Τοείναι αντικατοπτρίζει αυτό που υπάρχει. Προκύπτει από το ρήμα «ειμί» (είμαι, λατ. esse) και είναι φιλοσοφική έννοια, η οποία εκφράζει και εμπεριέχει όλες τις έννοιες της ύπαρξης, του προγεγραμμένου, του συνόλου και της ανώτατης θεότητας. Τοον είναι κάθε τι αντικείμενο ή γεγονός. Εκφράζει επίσης την ανώτατη θεότητα, την οικουμένη, το αιώνιο, αέναο, την ουσία καιτο σύμπαν ολόκληρο.
Είναι βασικός όρος της δυτικής φιλοσοφίαςπου χρησιμοποιείται είτε ως ρήμα που συνοδεύει υποκείμενο και αποδίδει «ουσία» (ο τάδε είναι τέτοιος), είτε απόλυτα, περιέχοντας την έννοια του υποκειμένου και δηλώνοντας υπόσταση. Ο φιλόσοφος που ανέπτυξε τη διδασκαλία του «είναι», οΠαρμενίδης, αντιτάχθηκε στη φιλοσοφία του «γίγνεσθαι» τουΗράκλειτου. Στηνανατολική φιλοσοφία εμφανίζεται επίσης το απόλυτο «είναι», για παράδειγμα στοΜπράχμαντουΙνδουισμού, αλλά καιη αντίθετη έννοια, της μεταβολής, στο «Γιν-Γιανγκ» τουΤαοϊσμούτο οποίο ομοιάζει[1]μετο «γίγνεσθαι» του Ηράκλειτου.
Ο Παρμενίδης, θέτοντας το ερώτημα τουτι είναι αληθινό, απάντησε μέσω της «φιλοσοφίας του είναι», σύμφωνα μετην οποία οιαισθήσεις μας παραπλανούν και μας απομακρύνουν από τηναλήθεια, στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς μόνο μέσω της λογικής. Οι αισθήσεις μας κατευθύνουν προς πεποιθήσεις, οι οποίες μοιάζουν σίγουρες και προφανείς, όμως η αλήθεια προκύπτει αποκλειστικά από τη λογική των επιχειρημάτων, ακόμα και όταν αυτά φαίνονται να αντιτίθενται στην εμπειρία των αισθήσεων:
Τοον είναι παντοτινό, δεν γεννήθηκε ποτέ.
Τοονδεν είναι δυνατό να παραχθεί από το «μηον».
Τοον είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει, δεν μπορεί να εικάσει κανείς τρίτη άποψη.
Τοονδεν είναι έρμαιο του «γίγνεσθαι»· δεν μπορούμε να λέμε πως θα υπάρξει στο μέλλον, ούτε πως γεννήθηκε κάποτε, ανδεν «είναι» τώρα.
Τοον είναι ομοιόμορφο παντού, συνεχές, ίδιο μετον εαυτό τουκαι αδιαίρετο.
Τοον είναι ακίνητο, μέσα σε όρια χωρίς αρχή και τέλος, σταθερό και ήσυχο και χωρίς να γεννιέται ή να φθείρεται, ως αποτέλεσμα της αληθινής πίστης.
Τοον μπορεί μόνο να είναι ολοκληρωμένο και τέλειο· δεντου λείπει τίποτα.
Η χρήση των λέξεων που περιγράφουν τη γέννηση καιτη φθορά ως ονκαιμηον είναι λανθασμένη καιδεν μπορεί να αφορούν τοονπου είναι αναγκασμένο από τη μοίρα να είναι «όλο» και ακίνητο.
Αναζητώντας την τελειότητα πουτου αρμόζει και εφόσον είναι πεπερασμένο, τοον είναι μια σφαίρα με ίδια πυκνότητα παντού, ίδιο προς κάθε κατεύθυνση, ξεκινώντας από το κέντρο της.
