Μετον όρο ιστοριογραφία εννοείται το γραπτό αρχείο όσων είναι γνωστά γιατονάνθρωποκαι τις κοινωνίεςτου παρελθόντος και αφορά στον τρόπο μετον οποίο προσπάθησαν να κατανοήσουν καιτα δύο οιιστορικοί[1]. Σε έναν εναλλακτικό ορισμό η ιστοριογραφία είναι η συγγραφή της ιστορίας, ιδιαίτερα εκείνη που θεμελιώνεται στην κριτική εξέταση των πηγών καιτη σύνθεση επιλεγμένων τμημάτων από αυτές τις πηγές σε μία αφηγηματική συνέχεια που αντέχει στην ακαδημαϊκή δοκιμασία κριτικών μεθόδων[2]. Οι θεματικές ακόμη καιοι ιδεολογικές αναλύσεις αυτών των γραπτών αρχείων παράγουν εξειδικευμένες ιστοριογραφίες, όπως είναι για παράδειγμα ημαρξιστική ιστοριογραφία, ηαρχαιοελληνική ιστοριογραφία, ηρωμαϊκή ιστοριογραφίακ.ο.κ.
Εκτός από την ειδική περίπτωση της προσωπικής μαρτυρίας, τα ιστορικά γεγονότα γίνονται γενικώς γνωστά από πρωτογενείς ή δευτερογενείς πηγές, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ζωντανές μαρτυρίες, σώματα κειμένων προηγούμενων ιστοριών, τα απομνημονεύματα, οι βιογραφίες, οι αυτοβιογραφίες[3], οι επιστολές, νομικάκαιοικονομικά αρχεία δικαστηρίων, νομοθετικών σωμάτων, θρησκευτικών οργάνων, ή των επιχειρήσεων καιοιμη γραπτές μαρτυρίες που αντλούνται από τα υπολείμματα προηγούμενων πολιτισμών, όπως ηαρχιτεκτονική, ητέχνηκαιοιτέχνεςκ.ά.
Το σύνολο αυτών των πηγών διαμορφώνει το υπόβαθρο, πάνω στο οποίο ο ιστορικός προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τα ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ της πληροφορίας καιτου γεγονότος, είναι τις περισσότερες φορές έμμεση, καθώς φιλτράρεται από πολλαπλές ιδεολογίες καιπλαίσια, καθώς επίσης και γλωσσικές εννοιολογικές διαφορές.
Ακριβώς όπως συμβαίνει μετην ιστορία, η ιστοριογραφία διαμορφώνεται σεμια διακριτή χωροχρονική τιμή, παραδοσιακά εκείνη ενός ιδιαίτερου έθνους-κράτους. Κατά συνέπεια, η ιστοριογραφία παράγει συχνά ερμηνείες των ιστοριογραφικών εξελίξεων σε εθνικά πλαίσια, παραμελώντας τις διεθνείς διαστάσεις των γεγονότων[4]. Στον αντίποδα ηυλιστική φιλοσοφία προσπάθησε να καθορίσει την ιστοριογραφία με όρους ιστορικής συνείδησης. ΤοΚομμουνιστικό Μανιφέστο (1848) από τονΚαρλΜαρξκαιτονΦρίντριχ Ένγκελς, για παράδειγμα, ξεκινά με όρους παγκόσμιας ιστοριογραφίας («Η ιστορία όλων τωνκοινωνιών είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων») κάτι που εξετάζουν οι συγγραφείς μέσω της αποκαλούμενης μαρξιστικής ιδεολογίας και περνά κατόπιν σεμια εξειδικευμένη ιστοριογραφική κριτική τουκαπιταλισμούκαι άλλων μορφών πολιτικής αλλαγής, στην τελική υπεράσπιση τουκομμουνισμούκαι της ιδιαίτερης φιλοσοφικής του αντίληψής τουγιατην ιστορική πράξη[5]
