ΟΣταχτοτσικνιάς είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογενείαςτωνΕρωδιιδών, που απαντά καιστον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία τουείδους είναι Ardea cinereaκαι περιλαμβάνει 4 υποείδη.[2][3]
Η επιστημονική ονομασία τουγένουςArdea είναι λατινική,[4] έχει αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως ερωδιόςκαι, πιθανότατα, προέρχεται από μετατροπή τουασεε από τη λέξη αρωδιός, δηλαδή [ardea > αρωδιός > ερωδιός]. Η κατάληξη -ιός, συναντάται ως επίθημα καισε άλλες ονομασίες πτηνών π.χ. αιγωλιός, χαραδριός, κ.α. Η γραφή ερῳδιός, με υπογεγραμμένη στονΗρωδιανό πρέπει να είναι υστερογενής καινα οφείλεται σε αναλογία μετα επίθετα σε -ίδιος.[5]
Η λατινική επιστημονική ονομασία τουείδουςcinerea «ο έχων το χρώμα της στάχτης»,[6] προέρχεται από τοcĭnis «στάχτη» [7]και παραπέμπει στο χρώμα του πτερώματος του πτηνού.
Τα ίδια ισχύουν γιατην αγγλική καιτην ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού, μόνο πουοι Βρετανοί το αποκαλούν ως «γκρίζο ερωδιό» (Grey heron).
Τοείδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1757, από τον Λινναίο μετην τωρινή του επιστημονική ονομασία.[8]
Ο σταχτοτσικνιάς, όπως καιοι άλλοι ερωδιοί (οικογένειαΕρωδιίδες, Ardeidae), ανήκει σε ένα από τα πλέον «προβληματικά» taxa, για τους σύγχρονους ερευνητές, τηντάξηΠελεκανόμορφα (Pelecaniformes). Οι διαφωνίες μεταξύ των επιστημόνων είναι έντονες καιδεν φαίνεται λύση στο άμεσο μέλλον. Κάποιοι από αυτούς δέχονται την ύπαρξή της και έχουν «μεταφέρει» την οικογένεια των ερωδιών (Ερωδιίδες) σε αυτήν (από την παλαιότερη θέση της στην αυτόνομη τάξη Πελαργόμορφα). Οι υπόλοιποι είναι κατηγορηματικά αντίθετοι με αυτή τη θέση και, όχι μόνον δεν δέχονται αυτή τη μετακίνηση αλλά, ήδη, άρχισαν τη διάσπαση της τάξης τωνΠελεκανομόρφωνσε επί μέρους τάξεις. Μάλιστα, υποστηρίζουν ότι ο πυρήνας τωνΠελεκανομόρφων πρέπει να ενσωματώσει όλους τους ερωδιούς υπό την παρούσα κατάσταση (τάξη Πελαργόμορφα, Ciconiiformes). Το θέμα έχει περιπλακεί μετην εισαγωγή δεδομένων DNA, που αλλού δίνει «απαντήσεις» και αλλού, όχι. Σε Διεθνές Ορνιθολογικό Συνέδριο (IOC) πάρθηκε η απόφαση να γίνει αποδεκτή η τάξη Πελεκανόμορφακαινα μεταφερθούν εκεί οι (Ερωδιίδες), ωστόσο η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά «μετέωρη».
Ο σταχτοτσικνιάς είναι ηπειρωτικό είδος τουΠαλαιού Κόσμου, δηλαδή ζει, αναπαράγεται και μετακινείται σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική.
Στην Ευρώπη αποτελεί κοινό είδος, ευρισκόμενο σε όλη την ήπειρο εκτός από τις βόρειες περιοχές της Φιννοσκανδιναβίας, σε διάφορες μορφές μετακίνησης (βλ. Πίνακα υποειδών).
