Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 02/04/2010.
Ηφορολογία είναι η επιβολή υποχρεωτικών φόρων υπέρ του κράτους. Τακρατικάέσοδα μέσω των υποχρεωτικών φόρων τωνφυσικών προσώπων (πολιτών) καινομικών προσώπων αποτελούν στη σύγχρονη οικονομία την σημαντικότερη πηγή των δημοσίων εσόδων. Ο αντικειμενικός σκοπός της φορολογίας είναι τριπλός: αφενός μενη χρηματοδότηση των κρατικών δαπανών, κατά την δημοσιονομική πολιτική, αφετέρου η ενίσχυση ή σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης, που αφορά την οικονομία γενικότερα, και τέλος η ανακατανομή του πλούτου που αφορά την κοινωνική οικονομία για άμβλυνση των ανισοτήτων. Η εισοδηματική πολιτική (το κόστος εκτέλεσης του κυβερνητικού έργου) στηρίζεται ακριβώς στους πόρους που αποκομίζει το κράτος μετη φορολογική πολιτική που αποφασίζει να εφαρμόσει. Οι υποχρεωτικές εισφορές ονομάζονται συνήθως φόροι.
Η φορολογία αποτελεί μια σημαντική δραστηριότητα τωνδημόσιων φορέωνσε όλες τις χώρες του κόσμου, και ιδιαίτερα στις περισσότερο ανεπτυγμένες, αφού εξασφαλίζει συνήθως περισσότερο από το 90% των εσόδων τους.[1]Γιατο λόγο αυτό αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό αντικείμενο μελέτης, μετο οποίο ασχολούνται τόσο ηοικονομική, όσο και άλλες επιστήμες, όπως π.χ. ηνομική επιστήμη, ηπολιτική επιστήμη, ηδιοικητική επιστήμηκ.ά.[1]
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 1998 ο μέσος όρος των κρατικών δαπανών στηΕΕτων 15 ήταν 48% τουΑΕγχΠ, ενώ τα συνολικά φορολογικά έσοδα περίπου 41,5%[2]. Από τις συνολικές κρατικές δαπάνες στις χώρες της Ευρώπης πάνω από τις μισές (περίπου 28% τουΑΕγχΠ κατά μέσο όρο) είναι κοινωνικές δαπάνες (παιδεία, υγεία, μεταφορές, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας κ.ο.κ.). Αντίθετα, σε χώρες όπου δεν έχουν τα χαρακτηριστικά του μικτού οικονομικού συστήματος της Ευρώπης, αλλά το λεγόμενο "ανελέητο"[3] οικονομικό σύστημα, όπως στις ΗΠΑκαι Ιαπωνία, τα ποσοστά της συνολικής φορολογίας (VAT, άμεση κλπ) είναι σχετικά μειωμένα, καιτα επίπεδα των κοινωνικών δαπανών περίπου 15% του ΑΕγχΠ.[4]
Η φορολογία φαίνεται να ξεκίνησε από τηναρχαιότητα ως υποχρέωση ανθρώπων να καταβάλλουν αντικείμενα ή προϊόντα αξίας σε άρχοντες ή κράτη. Συνήθως σε κάθε περιοχή υπήρχε ένας άρχοντας με στρατιωτική, πολιτική εξουσία ή ήταν απλά ένας γαιοκτήμονας στον οποίο αποδίδονταν οι εισφορές, και αυτός μετη σειρά του τις έστελνε στην ανώτατη κρατική αρχή. Άλλο αξιοσημείωτο φαινόμενο της αρχαιότητας καιτου Μεσαίωνα είναι η παροχή υπηρεσιών από τους άρχοντες με αντάλλαγμα το δικαίωμα της είσπραξης των φόρων μιας επαρχίας για δικό τους όφελος. Στον ελλαδικό χώρο επί Βυζαντίου παρατηρήθηκε το φαινόμενο οι εισφορές να καταβάλλονται στην κοινότητα αντί για κάποιο άρχοντα και αυτή μετη σειρά της να αποδίδεται στο κράτος.
Ιστορικά υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο φορολογούμενος δεν είναι ένας πολίτης ή περίοικος (κάτοικος χωρίς πολιτικά δικαιώματα) μιας περιοχής, αλλά ένα ολόκληρο κράτος. Σε αυτές τις περιπτώσεις ένα αναγνωρισμένο κράτος καταβάλλει υποχρεωτική εισφορά σε ένα άλλο μετά από σχετική συνθήκη που έχει υπογραφεί. Αυτό συνέβη στο Μεσαίωνα, όπου σλαβικά κράτη πλήρωναν στοΒυζάντιο φόρο, ενώ το ίδιο σε άλλες ιστορικές περιόδους πλήρωνε φόρο στηνΠερσίακαιτηνΟθωμανική Αυτοκρατορία.
