Circaetus gallicus (Κιρκαετός ο γαλατικός) J. F. Gmelin, 1788
Οφιδαετός είναι είδος αετούκαιτο μοναδικό είδος κιρκαετού,[2]που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Circaetus gallicusκαιδεν περιλαμβάνει υποείδη[3] αλλά, σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους, δύο χρωματικές φάσεις (colour phases) (βλ. Μορφολογία).
Ο φιδαετός ανήκει στογένοςCircaetusπου περιλαμβάνει 6 είδη, όλα αφρικανικά.[3] Εξαίρεση αποτελεί τοC. gallicus, που είναι το μοναδικό που «περνάει» καιστηνΕυρασία, όπου αναπαράγεται κατά τη διάρκεια του θέρους. Η ταξινομική του γένους Circaetus, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη και, θα χρειαστούν αρκετά ακόμη χρωμοσωμικά δεδομένα και διασταυρώσεις γιανα λυθούν τα διάφορα προβλήματα .[5]
Ο φιδαετός ανήκει στα ημερόβια αρπακτικά πτηνά τουΠαλαιού Κόσμου. Ο κύριος όγκος του πληθυσμού βρίσκεται στη δυτική και νότια Κεντρική Παλαιαρκτική, ενώ στα βόρεια φθάνει μέχρι τογεωγραφικό πλάτοςτων 60°, περίπου. Κάποιοι απομονωμένοι θύλακες αναπαραγωγής βρίσκονται στηΣαουδική Αραβία, στηνΚίνακαι νοτιοανατολικά στηνΙνδονησία. Στην τελευταία καιστην ινδική υποήπειρο, ζεικαι αναπαράγεται ολόκληρο το χρόνο.
Οι μεσογειακοί πληθυσμοί περιλαμβάνουν τη ζώνη τουΜαχρέμπστηνΑφρική, μεγάλο τμήμα της Ιβηρικής, την κεντρική και νότια Γαλλία, ταΑπέννινα, ταΒαλκάνια, καιτηΜικρά Ασία. Ακόμη ανατολικότερα το είδος εξαπλώνεται στά όρη του Καυκάσου καιτουΖάγκρος (Ιράν), τηΜέση Ανατολήκαι μικρό τμήμα της χερσονήσου τουΣινά. Προς βορράν, οι κύριοι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί βρίσκονται στηνΟυκρανία, τηΛευκορωσίακαι τις χώρες της Βαλτικής, ενώ κάποια άτομα έχουν παρατηρηθεί μέχρι τηνΑγία Πετρούπολη.
ΣτηνΕλλάδα, όπως καισε όλα τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ο φιδαετός είναι αποδημητικό πτηνό, ερχόμενος το καλοκαίρι μόνο γιανα φωλιάσει και ξαναφεύγει το φθινόπωρο.[6][7]
Ο φιδαετός, αν εξαιρεθούν οι πληθυσμοί της ινδικής χερσονήσου και κάποιων νησιών της Ινδονησίας, είναι μεταναστευτικό είδος. Οι περιοχές διαχείμασης περιλαμβάνουν μία σχετικά στενή ζώνη στοΣαχέλ της Αφρικήςκαι, από τηΣενεγάλη μέχρι τηνΑιθιοπία. Η μετανάστευση πραγματοποιείται από τα τέλη Αυγούστου-Σεπτέμβριο, μέσω τουΓιβραλτάρ, τουΒοσπόρουκαιτουΙσραήλ. Η παρακολούθηση των πληθυσμών της Β. Ιταλίας, έδειξε ότι περνάνε στηνΑφρική μέσω της Σικελίας, ενώ ένα δακτυλιωμένο πτηνό από τους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς της Γαλλίας, έφτασε στονΝίγηρασε 20 ημέρες, καλύπτοντας μιαν απόσταση 4700 χιλιομέτρων.[8]
Βασική προϋπόθεση γιατην αναπαραγωγή των πληθυσμών του φιδαετού είναι η αφθονία σε ερπετά -κυρίως φίδια-, καθώς καιη ύπαρξη μεμονωμένων δέντρων. Συχνάζει σε ξερά μέρη με αραιή ξυλώδη βλάστηση και πέτρες, όπως ημεσογειακή μακία γη, ταγκαρίγκ (garrigues) καιοι περιοχές μεφρύγανα. Γενικά, το ελληνικό τοπίο που περιλαμβάνει καιτα τρία αυτά είδη οικοτόπων, είναι ιδανικό για τους φιδαετούς. Επιπλέον, μπορεί να παρατηρηθεί σε περιοχές με αραιά πεύκα και μικτά δάση[9], ενώ τα χωράφια αποτελούν ανοικτές περιοχές κατάλληλες για κυνήγι[10]. Στα ανατολικά της επικράτειάς του, βρίσκεται σεστεπώδεις περιοχές, ενώ στα βόρεια συχνάζει σε πυκνά και παραποτάμια δάση, ειδικά όταν συνορεύουν με βάλτους. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εμφανίζεται σεημι-άνυδρες περιοχές με αγκαθωτούς θάμνους, όπως ησαβάνα.
