ΗΑντίπαρος (αρχ. Ωλίαρος)[1] είναι μικρό βραχώδες κατοικημένο νησί τουΝοτίου Αιγαίουστην καρδιά τωνΚυκλάδων, το οποίο απέχει λιγότερο από ένα ναυτικό μίλι από τηνΠάρο, μετον λιμένα της οποίας συνδέεται με μικρό τοπικό πορθμείο. Στη νησίδα Σαλιαγκός βρίσκεται ο αρχαιότερος οικισμός των Κυκλάδων, καθώς καιτοΔεσποτικό, ακατοίκητη νήσος στα νοτιοδυτικά της Αντιπάρου, που αποτελεί τόπο μεγάλης αρχαιολογικής σημασίας. ΗΣυστάδα Αντιπάρου αποτελείται από 25 νησιά, νησίδες και βραχωνησίδες.
Η Κοινότητα Αντιπάρου ιδρύθηκε το 1914 και προήχθη σε Δήμο το 2010 μετην εφαρμογή του σχεδίου νόμου «Καλλικράτης», βάσει της αρχής του «κάθε νησί και δήμος». Καταλαμβάνει δε έκταση 35,1 τ.χλμ. συμπεριλαμβάνοντας τη νήσο της Αντιπάρου, το Δεσποτικό καιτο Στρογγυλό. Αριθμεί, σύμφωνα μετην απογραφή του 2021 1.265 μόνιμους κατοίκους (σύμφωνα μετηναπογραφή του 2001 1.037 μόνιμους κατοίκους και έχει πυκνότητα 29,5 κατοίκους ανά τ.χλμ.). Στην Αντίπαρο λειτουργεί Νηπιαγωγείο, Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο με τμήματα Λυκείου. Η οικονομία του νησιού βασίζεται στοντουρισμό, τηναλιεία, τηνκτηνοτροφίακαι λιγότερο στηγεωργίαστον κάμπο και στις βορειοανατολικές πεδινές εκτάσεις της. Είναι γνωστή γιατη χαρακτηριστική κυκλαδίτικη ομορφιά με τις λευκές κατοικίες, τα λιθόστρωτα σοκάκια και τις όμορφες μπουκαμβίλιεςπου ανθούν στις αυλές των σπιτιών. Αποτελεί δημοφιλές τουριστικό θέρετρο τα καλοκαίρια γιαΈλληνεςκαιΕυρωπαίους επισκέπτες, αλλά και τόπο επένδυσης Αμερικανών παραθεριστών.
Ο κεντρικός οικισμός εντοπίζεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, απέναντι από τηνΠούντα της Πάρου μετην οποία συνδέεται μεπορθμείο. Το ιστορικό κέντρο εντοπίζεται στο ενετικό Κάστρο της Αντιπάρου, το οποίο συνδέεται μέσα από το εμπορικό δρομάκι μετο γραφικό πορθμείο στην παραλιακή. Άλλοι γνωστοί οικισμοί είναι ο παραθεριστικός οικισμός τουΑϊ-Γιώργηστο νοτιοδυτικό άκρο, ο οποίος και έχει ενταχθεί στο σχέδιο πόλης, ο Σωρός καιο Κάμπος, ενώ γνωστές παραλίες της ευρύτερης περιοχής του κέντρου είναι οι Ψαραλυκιές, ο Σιφνέικος γιαλός, ο Άγιος Σπυρίδωνας καιη παραλία του κάμπινγκ.
Η αρχαία ονομασία του νησιού ήταν «Ωλίαρος», λέξη φοινικικής προέλευσης που πιθανότατα σημαίνει «δασώδες βουνό». Αργότερα το νησί ονομάστηκε «Αντίπαρος» καθώς βρίσκεται απέναντι από την Πάρο.
Το νησί της Αντιπάρου βρίσκεται στην καρδιά των Κυκλάδων, στο Νότιο Αιγαίο, 0,8 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πάρου. Το πορθμείο της απέχει από το κεντρικό λιμάνι της Παροικιάς 4,8 ναυτικά μίλια. Παλαιότερα η Αντίπαρος ήταν ενωμένη μετην Πάρο, ενώ πλέον χωρίζεται από αυτή μετο Στενό της Αντιπάρου, γνωστό ως Αμφίγειο, πλάτους 500-1000 μ. και βάθους 4,5 μ. Το μέγιστο μήκος του νησιού είναι 7 μίλιασε κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, ενώ το μέγιστο πλάτος της φθάνει τα 2,8 μίλια καιτο μήκος των ακτών της τα 57 χλμ.