Σε αντίθεση μετον Ηράκλειτο καιτην περίφημη φράση του «τα πάντα ρει», ο Παρμενίδης μετέφερε την αλήθεια της ύπαρξης έξω από τον χώρο της «πραγματικότητας» των αισθήσεων καιτων μεταβολών, στονΣφαίρο, ο οποίος μένει αναλλοίωτος και έχει τις ιδιότητες του τέλειου. Σε αυτό φθάνει μετη λογική πως το «γίγνεσθαι» του Ηράκλειτου, η συνεχής μεταβολή, αντιπροσωπεύει τη φθορά, άρα το «είναι» φέρει αντιθέτως τις ιδιότητες της αφθαρσίας, της αιωνιότητας, της σταθερότητας και της ομοιογένειας.
Ο Παρμενίδης καταλήγει στο ότι δεν υπάρχει χώρος, χρόνος, κίνηση ή ταχύτητα. Οι λογικές αυτές θεωρήσεις που απορρέουν από τη φιλοσοφία του Παρμενίδη στηρίχθηκαν έμπρακτα από τονΖήνωνα, μαθητή του Παρμενίδη, ο οποίος έθεσε προβλήματα, ταΠαράδοξα του Ζήνωνα, που από πολλούς θεωρούνται και σήμερα αναπάντητα και άλυτα.
Ο Παρμενίδης υποστήριξε πως το «είναι» χρησιμοποιείται λανθασμένα στην καθημερινότητα για πράγματα πουδεν υπάρχουν, όπως το σκοτάδι ή η σιωπή, ενώ θα έπρεπε να αντικατοπτρίζει με απόλυτο τρόπο την ύπαρξη. Η φημισμένη φράση που χρησιμοποίησε είναι: «το είναι υπάρχει, τοδεν είναι δεν υπάρχει».
ΟΔημόκριτος, με ευρύ ερευνητικό ενδιαφέρον, εξαιρετικά καλά πληροφορημένος και ενήμερος στα επιστημονικά θέματα, αντιμετώπισε επάξια τις θεωρητικές προκλήσεις του Παρμενίδη καιτου Ζήνωνα. Τα παράδοξα, που προέκυπταν από την υπόθεση πως ο χώρος διαιρείται επ' άπειρον, τον έκαναν να επεξεργαστεί την ιδέα του άτμητου σωματιδίου που μένει αδιαίρετο και δομεί την πραγματικότητα.
Ο Δημόκριτος υποστήριξε πως υπάρχουν μόνο άτομακαικενό. Το άτομο, που είναι το μικρότερο δυνατό κομμάτι και δομικό στοιχείο των πάντων, είναι άφθαρτο, αιώνιο κλπ, φέρει δηλαδή ιδιότητες του Σφαίρου του Παρμενίδη, όμως μένει εντός της πραγματικότητας των αισθήσεων και είναι ο φορέας της ύπαρξης μέσα στη μεταβολή, η οποία προκύπτει από την ένωση καιτον χωρισμό των ατόμων. Υπό μία έννοια ο Δημόκριτος μετακίνησε το «είναι» του Παρμενίδη μέσα στο «γίγνεσθαι» του Ηράκλειτου[εκκρεμεί παραπομπή]. Επίσης έκανε την καινοτομία της αντικατάστασης του τίποτα μετην έννοια του κενού, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι μεταβολές.
Τα άτομα του Δημόκριτου δεν τέμνονται, είναι άπειρα σε αριθμό, συνενώνονται κινούμενα σε κοσμική δίνη και παράγουν όλα τα μείγματα (φωτιά, γη, νερό, αέρα), ώστε όλα τελικά τα πράγματα να είναι συνδυασμοί ατόμων. Ηψυχή, που εξισώνεται μετηνόηση, αποτελείται από λεία και στρογγυλά άτομα, το ίδιο καιταουράνια σώματα, ενώ τα υπόλοιπα μείγματα παράγονται από άτομα με διαφορετικά μεγέθη καιγεωμετρικά σχήματα. Τα αποτελέσματα των αισθήσεων δεν υπάρχουν ως αλήθεια, δεν υπάρχουν δηλαδή ταχρώματα, οιγεύσειςκλπτα οποία είναι απλά γνώμες. Η αλήθεια αφορά μόνο το «είναι» των ατόμων (όντων) καιτο «μη είναι» (το τίποτα) του κενού.