Στην Ασία η εξάπλωσή του περιλαμβάνει όλο το κεντρικό τμήμα της ηπείρου, σεμια συμπαγή ζώνη αναπαραγωγής, από την Τουρκία καιτηΔ. Ρωσία στα δυτικά, μέχρι την Ιαπωνία, τηνΑ. Κίνα και τις Φιλιππίνες στα ανατολικά και, από τα όρια της Σιβηρίας στα βόρεια, μέχρι την Ινδία καιτην Ινδονησία στα νότια.
Η Αφρική είναι, επίσης, επικράτεια όπου ζει, αναπαράγεται και διαχειμάζει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με εξαίρεση τη Σαχάρα και τις γύρω χώρες.
Τέλος, έχει εισαχθεί στα νησιά Κομόρες, στα βορειοδυτικά της Μαδαγασκάρης.[9]
Αρ.
Υποείδος
Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης)
Όπως φαίνεται στον πίνακα κατανομής υποειδών, ο σταχτοτσικνιάς είναι μεταναστευτικό είδος, στα περισσότερα τμήματα της επικρατείας του. Στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι μόνιμος κάτοικος στα βορειοδυτικά της ηπείρου καισε περιορισμένους θύλακες στα κεντρικά και νότια (Ισπανία, Ιταλία κ.α.). Έρχεται το καλοκαίρι γιανα φωλιάσει στις εκτεταμένες υγρές πεδιάδες της ΑΚ. καιΑ. Ευρώπης και Ρωσίας, ενώ διαχειμάζει στις μεσογειακές χώρες από την Ιβηρική καιτηΒΔ Αφρική μέχρι τηΜικρά ΑσίακαιτηΜέση Ανατολή.
Στην Ασία, οι εκεί πληθυσμοί μεταναστεύουν νότια και, ανάλογα μετο γεωγραφικό μήκος, προς Ταϊβάν, Φιλιππίνες και Ινδοκίνα, ενώ στηνΚ. καιΔ. Αφρική μεταναστεύουν οι βόρειοι και νότιοι πληθυσμοί της ηπείρου, αλλά και πολλοί ευρωπαϊκοί.
Ηφθινοπωρινή μετανάστευση πραγματοποιείται, γενικά, σεΝ.-ΝΔ. κατεύθυνση. Η μεγαλύτερη αποδημία καταγράφηκε σε δακτυλιωμένο πουλί, από τη Σουηδία στη Σιέρα Λεόνε και αντιστρόφως, μια γραμμή συνολικού μήκους 5.865 χιλιομέτρων.[10]Το φθινόπωρο, τα πουλιά φεύγουν τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο και αρχίζουν να επιστρέφουν ήδη από τον Φεβρουάριο και τις αρχές Μαρτίου στα εδάφη αναπαραγωγής.[11]. Τα περισσότερα ταξίδια πραγματοποιούνται κατά τις νυκτερινές ώρες, μετα πουλιά να πετούν σε μικρές ομάδες ή μεγαλύτερα σμήνη των 200-250 ατόμων.[12]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τηΓροιλανδία, τηνΑγία ΕλένηκαιταΣβάλμπαρντ, ενώ δεν είναι εξακριβωμένη η παρουσία του είδους στηνΑυστραλία.[13]
ΣτηνΕλλάδα, ο σταχτοτσικνιάς είναι επιδημητικόκαι μερικώς μεταναστευτικό είδος. Έρχεται από τα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη της Ευρώπης γιανα ξεχειμωνιάσει σε σημαντικούς αριθμούς, ιδιαίτερα στη βόρεια χώρα (Κερκίνη, Καστοριά, κ.α.). Στις ίδιες περιοχές φωλιάζει ως επιδημητικό πτηνό, αλλά σε μικρότερους αριθμούς. Ωστόσο, «χρησιμοποιεί» ολόκληρη την Ελλάδα ως περιοχή ανάπαυλας και ανεφοδιασμού κατά τις μεταναστεύσεις, από και προς τα εδάφη αναπαραγωγής.[9][14][15][16][17]