Ιδιαίτερη σημασία στην επίλυση, αλλά κυρίως στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων της ιστοριογραφίας είχε η ανάπτυξη της φιλοσοφίας της ιστοριογραφίας στον19οκαι20ό αιώνα. Εξετάζοντας την ιστορία της ταξινόμησης των φιλοσοφιών ο Νίκολας Ρέστσερ (Nicholas Rescher) παρατήρησε ότι η φιλοσοφία της ιστορίας/ιστοριογραφίας εμφανίστηκε ως ανεξάρτητο φιλοσοφικό πεδίο εξαιτίας της ώθησης που έδωσαν στην ιδέα της φιλοσοφίας οι Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ. Από το 1890 έως το 1920 τουλάχιστον στηΒρετανία (σύμφωνα μετηνEncyclopedia Britannicaτου 1910) η φιλοσοφία της ιστοριογραφίας/ιστορίας, μαζί μετην κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία, θεωρείτο υποπεδίο της ηθικής[6]. Ακόμη καιστη δεκαετία του 1980 η φιλοσοφία της ιστοριογραφίας φαίνεται πως ανήκε στο φιλοσοφικό υποπεδίο των παράγωγων φιλοσοφιών μαζί με άλλες μεταεπιστήμες όπως η φιλοσοφία των φυσικών και κοινωνικών επιστημών, η φιλοσοφία των μαθηματικών και της λογικής κ.ο.κ.[7]. τούτη η αντίληψη υποβάθμισε οποιαδήποτε προσπάθεια ανάγνωσης των φιλοσοφικών εννοιών που συνδέονταν στενά μετην ανάπτυξη της ιστοριογραφίας
Η καταγραφή καιη ερμηνεία παρελθόντων γεγονότων ξεκίνησε τόσο γιατη Δύση όσο καιγιατην Ανατολή μέσω της επανάληψης τωνμύθωνπου παραδόθηκαν από προφορικές παραδόσεις. Η επική ποίηση τουΟμήρου (περ. 800 π.Χ.) ήταν ενα παράδειγμα τέτοιας προφορικής ιστορίας.
Στην κλασική εποχή της αρχαίας Ελλάδας οΗρόδοτοςο «πατέρας» της ελληνικής ιστορίας καιοΘουκυδίδης έγραψαν αφηγήσεις σχετικές με γεγονότα της εποχής τους. Ο Ηρόδοτος μετην αφήγηση των περσικών πολέμων καιο Θουκυδίδης μετην κλασική μελέτη του πελοποννησιακού πολέμου μεταξύ της πόλης τωνΑθηνώνκαι της Σπάρτης. Καιοι δύο κατέγραψαν σύγχρονα ή κοντινά σε χρονική απόσταση γεγονότα στηριγμένοι σε αυτόπτες μάρτυρες ή άλλες αξιόπιστες μαρτυρίες. Επικεντρώθηκαν στον πόλεμο, την ιστορία των θεσμών καιτον χαρακτήρα των πολιτικών ηγετών γιανα δημιουργήσουν την εικόνα της αρχαιοελληνικής κοινωνίας σε περιόδους της κρίσης ή μετάβασης.
Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. την ελληνική ιστοριογραφική παράδοση στηνελληνιστική περίοδο συνέχισε οΞενοφών, οΘεόπομπος ο Χίος[8]καιοΈφορος. Στον 2οπ.Χ. αιώνα ο ιστορικός Πολύβιος κατέγραψε τη ρωμαϊκή ιστορία, θέμα που επανέλαβε επίσης οΣτράβωνο Γεωγράφος καιοΔιονύσιος Αλικαρνασσέαςστον επόμενο αιώνα. Στην ίδια περίοδο οΠλούταρχος βιογράφησε επιφανείς Έλληνες και Ρωμαίους, χρησιμοποιώντας ενίοτε δραματικά στοιχεία και ανέκδοτα υλικά γιατην απεικόνιση χαρακτήρων καιτην επίδρασή τους στη δημόσια ζωή[1].
