πάσσαλος
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάσσαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάσσαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάσσαλος αρσενικό
- ξύλινη, μεταλλική (ή
κ ι από άλλα υλικά) μακρόστενη κατασκευήμ ε μυτερή άκρη,π ο υ χρησιμοποιείταιγ ι α ν α περιφράξουμε κάτι ή γενικάσ τ η ν οικοδομική
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάσσαλος
Πηγές
[επεξεργασία]- πάσσαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - πάσσαλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (
Β ʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Α ʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πάσσαλος | πάσσαλ | ||
γενική | πασσάλ & πάσσαλόφι (επικός) |
πασσάλ | |||
δοτική | πασσάλῳ | πασσάλοις | |||
αιτιατική | πάσσαλ |
πασσάλους | |||
κλητική ὦ! | πάσσαλ |
πάσσαλ | |||
δυϊκός | |||||
πασσάλ | |||||
πασσάλ | |||||
2 |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάσσαλος ήδη
σ τ ο ν Όμηρο < πήγνυμι •Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξημ ε τεκμηρίωση. Μπορείτεν α βοηθήσετε; - ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ λατινικά: pessulus, ⇘ νέα ελληνικά: πάσσαλος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάσσαλος, -
- ξύλινο καρφί
σ ε τοίχογ ι α κρέμασμα αντικειμένων- ※ 8ος
π κ ε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ . Ὀδυσσέως σύστασιςπ ρ ὸς Φαίακας.), στίχ. 105 (105-108)κ ὰδ δ ᾽ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν, | Δημοδόκουδ ᾽ ἕλ ε χ ε ῖρ α κ α ὶ ἔξαγεν ἐκ μεγάροιο |κ ῆρυξ· ἄρχεδ ὲτ ῷα ὐτ ὴν ὁδ ὸν ἥν π ε ρ ο ἱ ἄλλοι | Φαιήκωνο ἱ ἄριστοι, ἀέθλια θαυμανέοντες.- Τότε
κ ι ο κήρυκας κρέμασε πάλιτ η μελωδική κιθάρα |σ τ ο ίδιο ξύλινο καρφί, πήρεα π ᾽τ ο χέριτ ο ν Δημόδοκο |κ α ι τ ο ν οδήγησε έξω απότ ο παλάτισ τ ο ν δρόμοπ ο υ πορεύονταν |ο ι πρώτοιτ ω ν Φαιάκων,ν α δ ο υ ν κ α ι ν α θαυμάσουντ α αγωνίσματα. - Μετάφραση
σ ε πεζό (2006): ΔημήτρηςΝ . Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Τότε
- ※ 5ος
π κ ε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 72.4- χαλινοὺς
δ ὲκ α ὶ στόμια ἐμβαλόντες ἐςτ ο ὺς ἵππους κατατείνουσι ἐςτ ὸ πρόσθεα ὐτ ῶν κ α ὶ ἔπειτα ἐκ πασσάλων δέουσι.- βάζουν
σ τ α άλογα χαλινάρικ α ι γκέμια,τ α τεντώνουν προςτ α εμπρόςκ ι ύστερατ α δένουνσ ε πασσάλους. - Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- βάζουν
- χαλινοὺς
- ※ 5ος
π κ ε αιώνας ⌘Ε ὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1122 (1120-1123)χ ω ρ ε ῖδ ὲ πρύμναν·ο ὐγ ὰρ ἐςκ α ι ρ ὸν τ υ π ε ὶς | ἐτύγχαν᾽· ἐξέλκειδ ὲκ α ὶ παραστάδος | κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας | ἔστη ᾽π ὶ βωμοῦ γοργὸς ὁπλίτης ἰδ ε ῖν ,- Τραβιέται προς
τ α πίσω, αφούδ ε ν ήτανε | βαριά χτυπημένοςκ ι αρπάζοντας | απότ α ξύλινα καρφιάτ ο υ πρόναουτ α όπλαπ ο υ ήταν κρεμασμένα εκεί, | στάθηκε πάνωσ τ ο ν βωμό ξαγριεμένος - Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα:
Σ .Ι . Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- Τραβιέται προς
- ※ 8ος
- φίμωτρο
- σφήνα
γ ι α ν α ανοίγουν τρύπες - (μεταφορικά)
τ ο πέος- → δείτε παράθεμα
σ τ ο πάτταλος
- → δείτε παράθεμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αττικός τύπος : πάτταλος
- (μεγαρικός τύπος): πάσσαξ
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πάσσαλος - Επιτομή
τ ο υ Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομήτ ο υ Μεγάλου Λεξικού,ε κ δ . Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδεςσ τ ο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012 - πάσσαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από
τ ο 2011) Λεξικάγ ι α τ η ν αρχαία ελληνικήκ α ι λατινική γλώσσα (σ τ α αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά,κ .λ π .) Πανεπιστήμιοτ ο υ Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά
μ ε κλίση όπωςτ ο 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά) - Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά) - Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις
μ ε ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά) - Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα απότ η ν Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα απότ ο ν Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά) - Λήμματα
μ ε παραθέματα απότ ο ν Ευριπίδη (αρχαία ελληνικά) - Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)