Αναφέρεται και από τηνΚρήτη ως διαχειμάζον πτηνό,[18] ενώ από τηνΚύπρο ως σπάνιο διαχειμάζον καιμε ελάχιστα αναπαραγωγικά ζευγάρια, αλλά πολύ κοινό κατά τις μεταναστεύσεις.[16][19]
Τοείδοςζεισεόλες τις κατηγορίες εσωτερικών και παράκτιων υγροτόπων, ανκαιτα ρηχά νερά, τα σχετικά μεγάλα θηράματα και, τέσσερις ή πέντε μήνες χωρίς πάγο κατά την εποχή αναπαραγωγής είναι μεταξύ των βασικών χαρακτηριστικών των ενδιαιτημάτων του. Απαντά σε κάθε είδους ρηχά νερά (γλυκά, υφάλμυρα ή αλμυρά), τόσο στάσιμα όσο και ρέοντα και, δείχνει προτίμηση για περιοχές με δέντρα, μιας και κουρνιάζει ή φωλιάζει πάνω σε αυτά. Ο μερικός βαθμός απομόνωσης καιη κάλυψη είναι επίσης στοιχεία χαρακτηριστικά των θέσεων που επιλέγονται για κούρνιασμα και φώλιασμα.[11]
Στην ενδοχώρα προτιμάει τα μεγάλα ποτάμια, αλλά μπορεί να βρεθεί μέχρι καισε στενά ρέματα, όχθες λιμνών (φυσικές ή διακοσμητικές), έλη, πλημμυρισμένες εκτάσεις, καλαμιώνες, ορυζώνες και άλλες αρδευόμενες περιοχές,[11][12][20] ταμιευτήρες, αρδευτικά ή αποχετευτικά κανάλια, εσωτερικά δέλτα, νησίδες ή βράχια που προεξέχουν από το νερό.[20]
Τον χειμώνα βρίσκεται περισσότερο στην ακτή,[21] συχνάζει όμως καισε δέλτα και εκβολές ποταμών, αλμυρόβαλτους, μανγκρόβια δάση,[11][12] λασπώδεις ή αμμώδεις ακτές, και γλώσσες άμμου.[20]
Οι περιοχές αναπαραγωγής μπορεί να βρίσκονται από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 500 ή ακόμη καιτα 1.000 μ. αλλά, περιστασιακά, σε μεγαλύτερα υψόμετρα (2.000 μ. στην Αρμενία, 3.500-4.000 μ. στο Λαντάκ της ΒΔ. Ινδίας).[20]
ΣτοΗνωμένο Βασίλειοη στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Ποτάμια, Λίμνες, Καλαμιώνες, Έλη και Ταμιευτήρες.[22]
ΣτηνΕλλάδαο σταχτοτσικνιάς φωλιάζει σε δένδρα, καλαμιώνες και απότομες πλαγιές,[15] κοντά σε λίμνες και υφάλμυρα νερά.[16]Τον χειμώνα και κατά τις μεταναστεύσεις, παρατηρείται σε όχθες λιμνών, αβαθή γλυκά ή παράκτια νερά, έλη και τενάγη.[15]
Ο σταχτοτσικνιάς είναι ο μεγαλύτερος και κοινότερος ευρωπαϊκός ερωδιός, που χαρακτηρίζεται από το γκρίζο χρώμα του πτερώματός του –γκριζόλευκο το κάτω μέρος. Το μέτωπο καιτοστέμμα είναι λευκά, ενώ τα πλαϊνά του κεφαλιού πάνω από τους οφθαλμούς (υπερκόγχια ράχηκαιοφρυικό τόξο) έχουν μαύρο χρώμα. Στο πίσω μέρος του στέμματος προεξέχουν δύο χαρακτηριστικά, μακριά μαύρα φτερά που σχηματίζουν λοφίο, το οποίο δεν είναι πάντοτε διακριτό, ιδιαίτερα από κάποια απόσταση. ΟΙ παρειές καιτα πλαϊνά τμήματα του μακρύ λαιμού έχουν λευκό χρώμα, ενώ ο λάρυγγας και όλη η περιοχή μέχρι το στήθος διακοσμούνται από γκριζόμαυρες ρίγες.
