Νοέμβριο του 2010 η ιστοσελίδα αποκαλύψεων Wikileaks αποκάλυψε εμπιστευτικά διπλωματικά τηλεγραφήματα που σχετίζονται με τις ΗΠΑκαι τους συμμάχους της, που έδειχναν ότι ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Αμπντάλα κάλεσε τις ΗΠΑνα επιτεθούν στο Ιράν γιανα καταστρέψουν τοεν δυνάμει αναπτυσσόμενο πρόγραμμα πυρηνικών όπλων του, περιγράφοντας το Ιράν ως «φίδι του οποίου το κεφάλι θα πρέπει να κοπεί χωρίς καμία αναβλητικότητα».[59]
Η αυτοκινητοβιομηχανία ήταν ένας από τους δυτικοευρωπαϊκούς κλάδους της οικονομίας που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση του πετρελαίου το 1973. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης εφήρμοζαν βαριά φορολογία στα καύσιμα κίνησης, επειδή ήταν εισαγόμενα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα αυτοκίνητα που κατασκευάζονταν στην Ευρώπη να είναι μικρά και οικονομικά. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο αυξανόμενος πλούτος οδηγούσε σε αύξηση των μεγεθών των αυτοκινήτων, παρά τη φορολογία στα καύσιμα.
Αλλά η κρίση του πετρελαίου σταδιακά είδε πολλούς δυτικοευρωπαΐους αγοραστές αυτοκινήτων να κινούνται μακριά από μεγαλύτερα, λιγότερο οικονομικά μοντέλα. Τοπιο αξιοσημείωτο αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης στην αγορά αυτοκινήτου ήταν η άνοδος στη δημοτικότητα των compact hatchback. Οι μόνες αξιοσημείωτες μικρές εκδόσεις hatchback που κατασκευάζονταν στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της κρίσης του πετρελαίου ήταν τοPeugeot 104, τοRenault 5καιτοFiat 127. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, η αγορά είχε επεκταθεί μετην εισαγωγή τουFord Fiesta, τουOpel Kadett (επωλείτο ως Vauxhall Astra στηΜεγάλη Βρετανία), του Chrysler Sunbeam, καιτουCitroën Visa.
Οι αγοραστές που επιθυμούσαν μεγαλύτερα αυτοκίνητα στρέφονταν προς τα μεσαίου μεγέθους hatchback, που, όντας σχεδόν άγνωστα στην Ευρώπη το 1973, μέχρι το τέλος της δεκαετίας σταδιακά αντικατέστησαν τα σεντάν στο ρόλο του στυλοβάτη τουεν λόγω κλάδου. Μεταξύ 1973 και 1980, τα ακόλουθα μεσαίου μεγέθους hatchback προωθήθηκαν στην Ευρώπη: το Chrysler/Simca Horizon, το Fiat Ritmo (Strada στο Ηνωμένο Βασίλειο), το Ford Escort MK3, το Renault 14, το Volvo 340/360, τοOpel KadettκαιτοVolkswagen Golf. Αυτά τα αυτοκίνητα προσέφεραν νέα πρότυπα οικονομίας καυσίμου, κάτι γιατο οποίο υπήρχε μεγάλη ανάγκη λόγω της κρίσης του πετρελαίου.
Τα νέα αυτοκίνητα που παρουσιάστηκαν στον απόηχο της κρίσης του πετρελαίου ήταν σημαντικά πιο οικονομικά από ό,τιτα παραδοσιακά σεντάν των οποίων έπαιρναν τη θέση. Προσέλκυσαν ακόμα και σημαντικό αριθμό αγοραστών, οι οποίοι θα είχαν επιλέξει αυτοκίνητα της επόμενης κατηγορίας. Η επιτυχία τους συνεχίστηκε στη δεκαετία του 1980 και προς το τέλος της δεκαετίας, 15 χρόνια μετά την πετρελαϊκή κρίση, τα hatchback σχεδόν μονοπώλησαν τις περισσότερες ευρωπαϊκές μικρές και μεσαίες αγορές αυτοκινήτων, έχοντας αποκτήσει ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς των οικογενειακών αυτοκινήτων.
