Ηαρχαιολογία είναι η «μελέτη των αρχαίων πραγμάτων». Ο ακριβής σύγχρονος ορισμός της είναι η «συστηματική μελέτη των υλικών καταλοίπων του απώτερου ή πιο πρόσφατου ανθρώπινου παρελθόντος μέσω της εφαρμογής θεωρίας και μεθόδου»[1]. Ο όρος βέβαια αναπτύχθηκε στην εξελικτική πορεία της επιστήμηςγιανα περιλαμβάνει πολύ περισσότερα πράγματα στο εννοιολογικό της πλαίσιο.
Το1948οΓουόλτερ Τέιλορ (Walter Taylor) έδωσε έναν πρώτο ορισμό, γράφοντας πως «η Αρχαιολογία δεν είναι ιστορία, ούτε ανθρωπολογία. Ως αυτόνομη επιστήμη περιλαμβάνει τη δική της μεθοδολογία και εξειδικευμένες τεχνικές, γιατη συγκέντρωση ή παραγωγή πολιτισμικής πληροφόρησης», από έρευνα στερεής ύλης και μνημείων του παρελθόντος.
Σύμφωνα μετονΜόρτιμερ Γουίλερ «ο αρχαιολόγος φέρνει στο φως όχι πράγματα αλλά ανθρώπους»[2], συνεπώς από αυτή την άποψη θεωρούμενη η αρχαιολογία είναι μελέτη ανθρώπινων λειψάνων του παρελθόντος.
Ο όρος «ανθρώπινο παρελθόν» τονίζει το γεγονός ότι η αρχαιολογία δεν μελετά ζώα που έχουν εκλείψει, απολιθώματα ή πετρώματα, καθώς αυτά αποτελούν προϊόν μελέτης της παλαιοντολογίαςκαι της γεωλογίας[1]. Συνεπώς, το χρονικό όριο μελέτης της αρχαιολογίας, σε ό,τι αφορά στο απώτατο παρελθόν, αγγίζει το χρονικό όριο των 2.000.000 ετών π.π.[3]
ΣτηνΕυρώπηκαιτονΠαλαιό Κόσμο γενικότερα η αρχαιολογία διακρινόταν και διακρίνεται ακόμη από μία τάση να εστιάζεται μόνον στα υλικά ευρήματα και φυσικά στις αναγκαίες τεχνικές ανασκαφής και περισυλλογής των ευρημάτων, όπως επίσης καιστα εγγενή της θεωρητικά και φιλοσοφικά ζητήματα πουτη βοηθούν να επιτύχει τους στόχους της. Στον Νέο Κόσμο η προσέγγιση είναι διαφορετική. Η έρευνα εστιάζεται στις αρχαίες κοινωνίες καιτον τρόπο λειτουργίας τους. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αρχαιολογία θεωρείται ένας από τους 4εις τομείς της ανθρωπολογίας. Καιγια τις δύο προσεγγίσεις βέβαια η επίτευξη του στόχου σήμερα απαιτεί ένα είδος πολυεπιστημονικής και διεπιστημονικής διερεύνησης και προσπάθειας.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στηνβόρεια Αμερικήνα υπάρχουν λίγα τμήματα αρχαιολογίας καιτο μεγαλύτερο ποσοστό των αρχαιολόγων να καλύπτει θέσεις σε ανθρωπολογικά τμήματα. Άλλοι αρχαιολόγοι του αποκαλούμενου Νέου Κόσμου ενσωματώνονται στις κλασικές σπουδές, χωρίς αυτό να τους δίνει τη δυνατότητα εμπλοκής στις ανανεούμενες συζητήσεις γιατην αρχαιολογική θεωρία. Από την άλλη στηνΕυρώπητα τμήματα της αρχαιολογίας είναι διακριτά και συνδέονται στενά με τμήματα ιστορίας. Σε ό,τι αφορά στην ανθρωπολογική προσέγγιση των θεωρητικών ζητημάτων της αρχαιολογίας σημαντικό ρόλο έπαιξε οΦραντς Μποάζ, σε σημείο ώστε οι νεότεροι αρχαιολόγοι-ανθρωπολόγοι ναμην ενσωματώνουν τους αρχαιότερους πολιτισμούς σε ένα ενιαίο εθνικό περίγραμμα, αλλά να τους διαχειρίζονται εξατομικευμένα. Αντίθετα, στην Ευρώπη, η προσάρτηση της προϊστορίαςστοεθνικόεννοιολογικό πλαίσιο ήταν δεδομένη από την αρχή της ανάπτυξης της επιστήμης.[4]
Ως αρχαιολογική θεωρία ή αρχαιολογική σκέψη εννοούνται οι διαφορετικές θεωρήσεις που αναπτύχθηκαν γιατην πρακτική της αρχαιολογίας καιτην ερμηνεία τωναρχαιολογικών μαρτυριών. Ως εφαρμογή της φιλοσοφίας της επιστήμηςστην αρχαιολογία στο αρχαιολογικό πλαίσιο αναφέρεται επίσης ως φιλοσοφία της αρχαιολογίας[5][6]. Οι διαφορετικές θεωρίες που αναπτύσσονται, σχετίζονται κυρίως μετον σκοπό της αρχαιολογίας ως επιστήμη[7]. Έως τα μέσα του20ου αιώνακαιτην ανάπτυξη της τεχνολογίας, με σημαντικότερη την επανάσταση στον τομέα της χρονολόγησης καιτην ανάπτυξη της μεθόδου χρονολόγησης με ραδιενεργό άνθρακα 14C από τον αμερικανό χημικό Γουΐλαρντ Λίμπι (Willard Libby) το1949καιτηνπαλυνολογική ανάλυση[8] υπήρχε η γενική αντίληψη πως η αρχαιολογία συνδεόταν στενά μόνον μετηνιστορίακαιτηνανθρωπολογία. Από τότε άρχισαν να εισάγονται στοιχεία άλλων επιστημών όπως ηφυσική, ηχημεία, ηβιολογία, ημεταλλουργία, ημηχανική, ηιατρική, κ.ά., παράγοντας μια αλληλεπικάλυψη καιτην ανάγκη αναδιαμόρφωσης των θεμελιωδών ιδεών της αρχαιολογίας.