Στην Ανατολή και συγκεκριμένα στηνΚίναοΣίμα Κιάν (περ. 145 – περ. 85 π.Χ.) είναι γνωστός ως πατέρας της κινεζικής ιστορίας μετο έργο τουΣιτζί δηλαδή Αρχεία του Μεγάλου Ιστορικού. Οι ρωμαίοι ιστορικοί όπως οΠούμπλιος Κορνήλιος Τάκιτος, οΤίτος ΛίβιοςκαιοΓάιος Σουητόνιος Τρανκουίλος έγραψαν έργα που χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα από τους μεταγενέστερους ιστοριογράφους τουμεσαίωνακαι της αναγέννησης. Στον αραβικό κόσμο οαλ-Ταμπαρίκ (838 – 923) έγραψε ταΧρονικά, ιστορία του κόσμου από κτίσεώς του έως το 915, ενώ αργότερα οΙμπν-Χαλντούν (1332 – 1406) έγραψε τοΚιτάμπ αλ-'λμπαρ, δηλαδή τοΒιβλίο των Παραδειγμάτων, παράγοντας αφενός μια μείζονα αφήγηση της μουσουλμανικής ιστορίας στη βόρειο Αφρική, αναπτύσσοντας αφετέρου σημαντικές θεωρίες γιατο ζήτημα της ιστορικής ανάλυσης[9].
Στη μεσαιωνική Ευρώπη καιτοΒυζάντιοοι ιστοριογράφοι είτε ανήκαν στον μορφωμένο κλήρο είτε ήταν λόγιοι καιεν γένει έγραψαν χρονικά. Κατά τον 15οκαι 16ο αιώνα οι Ιταλοί ιστοριογράφοι Νικολό ΜακιαβέλικαιΦραντσέσκο Γκουικιαρντίνι εισήγαγαν στην ιστοριογραφία την πολιτική ανάλυση. Κατά τον 18ο αιώνα οι θεωρίες τουδιαφωτισμού εμπότισαν την ιστοριογραφία μεμια δόση σκεπτικισμούκαιορθολογισμού. Μείζων παραγωγή της ιστοριογραφίας 18ου αιώνα θεωρείται το πολύ γνωστό έργο τουΈντουαρντ ΓκίμπονΗ Ιστορία της παρακμής και της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[10]
Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Γερμανοί ιστορικοί Μπάρτολντ Γκέοργκ Νίμπουρ (Barthold Georg Niebuhr) καιοΛέοπολντ φον Ράνκε (Leopold von Ranke) άνοιξαν νέους ορίζοντες στη συγγραφή της ιστορίας. Ο Νίμπουρ φέρεται ως ο πρώτος σύγχρονος ιστορικός που ασχολήθηκε μετην ιστοριογραφία μεεπιστημονικό τρόπο, αξιολογώντας με κριτικά τους πρώιμους ρωμαϊκούς μύθους, αποδίδοντας παράλληλα μεγαλύτερη σημασία στην ανάπτυξη των θεσμών καισε κοινωνικά χαρακτηριστικά παρά σε άτομα περιστατικά[11]. Μετη σειρά του, προσπαθώντας να κατανοήσει πώς πραγματικά συνέβησαν τα γεγονότα, ο Ράνκε έθεσε νέα κριτήρια στην ιστορική έρευνα την οποία στήριξε σε κριτικά αξιολογημένες πρωτογενείς πηγές. Παρά το γεγονός ότι το γενικό περίγραμμα παρέμενε στενά εθνικιστικό, η ιστοριογραφική του μέθοδος οδήγησε σε συστηματική συλλογή και ταξινόμηση των πηγών, όπως συνέβη μετοMonumenta Germaniae Historicae, 1825 – 1925[12]. Μία άλλη μορφή «επιστημονικής ιστορίας» αναπτύχθηκε μέσω της θετικιστικής πεποίθησης σε υποκείμενους γενικούς νόμους που διέπουν την ιστορία. Πρωτοπόρος στη συγκεκριμένη ιστοριογραφική άποψη υπήρξε ογάλλος ιστορικός Ογκίστ Κοντ Έναν τέτοιο νόμο, τον νόμο της αλλαγής μέσω της πάλης των τάξεων, παρουσίασε οΚαρλΜαρξστη θεωρία τουγιατονδιαλεκτικό υλισμό. Η εστίαση στις οικονομικές εσωτερικές δομές της κοινωνίας θεμελιώθηκε ως αντίλογος ουσιαστικά στη στενή πολιτική θεώρηση.