Οι περιοχές αναπαραγωγής του φιδαετού κυμαίνονται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι το υψόμετρο των 2000 μέτρων περίπου,[11] ενώ περιστασιακά, στοΜαρόκοκαιτηνΙνδία, μπορεί να φθάσει ακόμη ψηλότερα.[5]
Η επικράτεια περιπλάνησης του είδους είναι συνήθως μεγάλη. Σεμια ισπανική μελέτη, ο μέσος όρος των 36 τετραγωνικών χιλιομέτρων βρέθηκε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του, με παρόμοια αποτελέσματα σε μελέτη που διεξήχθη στην Ιταλία.[11]Σε περίπτωση διεκδίκησης του χώρου δράσης, βρέθηκε ότι είναι απαραίτητη μία απόσταση τουλάχιστον 2 χιλιομέτρων από άτομα του ίδιου είδους, γιανα «αποφευχθούν επεισόδια», ανκαισεπιο πυκνοκατοικημένες περιοχές, όπως στη Δαδιά μετρήθηκαν χαμηλότερες αποστάσεις.[11]
Ο φιδαετός είναι ένα σχετικά μεγάλο αρπακτικό πουλί που, μοιάζει κατά την πτήση με τις γερακίνες , αλλά είναι αρκετά μεγαλύτερος από αυτές. Απαντάται σε δύο χρωματικές φάσεις (colour phases), μία κοινή σκουρόχρωμη και μία αρκετά σπανιότερη, υπόλευκη.[12].
Η ράχη έχει γενικά γκρί-καφέ χρώμα, καιτα άνω καλυπτήρια φτερά είναι πιο ανοιχτόχρωμα, αλλά αυτό διακρίνεται μόνον από κοντινή απόσταση. Ταδευτερεύοντα ερετικά είναι σκουρότερα, ενώ ταπρωτεύοντα ερετικά είναι σχεδόν μαύρα στις άκρες τους. Η κοιλιακή επιφάνεια είναι πολύ ανοιχτόχρωμη -στην παρατήρηση κατά την πτήση φαίνεται σχεδόν λευκή-, αλλά υπάρχουν αραιές καφετί κηλίδες που, το μέγεθός τους μπορεί να ποικίλλει αρκετά.[6]Η μετρίου μεγέθους ουρά διαθέτει τρεις αχνές σκουρόχρωμες ταινίες που, από μακρινή απόσταση είναι πολύ δυσδιάκριτες.