Η Αντίπαρος έχει ηφαιστειογενές πέτρωμα και ξηρό κλίμα με πολύ υγρασία, ενώ η μορφολογία της χαρακτηρίζεται κατά βάση πεδινή, γεγονός που ευνοεί την ανάπτυξη ισχυρών ανέμων, με πολλές μικρές λοφώδεις εξάρσεις. Ψηλότερη κορυφή είναι ο Προφήτης Ηλίας (301 μ.) και καλύπτεται από κέδρουςκαι θάμνους. Δυτικά οι ακτές είναι ομαλές και αμμώδεις και ανατολικά βραχώδεις, με μικρούς όρμους. Τα άνθη που ευδοκιμούν στην περιοχή είναι κυρίως οι μπουκαμβίλιες που στολίζουν τους κήπους των σπιτιών καιτων καταστημάτων. Το έδαφος είναι γόνιμο στον κάμπο και τις βόρειες πεδινές εκτάσεις του νησιού, αλλά οι καλλιέργειες είναι περιορισμένες. Μικρές ποσότητες μεταλλευμάτων εξορύσσονταν παλαιότερα σε εγκαταλελειμμένα σήμερα μεταλλεία.
Η νήσος της Αντιπάρου περιβάλλεται από πληθώρα μικρών ακατοίκητων νησιών με μεγάλο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως το Κοιμητήρι, το Στρογγυλό, το Διπλό, τον Κάβουρα, τοΡευματονήσι, τον Κόκκινο και Μαύρο Τούρλο. Ιδιαίτερα γνωστό στη διεθνή κοινότητα είναι το Δεσποτικό, ένα ακατοίκητο νησί νοτιοδυτικά της Αντιπάρου στο οποίο τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται ανασκαφές με ευρήματα μεγάλης αρχαιολογικής αξίας.
Η ιστορία της Αντιπάρου ξεκινάει από τηνεολιθική εποχή όταν χρησιμοποιούνταν το σπήλαιό της ως καταφύγιο. Οι αρχαιολογικές έρευνες στο Σαλιαγκό, μια χαμηλή τότε χερσόνησο στον ισθμό Πάρου-Αντιπάρου, έφεραν στο φως ευρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη του παλαιότερου οικισμού των Κυκλάδων, ενώ η άνθιση τωνπρωτοκυκλαδικών πολιτισμών της Πάρου, της Αντιπάρου καιτου Δεσποτικού συνεχίστηκε την3η χιλιετία π.Χ., μετην ανάδειξη νεκροταφείων, ειδών κεραμικής καιμε ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από τις ανασκαφές στο Απάντημα, στο Σωρό, στις Πεταλίδες και στους Κρασάδες. Οι πρώτες ανασκαφές στο Δεσποτικό πραγματοποιήθηκαν το1889 από τοΧρήστο Τσούντα, αποκαλύπτοντας πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία, ενώ στην περιοχή Χειρόμυλοι βρέθηκαν ίχνη προϊστορικού οικισμού. Στο Στρογγυλό διασώζονται ερείπια νεολιθικού οικισμού, ενώ στον Κάβουρα ανακαλύφθηκαν ειδώλια της πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Είδη κεραμικής που χρονολογούνται στους γεωμετρικούς χρόνους μαρτυρούν την ανθρώπινη παρουσία.
Το 1959 οΝίκος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε ανασκαφές στη θέση Ζουμπάρια καιστη Μάντρα Δεσποτικού, στη βορειοανατολική ακτή του νησιού, όπου βρέθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη δωρικού ναού από τους αρχαϊκούς χρόνους, ο οποίος χρονολογείται στο 500 π.Χ. Το 1997 ανασκαφές που έγιναν στη Μάντρα από τον αρχαιολόγο Γιάννο Κουράγιο, έφεραν στο φως μεγάλο τμήμα των βοηθητικών χώρων ενός ιερού. Στα ευρήματα της ανασκαφής συγκαταλέγεται επίμηκες κτιριακό συγκρότημα, αποτελούμενο από πέντε συνεχόμενα παράλληλα δωμάτια. Στο νότιο δωμάτιο εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα υλικών των αρχαϊκών χρόνων ανατολικοϊωνικής, ροδιακής, κυπριακήςκαιαιγυπτιακής προέλευσης.