Ηαρχαιολογική μαρτυρία ή αρχαιολογικά δεδομένα είναι τα υλικά κατάλοιπα της αρχαίας ανθρώπινης δραστηριότητας που καταγράφονται από τους αρχαιολόγους. Τα δεδομένα αυτά διακρίνονται σεκινητά ευρήματακαιμη κινητά ευρήματα, όπως
τέχνεργα ή τεχνουργήματα (artefacts), κινητά αντικείμενα που κατασκεύασε ο άνθρωπος, όπως εργαλεία, αγγεία, νομίσματα, κοσμήματα, μικροαντικείμενα κ.λπ.,
ανθρωπογενείς κατασκευές, μη κινητά ευρήματα όπως κτίσματα, κατοικίες, δεξαμενές, ναοί, τάφοι κ.λπ.
οικοδεδομένα ή οικουργήματα, (ecofacts), οργανικά και ανόργανα κατάλοιπα του φυσικού περιβάλλοντος που συνδέονται ωστόσο μετην ανθρώπινη συμπεριφορά στο εγγύς ή απώτερο παρελθόν, όπως οστά ζώων, σπόροι και καρποί, ιζήματα, μεταλλεύματα κ.λπ.[9]
Οι τοποθεσίες στις οποίες τα παραπάνω ευρήματα παρουσιάζουν υψηλή πυκνότητα εμφάνισης ονομάζονται αρχαιολογικές θέσεις ή αρχαιολογικοί τόποι (sites). Μια γεωγραφική έκταση σαφώς οριοθετημένη, που περιλαμβάνει μια σειρά από αρχαιολογικές θέσεις, καιη οποία αποτελούσε στο παρελθόν μια σαφώς καθορισμένη οικολογική και πολιτισμική έκταση, ονομάζεται (αρχαιολογική) γεωγραφική περιοχή. Ενώ, η ακριβής χωροχρονική θέση ενός ευρήματος, μαζί μετο άμεσο περιβάλλον του, αποτελούν το αρχαιολογικό πλαίσιο της αρχαιολογικής μαρτυρίας.
Το αρχαιολογικό πλαίσιο, πιο συγκεκριμένα, προσδιορίζεται με βάση:
α) το περίβλημα, δηλαδή το υλικό που περικλείει και συγκρατεί το εύρημα,
β) την προέλευση του ευρήματος, δηλαδή την ακριβή οριζόντια και κάθετη θέση του ευρήματος μέσα στο περίβλημα που ανακαλύφθηκε και
γ) τη συσχέτιση του ευρήματος μετα υπόλοιπα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν μέσα στο ίδιο περίβλημα.
Ανάλογα δεμετην κατάσταση του αρχαιολογικού πλαισίου τη στιγμή της ανακάλυψής του, δηλαδή ανάλογα μετοαν έχει υποστεί οποιαδήποτε μεταβολή από τη στιγμή της απόθεσής του έως την ανακάλυψή του, διαχωρίζεται σε πρωτογενές (αδιατάρακτο) και δευτερογενές (διαταραγμένο) πλαίσιο.
Η συσχέτιση των ευρημάτων μιας αρχαιολογικής θέσης βασίζονται δύο θεμελιώδεις αρχές της αρχαιολογίας: την αρχή της συσχέτισης, σύμφωνα μετην οποία ένα εύρημα είναι σύγχρονο με άλλα ευρήματα που βρίσκονται στο ίδιο περίβλημα, καιη αρχή της επαλληλίας, σύμφωνα μετην οποία τα στρώματα της Γης είναι διατεταγμένα το ένα πάνω στο άλλο διαδοχικά, μετα κατώτερα να αποτελούν τα αρχαιότερα στρώματα. Σε αυτή τη δεύτερη αρχή βασίζεται καιηστρωματογραφία, η μελέτη δηλαδή της διαστρωμάτωσης μιας αρχαιολογικής θέσης[10].
