Ορυκτό ονομάζεται κάθε χημικό στοιχείο ή ανόργανη ένωση φυσικής προέλευσης, που βρίσκεται στοέδαφος ή στουπέδαφος ή στονερό (υπό μορφή διαλύματος), αποτελώντας συστατικό τωνπετρωμάτων, από τα οποία αποτελείται ο στερεός φλοιός της Γης. Ορυκτό είναι κάθε ομογενές σώμα από το οποίο αποτελείται ο στερεός φλοιός της γης. Φτιάχνεται με φυσικές διεργασίες και παρουσιάζει συγκεκριμένες ιδιότητες.
Ορισμένα ορυκτά, όπως για παράδειγμα τοδιαμάντι, τοθείοκαιοχρυσός είναι καθαρά χημικά στοιχεία. Τα περισσότερα, όμως, αποτελούνται από κάποια ανόργανη ένωση. ΟΒωξίτης, για παράδειγμα, είναι πέτρωμαπου αποτελείται από τα ορυκτά βαιμίτη, γιββσίτηκαιδιάσπορο, των οποίων το κύριο (αλλά όχι το μοναδικό) συστατικό είναι τοοξείδιοτουαργιλίου (Al2O3), ενώ ογαληνίτης είναι θειούχος μόλυβδος (PbS). Τέτοιου είδους ορυκτά βρίσκονται σταπετρώματα, αποτελώντας τα συστατικά τους ενώ άλλα, όπως τοχλωριούχο νάτριο (αλάτι) αφθονούν τόσο στηθάλασσα όσο καισε ποταμούς ή λίμνες. Ωστόσο, σπάνια ένα ορυκτό βρίσκεται αυτούσιο στη φύση. Τα περισσότερα ορυκτά περιέχουν και προσμίξεις άλλων ορυκτών. Όταν οι προσμείξεις υπερβαίνουν την τάξη των 0,1 ppm αναφέρονται στον χημικό τύπο του ορυκτού ενώ όταν υπερβαίνουν το 1 ppm μπορούν να αλλάξουν βασικά στοιχεία της σύστασης καιτων ιδιοτήτων του ορυκτού. ( ppm = parts per million )
Η εξέταση των ορυκτών μας βοηθά να κατανοήσουμε την προέλευση της Γης, εφόσον αποθηκεύουν στο εσωτερικό τους χρήσιμες πληροφορίες σχετικά μετοτι συνέβη στο γεωλογικό παρελθόν[1]. Το ορυκτό που αξιοποιείται ως πρώτη ύλη γιατην εξαγωγή κάποιου στοιχείου ονομάζεται μετάλλευμα. Για παράδειγμα ογαληνίτης είναι μετάλλευμα τουμολύβδου. Τα ορυκτά αποτελούν κύριο αντικείμενο μελέτης της Ορυκτολογίας.
Από τις χιλιάδες των ορυκτών λίγα είναι αυτά που αποδείχθηκαν χρήσιμα γιατον άνθρωπο. Τα υπόλοιπα, χαρακτηρίζονται ως σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά από τη μικρή ή μεγάλη αισθητική τους αξία. Κάποια ορυκτά ανήκουν σεμια πολύ ιδιαίτερη κατηγορία, τους πολύτιμους λίθους. Οι πολύτιμοι λίθοι ξεχωρίζουν γιατην ομορφιά, το χρώμα, τη διαφάνεια καιτη σπανιότητά τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το διαμάντι, το σμαράγδι, το ρουμπίνι καιτο ζαφείρι. Οι ημιπολύτιμοι λίθοι, από την άλλη, αποτελούνται από ορυκτά μικρότερης αξίας. Σήμερα, τα διαμάντια θεωρούνται ως οι ακριβότερες πέτρες γιατη λάμψη, τη στιλπνότητα καιτη σκληρότητά τους ενώ δεν λείπει καιη χρηστική σημασία τους ως βιομηχανικά ορυκτά[1][2][3].
Η συλλογή ορυκτών, σε μουσεία είτε ιδιωτικές συλλογές, είναι συνήθης σε παγκόσμιο επίπεδο, εντούτοις πρέπει να γίνεται σύμφωνα μετη νομοθεσία της κάθε χώρας και χωρίς να παραβλέπεται η ιστορική και πολιτιστική παρακαταθήκητων ορυκτών γιατην κάθε περιοχή[4].