Στον τόπο των ανασκαφών έχουν βρεθεί πολλά μαρμάρινα μέλη γλυπτών, δύο αρχαϊκές κεφαλές κούρων, ο κορμός γυμνού ανδρικού αγάλματος, τμήμα ενεπίγραφου περιρραντηρίου αρχαϊκής εποχής μετην επιγραφή «Μάρδης ανέθηκεν». Ανάμεσα στα σπουδαία ευρήματα συγκαταλέγεται ο κτιστός τετράγωνος μαρμάρινος βωμός αφιερωμένος στηνΕΣΤΙΑ ΙΣΘΜΙΑ των κλασικών χρόνων καιο οποίος αποτελεί μαρτυρία γιαμια από τις λατρευόμενες θεότητες των Κυκλάδων. Η επιγραφή μαρτυρά επίσης το τοπωνύμιο του ακρωτηρίου όπου βρίσκεται το ιερό «ΙΣΘΜΟΣ» και επιβεβαιώνει την ύπαρξή του. Οι έρευνες έφεραν στο φως ακόμη πέντε κτίρια καιη ανασκαφή τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Τα ευρήματα μαρτυρούν τη διαδεδομένη λατρεία του Θεού Απόλλωνα στις Κυκλάδες, καθώς υπήρχαν σύμφωνα μετην παράδοση εικοσιδύο λιτά ιερά στην ευρύτερη περιοχή, ένα εκτων οποίων ήταν εκείνο του Δεσποτικού, το οποίο διασώζεται ανέπαφο από τον7ο αιώνα π.Χ. οπότε και λειτουργούσε έως και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Το νησί της Αντιπάρου συμπεριελήφθη το1207, κατά την περίοδο της λατινοκρατίαςστοΔουκάτο της Νάξου από τον ιδρυτή του, τοΒενετό στρατιωτικό Μάρκο Σανούντο. Από τότε η Αντίπαρος παρείχε μόνιμα 30 κωπηλάτες στις γαλέρες του Δουκάτου. Το15ο αιώνα άρχισε η σκληρή δοκιμασία της νήσου από Έλληνες και ξένους πειρατές, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο στους όρμους του «Στενού των 14 ποδών», όπως αποκαλούνταν τότε χαρακτηριστικά το στενό της Αντιπάρου έως ότου περιήλθε η νήσος στον σημαίνοντα τότε βενετικόΟίκο των Λορεντάνο ως προίκα, όταν οΤζιοβάννι Λορεντάνο αποφάσισε να παντρευτεί τηΜαρία Σομμαρίπα της Αντιπάρου. Ο Λορεντάνο έχτισε την κατοικία τουκαι εγκατέστησε νέους κατοίκους, οικοδομώντας σταδιακά μαζί με τις υπόλοιπες κατοικίες γύρω από «το Σπίτι του Άρχοντα» το Κάστρο περί το 1440, του οποίου την πύλη στόλιζε οθυρεός τους. Στη συνέχεια περιήλθε στονΟίκο των Πιζάνη μέχρι το 1537, οπότε και κατελήφθη από τονΟθωμανό κουρσάρο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσακαι παραχωρήθηκε στηνοικογένεια των Κρίσπι. Το1566 εντάχθηκε ολοκληρωτικά στηνΟθωμανική Αυτοκρατορία.
Αργότερα βρέθηκε ξανά υπό την κατοχή των Οθωμανών και έγινε συχνά στόχος επιδρομών από πειρατές, με αποκορύφωμα τη λεηλασία του νησιού καιτη σφαγή του πληθυσμού το 1794 από ΚεφαλλονίτεςκαιΜανιάτες πειρατές, οι οποίοι απήγαγαν την κόρη του Βενετού υποπρόξενουΓκρατσιόζα Φραντζίσκα, με συνέπεια να δημιουργηθεί ένα άνευ προηγουμένου ανθελληνικό κύμα στην τότε Ευρώπη.
Κατά τοΒ΄ Παγκόσμιο Πόλεμοοι κάτοικοι του νησιού πήραν ενεργό μέρος στην αντίσταση κατά τωνΓερμανών, χρησιμοποιώντας την περιοχή του Άι-Γιώργη, πίσω από το βουνό της Αντιπάρου, ως μυστική βάση υποβρυχίων. Χαρακτηριστική περίοδος της ιστορίας του νησιού ήταν η λεγόμενη «Επιχείρηση Αντίπαρος», η οποία στοίχισε τη ζωή πολλών Ελλήνων και συμμάχων.
Μετά το πέρας του πολέμου η Αντίπαρος επέστρεψε στους γαλήνιους ρυθμούς της, αναπτυσσόμενη ως ψαροχώρι και σταδιακά ερήμωσε από τημετανάστευση, μετο νησί να είναι απομονωμένο.
Η Αντίπαρος έγινε γνωστή στο ευρύτερο ελληνικό κοινό το 1960 και μέσα από τονελληνικό κινηματογράφο, όταν φιλοξενήθηκαν τα συνεργεία της Φίνος Φιλμστο ιστορικό κέντρο γιατα γυρίσματα της ταινίας Μανταλένα, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της φυσικής της ομορφιάς καιτου ιστορικού τοπίου. Έκτοτε το νησί κατέστη δημοφιλής τουριστικός προορισμός για Έλληνες και ξένους τουρίστες τα καλοκαίρια καιη οικονομία του οικισμού άρχισε να προσανατολίζεται στην τουριστική ανάπτυξη.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η Αντίπαρος κατέστη δημοφιλής εναλλακτικός τουριστικός προορισμός Ευρωπαίων γυμνιστών για τις απόμακρες και αμμουδερές της παραλίες, ιδίως στο ευρέως γνωστό camping της, ενώ από τη δεκαετία του 1990 άρχισε να γνωρίζει σταδιακή ανάπτυξη λόγω και της εγγύτητάς της μετην Πάρο, βελτιώνοντας τις υποδομές της ώστε να υποδεχτεί το αυξανόμενο κύμα των τουριστών.