Το ράμφος του σταχτοτσικνιά είναι ιδιαίτερα ισχυρό, μακρόστενο και ίσιο σε σχήμα «στιλέτου». Έχει γκριζοκίτρινο χρώμα που γίνεται πιο ροδαλό-πορτοκαλί κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Το πάνω μέρος των πτερύγων είναι γκρίζο, αλλά με μαύρα ερετικάκαιμεγάλα πρωτεύοντα στέγαστρα. Η περιοχή του ωλέκρανου καιτο πατάγιο (εμπρόσθια επιφάνεια διατομής της πτέρυγας) είναι λευκά. Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι γκρί με κάποια κυανή απόχρωση, ενώ το στήθος είναι γκριζόλευκο με χαρακτηριστικά μακριά φτερά που κρέμονται, στο κάτω μέρος του. Οι πλευρές του σώματος καιη περιοχή της κοιλιάς έχουν λευκό χρώμα, με μαύρα «μπαλώματα» στο σημείο που αρχίζουν οι μηροί. Οι ταρσοί καιτα πόδια είναι σαρκόχρωμα γκρι, αλλά παίρνουν πιο ροδαλό χρώμα κατά την εποχή φωλιάσματος. Η ίριδα είναι κίτρινη.
Τα φύλα είναι παρόμοια σε εμφάνιση, αλλά τατα νεαρά άτομα έχουν μέτωπο, στέμμα, πλαϊνά του κεφαλιού και λαιμού γκρίζα, ενώ το κεντρικό τμήμα του λαιμού είναι ωχρόλευκο. Στην κοιλιά λείπουν τα χαρακτηριστικά μαύρα «μπαλώματα», όπως καιτο λοφίο του κεφαλιού, ενώ το ράμφος είναι σκούρο καφέ.
Η διατροφή του σταχτοτσικνιά αποτελείται από ψάρια (κυρίως χέλια) μήκους 10-25 εκ., καθώς και από αμφίβια, καβούριακαι άλλα καρκινοειδή, μαλάκια, υδρόβια έντομα, φίδια, μικρά τρωκτικάκαι μικρά πουλιά.[11][12][20]. Σπανιότερα συμπεριλαμβάνεται και φυτική ύλη (ανκαι αυτό μπορεί να είναι τυχαίο, ή μόνο να βοηθά στο σχηματισμό άπεπτων σφαιριδίων) (pellets).[11][12][20]
Ο τρόπος σύλληψης του θηράματος είναι εκείνος των ερωδιών, δηλαδή το πουλί περιμένει εντελώς ακίνητο (frozen still) πάνω από ένα πιθανό πέρασμα στο νερό και, την κατάλληλη στιγμή, καμακώνει (sic) το θύμα μετο οξύτατο ράμφος του. Πολλές φορές, ο σταχτοτσικνιάς περιμένει το θήραμά του, στηριζόμενος μόνο στο ένα (1) πόδι.[16]Τα μεγαλύτερα θηράματα μεταφέρονται και καταναλώνονται έξω από το νερό, στην όχθη.[21]
Ο σταχτοτσικνιάς πετάει μεαργά, ακανόνιστα φτεροκοπήματακαι εντελώς ανοιγμένες πτέρυγες, που φαίνονται στρογγυλεμένες και, συνήθως τις διατηρεί υψηλότερα από το οριζόντιο επίπεδο, σε σχήμα τόξου, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος.[35] Επίσης, κρατάει τον μακρύ του λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους σε χαρακτηριστικό S. Αυτό το στοιχείο είναι χαρακτηριστικό των ερωδιών και τους διακρίνει από τους πελαργούς, τους γερανούς, και άλλα συγγενικά γένη, κατά την πτήση.