Στα «εξοφλημένα» μεταλλεία της Λαυρεωτικής (Θορικού, Σουνίου, Καμάριζας, Πλάκαςκλπ) έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα ανεκτίμητης αξίας ορυκτά. Δείγματα αυτών των ορυκτών είναι περιζήτητα από συλλέκτες, καθώς απαντούν σε μοναδικούς σχηματισμούς, όπως ο αγαρδίτης, ο σερπιερίτης, ο θορικοσίτης, ο λαυριονίτης, ο καμαριζαΐτης, ο (χ)ιλαριονίτης, ο αττικαίτης κ. ά. Πολλά από τα ορυκτά αυτά εκτίθενται στο Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρίου καιτο Ορυκτολογικό-Μεταλλευτικό Μουσείο Καμάριζας Λαυρίου, ενώ άλλα συμπεριλαμβάνονται σε ιδιωτικές συλλογές[5]. Τα ορυκτά του Λαυρίου, σε όποιο μουσείο του κόσμου κιαν ευρίσκονται, αποτελούν σημαντικό τμήμα της Παγκόσμιας Ορυκτολογικής και γεωλογικής Κληρονομιάς[6].
Τα φυσικά χαρακτηριστικά ενός ορυκτού είναι σημαντικοί παράγοντες μακροσκοπικής αναγνώρισής τους. Ο κλάδος της Ορυκτολογίας που ασχολείται μετην ταυτοποίηση των ορυκτών ονομάζεται Ορυκτοδιαγνωστική. Δεν είναι όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά μακροσκοπικά αναγνωρίσιμα, π.χ. το σύστημα κρυστάλλωσης ταυτοποιείται μετη βοήθεια ειδικού πολωτικού μικροσκοπίουκαι αφού γίνουν λεπτές τομές στο δείγμα του ορυκτού. Ο πλεοχρωισμός, επίσης, είναι χαρακτηριστικό εμφανές μόνο στο μικροσκόπιο.
Το σύστημα κρυστάλλωσης είναι χαρακτηριστικό για κάθε ορυκτό. Σε πολλές περιπτώσεις, πουδεν είναι δυνατός ο καθορισμός της κρυσταλλικής συμμετρίας ενός ορυκτού λόγω μικρού μεγέθους ή κακού σχηματισμού των κρυστάλλων του, χρησιμοποιείται ειδικός τύπος μικροσκοπίου. Η κρυσταλλική δομή των ορυκτών (και όχι μόνο) αποτελεί αντικείμενο της Κρυσταλλογραφίας.
Υπάρχουν αρκετά ορυκτά, τα οποία δεν εμφανίζουν καθόλου κρυστάλλους (άρα στερούνται και συμμετρίας, ως στερεά). Αυτά τα ορυκτά χαρακτηρίζονται άμορφα, όπως, π.χ., οαλλοφανής, ολιγνίτηςκ. ά.
Λάμψη (αγγλ. luster) είναι η όψη που παρουσιάζει ένα ορυκτό όταν τοφως αντανακλά στην επιφάνειά του. Ογαληνίτης, ογραφίτηςκαιοσιδηροπυρίτης έχουν λάμψη μεταλλική. Τα περισσότερα όμως έχουν λάμψη υαλώδη (χαλαζίας, τοπάζιοκ.ά.) Άλλα, όπως τοζιρκόνιοκαιτοδιαμάντι, ανακλούν τις φωτεινές ακτίνες και λάμπουν ζωηρά. Άλλα έχουν ρητινώδη λάμψη, ενώ υπάρχουν ορυκτά μεταξώδη, μαργαριτώδη, γαλακτόχροα, γαιώδη ή λιπαρά.
Η υφή (αγγλ. texture) είναι το χαρακτηριστικό που εμφανίζουν τα αθροίσματα των κρυστάλλων ενός ορυκτού. Μπορεί, για παράδειγμα, τα συσσωματώματα να μοιάζουν με τσαμπί σταφυλιού, (βοτρυοειδής υφή), με βελόνες (βελονοειδής), με ισχυρά συνεκτική δομή (συμπαγής), με κόκκους (κοκκώδης), με επιφλοιώσεις (φλοιώδης) κτλ.