Πρωτεύουσα του Δήμου Αντιπάρου είναι ο ομώνυμος οικισμός που αναπτύσσεται περιμετρικά του ιστορικού κέντρου στο ενετικό Κάστρο, στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Συνήθως αποκαλείται ως η «Χώρα της Αντιπάρου». Στο νοτιοδυτικό άκρο της Αντιπάρου αναπτύσσεται ο παραθεριστικός οικισμός τουΑγίου Γεωργίου, ο οποίος εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως τη δεκαετία του '70 από ένα σύλλογο χρυσοχόων, πραγματοποιήθηκαν ρυμοτομικά έργα και γεωτρήσεις γιατην εξυπηρέτηση των κατοίκων, ενώ το 2024 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του δικτύου ύδρευσης. Ανατολικά του Αγίου Γεωργίου αναπτύσσεται ο οικισμός του Σωρού, που είναι γνωστός για τις αμμουδερές παραλίες του, ενώ λίγο πιο βόρεια βρίσκεται ο Κάμπος της Αντιπάρου ο οποίος συνδέθηκε μετα έργα οδοποιίας που πραγματοποιήθηκαν μετον παραλιακό δρόμο που διέρχεται από το Απάντημα καιτα Γλυφά στα ανατολικά, καθώς καιμετην παραλία Λιβάδια στις δυτικές ακτές του νησιού.
Η αρχιτεκτονική, όπως καισε όλα τα κυκλαδίτικα νησιά, επιτάσσει αυστηρούς κανονισμούς γιατη διατήρηση της κυκλαδίτικης ομοιομορφίας που συντίθεται από τις χαρακτηριστικές λευκές οικίες με τις μπλε πόρτες και παράθυρα, την αυλή και τους κήπους στολισμένους με βουκαμβίλιες και λοιπά άνθη. Συχνά τα χαρακτηριστικά αυτά συμβαδίζουν μετη λαξευτή πέτρα στους τοίχους, τα πλακόστρωτα σοκάκια και τους φράχτες των αυλών.
Το κάστρο που χτίστηκε το 1440 από την άλλη φαίνεται να έχει ένα πολύ συγκεκριμένο και ιδιαίτερο στυλ αρχιτεκτονικής. Οι κατοικίες συνθέτουν ένα συμπαγές συγκρότημα με 24 διώροφες κατοικίες μέσα στο κάστρο, 24 μονώροφες στον Ξώπυργο και 16 διώροφες στην εξωτερική ζώνη, ενώ ανάμεσα στις κατοικίες υπάρχουν και τρία εκκλησάκια, αλλά καιτο παλαιό υδραγωγείο. Και εδώ διατηρείται η αρχιτεκτονική των λευκών κατοικιών, μεταμπλε παράθυρα και τις μικρές αυλές από την πίσω μεριά του κάστρου.
Η οικονομία του νησιού βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον τουρισμό, μετα έσοδα από τις επισκέψεις στο Σπήλαιο της Αντιπάρου να απαρτίζουν μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού του Δήμου. Οι περισσότεροι κάτοικοι δουλεύουν τα εμπορικά καταστήματα, κέντρα εστίασης και διαμονής του νησιού κατά την τουριστική σεζόν, ενώ από τον Οκτώβρη μέχρι το Πάσχα, ασχολούνται με τεχνικές και χειρωνακτικές εργασίες. Στην οικονομία του νησιού συμβάλλει η γεωργία καιη κτηνοτροφία, καθώς επίσης καιη αλιεία.
Η αλιεία στην Αντίπαρο αποτελεί όπως είναι φυσικό ένα από τα παλαιότερα και παραδοσιακά επαγγέλματα. Βέβαια, η αλιευτική δραστηριότητα ήταν πιο έντονη τις προηγούμενες δεκαετίες, πουδεν είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό άλλοι τομείς τις οικονομίας καιη αλιεία ήταν υγιής κλάδος.Η αλιεία συντηρείται σε οικογενειακή βάση, ενώ πλέον λίγοι είναι αυτοί που απασχολούνται αποκλειστικά σε αυτή, λόγω εξάντλησης του αλιευτικού πλούτου.
Η συνολική καλλιεργούμενη έκταση στη Αντίπαρο είναι 112 στρέμματα σύμφωνα μετηνΕλ. Στατ. 2008, ενώ μετα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ 2013 είναι 179,6 στρέμματα.Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σημαντική αύξηση φύτευση ελαιοδέντρων. Ο παραγόμενος ελαιόκαρπος χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο για παραγωγή ελαιολάδου. Οι ποικιλίες που επικρατούν είναι η θρουμπολιά καιη κορωνέϊκη σε μεγαλύτερη έκταση. Υπάρχουν διάσπαρτα ελαιόδεντρα των ποικιλιών Άμφισσας και Μανάκι. Οι καλλιεργητικοί χειρισμοί που γίνονται στην καλλιέργεια της ελιάς είναι πολύ κοντά σε βιολογικά συστήματα καθώς γίνονται ελάχιστες ή καθόλου επεμβάσεις με φυτοφάρμακα. Ωστόσο η βιολογική καλλιέργεια είναι ανεπτυγμένη (ελεγχόμενη από φορέα πιστοποίησης).