Η προϊστορική αρχαιολογία ασχολείται με αρχαίους πολιτισμούς πουδεν έχουν αφήσει κάποιου είδους γραπτές μαρτυρίες. Ηπροϊστορία, όρος που εισήχθη τον 19οαι. από Άγγλους και Γάλλους ερευνητές που μελέτησαν τηνπαλαιολιθική εποχήμε βάση τις θετικές επιστήμεςκαιτηνγεωλογία[1], καλύπτει την εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής, από τις πηγές της έως την εμφάνιση των πρώτων γραπτών αρχείων. Εξαιτίας της έλλειψης γραπτών αρχείων οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι βασίζονται αποκλειστικά στα υλικά υπολείμματα, προκειμένου να διαμορφώσουν τις εκτιμήσεις και τις ερμηνείες τους. Οι ανακαλύψεις τους γιατο ανθρώπινο είδος έχουν αλλάξει τον τρόπο μετον οποίο σκεπτόμαστε τοτι είναι ανθρώπινο. Για παράδειγμα, ερευνητές που εργάζονται στη νότια Αιθιοπίακαιτη βόρεια Κένυα ανακάλυψαν μαρτυρίες ότι πρόγονοί μας που έζησαν περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια πριν είχαν τη δυνατότητα να γδέρνουν με λίθινα εργαλεία μικρά θηράματα, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο ένα συγκεκριμένο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς. Το1978στο Λέτολι της Τανζανίας, η παλαιοανθρωπολόγος Μαίρη Λίκι (Mary Leakey) ανακάλυψε προϊστορικό πεδίο, στο οποίο υπήρχαν σε σκληρυμένη ηφαιστειακή τέφρα τα αποτυπώματα ανθρωπίδαςπου περπατούσε όρθια πριν από 3,6 εκατομμύρια χρόνια[11].
Άλλοι προϊστορικοί αρχαιολόγοι ειδικεύονται στη μελέτη διάφορων περιόδων της Εποχής του Λίθου. Αυτή η περίοδος πολιτισμικής ανάπτυξης ξεκίνησε πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια, όταν οι άνθρωποι έμαθαν να κατασκευάζουν απλά λίθινα εργαλεία. Η Λίθινη εποχή τελείωσε σε διαφορετικά χρονικά σημεία στα διαφορετικά μέρη του κόσμου, μέσα στα τελευταία 10.000 χρόνια. Σημαντικά αρχαιολογικά πεδία της Λίθινης εποχής περιλαμβάνουν βραχογραφίες σε σπήλαια, λίθινα εργαλεία, ζωγραφική, ακόμη και άγριους σπόρους δημητριακών. Όπως είναι φυσικό τέτοιου είδους έρευνα σε συστηματικό επίπεδο καιμε συγκεκριμένη μεθοδολογία είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ανάπλαση ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου παρελθόντος.
Στην καθιερωμένη έννοιά της ηκλασική αρχαιολογία εξετάζει τονελληνικόκαιτονρωμαϊκό κόσμο. Η κλασική αρχαιολογία ως όρος διαθέτει έντονες υποδηλώσεις, που σχετίζονται μετον κλασικό κόσμο και τις γραπτές μαρτυρίες του, οι οποίες απέκτησαν «κλασική» θέση στον δυτικό πολιτισμό. Είναι ο κόσμος στον οποίο κατοίκησαν οι Έλληνες καιοι Ρωμαίοι μεταξύ του 8ου αιώνα ΠΚΕκαιτου 4ου αιώνα ΠΚΕ[12].
Παρόλο πουστην εποχή μας φαίνεται δεδομένος ο ορισμός κλασική αρχαιολογία, στην πραγματικότητα –και εξαρτώμενη από τη διαρκώς μεταβαλλόμενη εικόνα του κλασικού κόσμου- τούτη η έννοια προσαρμόζεται διαρκώς στις επιταγές και τις ανάγκες της αρχαιολογικής επιστήμης, που διαρκώς εμπλουτίζεται, όχι μόνον από δεδομένα αρχαιολογικών ανασκαφών, αλλά και νεότερες ερμηνευτικές τάσεις αρμονικά συνδυαζόμενες με τις προσεγγίσεις των θετικών επιστημών καιτην συναρμογή ανθρωπολογικών ερμηνευτικών τάσεων. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, αν σκεφθούμε ότι η έννοια του κλασικού κόσμου διαρκώς αλλάζει και μεταπλάθεται. Μετατοπιζόμενη από τον εγκιβωτισμό της στη στενή θεώρηση του ελληνικού καιτου ρωμαϊκού κόσμου η κλασική αρχαιολογία –τουλάχιστον για έναν κύκλο ερευνητών που χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο- περιλαμβάνει σήμερα καιτηΓαλλίακαιτηΜεγάλη Βρετανία, τις ακτές της Β. Αφρικής, την Εγγύς καιΜέση Ανατολήκαι ορίζει διακριτές θεωρήσεις της ιδέας του κλασικού[13].