Το χρώμα των περισσοτέρων ορυκτών εξαρτάται από πολλές συνθήκες. Ωστόσο, μερικά ορυκτά δεν μεταβάλλουν το χρώμα τους: (οσιδηροπυρίτης έχει το κίτρινο του ορείχαλκου, ογαληνίτης είναι γκρίζος καιοχρυσός κίτρινος).[7]
Το φαινόμενο του χρωματισμού προκαλείται από τηνηλεκτρομαγνητική ακτινοβολίαη οποία αλληλεπιδρά μεταηλεκτρόνια,[8]και υπάρχουν 2 γενικές κατηγορίες στοιχείων οι οποίες καθορίζονται από τη συνεισφορά τους στον χρωματισμό ενός ορυκτού. Ταιδιοχρωματικά στοιχεία, καιτααλλοχρωματικά -μαζί μεταψευδοχρωματικά-. Τα ιδιοχρωματικά στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα γιατη σύνθεση του ορυκτού, προσδίδουν μόνιμο χρωματισμό στο ορυκτό.[9][10] Παραδείγματα ορυκτών αυτού του τύπου αποτελούν ομαλαχίτης (πράσινο χρώμα) καιοαζουρίτης (γαλανό χρώμα). Αντίθετα, τα αλλοχρωματικά στοιχεία των ορυκτών παρουσιάζονται σε ιχνοστοιχεία ως ατέλειες. Παράδειγμα τέτοιου ορυκτού είναι τορουμπίνικαιτοζαφείριτα οποία αποτελούν ποικιλίες τουκορούνδιου,[10] ενώ στα ψευδοχρωματικά στοιχεία ο χρωματισμός είναι αποτέλεσμα της συμβολής των κυμάτων του φωτόςστο ορυκτό, όπως στονλαβραδορίτηκαιτονβορνίτη.
Εκτός από τον απλό χρωματισμό του σώματος, τα ορυκτά μπορεί να διαθέτουν και άλλα ειδικά οπτικά χαρακτηριστικά, όπως ο συνδυασμός των χρωμάτων, οαστερισμός, οιριδισμός, καιοπλεοχρωισμός τους, με αρκετές από τις ιδιότητες αυτές να καθορίζουν και τις χρωματικές ποικιλίες του ορυκτού. Ο συνδυασμός των χρωμάτων όπως στοοπάλιο, έχει ως αποτέλεσμα τη θέαση διαφόρων χρωμάτων καθώς το ορυκτό περιστρέφεται, ενώ ο πλεοχρωισμός αφορά την αλλαγή του χρώματος καθώς το φως διαπερνά το ορυκτό από διαφορετικές κατευθύνσεις. Κατά τον ιριδισμό, οι χρωματικές ποικιλίες προκαλούνται από τη διασπορά του φωτός επί της επιφάνειας του ορυκτού η οποία μπορεί να αποτελείται από χημικώς διαφορετικά τμήματα.[11] Αντίθετα μετον ιριδισμό, οι χρωματικοί συνδυασμοί στο οπάλιο προκαλούνται από την αντανάκλαση του φωτός επί μικροσκοπικών σφαιρών σιλικόνηςστην επιφάνεια του ορυκτού.[12]Στον αστερισμό, κατά την περιστροφή του ορυκτού δίνεται η εντύπωση σχηματισμού σχήματος αστεριού, κάτι που παρατηρείται συχνά στους πολύτιμους λίθους τουκορούνδιου.[11][12]
Επιφάνειες εξέτασης γραμμής κόνεως ορυκτών
Ηγραμμή κόνεως ενός ορυκτού αφορά τον χρωματισμό που έχει ενώ βρίσκεται σε μορφή σκόνης, ο οποίος πιθανώς να είναι ο ίδιος καιμε αυτόν που είχε το ορυκτό σε στερεή μορφή, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να είναι βέβαιο, ωστόσο γενικά αποτελεί ασφαλέστερο κριτήριο γιατον χρωματισμό και χρησιμεύει συχνά ως κριτήριο γιατην ταυτοποίηση ενός ορυκτού.[10]Γιατην εξακρίβωση της γραμμής κόνεως, συνήθως χρησιμοποιούνται ειδικές πορσελάνινες επιφάνειες λευκού ή μαύρου χρώματος επί των οποίων εξετάζονται τα ορυκτά. Η γραμμή κόνεως ενός ορυκτού είναι ανεξάρτητη από ταιχνοστοιχείατου,[9] ή τον τύπο της επιφάνειας.