ΟΚωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (Κωνσταντινούπολη, 1815 – Αθήνα, 14 Απριλίου1891) ήταν Έλληναςιστορικόςπου χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας. Είναι ο θεμελιωτής της αντίληψης της ιστορικής συνέχειας της Ελλάδας από την αρχαιότητα έως σήμερα, αφού καθιέρωσε στην διδασκαλία τουστοΠανεπιστήμιο Αθηνώντην τριμερή διαίρεση της ελληνικής ιστορίας (αρχαία, μεσαιωνική και νέα) και επιδίωξε να αναιρέσει τις κυρίαρχες εκείνη την εποχή απόψεις ότι ηΒυζαντινή αυτοκρατορία ήταν περίοδος παρακμής και εκφυλισμού, πουδεν αναγνωριζόταν ως τμήμα της ελληνικής ιστορίας. Πιστεύεται ότι έθεσε τις βάσεις γιατη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας.[5]
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γεννήθηκε το 1815 στην Κωνσταντινούποληκαι ήταν γιος του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, τραπεζίτη από τηΒυτίνακαι προκρίτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, και της Ταρσίας Νικοκλή.[6]Μετην έκρηξη της επανάστασης του 1821οιΤούρκοι θανάτωσαν τον πατέρα του, τον αδερφό του Μιχαήλ, τον θείο του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο καιτον γαμπρό του πατέρα του, Δημήτριο Σκαναβή)[7], ενώ δήμευσαν και ολόκληρη την περιουσία του. Ύστερα από αυτά τα τραγικά γεγονότα η μητέρα του, Ταρσία Νικοκλή, κατέφυγε στηνΟδησσό μαζί μετα οκτώ παιδιά της.[8] Εκεί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σπούδασε ως υπότροφος του Τσάρου στο γαλλικό Λύκειο «Ρισελιέ» μέχρι το 1830, οπότε η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στοΝαύπλιο.[9]Ο ίδιος παρακολουθούσε μαθήματα στηνκεντρική σχολή της Αίγιναςμε δάσκαλο τονΓεώργιο Γεννάδιο, αλλά τελικά δεν κατάφερε να αποφοιτήσει. Παρ' όλο που γνώριζε αρκετές ξένες γλώσσες (γαλλικά, γερμανικάκαιρωσικά) και μελετούσε πολύ, δεν ολοκλήρωσε ποτέ καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης, γεγονός που έγινε αιτία ναμη διοριστεί στο Πανεπιστήμιο.[10] Βαθύτερη αιτία του αποκλεισμού του ήταν ότι ήταν "ετερόχθων", δηλ. από επαρχίες πουδε συμπεριλήφθηκαν στο νεοπαγές ελληνικό κράτος. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης είχε υπερασπιστεί με νύχια καιμε δόντια τον διορισμό στο Δημόσιο αποκλειστικά των αυτοχθόνων, μόνον όσων προέρχονταν δηλαδή από τις απελευθερωμένες περιοχές. «Ανδεν φάγομεν εμείς ας πάει κατά διαβόλου η ελευθερία» φέρεται να είπε σε συνεδρίαση της εθνοσυνέλευσης[11].