Μετον όρο μεσαιωνική αρχαιολογία νοείται η μελέτη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, ιδιαίτερα γιατην περίοδο που εκτείνεται από τον5ο έως τον16οαι. Η μεσαιωνική αρχαιολογία εξετάζει και ερμηνεύει ευρήματα που σχετίζονται μετον μεταρωμαϊκό κόσμο και καλύπτει πολιτισμούς όπως αυτός τωνΒίκινγκ, τωνΣαξόνωνκαιτωνΦράγκων. Φυσική συνέχεια της μεσαιωνικής αρχαιολογίας θεωρείται η μεταμεσαιωνική αρχαιολογία, ανκαι τέτοιου είδους υποδιαιρέσεις οδηγούν συχνά σε αμφισβητήσεις των ούτως η άλλως μεταβαλόμενων διακριτών ορίων της εκάστοτε περιοδολόγησης.
Η μεσαιωνική περίοδος στηνΕυρώπη μαρτυρεί την προέλευση καιτην ανάπτυξη των πόλεων, την ανάπτυξη τουεμπορίουκαιτην βιοτεχνική εξειδίκευση, όπως καιτον σχηματισμό πολιτικών κρατών. Αυτές οι διαδικασίες πολιτιστικήςκαιοικονομικής αλλαγής έχουν ενδιαφέρον για τους αρχαιολόγους από τις ημέρες τουΒηρ Γκόρντον Τσάιλντ, με αποτέλεσμα, η μεσαιωνική αρχαιολογία να παίζει όλο καιπιο σημαντικό ρόλο στηναρχαιολογική σκέψησε όλο τον κόσμο[14].
Η βυζαντινή αρχαιολογία ανήκει ουσιαστικά ως κλάδος στην μεσαιωνική αρχαιολογία, αλλά ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά μετην αρχαιολογία της Κωνσταντινούπολης, πρωτεύουσας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, και αστικών κέντρων της βυζαντινής επικράτειας από τον 4ο έως τον 12ο αιώνα[15]. Ο όρος σταδιακά διευρύνθηκε, ώστε να περιλαμβάνει τμήμα της ιστορίας της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως συνέχειας του βυζαντινού κόσμου από τον 13ο έως τον 15ο αιώνα, στο βαθμό που ακολούθησε και διατήρησε τα θέσμια της βυζαντινής κοινωνίας.
Η βιβλική αρχαιολογία θεωρείται ενίοτε κλάδος της συροπαλαιστινιακής αρχαιολογίας που διεξάγεται στην περιοχή μεταξύ του σύγχρονου Ισραήλ, της Ιορδανίας, τουΛιβάνουκαι της Συρίαςκαι ασχολείται με εξιστορήσεις, περιγραφές και συζητήσεις της Παλαιάς και ενίοτε της Καινής Διαθήκης, από τη δεύτερη χιλιετία ΠΚΕ, την εποχή τουΑβραάμκαιτων Πατριαρχών, μέσω της ρωμαϊκής περιόδου στην πρώτη χιλιετία[17]. Συγχέεται ενίοτε μετην χριστιανική αρχαιολογία, καθώς ορισμένοι τομείς, ιδιαίτερα εκείνοι που αφορούν στις γραπτές μαρτυρίες, χρησιμοποιούνται και από τους δύο κλάδους.
Η χριστιανική αρχαιολογία έγινε επιστημονικός κλάδος περί τον 19ο αιώνα. Τα δομικά στοιχεία του κλάδου τέθηκαν από ερευνητές όπως ο ανατολιστής Γιόχαν Γιαν (Johann Jahn), οΈντουαρντ Ρόμπινσον (Edward Robinson) καιοΦλίντερς Πέτρι (Sir Flinders Petrie). Κυρίαρχη μορφή της χριστιανικής αρχαιολογίας στον 20ό αιώνα υπήρξε οΓουίλιαμ Φ. Όλμπραϊτ (William F. Albright). Ήταν εκείνος που εφάρμοσε την χριστιανική αρχαιολογία στις σύγχρονες συζητήσεις σχετικά μετην προέλευση καιτην αξιοπιστία των βιβλικών αφηγήσεων, σε σχέση μετα ιστορικά γεγονότα που περιγράφονται στηνΒίβλο[18].
