Βιοχημεία (αγγλ. Biochemistry), ή αλλιώς βιολογική χημεία, είναι η διεπιστημονική, κοινή περιοχή των βασικών επιστημών της Χημείαςκαι της Βιολογίας, η οποία πραγματεύεται τη μελέτη τωνχημικών διεργασιώνκαιτωνουσιώνπου περιλαμβάνουν τη λεγόμενη «ζωντανή ύλη», μέσα, αλλά και έξω, εφόσον έχουν οποιαδήποτε σχέση με τους ζωντανούς οργανισμούς.[1]Οι Νόμοι της Βιοχημείας διέπουν όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και τις διεργασίες της ζωής τους, αλλά συνεχίζονται, τουλάχιστον για ένα επιπλέον χρονικό διάστημα, ακόμη και μετά τοθάνατοτου καθενός. Μετον έλεγχο της ροής των πληροφοριών μέσω της βιοχημικής επικοινωνίας (βιοπληροφορική) και της ροής της χημικής ενέργειας μέσω τουμεταβολισμού, οι βιοχημικές διεργασίες δείχνουν το τρόπο λειτουργίας καιτην πολυπλοκότητα του φαινομένου της ζωής.
Για παράδειγμα, σε κάθε ζωντανό κύτταρο, υπάρχει μια κρίσιμη βιολογική διεργασία που ονομάζεται αναπνοή. Αυτή η διαδικασία είναι η μετατροπή της γλυκόζηςσε χρήσιμη μορφή ενέργειας, που αποθηκεύεται προσωρινά στηντριφωσφορική αδενοσίνη (ATP). Η μελέτη της βιοχημείας αποκαλύπτει τις πολλές χημικές διεργασίες που εμπλέκονται γιατη μετατροπή της γλυκόζης σεδιοξείδιο του άνθρακακαινερό.
Η βιοχημεία υποδιαιρείται σε τρία (3 κύρια) πεδία, τα οποία είναι:
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του20ού αιώνα, η βιοχημεία πέτυχε να εξηγήσει ζωτικές διεργασίες που αφορούν καιτα τρία αυτά πεδία. Σχεδόν όλες οι πλευρές των επιστημών ζωής έχουν αποκαλυφθεί και αναπτυχθεί με βιοχημική μεθοδολογία και έρευνα.[2]Η βιοχημεία εστιάζει στην κατανόηση της χημικής βάσης που επιτρέπει στα βιολογικά χημικά είδηνα αρχίζουν τις διεργασίες που συμβαίνουν μέσα στα ζωντανά κύτταρα, αλλά και ενδιάμεσα σε αυτά,[3]πουμετη σειρά τους σχετίζονται πολύ μετη μελέτη καιτην κατανόηση τωνιστώνκαιτωνοργάνων, όπως και ολόκληρων των ζωντανών οργανισμών, τόσο δομικά, όσο και λειτουργικά.[4]
Μεγάλο μέρος της βιοχημείας ασχολείται με τις δομές, τις λειτουργίες και τις αλληλεπιδράσεις βιολογικών μακρομορίων, όπως οιπρωτεΐνες, τανουκλεϊκά οξέα, οιυδατάνθρακεςκαιταλιπίδια, που παρέχουν τη δομή των κυττάρων και διενεργούν πολλές από τις λειτουργίες που είναι συνδεδεμένες μετη ζωή. Ωστόσο, η χημεία των κυττάρων εξαρτάται επίσης και από αντιδράσεις με μικρότερα χημικά είδη. Όχι μόνο μόρια, αλλά επίσης ιόντακαιελεύθερες ρίζες. Αυτά μπορεί να είναι ανόργανα (όπως για παράδειγμα το νερό καιταμεταλλικά ιόντα) ή οργανικά (όπως για παράδειγμα τααμινοξέα). Οι μηχανισμοί χημικών αντιδράσεων με τους οποίους τα κύτταρα λαμβάνουν, αποθηκεύουν ή και χρησιμοποιούν ενέργεια που προέρχεται από το περιβάλλον τους ονομάζεται μεταβολισμός. Τα ευρήματα της βιοχημείας εφαρμόζονται κυρίως στηνιατρική, στηδιατροφήκαιστηγεωργία. Στην ιατρική η βιοχημεία ερευνά αίτια καιθεραπείεςγιαασθένειες. Στη διατροφή η βιοχημεία ερευνά τη διατήρηση της υγείαςκαι της ευεξίας, καθώς και διατροφικές ελλείψεις. Στη γεωργία, οι βιοχημικοί ερευνούν εδάφηκαιλιπάσματα. Επίσης, προσπαθούν να ανακαλύψουν τρόπους βελτίωσης της καλλιέργειας και αποθήκευσης καλλιεργειών, καθώς καιτον έλεγχο τωνπαρασίτων.
