ΤοΤάγμα του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ είναι μοναχικό τάγμα, το οποίο ιδρύθηκε από τονΓοδεφρείδο του Μπουιγιόν μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμτο 1099. Αποτελούμενο από κανονικούς, το τάγμα αυτό έχει ως αποστολή την προστασία τουΠαναγίου Τάφου, αλλά καιτη διεξαγωγή των θρησκευτικών τελετουργιών στον χώρο. Μετην επέκταση των κατακτήσεων στους Αγίους Τόπους, το τάγμα αναπτύχθηκε επεκτείνοντας την αποστολή τουγιατην προστασία των χώρων λατρείας στο σύνολο των εδαφών τουΦράγκικου Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.
Ορισμένοι ιστορικοί-αντικέρηδες του 19ου αιώνα, ως συνέχεια των ιστοριογράφων του Τάγματος του Παναγίου Τάφου επιθυμούσαν να δώσουν στο Τάγμα μια, σχεδόν μυθική, καταβολή, ενώ μία καλύτερη επανάγνωση των πηγών, το καθιστά ως ένα τάγμα το οποίο ιδρύθηκε στους Αγίους Τόπους από τονΓοδεφρείδο του Μπουιγιόν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το 1099.
Ο Απόστολος Ιάκωβος, τον οποίον ταΕυαγγέλια αποκαλούν ως τον « αδερφό του Κυρίου », έγινε, μετά τον θάνατο τουΙησού, υπεύθυνος της χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ, της οποίας και θεωρείται ως ο πρώτος επίσκοπος. ΟιΚανονικές του Παναγίου Τάφουτον θεωρούν ως ιδρυτή τους καιτου αποδίδουν την ιδέα του ορισμού μιας ομάδας περιφρούρησης τουΤάφου του Ιησού.
Η Αυτοκράτειρα Ελένη, μητέρα τουΚωνσταντίνου, διέμεινε στηνΙερουσαλήμτο 326, προτού αποσυρθεί στηΒιθυνία. Η καθολική παράδοση τη θεωρεί ως την εμπνεύστρια της ιδέας της ανέγερσης της Εκκλησίας του Παναγίου Τάφου, κατεδαφίζοντας ναό προς τιμήν της Αφροδίτης, τον οποίον ο Αυτοκράτορας Αδριανός είχε κατασκευάσει στον χώρο. Είναι με αυτή την ευκαιρία πουη Ελένη θα πραγματοποιήσει μια σημαντική ανακάλυψη γιατη χριστιανική θρησκεία μετηνανακάλυψητουΑληθινού Σταυρού. Θεωρείται, συνεπώς, λογικός ο ορισμός της ως ιδρύτρια του Τάγματος από τους ιππότες του 16ου αιώνα. Άλλωστε, συχνά αναπαριστάται μετην ένδυση των Κανονικών του Αγίου Τάφου.
Ο Καρλομάγνος απέστειλε δύο πρεσβείες στονχαλίφη της Βαγδάτης, ζητώντας ένα φράγκικο προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους. Ηgeste du roi, ένα επικό άσμα, διηγείται τις μυθικές του περιπέτειες στηΜεσόγειοκαιτοπροσκύνημάτουστην Ιερουσαλήμ. Ήταν επίσης λογικό να θεωρηθεί ως ιδρυτής του τάγματος.