ΟΚαρλΜαρξ (1818-1883) ήταν ο ιδρυτής και θεμελιωτής του λεγόμενου μαρξισμού. Ο μαρξισμός ήταν κατά κύρια βάση ένα οικονομικό και κοινωνικό κίνημα που επηρέασε και επηρεάζει ακόμα και σήμερα την πολιτική ζωή της οικουμένης. Παρότι οΜαρξ υπήρξε κυρίως θεωρητικός της οικονομίας, εντούτοις στις οικονομικές του θεωρίες ενσωμάτωσε ιστορικές μελέτες. Αποτέλεσμα ήταν να καθιερώσει καιστην ιστοριογραφία σχολή που φέρει το όνομά του. Ο ιστοριογραφικός Μαρξισμός δεν διέφερε σε πολλά σημεία από το ρεύμα των Annales. Το αυστηρά επιστημονικό ύφος ήταν κοινό γνώρισμα, όπως καιοι οικονομικές και κοινωνικές πτυχές των απλών ανθρώπων.
Ο όρος που χαρακτήρισε τον μαρξισμό ήταν ο ιστορικός υλισμός, όρος που χρησιμοποιήθηκε γιανα περιγράψει τις σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων. Οι σχέσεις παραγωγής κατέληξαν να είναι η εμμονή των μαρξιστών ιστορικών.
Η αλήθεια είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις έβρισκαν αυτές τις σχέσεις να πρωταγωνιστούν π.χ κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας, τον 12ο αιώνα στη Γαλλία. Τότε η εντατική χρήση προηγμένων μεθόδων καλλιέργειας της γης προκάλεσε ανακατάταξη στη διαστρωμάτωση του πληθυσμού, ξεχωρίζοντας τους πιο εξελιγμένους καλλιεργητές από τους φτωχότερους, με τους πρώτους να απολαμβάνουν μεγαλύτερα προνόμια από τους φεουδάρχες, σε σχέση με τους δεύτερους.
Άλλο παράδειγμα ήταν ότι οι φεουδάρχες επιδοτούσαν τους αγρότες που εκχέρσωναν τημη καλλιεργήσιμη γη, με αποτέλεσμα καιοι φεουδάρχες να μεγαλώνουν το φέουδο τους αλλά καιοι καλλιεργητές τα εισοδήματα τους.
Στον Μαρξισμό η κάθε εποχή χωρίζεται ανάλογα με τις σχέσεις παραγωγής. Έτσι υπάρχουν τρεις περίοδοι: η αρχαία όπου κυριαρχεί η δουλεία, η φεουδαρχία καιο καπιταλισμός. Οι τάξεις εντοπίζονται μόνο στον Ευρωπαϊκό χώρο ιδίως η φεουδαρχία. Πολλές φορές οι τάξεις έχουν ασαφή χαρακτηριστικά, οπότε μπορούμε καινα τις χωρίσουμε με πολιτικά κριτήρια.
Βέβαια η εμμονή των μαρξιστών να αναγάγουν τα πάντα στην πάλη των τάξεων τους, προξένησε πολλά προβλήματα στην επεξήγηση των καθαρά πολιτικών γεγονότων, γι’ αυτό κατέφυγαν, με κάποιες εξαιρέσεις, στη θεωρία ότι οι πολιτικές διαμάχες είναι απόρροια των κοινωνικών αγώνων.
Τελικά οι μαρξιστές ιστορικοί δεν κατάφεραν να πάνε μέχρι τέλους την ιστορική πρακτική που ευαγγελίστηκαν. Ειδικά στην Ιστορία του Κουμμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ενωσης, έχουμε σαφή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του μαρξισμού.
Σε κάθε περίπτωση όμως δενθα πρέπει να ξεχνάμε ότι οΜαρξ υπήρξε κατά βάση οικονομικός θεωρητικός και μπορεί τα βασικά του έργα να είχαν ιστορικές αναλύσεις, αλλά δεν ήταν ιστορικά[13].