ΟΓοργίας, ως σοφιστής, ήταν σχετικιστήςκαι χρησιμοποιούσε τηρητορικήγιανα αναδείξει ακόμα και πράγματα πουδεν πίστευε, ή και ψέματα καιμε ένα είδος παιχνιδίσματος μπορούσε να υποστηρίζει και μετά από λίγο να επιχειρηματολογεί εναντίον της ίδιας άποψης. Έτσι η παρακάτω θέση τουδεν θεωρείται από όλους ως πραγματικό του πιστεύω.
Δεν υπάρχει το «μηον»:
Αντο «μηον» υπήρχε, θα ήταν ταυτόχρονα «μη είναι» και «είναι», θα υπήρχε δηλαδή αυτό πουδεν υπήρχε, πράγμα παράλογο, οπότε το «μηον» δεν υπάρχει.
Αντο «μηον» υπάρχει, το «είναι» παύει να υπάρχει πια, ως αντιφατικό του «μη όντος». Η αντίφαση αυτή δίνει τη δυνατότητα πρόβλεψης του «όντος» από το «μηον», άρα καιτου «μη όντος» από το «ον». Σύμφωνα μετο τελευταίο, μέσω του «όντος» προβλέπεται το «μηον» και γίνεται «είναι», δηλαδή «ον». Κι επειδή με κανένα τρόπο δε μπορεί το «μηον» να είναι «ον», απλά δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχει το «ον»:
Αν υπάρχει το «ον», είναι ή αιώνιο ή δημιουργημένο ή, και αιώνιο και δημιουργημένο. Επειδή όμως, αν είναι αιώνιο δεν έχει κάποια αρχή, δεν είναι ούτε αιώνιο, ούτε δημιουργημένο ούτε καιτα δύο μαζί, άρα δεν υπάρχει.
Κατά τονΑριστοτέλη καμία από τις επιμέρους επιστήμεςδεν μελετά τα πράγματα επί της ουσίας τους και μόνο ημεταφυσική, σε ανώτατη βαθμίδα, αναζητά τονλόγογιατον οποίο κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, μελετά δηλαδή τοον ως ον. Η ουσία του όντος αντανακλά αφηρημένα το σύνολο των αναγκαίων ιδιοτήτων τουπου καθορίζουν επακριβώς αυτό που είναι. Η «ουσία» ενός πράγματος είναι που καθορίζει πως αυτό «είναι» για παράδειγμα μια καρέκλα, και κάθε καρέκλα, κατά συνέπεια, οφείλει να περιέχει αυτή την «ουσία», γιανα «είναι» τέτοια.
Η «ουσία» ενός πράγματος (όντος) καθορίζει το «είναι» του. Χωρίς αυτή την περιγραφή της πιο εσωτερικής φύσης του, τοον σταματά να είναι αυτό που είναι και παύει να υπάρχει ως τέτοιο. Η ύπαρξη πλέον ταυτίζεται μετην ουσία, αυτό δηλαδή που παρά τη μεταβολή παραμένει αμετάβλητο.
ΟΡενέ Ντεκάρτ, ψάχνοντας μια αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ύπαρξης κατέληξε στο ότι ο μόνος τρόπος να πιστοποιήσει κανείς την ύπαρξή του προκύπτει από την ικανότητά τουνα σκέφτεται. Οτιδήποτε αισθάνεται κάποιος, σύμφωνα μετον Ντεκάρτ, θα μπορούσε να είναι μέσα σε ένα όνειρο, μιας και όταν ονειρεύεται κανείς δεν ξεχωρίζει την ονειρική κατάσταση, την οποία βιώνει ως πραγματική. Το μόνο γιατο οποίο μπορεί να είναι σίγουρος είναι ότι έχει την ικανότητα της σκέψης, της αμφιβολίας, η οποία γίνεται η ικανή συνθήκη που δίνει οντότητα στον εαυτό του. Και υπάρχει κάποιος στα σίγουρα μόνο όσο διατηρεί την ικανότητα να σκέφτεται. Οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε ναμην υπάρχει πραγματικά.