Το γκρίζο-καφετί κεφάλι, όταν το πτηνό είναι στο έδαφος, φαίνεται πολύ μεγάλο σχετικά μετο σώμα του, ενώ οι μεγάλοι οφθαλμοί μετην κίτρινη ίριδα, μοιάζουν με εκείνους της κουκουβάγιας, αυτό όμως δεν είναι άμεσα ορατό κατά την πτήση. Τα πρασινογκρίζα πόδια δεν έχουν φτερά, είναι όμως καλυμμένα με μικρές δικτυωτές φολίδες,[13] ενώ οι μαύροι γαμψώνυχες είναι σχετικά κοντοί, γιανα μπορεί να συλλαμβάνει γλυστερά ερπετά.[14]
Μήκος 75 εκατοστά βάρος 2 κιλά άνοιγμα φτερών 190εκ.
Τα δύο φύλα είναι σχεδόν όμοια (διαφέρουν ελάχιστα στο χρώμα). Οφυλετικός διμορφισμός -τόσο κοινός στα αρπακτικά πτηνά- εδώ δεν υφίσταται, εκτός από το γεγονός ότι τα θηλυκά είναι λίγο βαρύτερα από τα αρσενικά.
Το φτερούγισμα του φιδαετού είναι πολύ χαρακτηριστικό, διότι είναι πολύ ισχυρό και εξαιρετικά αργό για ένα πτηνό του μεγέθους του, και συχνά περιγράφεται ως «πέταγμα σε αργή κίνηση» (slow motion flight).[15]Οι πτέρυγες, σε εμπρόσθια όψη, είναι κρατημένες σχεδόν σε ευθεία , παράλληλη μετο έδαφος θέση.
Επίσης ο φιδαετός χρησιμοποιεί την τεχνική της αιώρησης (hanging) και της αιώρησης με λίκνισμα των φτερούγων (hovering) όταν κυνηγάει με συνθήκες δυνατού αέρα.[16]
Η διατροφή του φιδαετού είναι πολύ εξειδικευμένη. Τρέφεται κατά 84% μεφίδια, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό είναι τρωκτικά (5%), σαύρες (4%) και μικρές χελώνες (4%).[17]Η ανατομία των ποδιών του είναι προσαρμοσμένη σ’αυτό (βλ. Μορφολογία) καιοι φολίδες λειτουργούν προστατευτικά στα δαγκώματα -διότι δεν είναι απρόσβλητος στο δηλητήριο των φιδιών-, ενώ οι κοντοί γαμψώνυχες είναι εξαιρετικά βολικοί στη σύλληψη και συγκράτηση των ολισθηρών τους σωμάτων.[6][14] Προτιμάει να επιτίθεται σεμη δηλητηριώδη φίδια (Elaphe sp., Coluber sp., Natrix sp., κ.α.), αλλά έχουν καταγραφεί επιθέσεις καισε δηλητηριώδη (Vipera sp.). Στην περιοχή της Δαδιάς, τα μισά περίπου από τα φίδια που συμπεριλαμβάνονται στη διατροφή του φιδαετού, είναι Νερόφιδα (Natrix natrix) και ακολουθούνται από Σαπίτες (Malpolon insignitus).[18]
Το μέγεθος των συλλαμβανομένων φιδιών, δεν φαίνεται να ξεπερνάει το 1 μέτρο,[17]ανκαισε περιοχές της Ινδίας, έχουν παρατηρηθεί άτομα μήκους 1,8 μέτρων. Οι ημερήσιες διατροφικές ανάγκες ενός ενήλικου φιδαετού, είναι 1-2 φίδια μέσου μεγέθους ημερησίως. ενώ οι νεοσσοί χρειάζονται περίπου 200 γραμμάρια καθημερινά, που σημαίνει ότι, καθ’όλη τη διάρκεια παραμονής τους στη φωλιά, η συνολική ποσότητα ανέρχεται στα 11 κιλά, ή 270 φίδια, περίπου.[19]
Εκτός από φίδια, οι φιδαετοί επιτίθενται καισε σαύρες (4%) και μικρά θηλαστικά (1%),[6] ενώ εντελώς περιστασιακά μπορούν να συμπεριλάβουν έντομα, σαλιγκάρια, σκουλήκια και σκαθάρια στη λεία τους. ΣτηΔαδιά, στα δείγματα από τις σαύρες, βρέθηκαν κυρίως Pseudopus (Ophisaurus) apodusκαιLacerta viridis.[18]