[10] Ένα κοινό παράδειγμα ως προς τη μεταβολή του χρώματος ενός ορυκτού κατά τη στέρεη μορφή τουκαι κατά αυτή της γραμμής κόνεως, είναι οαιματίτης, όπου ως στέρεο μπορεί να έχει μαύρο, αργυρό ή ερυθρό χρώμα, ενώ ως σκόνη διαθέτει ένα σκούρο ερυθρό με καφέ χρωματισμό.[9][10]Η μεταβολή του χρωματισμού στη γραμμή κόνεως είναι συνήθως περισσότερη διακριτή στα μεταλλικά ορυκτά, σε αντίθεση μεταμη μεταλλικά όπου το χρώμα τους καθορίζεται από αλλοχρωματικά στοιχεία,[9] ενώ η εξέταση της γραμμής κόνεως εξαρτάται και από τη σκληρότητα του ορυκτού καθώς είναι δυνατό να ληφθεί μόνο για ορυκτά χαμηλότερης σκληρότητας από το ίδιο το πλακίδιο επί του οποίου γίνεται η εξέταση (6,5).[10]
Η σκληρότητα είναι η αντίσταση που εμφανίζουν τα ορυκτά σε εγχάραξη. Τα ορυκτά είναι τόσο σκληρότερα όσο τα άτομά τους είναι μικρότερα και πυκνότερα. Γιατη μέτρηση της ιδιότητας αυτής χρησιμοποιείται ηδεκάβαθμη σκληρομετρική κλίμακα Μος (Mohs). Κατά την κλίμακα αυτή, οτάλκης φέρεται ως το μαλακότερο ορυκτό (σκληρότητα 1), ενώ το διαμάντι ως το σκληρότερο (σκληρότητα 10). Αναλυτικότερα η κλίμακα αυτή, που επινοήθηκε από τον Μος (γι' αυτό και φέρει το όνομά του), αποτελείται από τα εξής δέκα ορυκτά, κατά σειρά από το μαλακότερο προς το σκληρότερο:
Καθένα από αυτά τα ορυκτά χαράσσει τα προηγούμενά του. Έτσι ο τάλκης δε χαράσσει κανένα και χαράσσεται από όλα, ενώ το διαμάντι χαράζει όλα καιδε χαράσσεται από κανένα.
Η πυκνότητα αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ορυκτού, αφού είναι το πηλίκο της μάζας τουμετη μάζα ίσου όγκου νερού. Ποικίλλει ανάλογα μετην ποσότητα καιτο είδος των προσμίξεων αλλά και τις παραλλαγές στη χημική σύσταση του ορυκτού.
Η συνεκτικότητα (αγγλ. tenacity) είναι η αντίσταση που παρουσιάζει ένα ορυκτό σε χτύπημα, κάμψη ή κοπή. Τα περισσότερα ορυκτά θραύονται και κονιορτοποιούνται σε χτυπήματα. Εξαίρεση αποτελεί ομοσχοβίτηςπου είναι ελαστικός και ξαναπαίρνει την αρχική του θέση πριντην κάμψη.
Ο σχισμός (αγγλ. cleavage) είναι η ιδιότητα των ορυκτών κρυστάλλων να σχίζονται σε παράλληλα επίπεδα που καθορίζονται από τακρυσταλλικά συστήματα. Δεν εμφανίζεται σε όλα τα ορυκτά, ενώ σε άλλα αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, με βάση το οποίο ταυτοποιούνται (π.χ. ομοσχοβίτης).
Θραύση ή και θραυσμός (αγγλ. fracture): Όταν τα ορυκτά θραύονται, εμφανίζουν επιφάνειες θραύσης ποικίλων σχημάτων. Οι επιφάνειες θραύσης τουοψιδιανού είναι κογχοειδείς και ανώμαλες, ενώ ομαγνητίτης παρουσιάζει επιφάνεια θραύσης οδοντωτή.
Διδυμία είναι η ιδιότητα που εμφανίζουν ορισμένοι κρύσταλλοι του ίδιου ορυκτού να σχηματίζουν συμφύσεις. Αποτελεί σημαντικό ορυκτοδιαγνωστικό χαρακτηριστικό.
Ηδιαλυτότηταστο νερό που παρατηρείται στοναλίτη καθώς καισε μερικά άλλα ορυκτά που χαρακτηρίζονται ακόμα και από τηγεύση τους.
Οφθορισμός, ιδιότητα που έχουν ορισμένα ορυκτά να επανεκπέμπουν την ακτινοβολία που δέχονται, σε άλλο, όμως, μήκος κύματος.