Η οικονομική άποψη της ιστοριογραφίας συνεχίστηκε καιτον 20ό αιώνα. Ηαναλιστική προσέγγιση με πρωτοπόρο το περιοδικό Annales d'histoire economique et socialeκαι ιδρυτές τους Λυσιέν Φεβρ (Lucien Febvre) καιΜαρκΜπλοχ (Marc Bloch), όπως επίσης καιτο έργο τουΦερνάν Μπροντέλ (Fernand Braudel), ώθησαν την ιστοριογραφία προς την κατεύθυνση των δομών μέσα στις οποίες δρουν γενικά οι άνθρωποι, έλκοντας το σχετικό αποδεικτικό υλικό από τηνψυχολογίακαι άλλες κοινωνικές επιστήμες.[14]
Η ανάπτυξη τωνυπολογιστώνοι ποσοτικές τεχνικές έγιναν σημαντικές ως αποδεκτικά στοιχεία σε οικονομικό και δημογραφικό επίπεδο για τους ιστοριογράφους. Οι βρετανοί μαρξιστές ιστοριογράφοι, όπως οΚρίστοφερ ΧιλκαιοΈρικ ΧόμπσμπομκαιοΈντουαρντ Πάλμερ Τόμσον, απορρίπτοντας το άκαμπτο δόγμα μιας απόλυτης εσωτερικής δομής που καθορίζει όλους τους ιστορικούς παράγοντες, εφάρμοσαν με δημιουργικό τρόπο τις μαρξιστικές ιδέες γιανα διαμορφώσουν εκείνο το είδος της ιστορίας που παράγεται «εκτων κάτω»[15].
Η μελέτη του ρόλου τωνγυναικώνστην ανάπτυξη των κοινωνιών, αναπτύχθηκε από το γυναικείο κίνημα της δεκαετίας του 1960, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί αυτό που σήμερα αποκαλείται ιστορία του φύλου. Η πολιτική ιστορία μετη σειρά της αναπτύχθηκε υπό μία νέα οπτική γωνία, χάρη στο έργο τουΆλαν Τζον Πέρσιβαλ Τέιλορ (A. J. P. Taylor) ή τουΤζέφρεϊ Έλτον (Sir Geoffrey Elton), οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην ατομική δράση καιτην ιστοριογραφική σημασία του αναπάντεχου.
Στο τέλος του 19ου αιώνα όμως ξεκίνησε μια διαφορετική στροφή στην ιστοριογραφία. Πολλοί από τους ιστορικούς της εποχής, ακόμα καιστην ίδια τη Γερμανία αμφισβήτησαν και άσκησαν κριτική στο έργο των θετικιστών.
Οι νέοι επιστήμονες της ιστορίας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ιστορία δεν μπορεί να είναι μόνο οι πολιτικές και διπλωματικές υποθέσεις. Είχε φτάσει η ώρα πουη Ιστορία ως επιστήμη θα έπρεπε να εντρυφήσει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή των ανθρώπων. Η απλή συλλογή των γεγονότων όπως γινόταν μέχρι τότε δεν ικανοποιούσε τους ιστορικούς. Ένας μάλιστα απ΄ αυτούς, οΑ. Μπερ, διατύπωσε τη σκέψη ότι: «μια απλή συλλογή και καταγραφή των γεγονότων δεν είχε μεγαλύτερη αξία από μια συλλογή γραμματοσήμων».
Μετά τονΑ’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα 1920, στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου συναντώνται οι ιστορικοί Λ. Φεβρ καιΜ. Μπλοχ και ιδρύουν το περιοδικό Annales d’ Histoire Economique et Sociale (Χρονικά Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας) το 1929. Σκοπός των ιδρυτών ήταν να αναβαθμίσουν τη συνεργασία της επιστήμης της ιστορίας με άλλες επιστήμες, όπως η γεωγραφία καιη κοινωνιολογία. Τη συνεργασία αυτή μεταξύ των επιστημών τη θεωρούσαν αναγκαία, προκειμένου η ιστορία να φτάσει σε σφαιρικά και ολοκληρωμένα αποτελέσματα. Η έκδοση του περιοδικού θα μεταφερθεί στο Παρίσι, όπου καιθα ενταχθεί στους συνεργάτες τουη καταλυτική μορφή του Φερνάν Μπρωντέλ (Fernand Braundel 1902-1985).