Στη διάρκεια της Α΄ Σταυροφορίας, ο Δούκας της Κάτω Λοθαριγγίας, Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν, ήταν στις πρώτες γραμμές των επιτιθεμένων κατά τηνΆλωση της Ιερουσαλήμτο 1099. Οι δύο πρώτοι ήταν οι Λετόλδος και Γιλβέρτος του Τουρναί, κι έπειτα ήρθε ο Γοδεφρείδος μετον αδερφό του Ευστάθιο.[2] Μετά την κατάληψη της πόλης, οι Σταυροφόροι του προσέφεραν το Στέμμα τουΒασιλιά της Ιερουσαλήμ, τον οποίο, όμως, αρνήθηκε, λέγοντας ότι αδυνατούσε να φορέσει χρυσό στέμμα στο μέρος όπου οΙησούς Χριστός είχε υποχρεωθεί να φορέσει ακάνθινο[Note 1]. Αποδέχτηκε τότε τον τίτλο τουΥπερασπιστή του Αγίου Τάφουμετον τίτλο του βαρόνου.[4]
Ήταν ως Υπερασπιστής του Αγίου Τάφου, που ίδρυσε, με βάση μία σύνοδο κανονικώνπου είχε ιδρύσει στηνΑμβέρσαπριν από την αναχώρησή τουγιατη Σταυροφορία, μια σύναξη του Αγίου Τάφου γιατην προστασία τουΤάφου του Χριστούκαιτην οργάνωση της πνευματικής ζωής, καθώς καιτη βοήθεια στον Πατριάρχη γιατο έργο του.[4]
Γύρω από αυτή τη σύναξη συσπειρώθηκαν σεμια αδελφότητα άνδρες και γυναίκες πιστοί που αποτέλεσαν κάτι σαν ένα τρίτο τάγμα. Σταυροφόροι, οι οποίοι είχαν παραμείνει στους Αγίους Τόπους, προσέφεραν, σταδιακά, τις ένοπλες υπηρεσίες τους στους κανονικούς γιατην προστασία και υπεράσπιση τουΑγίου Τάφουκαι της σύναξης ως donat, δηλαδή μιας μορφής λαϊκών, οι οποίοι είχαν « αφιερωθεί » στη θρησκεία.[4]
Η σύναξη αποτελείτο από είκοσι έγκλειστους κανονικούς, οι οποίοι συζούσαν ως μοναστική κοινότητα. Υιοθετώντας τονΚανόνα του Αγίου-Αυγουστίνουτο 1114, η σύναξη μετατράπηκε σε κανονικό τάγμα υπό την ονομασία του Τάγματος του Παναγίου Τάφου, έχοντας λάβει την αναγνώριση του Πάπα Πασχάλη Β΄. Οιmilites sancti Sepulcri, οι ένοπλοι donats, είχαν, τότε, διπλή εξάρτηση, μια θρησκευτική εξάρτιση από τους κανονικούς καιμια ελεήμονα εξάρτηση από τους Οσπιταλιέρουςπου τους συντηρούσαν.[5]
Σε έναν πρώτο χρόνο, η επιτυχία των Φράγκων Σταυροφόρων έδωσε την ευκαιρία ανάπτυξης του συνόλου των Ταγμάτων τωνΑγίων Τόπων, όπως το Τάγμα των Οσπιταλιέρων τουΑγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, το οποίο ιδρύθηκε από τονΑδερφό Γεράρδο κατά το 1080 και επισημοποιήθηκε από μια βούλα τουΠασχάλη Β΄το 1113[6] ή το Στρατιωτικό Τάγμα τουΝαούτο οποίο ιδρύθηκε από τονΟύγο ντεΠαιντο 1120 στη διάρκεια τουΣύνοδο της Ναμπλούς.[7] Προτού ιδρύσει τους « πτωχούς ιππότες του Χριστού καιτου Ναού του Σολομώντα », ο Ούγος ντεΠαιν είναι σχετικά σίγουρο ότι ήταν μέλος τωνmilites sancti Sepulcri από το 1115.[5] Όπως αυτά τα Τάγματα, το Τάγμα του Παναγίου Τάφου, από τημια πλευρά, καιοιmilites sancti Sepulcri, από την άλλη, αναπτύχθηκαν σε εγκαταστάσεις και αριθμό.