Οπλεοχρωισμός είναι η ιδιότητα των κρυστάλλων ενός ορυκτού να εμφανίζουν διαφορετικό χρώμα όταν, φωτιζόμενοι με γραμμικά πολωμένο λευκό φως, κάθετα ή παράλληλα με τους οπτικούς τους άξονες (πρέπει να διαθέτουν τουλάχιστον δύο οπτικούς άξονες γιανα εμφανιστεί πλεοχρωισμός), εμφανίζουν περισσότερες από δύο αποχρώσεις. Ο πλεοχρωισμός δεν εμφανίζεται σε όλα τα ορυκτά, ιδιαίτερα απουσιάζει σε όσα έχουν ισχυρή συμμετρία και εμφανίζουν μονάξονες κρυστάλλους, απουσιάζει, όμως, και από ορισμένα ορυκτά με διάξονες κρυστάλλους, όπως οημιμορφίτης.
Οχρωματισμός φλόγας αποτελεί και έναν από τους τρόπους αναγνώρισης των ορυκτών και στηρίζεται στην αντίστοιχη χαρακτηριστική ιδιότητα που εμφανίζουν τα στοιχεία (πυροχημική ανίχνευση): Όταν ένα ορυκτό τεθεί σε φλόγα φωταερίου, τη χρωματίζει με χαρακτηριστικό χρώμα. Έτσι, τα ορυκτά του νατρίου χρωματίζουν τη φλόγα κίτρινη (όπως συμβαίνει για όλες τις ενώσεις του νατρίου), του χαλκού πράσινη κτλ.
Ηδιαφάνεια αποτελεί, επίσης, ένα χαρακτηριστικό των ορυκτών. Υπάρχουν ορυκτά ολοσχερώς διαφανή, ημιδιαφανή και αδιαφανή, αλλά δεν είναι σπάνιο το ίδιο ορυκτό να εμφανίζει και τις τρεις καταστάσεις διαφάνειας, όπως, π.χ., οασβεστίτης.
Δεν σχηματίζονται όλα τα ορυκτά μετον ίδιο τρόπο. Ορισμένα είναι πρωτογενή, δηλαδή σχηματίζονται από τη βαθμιαία κρυστάλλωση τουμάγματος, όπως τοδιαμάντι ή τη δράση θερμών διαλυμάτων που επιδρούν σεμια μάζα πετρώματος (υδροθερμικός σχηματισμός). Άλλα είναι δευτερογενή και σχηματίζονται όταν παράγοντες όπως το οξυγόνο ή άλλα αέρια του αέρα, η υγρασία, τα υπόγεια ή επιφανειακά ύδατα, η θερμότητα του περιβάλλοντος επιδράσουν στα πρωτογενή ορυκτά καιτα αλλοιώσουν (εξαλλοίωση ή οξείδωση).
Ορισμένα από τα δευτερογενή ορυκτά χαρακτηρίζονται ως «ανθρωπογενή», δενθα υπήρχαν δηλαδή χωρίς την καταλυτική επίδραση του ανθρώπου τους τρεις τελευταίους 2-3 αιώνες και κυρίως την εξορυκτική και μεταλλουργική δραστηριότητα, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που έχουν δημιουργηθεί πολύ παλαιότερα όπως στα αρχαία ορυχεία του Λαυρίου[13]. Εκτιμάται ότι από το σύνολο των ορυκτών παγκοσμίως, τα 208, δηλαδή το 3% περίπου, έχουν ανθρωπογενή προέλευση. Για παράδειγμα, ο Νεαλίτης ή νεάλιθος (Nealite), που ονομάστηκε έτσι το 1980 προς τιμήν του αμερικανού δικηγόρου και συλλέκτη ορυκτών Leo Neal Yedlin, δημιουργήθηκε από την επίδραση του θαλασσινού νερού στις μεταλλουργικές σκουριές του Λαυρίου. Στην ίδια κατηγορία ανθρωπογενών ορυκτών ανήκουν επίσης ο λαυριονίτης, ο παραλαυριονίτης, οφιντλερίτης, ο γεωργιαδεσίτης, ο σερπιερίτης, ο καπελασίτης, οΚτενασίτηςκλπ, περίπου 15 και πλέον ορυκτά που αποτελούν πλέον type localities γιατην περιοχή του Λαυρίου[14][13].
Επισημαίνεται ότι ο κατάλογος του συνόλου των ορυκτών παγκοσμίως δεν περιλαμβάνει τα χιλιάδες νέα συνθετικά υλικά που έχουν ιδιότητες των ορυκτών καιτα οποία οι άνθρωποι παράγουν βιομηχανικά. Τα υλικά αυτά, σύμφωνα μετον καθηγητή R. Hazen, θα παραμείνουν στο διαχρονικό γεωλογικό «αρχείο» γιατα επόμενα δισεκατομμύρια χρόνια ως υπόμνηση ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι στηΓη[14].