Τα αμπέλια και ιδιαίτερα τα οινάμπελα αποτελούν παραδοσιακή καλλιέργεια γιατην Αντίπαρο καιη συνολική τους έκταση σύμφωνα μετο ΟΠΕΚΕΠΕ γιατο 2012-2013 είναι 187,6 στρέμματα.Ενώ σύμφωνα μετα στοιχεία της Ελ. Στατ. 2008 είναι 525 στρέμματα. Οι κυριότερες οινοποιήσιμες ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι από ερυθρές ποικιλίες: Μανδηλαριά, Βάφτρακαι Αϊδάνικαι από λευκές ποικιλίες: Μενεμβασιά, Ασίρτικοκαι Σαββατιανό. Μεγάλες ποσότητες οινοποιήσιμων σταφυλιών πωλούνται στα οινοποιία της Πάρου γιαΠΟΠκαιΠΓΕ οίνους.Οι αδιάθετες ποσότητες των επιτραπέζιων και οινοποιήσιμων σταφυλιών οδηγούνται στην απόσταξη γιατην παραγωγή παραδοσιακών ποτών όπως σούμα.
Η Αντίπαρος διαθέτει σημαντικά κοιτάσματα θειούχου μεταλλοφορίας. Από τη μέση του νησιού, θέσεις Μοναστήρια-Αγ. Ηλίας-Χατζοβούνια και νοτίως μέχρι το Βλαχοβούναλο, υπάρχουν μεταλλεύματα σιδήρου, μαγγανίου, μολύβδου και ψευδαργύρου. Τα μεταλλεύματα ψευδραργύρου έτυχαν σημαντικής εκμετάλλευσης κυρίως από τη δεκαετία του 1870, η οποία συνεχίστηκε αποσπασματικά καιτον επόμενο αιώνα, μέχρι το 1955. Ωστόσο, τα αξιόλογα κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος δεν αξιοποιήθηκαν συστηματικά, ενώ ενα μικρό μεταλλείο καλαμίνας έγινε αντικείμενο διακεκομένης εκμετάλλευσης[7]. Τα μεταλλεία Αντιπάρου του 19ου – 20ού αιώνα (1869 – 1955), τα οποία λειτούργησαν ως έναυσμα στην περαιτέρω αναπτυξιακή πορεία της μεταλλείας στην Αντίπαρο και στις Κυκλάδες γενικότερα, θα πρέπει να αξιοποιηθούν ως μεταλλευτική κληρονομιά καινα αναδειχθεί η σχετικά άγνωστη μεταλλευτική τους ιστορία. Τα Μεταλλεία της Αντιπάρου 19ος – 20ός αιώνας
Η Αντίπαρος παραδοσιακά προσελκύει οικογένειες Σκανδιναβών, κυρίως Νορβηγώντον Ιούνιο, ενώ ιδιαίτερους ιστορικούς δεσμούς έχουν μετο νησί οιΙταλοί, οι οποίοι το επισκέπτονται κυρίως τον Αύγουστο. Επίσης στους επισκέπτες συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων Γερμανοί, Ρώσοι, ΓάλλοικαιΑμερικάνοι. Το νησί υποδέχεται το κύμα των τουριστών μετη δημιουργία μικρών συγκροτημάτων καιτη λειτουργία ενοικιαζόμενων δωματίων στον κεντρικό οικισμό, καθώς και σύγχρονων καταλυμάτων με παραδοσιακά στοιχεία στις ακτές της αντιπαριανής υπαίθρου.
Τα τελευταία χρόνια η Αντίπαρος φαίνεται πως κάνει μετάβαση από τον εναλλακτικό τουρισμό της ροκ κουλτούρας και της νυχτερινής διασκέδασης των προηγουμένων δεκαετιών στον ποιοτικό τουρισμό, μετη λειτουργία καλαίσθητων εστιατορίων και αναψυκτηρίων με παραδοσιακά χαρακτηριστικά, μπουτίκ και καταστημάτων με είδη τέχνης, εσωτερικής διακόσμησης και κοσμήματα, ενώ στην είσοδο του Κάστρου είναι επισκέψιμη αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου της Δημοτικής Επιχείρησης Ανάπτυξης Αντιπάρου με εκθέματα λαογραφικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος από την ιστορία του νησιού. Κατά τους θερινούς μήνες στο νησί γνωρίζουν άνθιση τα θαλάσσια σπορ μεταξύ Πούντας και Αντιπάρου, ενώ διαδεδομένος είναι καιο θερινός κινηματογράφος «Cine Ωλίαρος».
Οι ακτές της Αντιπάρου διακρίνονται για τις χρυσές αμμουδιές καιτα πεντακάθαρα νερά τους καιγι' αυτό το νησί προσελκύει τουρισμό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Οιπιο γνωστές παραλίες στην ευρύτερη περιοχή του κεντρικού οικισμού είναι οι Ψαραλυκές. Είναι τρεις παραλίες οι οποίες βρίσκονται νοτίως της παραλιακής και φημίζονται γιατα αλμυρόδενδρα που παρέχουν σκιά πίσω από την αμμουδιά. Στη δεύτερη Ψαραλυκή λειτουργεί beach bar τους καλοκαιρινούς μήνες. Στο βόρειο τμήμα της παραλιακής βρίσκεται η παραλία του camping, η οποία είναι προσβάσιμη με λεωφορείο και είναι γνωστή γιατην προσέλκυση γυμνιστών. Η παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα μετα ρηχά της νερά ιδανικός παράδεισος γιατα παιδιά. Στην πίσω μεριά του Κάστρου βρίσκεται ο σιφνέικος γιαλός, ο οποίος έχει πάρει το όνομά του από το νησί της Σίφνουκαι είναι γνωστός γιατα υψηλά κύματα λόγω των ανέμων που αναπτύσσονται στην περιοχή.