Έχοντας πιστοποιηθεί ως θρησκευτικό τάγμα, το Τάγμα του Παναγίου Τάφου ίδρυσε μετόχια σε όλα ταΛατινικά Κράτη της Ανατολής εγκαθιστάμενο στηΓιάφα, στηνΆκρα, τοΌρος των Ελαιών, τηΒηθλεέμ, τοΌρος Θαβώρ, μεταξύ άλλων. Οι Πατριάρχες της Ιερουσαλήμ, τους οποίους υπηρετούσαν οι κανονικοί, ήταν μεταξύ των μεγαλύτερων ιδιοκτητών γαιών τουΒασιλείου της Ιερουσαλήμ, με περισσότερο από το ένα τέταρτο της Αγίας Πόλης να τους ανήκει.[8] Ως ιδιοκτήτες, όφειλαν να ενισχύουν με έναν αριθμό ένοπλων αντρών το Βασίλειο, κατόπιν σχετικής διαταγής του Βασιλιά. Ήταν αυτή η στρατιωτική υποχρέωση, προερχόμενη από φεουδαρχικού τύπου υποχρεώσεις, που άφησε, για καιρό, στους ιστορικούς την ιδέα ότι το Τάγμα του Παναγίου Τάφου ήταν, εσφαλμένα, στρατιωτικό τάγμα.[8]
Η σημασία της Ιερουσαλήμ βοήθησε το Τάγμα να εξαπλωθεί στηΔύσησε όλες τις χώρες της χριστιανοσύνης. Τα μετόχια αυτά του Παναγίου Τάφου τα οποία ήταν εγκατεστημένα στηΓαλλία, τηΓερμανία, τηνΠολωνία, τηνΑγγλία, τηνΙσπανίακαιτηνΟλλανδία, ήταν όλα τους συνδεδεμένα μετην κεντρική έδρα του Τάγμα τος στα Ιεροσόλυμα, ακολουθούσαν τον ίδιο Κανόνα του Αγίου-Αυγουστίνουκαι είχαν την ίδια θρησκευτική λειτουργία.[8] Παρομοίως καιγια τους ίδιους λόγους, νεαροί προσκυνητές εντάσσονταν στην αδελφότητα τωνmilites sancti Sepulcri, με τους κανονικούς να τους παρέχουν τη θρησκευτική παιδεία και κατήχηση, ενώ, αυτοί, σε αντάλλαγμα προσέφεραν στο Τάγμα την ένοπλη βοήθειά τους.
Μετην ήττα στηΜάχη του Χαττίν, στις 4 Ιουλίου 1187, οι Φράγκοι απώλεσαν μεγάλο τμήμα των Λατινικών Κρατών μετην Ιερουσαλήμ.[9]Το Τάγμα του Παναγίου Τάφου μετέφερε, τότε, την έδρα τουστονΆγιο-Ιωάννη της Άκρας. Ήταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ τουΡιχάρδου του ΛεοντόκαρδουκαιτουΣαλαντίν κατά το τέλος της Γ΄ Σταυροφορίαςπου έδωσε το δικαίωμα στους προσκυνητές να έχουν πρόσβαση στην Ιερουσαλήμ[10]καιστο Τάγμα να συνεχίσει το αποστολικό του έργο. Οι Πάπες συνέχισαν να παραχωρούν προνόμια στο Τάγμα που έγινε ακόμη πιο σημαντικό, μετονΟυρβανό Δ΄νατου παραχωρεί exemption το 1262, απαλλάσσοντας, έτσι, το τάγμα από κάθε μορφή υπαγωγής, με μόνη του εξάρτηση αυτήν από τηνΑγία Έδρα.[8] Όμως, ηοριστική κατάληψη του Αγίου-Ιωάννη της Άκρας στις 18 Μαΐου 1291 υποχρέωσε το Τάγμα να αναδιπλωθεί στη Δύση.[11]
Υποχρεωμένο να εγκαταλείψει τους Αγίους Τόπους, το Τάγμα του Παναγίου Τάφου αναδιπλώθηκε, κατά κύριο λόγο, στο προσευχητάριο του Οσίου Λουκά στηνΠερούτζια[8] ή σε διάφορα άλλα μετόχια όπως αυτό της Ορλεάν, το οποίο είχε ιδρυθεί από τονΛουδοβίκο τον Νέομετην επιστροφή του από τηΒ΄ Σταυροφορία. Ο Μέγας Προσευχυτής του Οσίου Λουκά έλαβε, τότε, τον τίτλο του Μαγίστρου του Τάγματος.