Υπάρχει καιη κατηγορία των βιοορυκτών που αποτελείται από ορυκτά φτιαγμένα από ζωντανούς οργανισμούς όπως είναι τα στρείδια (δημιουργούν ανθρακικό ασβέστιο) καιτα μαργαριτάρια. Άλλος ένας τρόπος σχηματισμού ορυκτών είναι η χημική καθίζηση σε υπέρκορο διάλυμα.
Συνήθως δεν απαντάται ένα ορυκτό μόνο του: Εμφανίζεται μαζί με άλλα που έχουν παρόμοια χημική σύσταση ή προέρχονται από τον ίδιο παράγοντα σχηματισμού (παραγενέσεις). Στην περίπτωση αυτή γίνεται λόγος για ορυκτά που "σχετίζονται" μεταξύ τους, ενώ ορισμένες φορές γίνεται υποκατάσταση ενός στοιχείου στο κρυσταλλικό πλέγμα ενός ορυκτού από άλλο (συνήθως χημικά συγγενούς). Προκύπτει έτσι ένα "μίγμα" ορυκτών, οπότε αναφέρονται ως "παραμικτική σειρά".
Τα περισσότερα ορυκτά έχουν ονομαστεί από παλιά είτε από τη θέση που πρωτοεντοπίστηκαν (π.χ. ατακαμίτης από την Ατακάμα της Χιλής) είτε από τα συστατικά τους (π.χ. σιδηροπυρίτης από τον περιεχόμενο σίδηρο), από το σχήμα των κρυστάλλων τους (π.χ. σταυρόλιθος), από τις λέξεις που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα κατά τις εμπορικές συναλλαγές (π.χ. τουρμαλίνης) είτε από τους ανθρώπους πουτα ανακάλυψαν (π.χ. σερπιερίτης ή από ανθρώπους πουοι ονοματοδότες ήθελαν να τιμήσουν (π.χ. τορμπερνίτης)[15]. Ορισμένες φορές το όνομα αποδίδεται λόγω της σύγχυσης με άλλα ορυκτά (π.χ. απατίτης). Όσα ονόματα είχαν καθιερωθεί στη βιβλιογραφία πριντο 1959 παρέμειναν και χαρακτηρίζονται "pre-IMA" ή "grandfathered", ενώ αρμόδια γιατην ονοματοδοσία νέων ορυκτών ή τη μετονομασία ήδη γνωστών αρμόδια είναι ηΙΜΑ (International Mineralogical Association). Γιατο σκοπό αυτό ηΙΜΑ συγκροτεί επιτροπές (commissions), ομάδες εργασίας (workgroups) και συμβούλια (committees)[16]
Τα ορυκτά ταξινομούνται με βάση τη χημική τους σύσταση, κυρίως αυτή τωνανιόντων. Αυτό έγινε επειδή συνήθως τα ορυκτά συνίστανται από ένα μόνο ανιόν, ενώ είναι πολύ συνηθισμένο να συμμετέχουν πολλά διαφορετικά κατιόντα.[17]Η κυριότερη καιπιο διαδεδομένη ταξινόμηση ορυκτών είναι η ταξινόμηση κατά Dana.
Είναι τα στοιχεία με σχετικά μικρή δραστικότητα που απαντούν ελεύθερα στη φύση. Τέτοια είναι οχρυσός (Au), οάργυρος (Ag), οχαλκός (Cu), ολευκόχρυσος (Pt) (καιτα μέταλλα της ομάδας του) και ορισμένα αμέταλλα, όπως οάνθρακας (C) καιτοθείο (S).
Ως κύριο ανιόν συναντάται το θείο, όπως στοσιδηροπυρίτη (FeS2), στοσφαλερίτη (ZnS), στογαληνίτη (PbS) κτλ. Στην ομάδα θειούχων περιλαμβάνονται καιτα ορυκτά που ως ανιόν έχουν τα στοιχεία αρσενικό, σελήνιοκαιτελλούριο.
Αναφέρονται και ως "αλογονίδια". Είναι τα ορυκτά που ως βασικό ανιόν έχουν κάποιο από τααλογόνα (φθόριο, χλώριο, βρώμιο, ιώδιο). Συνήθως είναι ετεροπολικές ενώσεις και ως κατιόν περιέχουν ελαφρά μέταλλα (νάτριο, κάλιο, ασβέστιοκτλ). Παραδείγματα είναι οαλίτης (NaCl), οφθορίτης (CaF2) κτλ.