Ο φιδαετός αποκτά αναπαραγωγική ωριμότητα στα 3-4 χρόνια και είναι μονογαμικός στις περισσότερες περιπτώσεις. Η περίοδος αναπαραγωγής αρχίζει στηνΕυρώπη περίπου στα μέσα Μαρτίου (στηνΕλλάδαστα μέσα Απριλίου), ενώ στις ασιατικές περιοχές μετο πέρας τωνμουσώνων, στις αρχές Νοεμβρίου. Η φωλιά είναι καινούργια κάθε χρόνο και, συνήθως είναι μία μικρή κατασκευή σε οριζόντια κλαδιά σε απόσταση 133 εκατοστά από τον κορμή [20] ή σπανιότερα στην κορυφή ενός δέντρου, μέσα σε δάσος.[6]Τα δέντρα, βελανιδιές ή πεύκα συνήθως, δεν είναι ιδιαίτερα ψηλά καιοι φωλιές σπάνια βρίσκονται σε ύψος μεγαλύτερο των 10 μέτρων από το έδαφος [20], αλλά δεν διακρίνονται εύκολα. Πολύ πιό σπάνια, η φωλιά μπορεί να είναι απευθείας σε βράχια.[21] Έχει μέση διάμετρο 60 εκατοστών περίπου και, ύψος μόλις 30 εκατοστά, ενώ το υλικό επίστρωσης είναι φρέσκα πράσινα φύλλα ή βραχυκλάδια κωνοφόρων [20].
Η γέννα αποτελείται από 1 μόνο αυγό καιη επώαση, που γίνεται στις πλείστες των περιπτώσεων από το θηλυκό, διαρκεί γύρω στις 47 ημέρες.Το αρσενικο προμηθεύει τροφή καιγια τους δύο και, όταν ο νεοσσός γίνει περίπου ενός μηνός, τότε το θηλυκό αρχίζει να πηγαινοέρχεται στη φωλιά. Ο νεοσσός είναι σε θέση, μετά από 3 εβδομάδες, να καταπιεί ολόκληρο φίδι 80 εκατοστών μήκους και 12 εκατοστών πάχους.[22]Το πρώτο φτέρωμα βγαίνει στις 25-30 ημέρες και ολοκληρώνεται στις 45 ημέρες περίπου. Στους δύο μήνες αφήνει τη φωλιά και πετάει στις 70-75 ημέρες, περίπου.[7][23].
Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του φιδαετού μειώθηκαν δραματικά από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, λόγω του κυνηγιού και της απώλειας των βιοτόπων του. Το αποτέλεσμα ήταν, να εξαφανιστεί το είδος από ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ολλανδία, Αυστρία, Ελβετία, κλπ. Σήμερα, φαίνεται να υπάρχει μια σχετική σταθερότητα στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου.[24]
Βασικές απειλές γιατο είδος αποτελούν ηλαθροθηρία, οι πυρκαγιές (ειδικά στις Μεσογειακές χώρες) καιη απομάκρυνση των ώριμων δέντρων πουτου στερούν σημαντικές θέσεις φωλιάσματος. Επίσης η εγκατάλειψη των εκτατικών μορφών γεωργίας και κυρίως η παρακμή των παραδοσιακών συστημάτων βόσκησης έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση των οικοτόπων στους οποίους κυνηγάει.[10][18][25]
↑Bakaloudis, D.E. (2010). «Hunting strategies and foraging performance of the short-toed eagle in the Dadia-Lefkimi-Soufli National Park, north-east Greece». Journal of Zoology, 281, 168-174.
↑ 17,017,1Bakaloudis, D.E. & C.G. Vlachos (2011). «Feeding habits and provisioning rate of breeding short-toed eagles Circaetus gallicus in northeastern Greece». Journal of Biological Research, 16, 166-176.