Το 1833 διορίσθηκε υπάλληλος στουπουργείο Δικαιοσύνης, φθάνοντας στο βαθμό του διευθυντή.[12]Το 1845 απολύθηκε από το υπουργείο σύμφωνα μετο ψήφισμα της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης σχετικά με τους ετερόχθονες. Το ίδιο έτος διορίστηκε καθηγητής ιστορίας στο Γυμνάσιο των Αθηνών, ύστερα από την δυσμενή μετάθεση τουΓ. Γ. Παππαδόπουλου, μετον οποίο είχε στο παρελθόν δημόσιες διαφωνίες για ιστορικά θέματα. Το 1848 απορρίφθηκε η αίτησή τουγιανα προσληφθεί ως υφηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο πανεπιστήμιο, λόγω έλλειψης πανεπιστημιακού πτυχίουκαιδιδακτορικού.[13]Τοπανεπιστήμιο του Μονάχουτον ανακήρυξε διδάκτοραin absentia, στις 10 Δεκεμβρίου του 1849 όταν ο Παπαρρηγόπουλος υπέγραψε ένα υπόμνημα, γραμμένο στα λατινικά, προς τη Φιλοσοφική Σχολή του Μονάχου, καιοΚωνσταντίνος Σχινάςτο διαβίβασε στις 19 Ιανουαρίου του 1850. Στις 22 του ίδιου του μήνα του παρείχε το σχετικό δίπλωμα.[14]Τον Μάρτιο του 1850 υποβάλλεται στη διαδικασία του δοκιμαστικού μαθήματος στηΝομική Σχολή χωρίς όμως να διορισθεί σε αυτή.[15] Έγινε καθηγητής της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή, στη θέση του Κωνσταντίνου Σχινά, όπου θα δίδασκε «την από των αρχαιοτέρων μέχρι των σημερινών χρόνων τύχην του ελληνικού έθνους». Ορίστηκε έκτακτος καθηγητής στις 6 Μαρτίου 1851.[16] Στις 17 Φεβρουαρίου του 1856 προήχθη σε τακτικό καθηγητή.[17]Το ακαδημαϊκό έτος 1861-1862 διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.[18]Το 1870 και 1871 διεκδίκησε την πρυτανεία χωρίς επιτυχία, τελικά όμως το 1872 κατάφερε να εκλεγεί πρύτανης.[19][20]Το 1875 ορίστηκε επίτιμος καθηγητής τουπανεπιστημίου της Οδησσού, ενώ το 1881 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας της Σερβίας.[21] Μέχρι το 1864 συμμετείχε κάθε χρόνο στην κριτική επιτροπή τωνΠοιητικών Διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνώνκαι τις χρονιές 1858 και 1859 συνέταξε καιτην εισηγητική έκθεση της επιτροπής.[22] Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξελέγη επίτιμος πρόεδρος τουφιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός».[23]Το 1869 ίδρυσε μαζί με πληθώρα άλλων λογίων τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων». Τιμήθηκε γιατο έργο του από τηβασιλική οικογένεια της Ελλάδας, ενώ υπήρξε και δάσκαλος των βασιλοπαίδων.[24]
Ξεκίνησε να ασχολείται μετηδημοσιογραφίατο 1833, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Τριπτόλεμος»τουΝαυπλίου[25]. Στα επόμενα χρόνια ο Παπαρρηγόπουλος έγινε εκδότης, για μικρό χρονικό διάστημα, σε δύο εφημερίδες, τις «Εθνική» (1847)[26], εφημερίδα φιλική προς τονΙωάννη Κωλέττηκαι«Έλλην» (1858-1860), δική του εφημερίδα με πολιτικό και φιλολογικό περιεχόμενο, η οποία υποστήριζε την πολιτική τουΌθωνα. Εκεί δημοσίευσε καιτην μελέτη του σχετικά μετονΓεώργιο Καραϊσκάκη. Ήταν συνιδρυτής και από το 1853 διευθυντής της γαλλόφωνης εφημερίδας « Spectateur de l'Orient », που ενημέρωνε τους ξένους γιατα ελληνικά ζητήματα.[27] Από το 1856 έως το 1858 ο Παπαρρηγόπουλος ήταν ανταποκριτής στηνΑθήνα της ελληνικής εφημερίδας της Τεργέστης«Ημέρα»τουΙωάννη Σκυλίτση.[28]
Η σοβαρότερη παρουσία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου στον δημοσιογραφικό στίβο είναι η συνεργασία τουμετο φιλολογικό περιοδικό Πανδώρα (από την άνοιξη του 1850)[29], το οποίο θεωρείται ως το σπουδαιότερο ελληνικό φύλλο του ΙΘ΄ αιώνα. Συνιδρυτές και εκδότες του περιοδικού ήταν οι Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Αλέξανδρος Ρίζος ΡαγκαβήςκαιΝικόλαος Δραγούμης. Στο περιοδικό ο Παπαρρηγόπουλος ασχολιόταν κυρίως με ιστοριογραφικά θέματα καιμε βιβλιοκριτικές. Επίσης παρουσίαζε πολλές φορές διάφορες μελέτες τουμε θέμα την ιστορία. Τα κείμενά τουστηνΠανδώρα υπολογίζονται ότι είναι περίπου 50, αλλά είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός τους, αφού άφηνε πολλά ανυπόγραφα. Η ουσιαστική του συνεργασία μετο περιοδικό τέλειωσε το 1861, όταν και σταμάτησε να γράφει κείμενα. Παρ' όλα αυτά περιστασιακά[30] έγραφε στο περιοδικό, ενώ συμμετείχε ενεργά, με δικές του δημοσιεύσεις, στην έκδοση των αθηναϊκών περιοδικών: «Παρνασσός», «Εστία»κ.ά.