Αλλά το 1330, όταν οΠάπας Ιωάννης ΚΒ΄ επισημοποίησε τη χριστιανική επιστροφή στους Αγίους Τόπους, ήταν στους Φραγκισκανούςκαι όχι στο Τάγμα του Παναγίου Τάφου που ανέθεσε τη σχετική μετον Άγιο Τάφο αποστολική δράση. Πράγματι, από την Κύπρο, όπου είχαν αναδιπλωθεί, οι Φραγκισκανοί είχαν λίγο πολύ σταθερή παρουσία στηνΙερουσαλήμ. Η σύσταση της Φραγκισκανικής Κουστοδίας των Αγίων Τόπων ήταν, συνεπώς, αναμενόμενη εξέλιξη.
Η ανάπτυξη της ιπποσύνηςστην Ευρώπη κατά τον 14ο αιώνα ήταν η αρχή μιας νέας συνήθειας στονΤάφο του Χριστούστην Ιερουσαλήμ. Γιανα τραβήξει τους προσκυνητές προς τους Αγίους Τόπους, η Φραγκισκανική Κουστοδία πήρε την πρωτοβουλία να « χρίσει ιππότες » τους ευγενείς προσκυνητές. Η συνήθεια αυτή έδωσε γέννηση στην ίδρυση διάφορων αδελφοτήτων, με λιγότερο, πάντως, επίσημο χαρακτήρα από τα ήδη υπάρχοντα Τάγματα.[12]Σε διαφορετικές περιόδους, υπήρξε η επιθυμία ίδρυσης ενός Στρατιωτικού Τάγματος του Παναγίου Τάφου, όπως αυτή του Βασιλιά της Ισπανίας, Φίλιππου Β΄, αλλά όλες τους απέτυχαν λόγω της μόνιμης αντίθεσης τουΤάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.[12]
Κανονικός του Παναγίου Τάφου
Πράγματι, γιανα ευνοήσει τον σταυροφορικό χαρακτήρα καιτην ανακατάληψη του Τάφου του Χριστού, οΠάπας Ιννοκέντιος Η΄ αποφάσισε τη διάλυση του Τάγματος του Παναγίου Τάφου ώστε νατο αφομοιώσει μετο Τάγμα των Οσπιταλιέρων, με, παράλληλα, μεταβίβαση όλων τους των υπαρχόντων. Η απόφαση αυτή επισημοποιήθηκε μετη βούλα Cum solerti meditationeπου δημοσιοποιήθηκε στις 28 Μαρτίου 1489, βάζοντας, έτσι, τέλος στο Τάγμα του Παναγίου Τάφου.[12]Σε ορισμένες περιοχές, κάποιοι ευγενείς επεχείρησαν να βοηθήσουν στην επιβίωση ορισμένων μετοχιών, όμως η μεταρρύθμιση στις προτεσταντικές χώρες, η επανάσταση στη Γαλλία καιστα Ναπολεονικά Βασίλεια καιη κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας σε άλλα μέρη, έβαλαν οριστικά τέλος στο Τάγμα του Παναγίου Τάφου.[12]
Το 1847, ο Πάπας Πίος Θ΄ αποφάσισε την ίδρυση ιπποτικού τάγματος υπό την ονομασία milites Sancti Sepulcriγια βοήθεια στην ανασύσταση τουΛατινικού Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ. Όμως, η αντίθεση τουΚυρίαρχου Τάγματος της Μάλταςκαιτου Μεγάλου Μαγίστρου του, ο οποίος ήταν και, επίσημα, κάτοχος του σχετικού τίτλου παρέμεινε έως το 1868. Δεν ήταν παρά είκοσι χρόνια μετά την ανασύσταση του Λατινικού Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ τον Ιανουάριο του 1868 που κατάφερε να ιδρυθεί ένα άλλο Τάγμα, τοEquestris Ordo Sancti Sepulcri Hierosolymitani (Έφιππο Τάγμα του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ) χωρίς τη δυνατότητα ορισμού του Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, Μεγάλου Μάγιστρου του Τάγματος.[12]Το έφιππο τάγμα αναφερόταν, ωστόσο, στη συγκρότησή του ως παλαιάς καταγωγής, αναδιοργανωμένο και εμπλουτισμένο για ιστορικούς, νομικούς και πνευματικούς λόγους.[Note 2]