Η φορολογία στην αρχαιότητα καιτο Μεσαίωνα ίσως συνδέθηκε μετη στρατιωτική κατάκτηση ή πολιτική κτήση όπως υποδηλώνει η χαρακτηριστική φράση φόρος υποτέλειας.
Σχεδόν ταυτόχρονα μετη φορολογία αναπτύχθηκε καιτο φαινόμενο της φοροδιαφυγής, ώστε να δημιουργηθούν ειδικές οργανώσεις συλλογής φόρων γιατην εξασφάλιση της είσπραξης των φόρων καιτον ακριβή υπολογισμό του κάθε φόρου. Αυτές οι οργανώσεις ταυτόχρονα μπορούσαν να επιδικάσουν ποινές σε φοροφυγάδες. Ηφοροδιαφυγή ανέρχεται στην Ελλάδα σε 30 δις ευρώ ετησίως, κάνοντας την πρωταθλήτρια στην παραοικονομία, καιη μείωση της κατά 20 δις ευρώ θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι κατά ποσοστό 30%[5].
Οι υποχρεωτικές εισφορές αρχικά ήταν ένα μέρος της σοδειάς, όπως συνέβαινε στηναρχαία Αίγυπτοκαι αργότερα αντικαταστάθηκαν μεχρήματα μετά την εφεύρεσή του. Ωστόσο, ο υπολογισμός της υποχρεωτικής καταβολής εξακολουθούσε να γίνεται με βάση την έκταση των κτημάτων του φορολογούμενου μέχρι και μετά τηΡωμαϊκή Αυτοκρατορίασε πολλά κράτη.
Η φορολογία δεν είναι πάντα η μοναδική πηγή εσόδων ενός κράτους, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου το κράτος ελέγχει μερικά μονοπώλια ως κύρια ή συμπληρωματική πηγή εσόδων, όπως συνέβη κάποτε στην Ελλάδα όταν το κράτος είχε τον έλεγχο ορυχείων της Χαλκιδικής. Εκτός από τους φόρους, ένα κράτος μπορεί να επιβάλλει εισφορές καισε εμπορικές συναλλαγές που γίνονται μέσα σε αυτό, ακόμα και όταν οι συναλλασσόμενοι δεν είναι πολίτες του κράτους.
Αποτελούν αναγκαστικό μέσο μετάθεσης πόρων από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα.
Αποτελούν μονομερές μέσο, δηλαδή συνεπάγονται μόνο παροχή από τους ιδιωτικούς φορείς προς τους δημόσιους φορείς χωρίς αντίστοιχα ειδική αντιπαροχή των τελευταίων προς τους πρώτους.[1]
Φορολογική βάση καλείται το μέγεθος με βάση το οποίο υπολογίζεται η φορολογική υποχρέωση, δηλαδή το ποσό φόρου που πρέπει να καταβάλλει ο φορολογούμενος.[1]
Σήμερα ως φορολογική βάση χρησιμοποιούνται συνήθως διάφορα οικονομικά χαρακτηριστικά του φορολογούμενου και ιδιαίτερα τοεισόδημα, ηπεριουσίακαιηδαπάνη, ειδικότερα μάλιστα η καταναλωτική δαπάνη.[1]
Η άμεση φορολόγηση είναι η καταβολή των εισφορών άμεσα από τους πολίτες προς το κράτος. Είναι οπιο καθιερωμένος τρόπος φορολόγησης τωνφυσικώνκαινομικών προσώπων. Η άμεση φορολόγηση θεωρείται αξιοκρατική, γιατί μπορεί να γίνει διάκριση των προσώπων σεεισοδηματικές τάξειςκαινα καθοριστεί ανάλογα το ύψος του φορολογικού βάρους. Συνήθως στην άμεση φορολόγηση αυξάνεται το ποσοστό φορολόγησης στα μεγαλύτερα εισοδήματα.
Έμμεση φορολόγηση έχουμε όταν η καταβολή των εισφορών γίνεται μεμη άμεσο τρόπο. Αναφερόμαστε σε έμμεση φορολόγηση-έμμεσους φόρους, όταν τα έσοδα λαμβάνονται από όλες τις κοινωνικές ομάδες ανεξαρτήτως εισοδήματος. Στηρίζεται στο σκεπτικό άντλησης εσόδων σε περιπτώσεις πουδεν είναι αυτό εφικτό ή εύκολο μέσω των κλιμάκων της άμεσης. Παραδείγματα έμμεσης φορολόγησης αποτελούν οΦόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), οφόρος κύκλου εργασιών (πληνΦΠΑ), τέλη χαρτοσήμου, φόρος μεταβίβασης ακινήτων.