Ο μόνος τρόπος γιανα υπάρχει η πραγματικότητα των αισθήσεων, με δεδομένη την ύπαρξη μόνο του εαυτού μετην ικανότητα να σκέφτεται, είναι ο αναλογισμός της ύπαρξης τουΘεού, μέσω του οποίου προκύπτει η υλική πραγματικότητα, καθώς αυτός θα έπαυε να έχει θεία φύση, θα ήταν ένας «ανώτατος απατεώνας», αν παραπλανούσε μια κατώτερη ύπαρξη που νοείται, μετη σκηνοθετημένη ψευδαίσθηση μιας ολόκληρης πραγματικότητας.
ΟΜπαρούχ Σπινόζα, σε αντίθεση μετην ουσία του Αριστοτέλη η οποία αφορά το κάθε αντικείμενο, και τις δύο ουσίες στις οποίες χώρισε ο Καρτέσιος να διίσταται η πραγματικότητα, την ύλη καιτο πνεύμα[σ 3], όρισε την ουσία ως μοναδική με πολλές ιδιότητες (διαστάσεις), από τις οποίες δύο (πνεύμα και σώμα) γίνονται αισθητές από τη νόηση. Η μοναδικότητα της ουσίας συνεπάγεται τη μοναδικότητα του όντος, άρα ο Θεός βρίσκεται πια παντού ως η ίδια η φύση που απαρτίζει τον κόσμο, δεντην έχει δηλαδή δημιουργήσει καθώς δεν διαχωρίζεται από αυτήν. Η δημιουργική φύση του Θεού είναι απλά η έμφυτη αιτία που δίνει ζωή στα πράγματα.
Ο συλλογισμός του Σπινόζα ξεκινά ορίζοντας την ουσία ως αυθύπαρκτη καιμε κλιμάκωση, την οποία επιχειρηματολογεί, συμπεραίνει:
Μία μόνο ουσία μπορεί να υπάρχει.
Η μοναδική αυτή ουσία υποχρεούται να είναι ο Θεός.
Η ύλη καιτο πνεύμα είναι ιδιότητες (εμφανίσεις) της μοναδικής ουσίας.
Ως θεϊκή η ουσία είναι ελεύθερη (αυτοκαθοριζόμενη βάσει των αναγκών της) και αιώνια.
Αφού είναι μοναδική, όλος ο κόσμος αποτελείται από αυτήν.
Ο θεός καιο κόσμος συμπίπτουν.
Ο Σπινόζα φτάνει στη μία και μοναδική ουσία, που περικλείει αιτιοκρατικά όλες τις πιθανές της ιδιότητες, με άπειρα βήματα που απαντούν διαδοχικά στο ερώτημα που συσχετίζει την αιτία μετην απόλυτη ουσία, άπειρα δηλαδή ερωτήματα της αιτίας γιατην αιτία, που καταλήγουν στη μία και μοναδική ουσία. Έτσι τελικά η ουσία εμπεριέχει άπειρα χαρακτηριστικά, τα πάντα, από τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο δύο, η «σκέψη» καιη «έκταση».
ΟΤζορτζ Μπέρκλεϊ, στηριζόμενος στονεμπειρισμό[σ 4], τον φτάνει στα άκρα λέγοντας πως η θεωρούμενη ύπαρξη των πραγμάτων οφείλεται μόνο και μόνο στο ότι αυτά γίνονται αντιληπτά στη νόηση. Η ύπαρξη ορίζεται αποκλειστικά μέσα στοννουκαιη ύπαρξη της ύλης έξω από αυτόν παύει να υποστηρίζεται, είτε λογικά, είτε πειραματικά. Σε αυτό καταλήγει με βάση την υποκειμενικότητα της αντίληψης, όχι μόνο για τις αισθήσεις, αλλά καιγια τις πρωταρχικές ιδιότητες (σχήμα, μέγεθος, κίνηση, ταχύτητα κλπ) οι οποίες μπορούν να γίνονται αντιληπτές απόλυτα, και όχι σχετικά, μόνο μέσα στοννου, καθώς έξω από αυτόν υπάρχει επηρεασμός από την θέση, την κίνηση, το μέγεθος κλπ αυτού που παρατηρεί.