Λοιπές γνωστές παραλίες οι οποίες κατέστησαν προσβάσιμες οδικώς μετα έργα οδοποιίας που πραγματοποιήθηκαν είναι η παραλία στα Λιβάδια, στις δυτικές ακτές, η αμμουδερή παραλία στο Σωρό, ο Άγιος Σώστης, οι παραλίες της Φανερωμένης, οι παραλίες στα Γλυφά, η παραλία της Παναγιάς (3η Ψαραλική), στο Απάντημα, στον Άϊ Γιώργη καιτο Δεσποτικό. Εκδρομές στην παραλία του Δεσποτικού πραγματοποιούνται το καλοκαίρι καθημερινά με τουριστικά καραβάκια, τα οποία κάνουν καιτο γύρο του νησιού.
Στο κέντρο της νήσου, στις παρυφές του όρους της Αντιπάρου βρίσκεται το γνωστό Σπήλαιο της Αντιπάρου, ένα από τα ομορφότερα καιπιο μυστηριώδη σπήλαια του κόσμου. Ο χώρος του σπηλαίου χρησιμοποιήθηκε ως φυσικό καταφύγιο στηνεολιθική εποχήκαι έπειτα. Ο χώρος χρησιμοποιήθηκε επίσης γιακεραμική, αλλά καιγιατη λατρεία της θεάς Αρτέμιδος, ενώ στην είσοδο του χώρου ανεγέρθηκε ο λιτός και μαγευτικός ναός του Αϊ-Γιάννη του Σπηλιωτή.
Επιγραφές και χαράγματα στους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες του μαρτυρούν τους διαβάτες του, όπως η επιγραφή της Αγίας Τράπεζας, των στρατηγών τουΜεγάλου ΑλεξάνδρουκαιτουΒασιλιά Όθωνα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κατεστράφη τμήμα του σπηλαίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το σπήλαιο αξιοποιήθηκε ως καταφύγιο από τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης εναντίον του κατακτητή. Μια από τις αρχαιότερες αναφορές στο ιστορικό σπήλαιο είναι αυτή του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου της Πάρου τον7ο αιώνα π.Χ..
Το σπήλαιο αξιοποιήθηκε πλήρως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2000 με κονδύλια από τοΓ' ΚΠΣ, μετην τοποθέτηση κιγκλιδωμάτων, την κατασκευή κατάλληλων σκαλοπατιών, τοποθέτηση φωτισμού, καμερών ασφαλείας και ηχείων γιατην ενημέρωση των επισκεπτών.
Το ενετικό Κάστρο της Αντιπάρου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα των οχυρωμένων οικισμών που δημιουργήθηκαν στις Κυκλάδες την περίοδο της Λατινοκρατίαςτο13ομε16ο αιώνα μ.Χ.. Η κατασκευή του χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα, όταν οβενετόςΤζιοβάννι Λορεντάνο αποφάσισε να παντρευτεί τηΜαρία Σομμαρίπα της Αντιπάρου.
Στην αρχική του μορφή το Κάστρο περιελάμβανε τον κεντρικό πύργο και οικιστική περίμετρο, με τις κατοικίες να κατανέμονται σε ένα τετράγωνο συνεχούς δόμησης, αποτελώντας ταυτόχρονα το αμυντικό τείχος του οχυρωμένου οικισμού. Η μοναδική είσοδος βρισκόταν στο ισόγειο οικίας στη νότια πτέρυγα.
Στο εσωτερικό του οικισμού αναπτύσσονταν οι κύριες πλατυμέτωπες όψεις των κατοικιών σε τριώροφη διάταξη, ενώ κάθε όροφος διέθετε ανεξάρτητη είσοδο στην οποία οδηγούσε εξωτερική σκάλα. Στην πορεία ο οικισμός επεκτάθηκε και εξωτερικά της νότιας πτέρυγας μετο μορφή ορθογώνιου δακτυλίου που φέρει την ονομασία «Ξώπυργα», καθώς και εντός του αρχικού περιβόλου, γύρω από τη βάση του κυκλικού πύργου. Η ζώνη αυτή των κτισμάτων περιμετρικά του πύργου αφήνει μια στενωπό από τις κατοικίες του γύρω τοίχους, η οποία ονομάζεται «ρίμνη», πιθανότατα παραφθορά της λέξης «ρύμη», η οποία και αποτελεί τη μοναδική οδό διέλευσης κατοίκων και επισκεπτών στον πυρήνα του οικισμού.
