Το στοιχείο εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 1878 σε φασματοσκοπική ανάλυση δείγματος σπανίων γαιών από τους Ελβετούς ερευνητές Ντελαφοντέν (Delafontaine) και Σορέ (Soret). Ο Σουηδός Κλέβε (Cleve) είναι αυτός που ανακάλυψε, λίγο αργότερα, το στοιχείο, εργαζόμενος ανεξάρτητα καιτου έδωσε το όνομα της γενέτειρας πόλης του, Στοκχόλμης.
Ανευρίσκεται σε ορυκτά των σπανίων γαιών, όπως ογαδολινίτηςκαιομοναζίτης, από τον οποίο και παρασκευάζεται σε καθαρή μορφή. Εμφανίζει ασυνήθεις μαγνητικές ιδιότητες.
Το όλμιο είναι κρυσταλλικό στερεό (κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα) και έχει μεταλλική λάμψη. Είναι μέταλλο μαλακό και μετρίως ελατό. Το φυσικό όλμιο αποτελείται από ένα μόνον ισότοπο, το οποίο δεν είναι ραδιενεργό, ενώ από φυσιολογικής απόψεως εμφανίζει μέτρια τοξικότητα.[1]
Από χημικής απόψεως είναι μέτρια δραστικό, αντιδρά αργά μετο νερό και διαλύεται σε αραιά διαλύματα οξέων. Σχηματίζει κιτρινοπράσινα άλατα, τα οποία αλλοιώνονται μετην επίδραση του ατμοσφαιρικού αέρα. Τα άλατα αυτά, διαλυόμενα στο νερό, σχηματίζουν κιτρινοπορτοκαλί διαλύματατων οποίων δίνουν χαρακτηριστικό φάσμα απορρόφησης. Αντιδρά μετο οξυγόνο, δίνοντας οξείδιο (Ho2O3) χαρακτηριστικού κιτρινοπορτοκαλί χρώματος, με αλογόνα προς αντίστοιχα άλατα, καιμε υδρογόνο δίνοντας υδρίδια δισθενούς (Η2Ηο) ή τρισθενούς (Η3Ηο) μετάλλου. Αντιδρά, επίσης, με άζωτο προς νιτρίλιο του ολμίου (HoN), θείο (σουλφίδιο, Ho2S3), βόριο (B4Ho)[2]
Το στοιχείο αυτό ανήκει στη κατηγορία τωνσπάνιων γαιών ή λανθανιδών στονπεριοδικό πίνακα. Παρά τις ασυνήθεις μαγνητικές του ιδιότητες, έχει πολύ περιορισμένες χρήσεις.