Το 1841 νυμφεύθηκε τη Μαρία Αφθονίδη, κόρη τουΓεωργίου Αφθονίδη, αξιωματούχου τουΟικουμενικού Πατριαρχείου. Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: τονΔημήτριο (1843), ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, την Αγλαΐα (1849) καιτην Ελένη (1854).[31]Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος είχε την ατυχία να βιώσει τον θάνατο τουγιουτου, Δημητρίου (1873), καθώς καιτον θάνατο της κόρης του, Ελένης και της γυναίκας του (1890), αλλά καιτου αδελφού του, του Πέτρου, (1891).
Το 1843 πρωτοεμφανίστηκε μεμια διατριβή «Περὶ τῆς ἐποικήσεως σλαβικῶντινῶνφυλῶνεἰς τὴν Πελοπόννησον»[33][34], καταδεικνύοντας τα λάθη της θεωρίας του Φαλμεράυερ, ενώ δύο χρόνια νωρίτερα (1841) είχε μεταφράσει το έργο « Le Centaure »του M. De Guerin, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ευρωπαϊκός Ερανιστής».[25]Το 1844 δημοσιεύει μια πραγματεία σχετικά μετηνάλωση της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, «Το τελευταίον έτος της ελληνικής ελευθερίας»[34], ενώ το 1846 συντάσσει ένα «Επίτομον Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης»και συνεργάζεται στη σύνταξη μιας γαλλικής μεθόδου.[35]Το 1849 δημοσίευσε το«Εγχειρίδιον Γενικής Ιστορίας» προορισμένο για μαθητές Γυμνασίου.[36]Το 1853 εξέδωσε την πρώτη, σύντομη, μορφή του έργου του«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των νεοτέρων». Το 1860 ξεκίνησε η έκδοση της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους»,[37] έργου πουτον καθιέρωσε στον επιστημονικό χώρο. Το συγκεκριμένο έργο ήταν χωρισμένο σε 3 τόμους των 15 βιβλίων καιη έκδοσή του τέλειωσε το 1876. Μαθητής του ήταν καιο ιστορικός, και μετέπειτα πρωθυπουργός, Σπυρίδων Λάμπρος, καθώς καιοΠαύλος Καρολίδης.[24]
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος συνέδεσε ιστορικά τηναρχαιότηταμετη νεότερη Ελλάδα μέσω τουΒυζαντίου. Τις ίδιες απόψεις είχε υποστηρίξει νωρίτερα ο ιστορικός Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στην εισαγωγή τουστον τόμο της έκδοσης τωνδημοτικών τραγουδιών, το 1852, καθώς επίσης καιο Βρετανός Τζορτζ Φίνλεϊτo 1851 στο"History of Greece, from its Conquest by the Crusaders to its Conquest by the Turks"καιο Γερμανός Γιόχαν Βίλχελμ Τσινκάιζεν.[38] Ήταν από τους πρώτους εκφραστές της Μεγάλης Ιδέας.[39] Σύμφωνα μετον Παπαρρηγόπουλο, ο ελληνισμός δεν έσβησε ολοκληρωτικά μετην ήττα των Ελλήνων από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ., αλλά συνέχισε να υπάρχει και μάλιστα κατόρθωσε να αναγεννηθεί μετη σύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία δεν ήταν εκφυλισμένο υπόλειμμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά αποτελούσε την αναβίωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ως εναρκτήριο σημείο του Νέου Ελληνισμού προσδιόρισε το 1204, δηλαδή τηνάλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας. Διαφώνησε μετον ιστορικό Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ, ο οποίος στο έργο του«Ιστορία της χερσονήσου του Μωρέως κατά τον μεσαίωνα» (1830 και 1836) υποστήριζε ότι ο ελληνικός πληθυσμός είχε εξαφανιστεί τον 6οαι. μ.Χ., ύστερα από την κάθοδο σλαβικών φύλων, επομένως οι νεότεροι Έλληνες δεν είχαν καμία φυλετική συγγένεια με τους αρχαίους.[40]