Η πρώτη τους ενδυμασία ήταν άσπρη, όμως, μετά την απώλεια όλων των κτήσεών τους στην Ανατολή, χρησιμοποιούσαν, σε ένδειξη πένθους, μαύρο ένδυμα που διατήρησαν στη συνέχεια. Οι κανονικοί έφεραν έναν πλεγμένο σταυρό στην ενδυμασία τους, ο οποίος είναι ο Λατινικός Πατριαρχικός Σταυρός με τις δύο ερυθρές τραβέρσες[8].[13]
↑Από τονΓουλιέλμο της Τύρου, η ιστορική παράδοση συσχετίζει την άρνηση του Γοδεφρείδου να γίνει Βασιλιάς μετην άρνησή τουνα στεφθεί « Μετά τον προβιβασμό του, η εξαιρετική του σεμνότητα τον έφτασε σε σημείου πουναμην επιθυμεί τη διάκριση στην Άγια Πόλη δια μέσω ενός χρυσού στέμματος, ανάλογου αυτού που έφεραν οι βασιλείς. Αρκέστηκε, με ευλαβή σεβασμό, στο ακάνθινο στέμμα που είχε φορέσει, στο ίδιο μέρος, ο Κύριος γιατη σωτηρία ημών, καιπουτον συνόδευσε έως το ξύλο, όπου μαρτύρησε.[3] »
↑Άρθρο 1 της συγκρότησης του Τάγματος L’Ordine Equestre del Santo Sepolcro di Gerusalemme, di antica origine, riordinato ed arricchito di privilegi dai Sommi Pontefici, per vincoli storici, giuridici e spirituali è sotto la benigna protezione della Santa Sede (Το Έφιππο Τάγμα του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, παλαιάς καταγωγής, αναδιοργανωμένο και εμπλουτισμένο από τα προνόμια των Παπών, για λόγους ιστορικούς, νομικούς και πνευματικούς βρίσκεται υπό την ευλογημένη προστασίας της Αγίας-Έδρας)
Simonetta Cerrini (préf. Alain Demurger), La Révolution des Templiers, Une histoire perdue du xiie siècle, Perrin, avril 2007, 317 p. (ISBN 978-2-262-01923-5)
André Damien, Memento du chevalier de l'Ordre Equestre du Saint Sépulcre de Jérusalem, 2003, 195 p. (ISBN 978-2-9146-1115-2)
André Damien, membre de l'Institut, est lieutenant de l'Ordre en France de 1998 à 2008.
Alain Demurger, Les Templiers, une chevalerie chrétienne au Moyen Âge, Paris, Seuil, coll. « Points Histoire », 2008 (1re éd. 2005), poche, 664 p. (ISBN 978-2-7578-1122-1)
Bertrand Galimard Flavigny, Histoire de l'ordre de Malte, Librairie Académique Perrin, 2006, 1re éd., 334 p. (ISBN 978-2-2620-2115-3)
Jacques Heers, La première croisade - Délivrer Jérusalem, Paris, Perrin, coll. « Tempus », 1995
Nikolas Jaspert, « Ordre du Saint-Sépulcre », dans Nicole Bériou (dir. et rédacteur), Philippe Josserand (dir.) et al. (préf. *Anthony Luttrel & Alain Demurger), Prier et combattre : Dictionnaire européen des ordres militaires au Moyen Âge, Fayard, 2009, 1029 p. (ISBN 978-2-2136-2720-5) présentation en ligne
Amin Maalouf, Les croisades vues par les arabes, J.C. Lattès, 1983, 1re éd., 299 p.
René Tiron, Histoire et costumes des ordres religieux, 1845
Guillaume de Tyr, Histoire des croisades, Paris, Brière, coll. « Des mémoires relatifs à l'histoire de France de François Guizot », 1824