Διπλή φορολόγηση είναι η αποτίμηση φόρων σεμια περίπτωση δύο ανεξάρτητες φορές συνήθως με δύο διαφορετικές φορολογικές μεθόδους καιο υπολογισμός της τελικής εισφοράς ως το άθροισμα αυτών των δύο. Περιπτώσεις διπλής φορολόγησης προκύπτουν συνήθως όταν ένα πρόσωπο διενεργεί συναλλακτικές δραστηριότητες καιστη χώρα μόνιμης κατοικίας τουκαισε άλλη χώρα. Η διπλή φορολόγηση γιατην ίδια συναλλακτική δραστηριότητα θεωρείται άδικη. Γιατην αποφυγή του φαινομένου αυτού τοκράτος έχει προβλέψει ασφαλιστικές δικλείδες. Εάν για κάποιο λόγο αυτό συμβεί, δικαιούται ο φορολογούμενος νατο γνωστοποιήσει καινα ζητήσει συμψηφισμό του καταβληθέντος φόρου.
Κάθε φόρος, όμως, είναι γι'αυτόν πουτον πληρώνει παράσημο, όχι σκλαβιάς, αλλά ελευθερίας.
– Άνταμ Σμιθ (1776), Ο Πλούτος των Εθνών[6]
Σύμφωνα με τις περισσότερες πολιτικές φιλοσοφίες, οι φόροι είναι δικαιολογημένοι καθώς χρηματοδοτούν δραστηριότητες που είναι απαραίτητες και ωφέλιμες γιατην κοινωνία. Επιπρόσθετα, η προοδευτική φορολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί γιανα μειώσει την οικονομική ανισότητα σε μία κοινωνία. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η φορολογία σε σύγχρονα έθνη-κράτη ωφελεί την πλειοψηφία του πληθυσμού καιτην κοινωνική ανάπτυξη[7]. Μια συνηθισμένη παρουσίαση αυτής της άποψης, παραφράζοντας δηλώσεις τουΌλιβερ Γουέντελ Χολμς, είναι « Οι φόροι είναι το τίμημα του πολιτισμού»[8].
Μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι σε μία δημοκρατία, εξαιτίας του ότι η κυβέρνηση είναι το συμβαλλόμενο μέρος που εκτελεί την πράξη της επιβολής φόρων, η κοινωνία σαν σύνολο αποφασίζει πώς το φορολογικό σύστημα θα πρέπει να οργανωθεί[9]. Το σλόγκαν της Αμερικανικής Επανάστασης «Καμία φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση» υπονόησε αυτή την άποψη. Για τους παραδοσιακούς συντηρητικούς, η πληρωμή της φορολογίας δικαιολογείται ως μέρος των γενικών υποχρεώσεων των πολιτών να υπακούν στον νόμο καινα στηρίζουν τους εδραιωμένους θεσμούς. Η συντηρητική θέση αποδίδεται περιληπτικά στο ίσως πιο γνωστό απόφθευγμα των δημόσιων οικονομικών, «Ένας παλιός φόρος είναι ένας καλός φόρος»[10]. Οι συντηρητικοί υποστηρίζουν την «θεμελιώδη συντηρητική προϋπόθεση ότι κανείς δενθα πρέπει να εξαιρεθεί από τονα πληρώνει γιατην κυβέρνηση, μην τυχόν και αρχίσουν να πιστεύουν ότι η κυβέρνηση δεν κοστίζει τίποτα σε αυτούς μετην βέβαιη συνέπεια ότι θα απαιτήσουν περισσότερες κυβερνητικές «υπηρεσίες»[11]. Οισοσιαλδημοκράτες γενικά είναι υπέρ υψηλότερων επιπέδων φορολογίας ώστε να χρηματοδοτείται η δημόσια πρόνοια ενός ευρέως φάσματος υπηρεσιών όπως η συνολική υγεία και εκπαίδευση, όπως επίσης η πρόνοια ενός φάσματος κοινωνικών επιδομάτων[12]. Όπως υποστηρίχθηκε από τον Τόνι Κρόσλαντ και άλλους, η ικανότητα να φορολογήσεις το εισόδημα από το κεφάλαιο είναι ένα κεντρικό στοιχείο της σοσιαλδημοκρατικής περίπτωσης για μία μικτή οικονομία σε αντίθεση μετα μαρξιστικά επιχειρήματα για μία εναία δημόσια ιδιοκτησία του κεφαλαίου[13].