Μεγάλο μέρος της βιοχημείας ασχολείται μετη μελέτη της σύνθεσης, της δομής, των λειτουργιών καιτων αλληλεπιδράσεων τωνκυτταρικών αλλά και διακυτταρικών συστατικών όπως οιπρωτεΐνες, τασάκχαραταλιπίδια, τανουκλεϊκά οξέακαι άλλα βιομόρια και βιοϊόντα, ανκαι υπάρχει μια σχετική αύξηση της ενασχόλησης με τις διεργασίες και τις αλληλεπιδράσεις καιμια σχετική ελάττωση της ενασχόλησης με τις ανεξάρτητες ουσίες καθεαυτές. Ανάμεσα στον τεράστιο αριθμό των διαφορετικών βιομορίων, που πολλά από αυτά είναι πολύπλοκα και σχετικά μεγάλα (συχνά αποκαλούνται «βιοπολυμερή»), αποτελούνται από πολλές όμοιες υπομονάδες (που αποκαλούνται «βιομονομερή»). Κάθε τάξη βιοπολυμερών έχει ένα διαφορετικό σύνολο υπομονάδων, (συνήθως) συγκεκριμένης τάξης βιομονομερών[5]. Για παράδειγμα, μια πρωτεΐνη είναι ένα βιοπολυμερές και αποτελείται υπομονάδες - βιομονομερή, που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο περίπου 20 πρωτεϊνικών αμινοξέων[6]. Η βιοχημεία, λοιπόν, ασχολείται κατεξοχήν με τέτοιες σπουδαίες γιατο φαινόμενο της ζωής, χημικές ουσίες καιμε τις αντιδράσεις τους, οι οποίες συνήθως ελέγχονται καταλυτικά από ειδικά βιοπολυμερή, που ονομάζονται ένζυμα.
Η Βιοχημεία ασχολείται μετον κυτταρικό μεταβολισμό, αλλά καιμετοενδοκρινικό σύστημα, σε επίπεδο πολυκύτταρου οργανισμού, πουτο επηρεάζει. Διάφοροι τομείς της Βιοχημείας ασχολούνται μετονγενετικό κώδικα, τη σύνθεση πρωτεϊνών, τη μεταφορά ουσιών διαμέσου ημιπερατών μεμβρανών καιμετη μετάδοση ηλεκτρικών ή και χημικών μηνυμάτων.[7]
Εδώ και πάνω από 40 χρόνια η βιοχημεία ήταν τόσο επιτυχής εξηγώντας τις διεργασίες της ζωής, που τώρα πλέον σχεδόν όλες οι Βιολογικές Επιστήμες, από τηΒοτανικήκαιτηΓεωπονία ως τηΦαρμακολογίακαιτηνΙατρική βασίζονται σε μεγάλο ποσοστό στη βιοχημική έρευνα. Σήμερα, ο κύριος στόχος της αποκαλούμενης «καθαρής βιοχημείας» είναι η κατανόηση του πώς ακριβώς τα βιομόρια δίνουν εντολές ελέγχου μέσα στα ζωντανά κύτταρα, φαινόμενα πουμετη σειρά τους καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη μελέτη και κατανόηση της λειτουργίας ολόκληρων οργανισμών καιτωνοικοσυστημάτων τους.