Ως κύριο ανιόν περιέχουν την ανθρακική ρίζα CO3-2. Γνωστότερα ορυκτά αυτής της ομάδας είναι οασβεστίτης (CaCO3) καιοδολομίτης (MgCO3). Λόγω ομοιότητας στη δομή των ριζών, στην ομάδα αυτή κατατάσσονται καιτα ορυκτά με ανιόν τη νιτρική ρίζα (NO3-) (νιτρικά).
Τα ορυκτά αυτά έχουν ως κύριο ανιόν τη θειική ρίζα SO4-2. Χαρακτηριστικό ορυκτό αυτής της ομάδας ογύψος (CaSO4.2H2O). Λόγω ομοιότητας δομής σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται καιτα βολφραμικά, που περιέχουν τη ρίζα WO4-2.
Περιέχουν την - τετραεδρικής δομής- φωσφορική ρίζα PO4-3. Γνωστότερο ορυκτό αυτής της ομάδας είναι οαπατίτης. Λόγω ομοιότητας δομής των αντίστοιχων ριζών στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τα αρσενικικά (AsO4-3) και βαναδινικά (VO4-3).
Περιέχουν ως ανιόντα είτε την - επίπεδης τριγωνικής δομής - ρίζα BO3-3 ή την - τετραεδρικής δομής - ρίζα BO4-5. Χαρακτηριστικότερο ορυκτό είναι οβόρακας.
Ίσως η πολυπληθέστερη ομάδα ορυκτών. Περιέχουν την τετραεδρικής δομής ρίζα SiO4-2, η οποία μπορεί να σχηματίσει πολλαπλά συνδεδεμένα μεταξύ τους τετράεδρα μεμια μορφή πολυμερισμού. Ανάλογα μετον τρόπο διάταξης των πολλαπλών ριζών, τα πυριτικά ορυκτά διακρίνονται στις εξής υποομάδες:
Δεν είναι όλα τα ορυκτά το ίδιο διαδεδομένα στην επιφάνεια ή στο υπέδαφος της Γης. Ορισμένα είναι ιδιαίτερα άφθονα, όπως, π.χ., οασβεστίτης, άλλα είναι ιδιαίτερα σπάνια, όπως, π.χ. ογαδολινίτης, τοδιαμάντικτλ. Η σπανιότητά τους μπορεί να οφείλεται είτε στη χημική τους σύσταση (π.χ. ορυκτά τωνσπανίων γαιών) είτε στον τρόπο σχηματισμού τους (π.χ. διαμάντι).
Περιοχές όπου ανευρίσκονται ορυκτά σε εκμεταλλεύσιμες ποσότητες ονομάζονται ορυχεία ή, λιγότερο ορθά, μεταλλεία.
Πρόκειται γιατα ορυκτά τα οποία εξορύσσονται σε συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για κάτι ανάλογο (αλλά ευρύτερο) από το φαινόμενο που περιγράφουν οι όροι «conflict diamonds» (ή blood diamonds), οι οποίοι αναφέρονται ειδικά στα διαμάντια. Έτσι, η αξιοποίηση των πρώτων υλών, από εργαλείο ανάπτυξης, γίνεται αφορμή για αστάθεια και συγκρούσεις σε διάφορες περιοχές, μετεξελισσόμενη σε «κατάρα παρά ευλογία» (ή "resource curse").
Ποιες γεωγραφικές περιοχές;Οι γεωγραφικές περιοχές που επηρεάζονται από το φαινόμενο είναι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό καιη περιοχή των Μεγάλων Λιμνών στην Αφρική, όπου πάνω από 5 εκατ. άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους τα τελευταία 15 χρόνια. Μάλιστα, η κατάσταση στο Κονγκό, όπου καταγράφονται οι περισσότερες απώλειες ανθρώπινης ζωής μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει υποεκτιμηθεί από τον διεθνή Τύπο σε σχέση μετο πραγματικό μέγεθός της[19].
Ποια ορυκτά;Ο κασσίτερος/κασσιτερίτης (cassiterite), το ταντάλιο/κολτάν (columbite-tantalite), το βολφράμιο/βολφραμίτης (wolframite) καιο χρυσός (gold), ορυκτά και μέταλλα τα οποία χρησιμοποιούνται σε πολλά καταναλωτικά προϊόντα στηνΕΕκαισε ολόκληρο τον κόσμο, ιδίως από τους κατασκευαστές ηλεκτρονικών ειδών: υπολογιστών, tablet, playstation, LCD, κινητών τηλεφώνων κ.α.