Η αρχαιολογία του γένους είναι συγκεκριμένος τρόπος προσέγγισης σε ζητήματα ερμηνείας των αρχαιολογικών μαρτυριών, σχετιζόμενη με ζητήματα ισχύος, αυτονομίας και συμβολικών νοημάτων που συνδέονται μετην έννοια τουαρσενικούκαιτουθηλυκούσε διαφορετικές κοινωνίες. Όπως είναι φυσικό το ενδιαφέρον της αρχαιολογίας στη συγκεκριμένη περίπτωση εστιάζεται στις αλληλεπιδράσεις των σχέσεων του γένους με άλλες κοινωνικές κατηγορίες όπως είναι οιτάξεις, η ηλικία, ηεθνική ταυτότητα, ηθρησκείακαιη συγγένεια. Ηεθνογραφική έρευνα αποκαλύπτει πως υφίσταται πολυπλοκότητα και διαπολιτισμική ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά στον ρόλο των φύλων στις ζωντανές κοινωνίες. Αυτές οι σχετικά πρόσφατα διατυπωμένες έρευνες επικεντρώνονται στην έκφραση καιτην σημασία τουφύλου μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση γιαπιο λεπτομερή ανάλυση των πιθανών υλικών παραγόντων που σχετίζονται μετην διάκριση του φύλου, ένα πρώτο και κρίσιμο βήμα προς την ανάπτυξη μεθόδων γιατην ερμηνεία της αρχαιολογικής μαρτυρίας στο συγκεκριμένο πλαίσιο[19].
Η αστική αρχαιολογία είναι διακριτός κλάδος, που εφαρμόζει τις αρχαιολογικές μεθόδους γιατη μελέτη μεγάλων πόλεων και αστικών περιοχών, όπως επίσης καιτη διαδικασία της αστικοποίησης. Οι αρχαιολόγοι που ασχολούνται με τις πόλεις, μέσω της αστικής αρχαιολογίας στρέφουν τις προσπάθειές τους σε έρευνες που σχεδιαζονται για δώσουν απαντήσεις σε αυξανόμενα σημαντικά ανθρωπολογικάκαιιστορικά ερωτήματα. Το έργο τους οδηγεί, επίσης, στην αναγνώριση και καταγραφή των φυσικών πτυχών των προγενέστερων σταδίων στην ανάπτυξη της πόλης, που διαφορετικά δενθα αναγνωριζόταν. Η συχνή αντιπαράθεση αυτών των αρχαιολογικών υλικών με υπερκείμενες κατασκευές, σε αστικές τοποθεσίες που επισκέπτονται καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προσφέρει ευκαιρίες για ένα άλλο είδος αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας μεταξύ αρχαιολόγων, ιστορικών και διατηρητών αρχιτεκτονικών μνημείων. Η διατήρηση και ερμηνεία αρχαιολογικών χαρακτηριστικών, ως συνιστώσες ιστορικών περιοχών, συμβάλλει στην κατανοητή ιστορική αναβίωση της πόλης, σε ένα ευρύ τμήμα τουπληθυσμού της[20].
Όρος που εισήχθη από τον Ντόναλντ Ντάντλι (Donald Dudley) το 1950 για να περιγράψει τον αναδυόμενο τότε κλάδο της αρχαιολογίας, η οποία ασχολείτο ιδιαίτερα με μνημεία και δομές χρονολογημένες από τηΒιομηχανική επανάστασηκαι μεταγενέστερα. Ωστόσο, το πεδίο του συγκεκριμένου κλάδου διευρύνθηκε γιανα περιλάβει τηνβιομηχανίακαι τις επικοινωνίες οποιασδήποτε παρελθούσας εποχής. Εξαιτίας των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων που ανακύπτουν από ένα τέτοιο ερευνητικό πεδίο, η αρχαιολογία στην προκειμένη περίπτωση συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους ή τέχνες, όπως είναι ημηχανική, ηαρχιτεκτονική, ηοικοδομική, ηναυπηγικήκαιηυφαντική, όπως επίσης καιμε ειδικούς άλλων ιδιαίτερων πεδίων των τεχνών ή της παραγωγικής διαδικασίας (τεχνικούς εξορύξεων, μεταλλουργούς, ναυπηγούς, υφαντές κ.α.) Ανκαι μοιράζεται πολλές μεθόδους με άλλους τομείς της αρχαιολογίας, το γενικό της εννοιολογικό πλαίσιο είναι θεμελιωμένο στην περιγραφή καιτην έρευνα και συνεπώς η γενική αρχαιολογική θεωρία βρίσκει μικρή εφαρμογή στην περίπτωσή της. Εντούτοις μια τέτοια εφαρμογή είναι πιθανώς περισσότερο από αναγκαία, γιατί μπορεί να αναδείξει ευρύτερες κοινωνικές πρακτικές του παρελθόντος μέσω των υλικών ευρημάτων και της ερμηνείας τους[21].