Ανκαι, όπως είπαμε παραπάνω, τα Annales στράφηκαν κατά των θετικιστών, εν τούτοις δε διατύπωσαν καμία θεωρία γιατην ιστοριογραφία. Κεντρικό μέλημα των ιστορικών που ανήκουν στο κίνημα αυτό, ήταν η πραγματοποίηση σύνθετων μελετών που περιλαμβάνουν όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική.
Το κίνημα των Annales πέρασε από διάφορες φάσεις, χρονικές κυρίως, επηρεάστηκε επίσης από προσωπικότητες της ιστορικής επιστήμης που είτε υπήρξαν ιδρυτικά του μέλη είτε συνεργάστηκαν σε μεταγενέστερους χρόνους. Ένα από τα ιδρυτικά του μέλη, που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του ήταν οΜαρκ Μπλοχ (1886-1944). Ο Μπλοχ στα έργα του επικεντρώθηκε κυρίως στους απλούς ανθρώπους της εποχής που εξέταζε. Θεωρούσε ότι ο ιστορικός πρέπει να έχει γνώσεις και άλλων επιστημών όπως γεωγραφίας, γλωσσολογίας κ.α. Ενώ χρησιμοποιούσε την αρχαιολογία, ειδικά γιατην ελληνορωμαϊκή περίοδο όπου οι γραπτές πηγές ήταν περιορισμένες. Τέλος οΜπλοχ έλεγε ότι «η κατανόηση του παρελθόντος ξεκινάει από το παρόν καιη κατανόηση του παρόντος να γίνεται μετο φως του παρελθόντος».
Η επόμενη, και ίσως η μεγαλύτερη, μορφή των Annales ήταν ο Φερνάν Μπρωντέλ (1902-1985). Ο Μπρωντέλ μετο έργο τουΗ Μεσόγειος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας εισαγάγει στην ιστορία τη σημασία της γεωγραφία, της δημογραφίας, της περιβαντολλογίας και της οικονομίας. Περιγράφει την περιοχή της Μεσογείου, που φαινομενικά διατηρείται η ίδια από την εποχή της αρχαιότητας, αποδεικνύοντας τις κλιματικές, κοινωνικές, δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί δια μέσου των αιώνων. Ο Μπρωντέλ περνά επιφανειακά τα διάφορα πολιτικά ή στρατιωτικά γεγονότα π.χτη ναυμαχία της Ναυπάκτου, δίνοντας περισσότερο βάση στα αποτελέσματα που αυτά παρήγαγαν.
Οι ιστορικοί που επηρεάστηκαν από το Annales υποστηρίζουν ότι δεν αποτελούν σχολή της ιστοριογραφίας και ότι στις τάξεις βρίσκονται ιστορικοί από όλες τις τάσεις. Η πραγματικότητα είναι όμως ότι επηρέασαν καταλυτικά την έρευνα καιτη συγγραφή της ιστορίας.[16]Οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι μετά τους Annales μπήκαν και αυτοί στο κάδρο της ιστορικής μελέτης.[13]
Aurell, Jaume (2015), «Rethinking historical genres in the twenty-first century», Rethinking History: The Journal of Theory and Practice, Vol. 19, No. 2, pp. 145-157.
Βόγλη, Ελπίδα Κ. (2015), Τι πρέπει να γνωρίζει ο ιστορικός γιατην επιστήμη καιτο επάγγελμά του;, Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα.
Iggers, Georg G. (2006), Η Ιστοριογραφία στον εικοστό αιώνα. Από την επιστημονική αντικειμενικότητα στην πρόκληση του μεταμοντερνισμού, μτφρ. Παρασκευάς Ματάλας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα (4η έκδοση).