Σημειώνεται πως η Βιοχημεία εξετάζει τα χημικά φαινόμενα που συνδέονται μετην έμβια ύλη, σε αντίθεση μετηΒιοφυσικήπου εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα που συνδέονται μετημη έμβια ύλη.
ΟιΓκέρτυ Κορί (Gerty Cori) καιΚαρλ Κορί (Carl Cori) κέρδισαν μαζί το Βραβείο Νόμπελ το1947, γιατην ανακάλυψή από αυτούς τουκύκλου ΚορίστοRoswell Park Memorial Institute medium.
Κάποτε πιστεύονταν γενικά ότι η ζωή καιτα υλικά της είχαν κάποια ουσιώδη διαφορά, σε κάποια ουσία ή ιδιότητα, πουδεντην είχε ημη ζώσα ύλη. Και επομένως, ότι μόνο ζωντανά όντα μπορούν να παράγουν βιομόρια. Έπειτα, όταν το1828οΦρήντριχ Βέλερ (Friedrich Wöhler) δημοσίευσε τη σύνθεση της οργανικής ουρίας από το ανόργανο ισομερές της κυανικό αμμώνιο, απέδειξε ότι είναι δυνατή η τεχνητή σύνθεση οργανικών ενώσεων[8][9].
Ένα άλλο σημαντικό ιστορικό συμβάν γιατη βιοχημεία ήταν η ανακάλυψη τουγονιδίουκαιτου ρόλο του ως αποθήκη και μεταφορέας πληροφοριών στο κύτταρο. Αυτό το τμήμα της βιοχημείας συχνά ονομάζεται μοριακή βιολογία. Από τη δεκαετία του1950οιΤζέιμς Γουάτσον (James D. Watson), Φράνσις Κρικ (Francis Crick), Ρόζαλιντ Φράνκλιν (Rosalind Franklin) καιΜωρίς Γουΐλκινς (Maurice Wilkins) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη επίλυση του ζητήματος της δομής τουDNAκαι πρότειναν τη σχέση τουμετη μεταφορά της γενετικής πληροφορίας. Το1959, οιΤζωρτζ Μπηντλ (George Beadle) καιΈντουαρντ Τάτουμ (Edward Tatum) έλαβαν τοΒραβείο Νόμπελγιατην εργασία τους σεμύκητες, δείχνοντας ότι ένα γονίδιο παράγει ένα ένζυμο. Το1988, οΚόλιν Πίτσφορκ (Colin Pitchfork) ήταν ο πρώτος άνθρωπος που καταδικάστηκε γιαφόνομε χρήση εξέτασης DNA ως αποδεικτικό υλικό. Αυτό έδωσε ώθηση στηνεγκληματολογία. Πιο πρόσφατα, οιΆντριου Φάιρ (Andrew Z. Fire) καιΚρεγκ Μίλλοου (Craig C. Mello) έλαβαν το2006 Βραβείο Νόμπελ γιατην ανακάλυψη του ρόλου της παρεμβολής τουRNA (RNAi), στην αναστολή της γονιδιακής έκφρασης.
↑Αρχικά θεωρούνταν ότι είναι ακριβώς 20, αλλά βρέθηκαν και μερικά επιπλέον αμινοξέα, που όμως συμμετέχουν κάπως σπάνια στις πρωτεΐνες.
↑J. M. Berg· J. L. Tymoczko· G. J. Gatto· L. Stryer (2018). Βιοχημεία. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 145.[νεκρός σύνδεσμος]
↑Wöhler, F. (1828). «Ueber künstliche Bildung des Harnstoffs». Ann. Phys. Chem.12: 253–256.
↑Kauffman, G. B. and Chooljian, S.H. (2001). «Friedrich Wöhler (1800–1882), on the Bicentennial of His Birth». The Chemical Educator6 (2): 121–133. doi:10.1007/s00897010444a.