Ένας ιδιαίτερα ενδιαφέρων κλάδος της αρχαιολογίας που σχετίζεται αρχικά μετη μελέτη των παρελθόντων τρόπων σκέψης καιτων συμβολικών δομών που αναπτύσσονται από συγκεκριμένα πρότυπα υλικών πολιτισμών. Σημαντική θεωρείται η συμβολή τουΚόλιν Ρένφριου (Colin Renfrew) στον συγκεκριμένο κλάδο. Ο Ρένφριου επιχείρησε να δείξει ότι η αλληλεπίδραση μετον υλικό κόσμο είναι το θεμέλιο γιατην εξέλιξη του πολιτισμού και της σκέψης. Επιπλέον, επιχείρησε να ανιχνεύσει την αλληλεπίδραση της ιδεολογίαςμετα ευρήματα, προσδίδοντάς τους συμβολικό χαρακτήρα. Εν γένει συμφωνεί μετον ενεργό ρόλο που παίζει ο υλικός πολιτισμόςσε μία κοινωνία, ωστόσο θεωρεί πως δεν αντικατοπτρίζει μόνον κοινωνικές σχέσεις, αποτελώντας σε μεγάλο βαθμό τμήμα τους. Γιατον Ρένφριου η έννοια των συμβολικών αντικειμένων θα έπρεπε να είναι καθολική και κοινώς αποδεκτή στην κοινωνία[22]
Διακριτός κάδος της αρχαιολογίας που αναπτύχθηκε το1970 από τον Colin Renfrew και άλλους που θεωρούν ότι η κατανόηση του αρχαιολογικού παρελθόντος χρειάζεται να περιλαμβάνει την αναδόμηση των αρχαίων κοινωνιών καιτων κοινωνικών πρακτικών στο σύνολό τους. Σύμφωνα με αυτή την πρακτική τα τεχνουργήματα καιτα άλλα αρχαιολογικά ευρήματα ερμηνεύονται μέσω του κοινωνικού τους εννοιολογικού πλαισίου καιη έρευνα εστιάζεται σε συστήματα, οργανισμούς και κοινωνική οργάνωση, πριν προσπαθήσει να κατανοήσει το ρόλο των ατόμων καιτων πράξεών τους. Ουσιαστικά πρόκειται γιαμια άλλη πτυχή της αρχαιολογίας που αναδύεται παράλληλα μετην διερεύνηση των εξελικτικών συσχετίσεων καιτην μελέτη του παρεθόντος. Η κοινωνική αρχαιολογία διερευνά τους τρόπους με τους οποίους εκφράζουν τον εαυτό τους οι άνθρωποι με τις πράξεις τους, τα αντικείμενα που συλλέγουν και χρησιμοποιούν, εκείνα που απορρίπτουν, εκείνα που εκτιμούν ή θεωρούν δεδομένα. Συνδέεται μετο πώς αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τη σχέση τους μετον εαυτό τους και τους «άλλους», μετην κοινωνία καιτην ιστορία, τόσο στο παρελθόν όσο καιστο παρόν πλαίσιο. Περιλαμβάνει, επίσης, την εκτίμηση των πολλαπλών συνεπειών της ίδιας της ύπαρξής μας στον κόσμο. Αυτή η προοπτική περιλαμβάνεται σε οργανώσεις και θεσμούς που δημιουργούνται γιατην διατήρηση του παρελθόντος, όπως ηΑγγλική Κληρονομιά, ηUNESCO, ηΔιαχείριση Πολιτιστικών Πόρων, τοΛούβροκαιταΜνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς[23].
Ο συγκεκριμένος κλάδος σχετίζεται ιδιαίτερα μετην καταγραφή καιτην κατανόηση του φυσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο λειτουργούσε κάποιο ιδιαίτερο πολιτισμικό σύστημα. Το θεωρητικό σώμα περιβαλλοντισκής αρχαιολογίας βασίζεται κυρίως σεγεωλογικέςκαιβιολογικέςθεωρίεςκαι πρακτικές(Branch, Nick et al 2005, 1.). Το επίκεντρο ενός τέτοιου έργου είναι ενίοτε συγχρονικό σε ό,τι αφορά στην προσπάθεια αναδόμησης μιας εικόνας της χρήσης της γης σε ένα αρχαιολογικό τόπο ή γύρω από αυτόν σεμια ιδιαίτερη φάση της ιστορίας του. Άλλοτε το έργο γίνεται διαχρονικό, όταν οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να κατανοήσουν -για παράδειγμα- την μεταβαλλόμενη φύση της βλάστησης ή την πανίδα ενός τόπου. Το ενδιαφέρον της συγκεκριμένης αρχαιολογικής έρευνας στρέφεται στην δυναμική των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους καιτο περιβάλλον τους, όπως επίσης καιστα συμβολικά νοήματα που απέδιδαν οι άνθρωποι του παρελθόντος σε ιδιαίτερα φυτά, ζώα ή διαμορφώσεις της γης που κατείχαν.