Η βάση του κεντρικού πύργου του κάστρου, γνωστού ως «Το Σπίτι του Άρχοντα»
Στα μετέπειτα χρόνια το αρχικό αρχιτεκτονικό ύφος του κάστρου τροποποιήθηκε από το θρησκευτικό στοιχείο με επεκτάσεις χριστιανικών χώρων λατρείας, την ανέγερση του ναού του Χριστού καιτη χρήση του Πύργου ως δεξαμενή νερού. Αντιθέτως οι κατοικίες διατήρησαν σε ικανοποιητικό βαθμό τα αρχικά τους χαρακτηριστικά, παρά την κατάρρευση των επάνω ορόφων, καθώς για οποιαδήποτε επέμβαση απαιτείται άδεια από την αρχαιολογική υπηρεσία. Σήμερα τα περισσότερα σπίτια αναπτύσσονται σε έναν με δύο ορόφους το πολύ και διαθέτουν υπόγεια που μοιάζουν με καταπακτές.
Χαρακτηριστικά δείγματα των κατοικιών του Κάστρου καιη εκκλησία του Χριστού
Το δεύτερο πέρασμα ανάμεσα στον πύργο καιστο ανατολικό τμήμα της μεταγενέστερης οικιστικής ζώνης δημιουργήθηκε σε υψηλότερη στάθμη από τη «ρίμνη» και εξυπηρετούσε την πρόσβαση στους ορόφους αυτής της ζώνης, με ανάβαση σε κεκλιμένο επίπεδο από το χώμα που βρισκόταν στη θέση της σημερινής σκάλας, απέναντι από την είσοδο του κάστρου. Το πέρασμα αυτό κατέληγε στη βόρεια πλευρά, σε σκάλα που κατέβαζε στο επίπεδο της «ρίμνης», ακριβώς πίσω από το ιερό της εκκλησίας του Χριστού, η οποία καταλαμβάνει τη βορειοδυτική γωνία του ελεύθερου χώρου του Κάστρου.
Αναπόσπαστο στοιχείο του κάστρου της Αντιπάρου αποτελούν οι μικρές νυχτερίδεςπου ξεπροβάλλουν μετη δύση του ηλίου και ίπτανται γύρω από τον πύργο μέχρι την ανατολή.
Το δημαρχείο της Αντιπάρου εντοπίζεται μαζί μετοΠολυδύναμο Ιατρείοσε ένα στενάκι του εμπορικού δρόμου λίγο πριντο κάστρο, πλησίον της Πλατείας Ρούσσου, η οποία και πήρε την ονομασία της από το συγγραφέα της ταινίας της «Μανταλένα». Το 2009 πραγματοποιήθηκε ανάπλαση του επισκέψιμου χώρου στο Σπήλαιο της Αντιπάρου. Η μεταφορά των απορριμάτων του νησιού γίνεται σε ειδικό χώρο στην Πάρο, ενώ το 2014 ολοκληρώθηκε το αποχετευτικό δίκτυο μετον βιολογικό, καθώς επίσης και έργα αφαλατώσεων για παροχή πόσιμου νερού. Το νησί απολαμβάνει σύγχρονα έργα οδοποιίας και ανάπλασης του παραλιακού δρόμου, ενώ εστία των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων αποτελεί η πέτρινη πλατεία της Αγίας Μαρίνας.
Στην περιοχή λειτουργεί Δημοτικό σχολείο εντός του κέντρου νεότητας για τους μικρούς κατοίκους. Η Αντίπαρος εκκλησιαστικά υπάγεται στηνΙερά Μητρόπολη Παροναξίας, εξυπηρετείται από το υγειονομικό και τις υπηρεσίες της Σύρου, καθώς και από την αγορά της Πάρου.
Έχουν προχωρήσει τα δίκτυα ύδρευσης και αποχεύτευσης ενώ μέχρι τον Δεκέμβριο του 2025 αναμένεται η ολοκλήρωση του έργου υπογειοποίησης του δικτύου μέσης και χαμηλής τάσης του ΔΕΔΔΗΕ στην Πάρο καιτην Αντίπαρο[8].
Η πρόσβαση στο νησί της Αντιπάρου είναι εφικτή είτε ακτοπλοϊκώς μέσω μετάβασης στο λιμάνι της Παροικιάς, σε 3-4 ώρες με ταχύπλοα ή συμβατικά πλοία από τα λιμάνι τουΠειραιά, της Ραφήνας καιτου Λαυρίου, είτε μέσω τουαεροδρομίου της Πάρουτο οποίο απέχει 10 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού. Στην Παροικιά υπάρχουν από το πάσχα μέχρι τον Οκτώβριο δρομολόγια μικρών επιβατικων πλοιαρίων διάρκειας 30 λεπτών γιατην Αντίπαρο, καθώς καιη αφετηρία της συγκοινωνία τουΚΤΕΛ Πάρου προς την Πούντα. Στο λιμάνι της Πούντας γίνεται 365 μέρες το χρόνο η μεταφορά επιβατών και οχημάτων μετα φέρρυ προς το λιμάνι της Αντιπάρου και αντίστροφα. Η διαδρομή διαρκεί λιγότερο από 10 λεπτά. Το λιμάνι της Αντιπάρου βρίσκεται στην χώρα της Αντιπάρου.
Οι μετακινήσεις στους οικισμούς, τις παραλίες καιτο σπήλαιο της Αντιπάρου γίνονται με δημοτικά και ιδιωτικά λεωφορεία (πούλμαν), η αφετηρία των οποίων βρίσκεται έμπροσθεν της Πλατείας της Αγίας Μαρίνας, ενώ οι μετακινήσεις μέσα στο ιστορικό κέντρο γίνονται με ποδήλατο ή μετα πόδια.