Επίσης, ο Παπαρρηγόπουλος ήταν ο πρώτος που μελέτησε αναλυτικά την περίοδο της βασιλείας τωνΙσαύρων, καθώς καιο πρώτος που αναγνώρισε θετικά στοιχεία στις μεταρρυθμίσεις τους. Κατέκρινε πολλά ιστορικά πρόσωπα γιατην φιλοτουρκική τους στάση, όπως τονΙωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, ενώ δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τονΓεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα ως τον«Έλληνα σοσιαλιστή της ιε΄ εκατονταετηρίδος». Ο κύριος λόγος γιατον οποίο απέδιδε μεγάλη σημασία στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν το γεγονός ότι πίστευε πως αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του αρχαίου καιτου νέου ελληνισμού, καθώς η απόδειξη της ενότητας του ελληνικού έθνους ήταν βασική επιδίωξη του Παπαρρηγόπουλου. Γιατον Παπαρρηγόπουλο «(...) Ἑλληνικόν ἔθνος ὀνομάζονται ὅλοιοἱ ἄνθρωποι, ὅσοι ὁμιλοῦσιτὴν Ἑλληνικὴνγλῶσσαν, ὡς ίδίαν αὐτῶν γλώσσαν.»[41] Ένας επιπλέον λόγος γιατον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος θεωρούσε σημαντικό το Βυζάντιο ήταν καιη επίτευξη της πολιτικής ενότητας των Ελλήνων, που απουσίαζε από την αρχαία Ελλάδα. Στις απόψεις του Παπαρρηγόπουλου γιατην εθνική ενότητα αναγνωρίζεται η επίδραση της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και της διδασκαλίας του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνο Σχινά, μετον οποίο ο Παπαρρηγόπουλος είχε στενή σχέση.
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ήταν αυτός που ενέπνευσε τονΧαρίλαο Τρικούπη, μέσω τουΣτέφανου Δραγούμη, στονα κινηθεί βόρεια, αντιμετωπίζοντας τονσλαβικό κίνδυνο και παραμερίζοντας τοΚρητικό Ζήτημα. Οι σχέσεις του εξάλλου μετον Χαρίλαο Τρικούπη ήταν θετικές, μιας και αυτός τον είχε στείλει στην Κωνσταντινούπολη το 1882 για να διευθετήσει εκκλησιαστικά θέματα γιατην προσαρτημένη γη της Θεσσαλίας.[24]
Ο Παπαρρηγόπουλος υπήρξε επιτελικό στέλεχος της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετατόπιση των απώτατων ορίων των ελληνικών εδαφικών διεκδικήσεων από τονΌλυμπο, τοΜέτσοβοκαιταΚεραύνια όρη προς τονΑίμο, τοΣκάρδοκαι τις εκβολές τουΣκούμπιν.[42] Στους πέντε τόμους καιστονΕπίλογο της Ιστορίαςτου, ο οποίος εκδόθηκε το 1876 και μεταφράστηκε σταγαλλικά μεσούσης της κρίσης τουΑνατολικού ζητήματος, ο Παπαρρηγόπουλος άρθρωσε ένα σχήμα διάκρισης των ιστορικών «ελληνικών χωρών» σε τρεις ζώνες, από τις οποίες η βορειότερη, ανάμεσα στο Δούναβη καιτον Αίμο, ήταν εκσλαβισμένη, στην ευρισκόμενη νοτίως του Ολύμπου καιτων Κεραυνίων επικρατούσε πλήρως η ελληνική γλώσσα και φυλή, ενώ στην ενδιάμεση ζώνη, στηΜακεδονία, δηλαδή, καιτηΘράκη, υπήρχε ισορροπία ελληνικής και βουλγαρικής γλώσσας, αλλά οελληνισμός ήταν ο «ηθικός κύριος».[43]Την περίοδο των διαπραγματεύσεων γιατην προσάρτηση της Ηπειροθεσσαλίας το 1879, ο Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ως προτιμότερη την παράταση της οθωμανικής κυριαρχίας αντί της άρσης του σχίσματος της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που κατά τον ίδιο θα σήμαινε την παραχώρηση του μισού της ενδιάμεσης ζώνης στηΒουλγαρία.[44]
Η έκταση χρήσης της ελληνικής ως γλώσσας του εμπορίου στη νότια καιτη μεσαία ζώνη της Μακεδονίας σε ελληνικό εθνογραφικό χάρτη του 1899.