Πρόκειται ουσιαστικά γιαμια ξεχωριστή προσέγγιση στην αρχαιολογική ερμηνεία που αντλεί το θεωρητικό της υπόβαθρο από τις θεωρίες τουΚαρλΜαρξκαιτουΦρίντριχ Έγκελςγια τις κοινωνικές αλλαγές καιτα ανακύπτοντα ζητήματα κοινωνικών σχέσεων. Έχει διατυπωθεί η άποψη πως "υιοθέτησε γενικά μιαυλιστική βάση και διαδικαστική προσέγγιση δίνοντας παράλληλα έμφαση στο ιστορικό-εξελικτικό πλάισιο των αρχαιολογικών δεδομένων[24]. Η κατανόηση του ποιος κατέχει τη δύναμη καιτου πώς ασκείται η δύναμη είναι ένα ζωτικό στοιχείο γιατην ερμηνεία των κοινωνικών αλλαγών. Οι Μαρξιστές θεωρούν πώς κάθε κοινωνία καθορίζεται και διαμορφώνεται από τον "τρόπο παραγωγής" της, στον οποίο ενσωματώνονται τόσο οι "δυνάμεις παραγωγής" (επιστήμη, τεχνολογία και όλοι οι άλλοι ανθρώπινοι και φυσικοί πόροι) καιοι "σχέσεις παραγωγής" (οι τρόποι δηλαδή με τους οποίους σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους στην παραγωγή καιτην κατανομή των αγαθών). Η κοινωνική οργάνωση καιη αλλαγή είναι όροι πουστη μαρξιστική θεωρία σχετίζονται μετη σύγκρουση κοινωνικών ομάδων βασισμένων στο γένος, τις τάξεις, το φύλο ή την ηλικία. Ανάμεσα στους δυτικούς αρχαιολόγους ο πρώτος που στηρίχθηκε στη μαρξιστική θεωρία ήταν οΒηρ Γκόρντον Τσάιλντ, που είδε τις δυνάμεις παραγωγής ως θεμελιώδεις παράγοντες επίδρασης των προϊστορικών κοινωνιών, οικονομιών και ιδεολογιών. Σε πολλά από τα πρώιμα έργα του προκάλεσε ανοικτά τις κρατούσες τότε φασιστικές αντιλήψεις περί προϊστορίας, παρόλο πουδεν θεωρούσε τηνμαρξιστική θεωρία αυταπόδεικτα συνδεδεμένη μετο έργο του[25].
Πρόκειται για κλάδο της αρχαιολογικής έρευνας που ασχολείται μετη διενέργεια προσεκτικά ελεγχόμενων πειραμάτων, τα οποία βοηθούν στην ερμηνεία της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Αυτού του είδους τα πειράματα διαφέρουν ως προς τη φύση, το σκοπό αλλά καιτο χρόνο που απαιτούν γιατην ολοκλήρωσή τους. Για παράδειγμα πειράματα που έχουν να κάνουν μετην παρακολούθηση της φθοράς ενός υλικού χρειάζονται χρόνια γιανα ολοκληρωθούν, ενώ πειράματα που σχετίζονται μετην αναπαραγωγή αρχαίων εργαλείων χρειάζονται μόλις μερικές ώρες. Με τους πειραματισμούς της η πειραματική αρχαιολογία έχει δώσει αναπάντεχες λύσεις σε θεωρητικούς προβληματισμούς, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ανακατασκευής αρχαίων σκαφών και ταξιδιών που απέδειξαν την δυνατότητα πολιτισμικής μεταβίβασης σε μακρινές αποστάσεις[26].
Όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη Βρετανία στη δεκατία 1960-1970 για την αρχαιολογία πεδίου που έχει ως στόχο της την διάσωση απειλούμενων αρχαιολογικών πεδίων. Η αυξανόμενη καταστροφή αρχαιολογικών τόπων εξαιτίας της υπέρμετρης αστικής ανάπτυξης και της κατασκευής μεγάλων λεωφόρων οδήγησε στην νομοθετική κατοχύρωση της σωστικής αρχαιολογίας. Μειονέκτημα της σωστικής αρχαιολογίας καιτων σωστικών ανασκαφών γενικότερα θεωρείται το ότι είναι συνήθως επιλεκτική ως προς τοτι εξετάζει, εξαιτίας της πίεσης του χρόνου, όπως επίσης καιτο γεγονός ότι δεν μπορεί γιατον ίδιο λόγο να εφαρμόσει σύγχρονες και εξελιγμένες τεχνικές ανασκαφής. Οι σωστικές ανασκαφές διενεργούνται σε αρχαιολογικές θέσεις που κινδυνεύουν από φυσικές ή ανθρώπινες καταστροφές, όπως είναι οι βαριές βιομηχανικές δραστηριότητες, οι οικοδομικές πιέσεις του αστικού περιβάλλοντος, οι βαθειές γεωργικές αρόσεις καιοιλαθρανασκαφές, προκειμένου να καταγραφούν τα απαραίτητα αρχαιολογικά δεδομένα[27] .