Η υποχρεωτική φορολογία των ατόμων, όπως ο φόρος εισοδήματος, συχνά δικαιολογείται με επιχειρήματα που περιλαμβάνουν την εδαφική κυριαρχία, καιτο κοινωνικό συμβόλαιο. Οι υπερασπιστές της επιχειρηματικής φορολογίας υποστηρίζουν ότι υπάρχει μία αποτελεσματική μέθοδος να φορολογηθεί το εισόδημα γιατο λόγο ότι η εμπορική δραστηριότητα απαραίτητα περιλαμβάνει χρήση δημόσια εδραιωμένης και συντηρημένης οικονομικής υποδομής, και ότι οι επιχειρήσεις στην πραγματικότητα χρεώνονται για αυτή την χρήση[14]. Οι Γεωργιστές οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι όλο το οικονομικό ενοίκιο που συγκεντρώνεται από φυσικές πηγές (γη, εξόρυξη μετάλλων, ποσοστά αλιείας, κτλ.) είναι μη δεδουλευμένο εισόδημα, και ανήκει στην κοινότητα παρά στο άτομο. Είναι υπέρ ενός υψηλού φόρου (ο «Μοναδικός Φόρος») στηγηκαισε άλλες φυσικές πηγές γιανα επιστραφεί αυτό τομη δεδουλευμένο εισόδημα στο κράτος, αλλά όχι άλλων φόρων.
Επειδή η καταβολή του φόρου είναι υποχρεωτική και επιβάλλεται από το νομικό σύστημα, κάποιες πολιτικές φιλοσοφίες θεωρούν τη φορολογία κλοπή, εκβιασμό (ή δουλεία, ή παραβίαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας) ή τυραννία, κατηγορώντας την κυβέρνηση γιατην είσπραξη φόρων μέσω βίας και καταναγκαστικών μέσων[15]. Βολονταριστές, ατομικιστές αναρχικοί, αντικειμενιστές, αναρχο-καπιταλιστές, και ελευθεριακοί βλέπουν τη φορολογία ως επιθετικότητα του κράτους. Η άποψη ότι η δημοκρατία νομιμοποιεί τη φορολογία απορρίπτεται από εκείνους που ισχυρίζονται ότι κάθε μορφή κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων που επιλέχθηκαν με δημοκρατικά μέσα, είναι θεμελιωδώς καταπιεστική. Σύμφωνα μετονΛούντβιχ φον Μίζες, «η κοινωνία στο σύνολό της», δενθα πρέπει να λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις, λόγω τουμεθοδολογικού ατομικισμού[16]. Οι φιλελεύθεροι πολέμιοι της φορολογίας ισχυρίζονται ότι η κυβερνητική προστασία, όπως η αστυνομία καιοι αμυντικές δυνάμεις, θα μπορούσε να αντικατασταθεί από εναλλακτικές λύσεις της αγοράς, όπως ιδιωτικούς οργανισμούς άμυνας, υπηρεσίες διαιτησίας ή εθελοντικές εισφορές[17]. Ο Γουόλτερ Ουίλιαμς, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Τζορτζ Μέισον, δήλωσε ότι «τα κυβερνητικά προγράμματα αναδιανομής του εισοδήματος παράγουν το ίδιο αποτέλεσμα όπως η κλοπή. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι που κάνει ένας κλέφτης: αναδιανέμει το εισόδημα. Η διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και κλοπής είναι κυρίως θέμα νομιμότητας[18].
Η φορολογία έχει, επίσης, βρει αντίθετους τους κομμουνιστέςκαι τους σοσιαλιστές. ΟΚαρλΜαρξ θεωρούσε ότι η φορολόγηση θα είναι περιττή μετά την έλευση του κομμουνισμού και προσδοκούσε τον «μαρασμό του κράτους». Στις σοσιαλιστικές οικονομίες, όπως της Κίνας, η φορολόγηση έπαιξε μικρό ρόλο, δεδομένου ότι τα περισσότερα από τα έσοδα του κράτους προέρχονταν από την ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, και υποστηρίχθηκε από ορισμένους ότι η νομισματική φορολογία δεν ήταν απαραίτητη[19]. Μολονότι η ηθική της φορολογίας μερικές φορές αμφισβητείται, τα περισσότερα επιχειρήματα γιατη φορολογία περιστρέφονται γύρω από το βαθμό καιτη μέθοδο της φορολογίας καιτων συναφών κρατικών δαπανών και όχι γύρω από την ίδια την φορολογία.
↑Σε κάθε χώρα βέβαια οιεν λόγω δεικτες διαφέρουν. Το 1997, τα συνολικά φορολογικά έσοδα ήταν 49,5% τουΑΕΠστη Δανία και 51,9% στη Σουηδία. Στη Γαλλία ήταν 45,1%. Το χαμηλότερο ποσοστό ήταν στην Ιρλανδία, 33%. Στη Μεγάλη Βρετανία ήταν 35%.
↑Ruiz del Portal, X. 2009. "A general principal–agent setting with non-differentiable mechanisms: Some examples." Mathematical Social Sciences 57, no. 2: 262–278. Academic Search Premier, EBSCOhost.
↑Van Der Graaf, Rieke, and Johannes J. M. Van Delden. 2009. Clarifying appeals to dignity in medical ethics from an historical perspective. Bioethics 23, no. 3: 151–160. Academic Search Premier, EBSCOhost.