Την περίοδο αυτή έγινε γενικά αποδεκτή ως βόρειο όριο των διεκδικούμενων χωρών η νοητή γραμμή Αχρίδας-Στρώμνιτσας-Νευροκοπίου προκειμένου να οργανωθούν περισσότερο αποτελεσματικά οι ελληνικές διεκδικήσεις.[45]Σε απόρρητο υπόμνημά του προς τονΥπΕξΑλέξανδρο Κοντοσταύλοτο 1884, απαντώντας στο ερώτημα ποια είναι τα όρια του τμήματος της Μακεδονίας πουθα μπορούσε αποτελεσματικά να διεκδικήσει η Ελλάδα, ο Παπαρρηγόπουλος, χρησιμοποιώντας ως κριτήρια την ομιλούμενη γλώσσα και γεωπολιτικούς παράγοντες, διέκρινε τη Μακεδονία σε τρεις παράλληλες ζώνες: τη βόρεια, που θεωρούσε εντελώς ξένη προς τον ελληνισμό, την «αναμφισβήτως» ελληνική νότια (ως τη γραμμή Καστοριάς-Σερρών), καιτη μεσαία, όπου δεν ομιλούνταν σχεδόν πουθενά η ελληνική ως μητρική καιτην οποία περιοχή διεκδικούσαν οι Έλληνες καιοι Βούλγαροι.[46]Ο Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ότι οι ελληνικές διεκδικήσεις έπρεπε να περιοριστούν στη νότια καιτη μεσαία ζώνη, η οποία θα έπρεπε οπωσδήποτε να περιλαμβάνει ταΒιτώλια, τηΓευγελή, τηΣτρώμνιτσακαιτοΜελένικο, ανκαι, όπως διευκρίνισε με υπόμνημά τουτον επόμενο χρόνο, δε νόμιζε πως η διάκριση αυτή είχε ιστορική βάση ή πως θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί διεθνώς ότι η Μακεδονία περιορίζεται στις δύο αυτές ζώνες.[47]Η στρατηγική αυτή διεκδίκησης της νότιας και της μεσαίας ζώνης της Μακεδονίας που πρότεινε ο Παπαρρηγόπουλος, ως προϋπόθεση ελληνικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος και σύνδεσης μετη Θράκη καιτην Κωνσταντινούπολη, έγινε αποδεκτή, αρχικά από τον Τρικούπη το 1885, και υιοθετήθηκε ως εθνική επιταγή έως τους Βαλκανικούς πολέμους.[48]
Όταν ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος δημοσιοποίησε την πρώτη μορφή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, το 1853, στους περισσότερους λογίους επικρατούσε η άποψη ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ένα εκφυλισμένο κράτος, στο οποίο κυριαρχούσε ηθρησκοληψίακαιηδεισιδαιμονία.[49]Μια άλλη μερίδα ιστορικών, με κύριο εκπρόσωπο τονΚ. Τσοποτό, θεωρούσαν ότι οι ελληνικές κοινότητες ήταν προϊόν του οθωμανικού φορολογικού συστήματος και ότι δεν υπήρχε κανένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στις κοινότητες του Βυζαντίου και της Νεότερης Ελλάδας.