Η μεγαλύτερη γιορτή της Αντιπάρου γίνεται τον Ιούλιο, μετα προεόρτια καιτο φαντασμαγορικό εορτασμό της Αγίας Μαρίνας, στο όνομα της οποίας χτίστηκε καιο ναός στην πέτρινη εξέδρα στο λιμάνι, ενώ γνωστό είναι καιτο παραδοσιακό πανηγύρι που γίνεται στην είσοδο του σπηλαίου με φαγητό, μουσική και χορό. Άλλες γνωστές γιορτές είναι του Αγίου Ιωάννη του Σπηλιώτη στις 7 Μαΐου, με παραδοσιακό χορό και κεράσματα καιτου Αϊ Γιάννη στις 23 και 24 Ιουνίου στο Μεσαιωνικό Κάστρο κατά την παράδοση τουΚλήδονακαι της Παναγίας της Φανερωμένης στις 7 Σεπτεμβρίου.
Η Αντίπαρος είναι επίσης γνωστή γιατο «Πολιτιστικό Καλοκαίρι», μια σειρά θερινών πολιτιστικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, ενώ ξεχωριστή θέση στις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις κατέχουν επίσης η αναβίωση των σκηνών από την ταινία της «Μανταλένας» με Αντιπαριώτες και θεατρικές παραστάσεις στο σχολείο της περιοχής.
Στο χώρο του αθλητισμού, η Αντίπαρος διαθέτει δύο Αθλητικά σωματεία. Τον «Ναυτικό Όμιλο Αντιπάρου» καιτον «Πλοηγό Αντιπάρου», που κατά τη διάρκεια του χειμώνα απασχολούν ιδιαίτερα τη Νεολαία του νησιού. Καιταδυο σωματεία συμμετέχουν στα επίσημα κυκλαδικά και Πανελλήνια Πρωταθλήματα, στην θάλασσα με μικρά σκάφη ο Ναυτικός Όμιλος καιστη στεριά με ομάδες Καλαθοσφαίρισης, Σκάκι και Cheerleading ο «Πλοηγός Αντιπάρου».
Το σκάκι ιδιαίτερα, σημειώνει μεγάλη ανάπτυξη στο νησί, φτάνοντας σε σημείο τον Απρίλιο του 2017 να διοργανωθεί το «Πρωτάθλημα Σκάκι Αιγαίου 2017» από τον «Πλοηγό Αντιπάρου» με 10 νησιά (Σάμος, Χίος, Λέσβος, Ικαρία, Ρόδος, Σύρος, Λέρος, Σαντορίνη, Πάρος και Αντίπαρος) και 140 σκακιστές από όλο το Αιγαίο, να δίνουν το παρών, στη μεγαλύτερη σκακιστική διοργάνωση που έχει πραγματοποιηθεί στο Αιγαίο, μέχρι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Στις πολιτιστικές εκδηλώσεις, ο διάπλους Πάρου-Αντιπάρου είναι ένας τοπικός θεσμός που ξεκίνησε το 2008 από τον «Ναυτικό Ομιλο Αντιπάρου» και πραγματοποιείται κάθε χρόνο στις 7 Ιουλίου. Οι κολυμβητές διανύουν την απόσταση των 1453 μέτρων χωρίς να περιορίζονται στοστυλ κολύμβησης. Κάθε χρόνο η διοργάνωση γίνεται όλο καιπιο δημοφιλής και προσελκύει όλο και περισσότερους συμμετέχοντες.
Η ταινία ΜανταλένατουΝτίνου Δημόπουλου (1960) μετηνΑλίκη Βουγιουκλάκη γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στο νησί της Αντιπάρου μετά από επιθυμία του θεατρικού συγγραφέα Γεωργίου Ρούσσουπου έγραψε το σενάριο καιπου ήταν καιο ίδιος Αντιπαριώτης.[9] Μεταξύ άλλων αποτυπώνονται στην ταινία το Κάστρο, η πλατεία, η βρύση και άλλες ομορφιές του νησιού.[10]
Η ταινία Suntanτου Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2016) με πρωταγωνιστή τονΜάκη Παπαδημητρίου είναι επίσης γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Αντίπαρο.[11] Μερικές από τις τοποθεσίες που αποτυπώνονται είναι το ιατρείο του νησιού, η κεντρική πλατεία, διάφορα εστιατόρια, ο Αϊ Γιώργης, η ντίσκο La Luna καιηη παραλία του κάμπινγκ.[11][12]
«Το Κάστρο της Αντιπάρου: συμβολή στη μελέτη των οχυρωμένων μεσαιωνικών οικισμών του Αιγαίου», Μ. Φίλιππα Αποστόλου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Αθήνα 1978
«Η Αντίπαρος είναι...», ενημερωτικό έντυπο, Έκδοση Κοινοτική Επιχείρηση Τουριστικής & Πολιτιστικής Ανάπτυξης Αντιπάρου, Παραγωγή Κώστας Δραγάτης, 2007