Τον Ιούλιο του 2010, το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε νόμο (νόμος του Dodd Frank γιατην κεφαλαιαγορά, section 1502) που αναθέτει στην Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να εκδώσει κανονισμό όπου απαιτείται από τις εταιρείες-μέλη να δηλώνουν μετη «δέουσα επιμέλεια» εάν γιατην κατασκευή ή τη λειτουργικότητα των προϊόντων τους απαιτούνται τα συγκεκριμένα ορυκτά. Αντιστοίχως, στηνΕΕ προωθείται νομοθεσία, μετην οποία οι Ευρωπαίοι εισαγωγείς θα πρέπει να λαμβάνουν ειδική πιστοποίηση από τηνΕΕ ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν τροφοδοτούν τις συγκρούσεις και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε περιοχές όπου υφίστανται ένοπλες συγκρούσεις[19].
Οι χρήσεις των ορυκτών είναι γνωστή από την αρχή της Ιστορίας του ανθρώπου. Χρησιμοποιήθηκαν όπως και σήμερα, ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, τους αποδόθηκαν και χρήσεις που σήμερα έχουν καταργηθεί, όπως, π.χ., η χρήση μαγνησίτηγιατην καταπολέμηση της υπερχλωρυδρίας (κοινώς καούρας) του στομάχου κ.τ.λ., ενώ χρησιμοποιήθηκαν και ως παρασιτοκτόνα (θείο), χρήση που γίνεται, σε περιορισμένο βαθμό, και σήμερα.
Σε όποιο μέρος της γης κιαν ζούμε, κάθε φορά που τρώμε, πίνουμε, πλένουμε ή πλενόμαστε, γράφουμε, ζωγραφίζουμε, μαγειρεύουμε, ταξιδεύουμε, ή απλά καθόμαστε στην εστία του σπιτιού μας, μεταχειριζόμαστε χρήσιμα ορυκτά που έχουν εξορυχθεί και υποστεί κατάλληλη επεξεργασία [20].
Τα ορυκτά αποτελούν σημαντική πρώτη ύλη γιατη βιομηχανία. Από αυτά παράγονται, σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα, όλα τα χημικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται γιατην κατασκευή αντικειμένων τόσο γιατην καθημερινή ζωή όσο καιγια ειδικές χρήσεις. Για παράδειγμα, από αιματίτηκαιιλμενίτη παράγονται σίδηροςκαιτιτάνιο, από γαληνίτη παράγεται μόλυβδος, από σιδηροπυρίτη παρασκευάζεται θειικό οξύ, ενώ άλλα ορυκτά χρησιμοποιούνται απευθείας ως έχουν σε βιομηχανικές εφαρμογές, όπως ομπεντονίτης, και ονομάζονται βιομηχανικά ορυκτά.
Μεγάλος αριθμός ορυκτών χρησιμοποιούνται σήμερα στην προστασία του περιβάλλοντος και γενικότερα σε περιβαλλοντικές εφαρμογές[21].Εντούτοις υπάρχουν ορυκτά πουη εξόρυξή τους είτε η βιομηχανική τους επεξεργασία κρύβουν κινδύνους γιατον άνθρωπο καθότι περιέχουν ιχνοστοιχεία ή βαρέα μέταλλα τα οποία μπορούν να συγκεντρωθούν στο νερό, στο έδαφος ή στα φυτά, καινα έχουν τοξικές επιδράσεις στο περιβάλλον, στους ανθρώπους καιστα ζώα[22].
Εκτός από την ευρεία χρήση τους ως πρώτων υλών, λόγω της ομορφιάς που παρουσιάζουν πολλά από αυτά, αλλά και της μεγάλης σκληρότητάς τους, χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι λίθοι, όπως τοζαφείρι, τοσμαράγδι, τοδιαμάντικ. ά. στην κοσμηματοποιία ή ως υλικά κατασκευής διακοσμητικών αντικειμένων (ημιπολύτιμοι λίθοι), όπως οφθορίτης, οοπάλιος[23], ομαλαχίτηςκ. ά.
Ακόμη και ορυκτά που είναι, λόγω σκληρότητας, θραύσης ή διαλυτότητας (ορισμένες φορές και ραδιενέργειας) ακατάλληλα για αυτές τις χρήσεις, γίνονται αντικείμενα συλλογής από συλλέκτες, καθώς παρουσιάζουν πολύ όμορφους κρυσταλλικούς σχηματισμούς, ποικιλία χρωμάτων (ορισμένες φορές έντονων) και διαφάνειας.