Δεν υπάρχει ύλη λοιπόν γιατί δεν μπορεί να υπάρχει αυτόνομα από τοννουπουτην αντιλαμβάνεται. Υπάρχει μόνο ο νους του κάθε ανθρώπου καιο Θεός (άπειρος Νους), ο οποίος έχει συγχρονίσει τα μυαλά όλων των ανθρώπων παρέχοντας σε όλους τις ίδιες αισθήσεις, στις περιπτώσεις πουοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα ίδια πράγματα.
ΟΙμμάνουελ Καντ υποστήριξε πως οφείλουμε να εγκαταλείπουμε τις ιδέες που έχουμε γιατα αντικείμενα (όντα), όταν ο σκοπός μας είναι να αποδώσουμε σε αυτά ύπαρξη. Ο ανθρώπινος νους έχει αυθόρμητα την τάση να ξεπερνά τα όρια της πειραματικής επαλήθευσης καινα βγάζει υποθετικά συμπεράσματα, να διατυπώνει μεταφυσικές ερμηνείες καινα δογματίζει και πρέπει να ελέγχεται με κριτική και αυτοκριτική ώστε να περιορίζεται σε ασφαλή όρια. Η γνώση παράγεται αποκλειστικά από τη σύνθεση της εμπειρίας και όχι από συμπερασματικές εξηγήσεις που θεμελιώνονται σε «εμφανείς αλήθειες», όπως ήθελε ως τότε η παράδοση τουορθολογισμούτου Καρτέσιου.
Η πραγματικότητα, σύμφωνα μετονΚαντ, σχηματίζεται από νοητικά σχήματα που βρίσκονται ήδη στοννουκαι δίνουν μορφή στα αισθητικά ερεθίσματα, άρα δεν μπορούμε να στηριζόμαστε στο ότι τα πράγματα είναι έτσι όπως τα αντιλαμβανόμαστε καθώς οι μορφές αυτές είναι κάτι διαφορετικό και ελλιπέστερο από αυτό που υπάρχει. Αντικείμενο της μελέτης πρέπει πιανα γίνει ο νους γιανα κατανοήσουμε πώς αποδίδει ως πραγματικότητα την ύπαρξη που αντιλαμβάνονται τα αισθητήρια όργανα. Ο ίδιος ο χώρος καιο χρόνος θεωρούνται προϋπάρχοντα νοητικά σχήματα, ψυχικά πρότυπα, στα οποία η αντίληψη αποτυπώνει την ύπαρξη ως πραγματικότητα. Η πραγματικότητα αυτή θα ήταν τελείως διαφορετική αν άλλαζαν τα νοητικά σχήματα ή τα αισθητήρια όργανα.
Στα αντικείμενα των αισθήσεων λοιπόν μπορεί και αποδίδεται ύπαρξη, όχι όμως καιστα αντικείμενα της καθαρής σκέψης, γιατα οποία δεν υπάρχει αντιληπτική επαλήθευση από τις αισθήσεις. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν ενδεχομένως, αλλά ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξή τους. Καθώς η γνώση δεν παράγεται από την απλή ιδέα, η ιδέα της έννοιας του Θεού δεν συνεπάγεται τη γνώση της ύπαρξής του· ανη ιδέα δεν συσχετιστεί με εμπειρικά δεδομένα δεν μπορεί να πλατύνει τη γνώση μας για αυτό που υπάρχει.
↑Κανείς προσωκρατικός φιλόσοφοςδεν έχει φιλοτεχνηθεί εν ζωή καιοι απεικονίσεις τους είναι καλλιτεχνικές επινοήσεις βάσει των εκτιμώμενων στοιχείων του χαρακτήρα τους.
↑Προτομή αγνώστου που εκτιμάται[3] πως αναπαριστά τον Δημόκριτο.
↑Εμπειρισμός: «Η εμπειρία είναι το απόλυτο κριτήριο της αλήθειας που στηρίζεται στον πειραματικό έλεγχο και είναι η βάση ολόκληρης της γνώσης που δομείται από το μηδέν».