↑ 18,018,118,2Bakaloudis D.E. et al. (1998). «Habitat use by short-toed eagles Circaetus gallicus and their reptilian prey during the breeding season in Dadia Forest (nort-eastern Greece)». Journal of Applied Ecology, 35, 821-828.
↑ 20,020,120,2Bakaloudis, D., Vlachos, C. Holloway G. (2000). «Nest features and nest-tree characteristics of Short-toed Eagle (Circaetus gallicus) in the Dadia-Lefkimi-Soufli Forest, north-eastern Greece». Journal of Raptor Research, 34(4), 293-298..
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
Bakaloudis, D.E, C.G. Vlachos and G.J. Holloway (1998) Habitat use by short-toed eagles Circaetus gallicus and their reptilian prey during the breeding season in Dadia Forest (north-eastern Greece). Journal of Applied Ecology, 35, 821-828.
Bakaloudis, D.E., C.G. Vlachos and G.J. Holloway (2000) Nest features and nest-tree characteristics of short-toed eagle (Circaetus gallicus) in the Dadia-Lefkimi-Soufli forest, north-eastern Greece. Journal of Raptor Research, 34(4), 293-298.
Bakaloudis, D.E., C.G. Vlachos, N.K. Papageorgiou and G.J. Holloway (2001) Nest-site habitat selected by Short-toed Eagles (Circaetus gallicus) in Dadia forest (north-eastern Greece). Ibis, 143, 391-401.
Bakalouis, D.E., C.G. Vlachos and G.J. Holloway (2005) Nest spacing and breeding performance in Short-toed Eagle Circaetus gallicus in northeast Greece. Bird Study, 52, 330-338.
Bakaloudis, D.E. (2009) Implications for conservation of foraging sites selected by Short-toed Eagles (Circaetus gallicus) in Greece. Ornis Fennica, 86, 89-96.
Bakaloudis, D.E. (2010) Hunting strategies and foraging performance of the Short-toed Eagle in the Dadia-Lefkimi-Soufli National Park, north-east Greece. Journal of Zoology, 281, 168-174.
Bakaloudis, D.E. and C.G. Vlachos (2011) Feeding habits and provisioning rate of breeding Short-toed Eagle (Circaetus gallicus) in northeastern Greece. Journal of Biological Research-Thessaloniki, 16, 166-176.
Hans-Günther Bauer und Peter Berthold: Die Brutvögel Mitteleuropas. Bestand und Gefährdung. Aula-Wiesbaden 1998 S. 94, ISBN 3-89104-613-8
Bernd-U. Meyburg, Christiane Meyburg & Jean-Claude Barbraud: Migration Strategies of an Adult Short-Toed Eagle Circaetus gallicus Trecked by Satellite In: Alauda 66 (1), 1998 : 39-48
Ferguson-Lees, James; Christie, David A. (2001). Raptors of the World. Illustrated by Kim Franklin, David Mead, and Philip Burton. Houghton Mifflin. ISBN 978-0-618-12762-7.
Dick Forsman: The Raptors of Europe and The Middle East. Christopher Helm London 2003. S. 156−166; ISBN 0-7136-6515-7
Urs N. Glutz von Blotzheim (Hrsg.): Handbuch der Vögel Mitteleuropas. Bearb. u. a. von Kurt M. Bauer und Urs N. Glutz von Blotzheim. 17 *Bde in 23 Tln. Akadem. Verlagsges., Frankfurt/M. 1966ff., Aula-Verlag, Wiesbaden 1985ff. (2.Aufl.). Bd. 4 Falconiformes. Aula-Verlag, *Wiesbaden 1989 (2.Aufl.). iS. 274-295, ISBN 3-89104-460-7
Theodor Mebs und Daniel Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Biologie, Kennzeichen, Bestände. Franckh-Kosmos Verlags GmbH&Co. KG, Stuttgart 2006. S. 331-339, ISBN 3-440-09585-1