Όπως καιστηνΔυτική Ευρώπη, οι αυτοκινητοβιομηχανίες τωνΗΠΑ επηρεάστηκαν σημαντικά από το εμπάργκο του πετρελαίου καιτην ενεργειακή κρίση του 1973. Πριν από την ενεργειακή κρίση τα μεγάλα, βαριά και ισχυρά αυτοκίνητα ήταν το πρότυπο της αμερικανικής αγοράς. Το 1971 η τυπική έκδοση του κινητήρα σε ένα Chevrolet Caprice ήταν 400 κυβικών ιντσών (6,5 λίτρων) V8. Το μεταξόνιο του αυτοκινήτου ήταν 121,5 ίντσες (3.090 χιλιοστά). Η δημοσιευμένη στο περιοδικό Motor Trend το 1972 δοκιμή του παραπλήσιου Chevrolet Impala κατέγραφε όχι περισσότερο από 15 μίλια ανά γαλόνι στην εθνική οδό.
Μετά την ενεργειακή κρίση, ωστόσο, το συνεχώς αυξανόμενο κόστος της βενζίνης μείωσε τη ζήτηση για μεγάλα αυτοκίνητα.[36]ΤοToyota Corona, τοToyota Corolla, το Datsun B210, το Datsun 510, τοHonda Civic, το Mitsubishi Galant (μια αποκλειστική εισαγωγή από την Chrysler που πωλείται ως Dodge Colt), το Subaru DL και αργότερα τοHonda Accord, όλα είχαν τετρακύλινδρους κινητήρες που ήταν πιο αποδοτικοί σε σύγκριση με τους τυπικούς V8 και εξακύλινδρους κινητήρες που έβρισκε κανείς σε βορειοαμερικανικά οχήματα. Από την Ευρώπη, τοVolkswagen Beetle, το Volkswagen Fastback, το Renault 8, το Renault LeCar καιτο Fiat Brava επίσης διατέθηκαν επίσης στην αγορά. Καθώς οι αγοραστές άρχισαν να ανταλλάσσουν μεγάλα αυτοκίνητα για εισαγόμενα μικρότερα, η βιομηχανία του Ντιτρόιτ απάντησε μετο Ford Pinto, το Ford Maverick, το Chevrolet Vega, το Chevrolet Nova, την Plymouth Valliant καιτην Plymouth Volare.
Μερικοί αγοραστές απέφευγαν το μικρό μέγεθος των πρώτων compact αυτοκινήτων που εισήχθησαν από τηνΙαπωνία, οπότε τόσο ηToyota όσο καιηNissan (γνωστή ως Datsun κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970), εισήγαγαν μεγαλύτερα αυτοκίνητα: το Toyota Corona Mark II, το οποίο αντικαταστάθηκε από το Toyota Cressida, το Mazda 616 και το Datsun 810, τα οποία προσέφεραν στους αγοραστές αυξημένο χώρο επιβατών και κάποιες παροχές πολυτέλειας, όπως κλιματισμό, υδραυλικό τιμόνι, ραδιόφωνο AM-FM και ακόμη και ηλεκτρικά παράθυρα και κεντρικό κλείδωμα, χωρίς να αυξάνεται η τιμή του οχήματος. Αυτά τα μεγαλύτερα compact ήταν ακριβώς στο όριο των ιαπωνικών κανονισμών όσον αφορά το μέγεθος καιτην μετατόπιση του κινητήρα, έτσι ώστε να εξακολουθούν να είναι προσιτά στην ιαπωνική εγχώρια αγορά, αλλά καινα προσφέρουν στο καταναλωτικό κοινό των χωρών εισαγωγής μεγαλύτερα αυτοκίνητα, που θυσίαζαν την οικονομία καυσίμου γιατην άνεση των επιβατών, έχοντας και υψηλότερη τιμή. Η Toyota προσέφερε επίσης τοToyota Crownτην περίοδο 1965-1974, με πολύ περιορισμένα ύψη πωλήσεων.
Στις ΗΠΑ επίσης πρωτοπαρουσιάστηκαν τα compact φορτηγά, μετοToyota Hiluxκαιτο Datsun Truck, ακολουθούμενα από το Mazda Truck (που επωλείτο επίσης ως Ford Courier) καιτην Isuzu, της οποίας το compact φορτηγό επωλείτο ως LUV Chevrolet.