Ο σταχτοτσικνιάς, στην Ευρώπη αποτελεί σχετικά κοινό είδος που, στις περιοχές όπου αναπαράγεται, μπορεί να φωλιάζει κατά αποικίες δεκάδων ατόμων, οι οποίες αποκαλούνται μετην χαρακτηριστική ονομασία ερωδιώνες (heronries).[36] Πολύ σπάνια παρατηρείται να φωλιάζει μοναχικά.[37]
Η φωλιά είναι μια πλατφόρμα από χοντρά κλαδιά, που συχνά επαναχρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια διαδοχικών ετών.[11] Συνήθως είναι τοποθετημένη σε ένα δέντρο έως 50 μ. ψηλά, αλλά μπορεί να βρίσκεται καιστο έδαφος, στην άκρη μιας ορθοπλαγιάς, σε θάμνους, γλώσσες άμμου ή καλαμιώνες. Ειδικά στους τελευταίους, η φωλιά κατασκευάζεται από καλάμια, ενώ στο έδαφος φωλιές μπορεί να είναι μια απλή κοιλότητα που περιστοιχίζεται από μικρές πέτρες και φερτά υλικά.[20]Το υλικό επίστρωσης είναι λεπτά κλαδιά, βλαστοί ή ρίζες ανάλογα μετην περίσταση. Δομείται από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό προμηθεύει τα υλικά.[38]
Oι φωλιές συνήθως βρίσκoνταισε «βολική απόσταση», 2-38 χλμ. από τις προνομιούχες περιοχές σίτισης.[11] Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη, κάποιες φορές πολλές μαζί σε ένα (1) δένδρο.[37]Η περίοδος φωλιάσματος αρχίζει τον Φεβρουάριο και διαρκεί μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ, αλλά σε περίπτωση απώλειας μπορεί να επαναληφθεί.[37]
Η γέννα αποτελείται από 3-5 (μερικές φορές 6, σπανίως 7) αβγά, διαστάσεων 59,9 Χ 43,2 χιλιοστών και βάρους 61 γραμμαρίων, εκτων οποίων ποσοστό 8% είναι κέλυφος,[22]που εναποτίθενται ανά διαστήματα δύο ημερών. Η έναρξη της επώασης εξαρτάται από τον αριθμό των αβγών, πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί (23-) 25 έως 26 (-28) ημέρες.[28][39]
Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφιλοι, χρήζουν δηλαδή μερικής προστασίας από τους γονείς, οι οποίοι μεταφέρουν την τροφή στονπρόλοβό τους καιτην εξεμούν στο ράμφος των νεοσσών. Πτερώνονται στις 50-55 ημέρες, περίπου.[39]
Στην Ευρώπη, τοείδος ήταν υπό δίωξη κατά τον 19ο αιώνα, λόγω της κατανάλωσης ψαριών πουτο οδήγησε σε ανταγωνισμό με τους αλιείς και τους υδατοκαλλιεργητές.[11]Ανκαιοι θανατώσεις δεν είχαν αντίκτυπο στον παγκόσμιο πληθυσμό (ίσως επειδή μικρά πουλιά σκοτώνονταν ως επί το πλείστον),[11] ck 2005) περίπου 800 ερωδιοί εκτιμάται ότι έχαναν τη ζωή τους κάθε χρόνο στα ιχθυοτροφεία της Σκωτίας, μεταξύ 1984 και 1987.[40][41]
Το κυνήγι αποτελεί απειλή για τους πληθυσμούς της Βαυαρίας, με μείωση των αριθμών σε επίπεδα πουδεν επιτρέπουν την ανάκαμψή τους, ιδιαίτερα μετά από δριμείς χειμώνες, οπότε υπάρχει αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας των γόνων ψαριού.[11]Το είδος είναι ευάλωτο στη Μαδαγασκάρη, λόγω του περιορισμένου εύρους του, τα εξαιρετικά υψηλά επίπεδα αλλοίωσης των ενδιαιτημάτων του (από μόλυνση με φερτά υλικά, την ανάγκη γεωργικής γης γιατην καλλιέργεια ρυζιού καιτη βόσκηση),[11][42]το κυνήγι καιτη θήρευση σε αποικίες με φωλιές.[11][42]