Η υποβρύχια αρχαιολογία είναι κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται μετην αναζήτηση, μελέτη και έρευνα αρχαιολογικών τόπων, αποθέσεων και ναυαγίων που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του νερού τωνθαλασσών, των ακτών τωνωκεανών, τωνλιμνώνκαιτωνποταμών. Πρόκειται ίσως γιατη δυσκολότερη αρχαιολογική έρευνα, γιατί αφενός διεξάγεται σε υπερβαρικό περιβάλλον και απαιτεί σημαντική γνώση και εξοικείωση με τις τεχνικές της αυτόνομης κατάδυσης, αφετέρου γιατί ειδικά σε λιμναίο και ποτάμιο περιβάλλον η έρευνα γίνεται συνήθως σε συνθήκες εξαιρετικά χαμηλής ορατότητας. Τα ευρήματα της υποβρύχιας αρχαιολογίας, καλά συντηρημένα εξαιτίας της απουσίας ατμοσφαιρικού αέρα και της επακόλουθης ταχείας διάβρωσης που υφίστανται κατά την ανέλκυση καιτην επαφή τους μετηνατμόσφαιρα, απαιτούν πολύ καλή γνώση των τεχνικών συντήρησης των διάφορων υλικών που ανελκύονται, αλλά και πολύ καλή γνώση των τεχνικών ανέλκυσης από υποβρύχιο περιβάλλον. Ο όρος υποβρύχια αρχαιολογία χρησιμοποιείται ταυτόσημα σχεδόν μετον όρο θαλάσσια αρχαιολογία, ωστόσο στην θαλάσσια αρχαιολογία (απαντάται και ως ναυτική αρχαιολογία) μελετώνται πλην όσων βρίσκονται στην θάλασσα και παράκτιοι πολιτισμοί ή εγκαταστάσεις[28].
Ενίοτε αποκαλείται από τους υποστηρικτές της και απαγορευμένη αρχαιολογία. Πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα ασύνδετων θεμάτων και προσεγγίσεων που ερμηνεύουν μεμηεπιστημονικό τρόπο ή κατά το δοκούν τις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Ανάμεσα στα θέματα μετα οποία ασχολείται είναι ο εντοπισμός της Ατλαντίδας, η ιδέα ότι αστροναύτες από άλλους κόσμους επισκέφθηκαν τηγηστο παρελθόν ή η ύπαρξη ενεργειακών συνδέσεων ανάμεσα σε αρχαιολογικούς τόπους, οι γραμμές "λέι" κ.λπ.[1]. Ανκαι εξοβελισμένη από την ακαδημαϊκή κοινότητα, η απαγορευμένη αρχαιολογία πολλές φορές ασχολείται με ζητήματα ερμηνείας της αρχαιολογικής μαρτυρίας, γιατα οποία η αρχαιολογία δεν έχει ή δεν μπορεί να παράσχει ερμηνείες, αυτοπεριοριζόμενη στο αυστηρό εννοιολογικό πλαίσιό της.
↑Osborne, Robin· Alcock, Susan E. «Why Classical Archaeology». Στο: Susan E. Alcock and Robin Osborne. Classical Archaeology. UK: Blackwell Publishing. σελ. 11. ISBN978-1-4443-3691-7.
↑Στεφανάκης, Μανόλης Ι. (2012). Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία, Μέρος Α΄. Αθήνα: Ιάμβλιχος. σελίδες 16–17. ISBN978-960-268-201-2.
Pinsky, Valerie· Wylie, Alison (1990). Critical Traditions in Contemporary Archaeology. New Directions in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN9780521321099.
Renfrew, C· Bahn, P (2001). Αρχαιολογία, Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές. Αθήνα: Καρδαμίτσας. ISBN978-960-354-329-9.
Wheeler, M. 1954, Archaeology from the Earth. Oxford University Press. Oxford,
Osborne, Robin· Alcock, Susan E. «Why Classical Archaeology». Στο: Susan E. Alcock and Robin Osborne. Classical Archaeology. UK: Blackwell Publishing. σελ. 11-12. ISBN978-1-4443-3691-7.
Πετρίδης, Π. (2002). «Βυζαντινοί χρόνοι». Αρχαιολογία στον Ελληνικό χώρο. Β΄. Πάτρα: ΕΑΠ. σελ. 192. ISBN960-538-486-8.
Στεφανάκης, Μανόλης Ι. (2012). Εισαγωγή στην Κλασική Αρχαιολογία, Μέρος Α΄. Αθήνα: Ιάμβλιχος. ISBN978-960-268-201-2.
S. Michael Houdmann, επιμ. (2014). Got Questions?. Bloomington: WestBow Press. σελ. 637. ISBN9781490832746.