Η αύξηση των εισαγόμενων αυτοκινήτων στηΒόρεια Αμερική ανάγκασε τους Big Three (General Motors, FordκαιChrysler) να παρουσιάσει μικρότερα και αποδοτικότερα μοντέλα για τις εγχώριες πωλήσεις.[36]Το Dodge Omni/Plymouth Horizon από την Chrysler, τοFord Fiesta, καιτο Chevrolet Chevette, όλα είχαν τετρακύλινδρους κινητήρες και χώρο για τουλάχιστον τέσσερις επιβάτες από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μέχρι το1985, το μέσο αμερικανικό όχημα απέδιδε 17,4 μίλια ανά γαλόνι, έναντι 13,5 μιλίων ανά γαλόνι το1970.[36]Οι βελτιώσεις παρέμειναν, παρ’ όλο πουη τιμή του βαρελιού πετρελαίου παρέμεινε σταθερή στα 12 δολάρια την περίοδο 1974-1979.[36]
Ενώ την ίδια στιγμή οι νέες αυτές οι εισαγωγές ήταν σημαντικά πωλησιακά προγεφυρώματα στην αμερικανική αγορά, οι πωλήσεις των μεγάλων σεντάν για τις περισσότερες μάρκες (με εξαίρεση τα προϊόντα της Chrysler) ανακτήθηκαν εντός δύο χρονικών κύκλων των μοντέλων, μετά την κρίση του 1973. Οι πωλήσεις των μοντέλων, όπως η Cadillac DeVille, Buick Electra, Oldsmobile 98, Lincoln Continental, Mercury Marquis και διαφόρων άλλων προσανατολισμένων σεντάν προσανατολισμένων στην πολυτέλεια έγιναν δημοφιλής ξανά στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τα μόνα μοντέλα πλήρους μεγέθους που συνάντησαν μόνιμες μειώσεις στις πωλήσεις ήταν τα μοντέλα χαμηλότερων τιμών, όπως τοChevrolet Impalaκαιτο Ford Galaxie 500.
Αυτό οδήγησε σεμια κάπως παράξενη τοποθέτηση των μικρών οικονομικών εισαγόμενων αυτοκινήτων, τα οποία κατέλαβαν μια μείζονα θέση στην αγορά, ενώ ταυτόχρονα τα βαριά, ακριβά καισε μεγάλο βαθμό δύσχρηστα οχήματα (με 7 μίλια στο γαλόνι – ηΛίνκολν πώλησε 80.321 Mark Vs το 1977) να πωλούνται παράλληλα με τις νέες εισαγωγές σε εξίσου εντυπωσιακά νούμερα. Το 1976 η Toyota πούλησε 346.920 αυτοκίνητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, με μέσο βάρος 2.100 λίβρες, ενώ η Cadillac πούλησε 309.139 αυτοκίνητα με μέσο βάρος 5.000 λίβρες.
↑Masouros, Pavlos E., "Corporate Law and Economic Stagnation: How Shareholder Value and Short-termism Contribute to the Decline of the Western Economies", Eleven International Publishing (2013), pp. 55–57
↑Hammes, David. and Douglas Wills. "Black Gold: The End of Bretton Woods and the Oil-Price Shocks of the 1970s," The Independent Review, v. IX, n. 4, Spring 2005. pp. 501–511.
↑Editorial Note: this conflicts somewhat with the 70% price increase to $5.11, noted by a cited reference, in the paragraph above.
↑Licklider, Roy (1988). «The Power of Oil: The Arab Oil Weapon and the Netherlands, the United Kingdom, Canada, Japan, and the United States». International Studies Quarterly (International Studies Quarterly, Vol. 32, No. 2) 32 (2): 205–226 [p. 206]. doi:10.2307/2600627
↑Barsky, Robert B.; Kilian, Lutz (2004). «Oil and the Macroeconomy since the 1970s». The Journal of Economic Perspectives18 (4): 115–134 [p. 115]. doi:10.1257/0895330042632708
↑Ikenberry, G. John (1986). «The Irony of State Strength: Comparative Responses to the Oil Shocks in the 1970s». International Organization40 (1): 105–137 [p. 107]. doi:10.1017/S0020818300004495
↑Masouros, Pavlos E., "Corporate Law and Economic Stagnation: How Shareholder Value and Short-termism Contribute to the Decline of the Western Economies", Eleven International Publishing (2013), pp. 60–62
↑America, Russia, and the Cold War, 1945–1975, p. 280, Walter LaFeber, Wiley, 1975
↑ 48,048,148,2The Power of Oil: The Arab Oil Weapon and the Netherlands, the United Kingdom, Canada, Japan, and the United States Roy Licklider International Studies Quarterly, Vol. 32, No. 2 (Jun. 1988), pp. 214.
↑The Power of Oil: The Arab Oil Weapon and the Netherlands, the United Kingdom, Canada, Japan, and the United States Roy Licklider International Studies Quarterly, Vol. 32, No. 2 (Jun. 1988), pp. 216.