Η υλοτομία αποτελεί απειλή σε μεγάλο μέρος της κατανομής του πτηνού, διότι κόβονται δένδρα που χρησιμοποιούνται από τις αποικίες φωλιάσματος.[11]Το είδος είναι επίσης ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών [43]καιτην αλλαντίαση,[44] οπότε μπορεί να απειλούνται από μελλοντικά κρούσματα των ασθενειών αυτών. Τέλος, πολλά πτηνά που θηρεύονται, αποτελούν αντικείμενο εμπορίου σε αγορές παραδοσιακής «ιατρικής» στη Νιγηρία.[45]
ΟΙ ονομασίες Τρυγονοκράχτης και Τρυγονοσούρτης γιατον σταχτοτσικνιά, προέρχονται από τη δοξασία, ότι ηγείται των σμηνών τωντρυγονιών κατά τις μεταναστεύσεις τους καιτα καλεί νατον ακολουθήσουν.[46]
i.^ Υπάρχει έντονη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών γιατο, εάν η οικογένεια Ερωδιίδες ανήκει σταΠελαργόμορφα ή σταΠελεκανόμορφα, ενώ αμφισβητείται ακόμη καιη ύπαρξη της τάξηςΠελεκανόμορφα! [47] Ωστόσο, προς το παρόν, και κατόπιν εισήγησης του Διεθνούς Ορνιθολογικού Συνεδρίου (IOC), οι οικογένειες Ερωδιίδες (Ardeidae) καιΘρησκειορνιθίδες (Thresciornithidae) ταξινομούνται στην τάξη Πελεκανόμορφα αντί γιατην «παραδοσιακή» Πελαργόμορφα.[48] Αυτή η απόφαση πάρθηκε κατόπιν έρευνας μοριακών δεδομένων που πραγματοποιήθηκε το 2008.[49]
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές γιατα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Bauer Hans-Günther, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Brown, L. H.; Urban, E. K.; Newman, K. 1982. The birds of Africa vol I. Academic Press, London.
Carss, D. N. 1994. Killing of piscivorous birds at Scottish fin fish farms, 1984-1987. Biological Conservation 68: 181-188.
del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
Gill, F. and Donsker, D. (eds). (2010). Family Links. IOC World Bird Names (version 2.4).
Hackett SJ, Kimball RT, Reddy S, Bowie RC, Braun EL, Braun MJ, Chojnowski JL, Cox WA, Han KL, Harshman J, Huddleston CJ, Marks BD, Miglia KJ, Moore WS, Sheldon FH, Steadman DW, Witt CC, Yuri T (2008). "A Phylogenomic Study of Birds Reveals Their Evolutionary History". Science 320 (5884): 1763–1768. doi:10.1126/science.1157704. PMID 18583609
Hafner, H.; Kushlan, J. A. 2002. Action plan for conservation of the Herons of the world. Heron Specialist Group, Gland, Cambridge and Arles.
IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
Kushlan, J. A.; Hancock, J. A. 2005. The herons. Oxford University Press, Oxford, U.K.
Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
Nikolaus, G. 2001. Bird exploitation for traditional medicine in Nigeria. Malimbus 23: 45-55.
Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
van Heerden, J. 1974. Botulism in the Orange Free State goldfields. Ostrich 45(3): 182-184.