Μεγάλη μερίδα λογίων της εποχής κατέκρινε την προσπάθεια του Παπαρρηγόπουλου να «ενσφηνώσει» το Βυζάντιο, το οποίο θεωρούσαν θρησκόληπτο, ανάμεσα στην αρχαία καιτη νεότερη Ελλάδα. Για παράδειγμα, οΣτέφανος Κουμανούδηςτο 1853, λίγους μήνες μετά την έκδοση της μονότομης «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους», σε δημοσίευμά του στράφηκε εναντίον όσων εξέφρασαν απόψεις γιατην σημασία του Βυζαντίου, αναφερόμενος στον Παπαρρηγόπουλο, τον Ζαμπέλιο καιτονΣκαρλάτο Βυζάντιο.[50]Ο Κουμανούδης μάλιστα χρησιμοποιούσε τον όρο «Ζαμπελιοπαπαρρηγοπούλειος σχολή» όταν αναφερόταν επικριτικά στις απόψεις του. Το 1856 ο Δημήτριος Μαυροφρύδης, σε άρθρο τουστην εφημερίδα Αθηνά έγραφε: «η περί ενότητος των Ελλήνων μονομανία του [Παπαρρηγόπουλου] έφθασεν εις τομη περαιτέρω»και χαρακτήριζε τις ιδέες του «φαντασιοκοπήματα».[51] Συχνά είχε επιστημονικές διαφωνίες καιμετονΚωνσταντίνο Σάθα. Κατηγορήθηκε από πολλούς ως σλαβόφιλος,[52] ενώ εναντίον του εκφράστηκαν και προσωπικές επιθέσεις με αφορμή μη επιστημονικά ζητήματα, όπως ότι επιβουλευόταν την πανεπιστημιακή περιουσία (σε ανώνυμο φυλλάδιο του 1871, που αποκαλύφθηκε ότι ήταν κείμενο τουΓεωργίου Μιστριώτη, με αφορμή την υποψηφιότητά τουγιατην πρυτανεία),[53] ότι εξασφάλιζε κρατική χρηματοδότηση γιανα εκφράζει φιλοκυβερνητική πολιτική στην εφημερίδα «Ο Έλλην»και ότι είχε πολιτικές βλέψεις.[54]
Πολλές από τις επικρίσεις έγιναν από τοπικιστικό πνεύμα: οΜαργαρίτης Δήμιτσας διορθώνει στα 1874, στοιχεία σχετικά μετηΜακεδονία. ΟΘεόδωρος Δηλιγιάννηςτο 1876 διατυπώνει παρατηρήσεις σχετικά μετονΜωριά, ενώ οΠ. Βεργώτης επισημαίνει ελλείψεις της Ιστορίας του Παπαρρηγόπουλου σχετικά μεταΕπτάνησα. ΟΠαύλος Καρολίδης, δυσφορεί, το 1888, γιατην αυστηρή κριτική του ιστοριογράφου περί των αρχαίων Μικρασιατών. ΟΝικόλαος Δραγούμης, επίσης, διαφώνησε μετα στοιχεία που παρέθετε σχετικά μετην ένωση των Επτανήσων μετο Ελληνικό κράτος.[55]
↑Δημαράς, 1986, σελ. 114, 116-117, Παρίσταται στη δίκη του Κολοκοτρώνη με σκοπό να συντάσσει στα γαλλικά, για λογαριασμό του Υπουργείου τα Πρακτικά της δίκης.
↑Το 1851 ο Βυζάντιος σε έκδοση βιβλίου τουγιατην ιστορία της Κωνσταντινούπολης διατύπωνε την άποψη ότι ηη βυζαντινή ιστορία είναι αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής ιστορίας[εκκρεμεί παραπομπή]
Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος Δ.: Ιστορία του ελληνικού έθνους: Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα / Κ. Παπαρρηγόπουλου, Π. Καρολίδη, Γ. Αναστασιάδη, Ν. Μουτσόπουλου., 2η έκδ., εκδόσεις Αλέξανδρος, Αθήνα 2001 (15 τόμοι), ISBN 960-8092-13-2
Κουμπουρλής Ιωάννης: «Εννοιολογικές πολυσημίες και πολιτικό πρόταγμα: ένα παράδειγμα από τονΚ. Παπαρρηγόπουλο», Τα Ιστορικά, τόμος 15ος, τχ. 28-29 (Ιούνιος-Δεκέμβριος 1998), σσ. 31-58
Πελεκίδου- Νυσταζοπούλου, Μαρία: «Οι βυζαντινὲς ιστορικὲς σπουδὲς στην Ἑλλάδα. Απὸ τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», Μνήμη Δ. Α. Ζακυθηνού, Βυζαντινά Σύμμεικτα, τομ. 9B΄ (1994), σσ. 153-176
Σταματόπουλος Δημήτριος Α.: Το Βυζάντιο μετά το Έθνος: το πρόβλημα της συνέχειας στις Βαλκανικές ιστοριογραφίες, εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 2009