Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 24/11/2012.
ΗΓαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία (Βενετικά: (Serenìsima) Repùblica Vèneta ή Repùblica de Venesia, Ιταλικά: Serenissima Repubblica di Venezia) υπήρξε ανεξάρτητο κράτοςμε πρωτεύουσα την πόλη της Βενετίαςστην βορειοανατολική Ιταλία. Επιβίωσε για πάνω από χίλια χρόνια, από τα τέλη του 7ου αιώνα ως το 1797 και αποτέλεσε σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο κατά τονύστερο ΜεσαίωνακαιτηνΑναγέννηση.
ΗΔημοκρατία της Βενετίας (ιταλικά: Repubblica di Venezia[1], βενετσιάνικα: Repùblega de Venèsia) ή Βενετική Δημοκρατία (ιταλικά: Repubblica Veneta[2], βενετσιάνικα: Repùblega Vèneta), παραδοσιακά γνωστή ως La Serenissima (ελληνικά: Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, ιταλικά: Serenissima Repubblica di Venezia, βενετσιάνικα: Serenìsima Repùblega de Venèsia), ήταν κυρίαρχο κράτοςκαιναυτική δημοκρατίασε τμήματα της σημερινής Ιταλίας (κυρίως βορειοανατολική Ιταλία) που υπήρχε για 1100 χρόνια από το 697 μ.Χ. έως το 1797 μ.Χ. Με επίκεντρο τις κοινότητες της λιμνοθάλασσας της ευημερούσας πόλης της Βενετίας, ενσωμάτωσε πολυάριθμες υπερπόντιες κτήσεις στις σημερινές χώρες Κροατία, Σλοβενία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα, ΑλβανίακαιΚύπρο.[3]Η δημοκρατία αυτή εξελίχθηκε σε εμπορική δύναμη κατά τοΜεσαίωνακαι ενίσχυσε αυτή τη θέση της κατά τηνΑναγέννηση. Οι πολίτες της μιλούσαν την ακόμη σωζώμενη βενετσιάνικη, ανκαιοι εκδόσεις στα (φλωρεντίνικα) ιταλικά έγινε ο κανόνας κατά την Αναγέννηση.
Στα πρώτα χρόνια της ευημερούσε από το εμπόριο αλατιού. Τους επόμενους αιώνες η πόλη-κράτος καθιέρωσε μιαθαλασσοκρατία. Κυριάρχησε στο εμπόριο στηΜεσόγειο Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου μεταξύ της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, καθώς και της Ασίας. Το Βενετικό ναυτικό χρησιμοποιήθηκε στις Σταυροφορίες, κυρίως στηνΤέταρτη. Ωστόσο η Βενετία αντιλαμβανόταν τηΡώμη ως εχθρό και διατήρησε υψηλά επίπεδα θρησκευτικής και ιδεολογικής ανεξαρτησίας που προσωποποιήθηκε από τον Πατριάρχη της Βενετίας[4]καιμια εξαιρετικά ανεπτυγμένη ανεξάρτητη εκδοτική βιομηχανία που χρησίμευσε ως καταφύγιο από την Καθολική λογοκρισίαγια πολλούς αιώνες. Η Βενετία πέτυχε εδαφικές κατακτήσεις κατά μήκος της Αδριατικής Θάλασσας. Στέγαζε μια εξαιρετικά εύπορη τάξης εμπόρων, που υποστήριζε περίφημη τέχνη και αρχιτεκτονική στις λιμνοθάλασσες της πόλης. Οι Βενετοί έμποροι ήταν χρηματοδότες με επιρροή στην Ευρώπη. Η πόλη ήταν επίσης η γενέτειρα μεγάλων Ευρωπαίων εξερευνητών όπως οΜάρκο Πόλο, καθώς καιμπαρόκ συνθετών, όπως οΑντόνιο ΒιβάλντικαιοΜπενεντέτο Μαρτσέλο, και διάσημων ζωγράφων όπως ο δάσκαλος της Αναγέννησης Τιτσιάνο.
Η δημοκρατία διοικείτο από τοδόγη, που εκλεγόταν από τα μέλη του Μεγάλου Συμβουλίου της Βενετίας, τουκοινοβουλίου της πόλης-κράτους, και κυβερνούσε ισόβια. Η άρχουσα τάξη ήταν μιαολιγαρχία εμπόρων και αριστοκρατών. Η Βενετία και άλλες ιταλικές ναυτικές δημοκρατίες έπαιξαν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη τουκαπιταλισμού. Οι Βενετοί πολίτες υποστήριζαν γενικά το σύστημα διακυβέρνησής τους. Η πόλη-κράτος εφάρμοζε αυστηρούς νόμους και εφάρμοσε ανηλεείς τακτικές στις φυλακές της.
Το άνοιγμα νέων εμπορικών οδών προς τηνΑμερικήκαι τις Δυτικές Ινδίες μέσω του Ατλαντικού Ωκεανού σηματοδότησε την αρχή της παρακμής της Βενετίας ως ισχυρής ναυτικής δημοκρατίας. Η πόλη-κράτος υπέστη ήττες από το ναυτικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1797 η Δημοκρατία λεηλατήθηκε από τις υποχωρούσες Αυστριακές καιστη συνέχεια Γαλλικές δυνάμεις, μετά από την εισβολή τουΝαπολέοντα Βοναπάρτη, καιη Δημοκρατία της Βενετίας διαιρέθηκε στην Αυστριακή Ενετική Επαρχία, την Πέραν των Αλπεων Δημοκρατία, ένα γαλλικό εξαρτημένο κράτος, και τους Γαλλικούς Νομούς της Ελλάδαςτου Ιονίου. Η Βενετία έγινε μέρος της ενοποιημένης Ιταλίαςτο 19ο αιώνα.
Ήταν επίσημα γνωστή ως Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας (ιταλικά: Serenissima Repubblica di Venezia, βενετσιάνικα: Serenìsima Repiovega Vèneta, ή βενετσιάνικα: Repiovega de Venesia) και αναφέρεται συχνά ως La Serenissima, λόγω του τίτλου της ως μια από τις «Γαληνοτάτες Δημοκρατίες».
Κατά τον 5ο αιώνα η βορειοανατολική Ιταλία ερημώθηκε από τις γερμανικές βαρβαρικές επιδρομές. Μεγάλος αριθμός των κατοίκων μετακόμισε στις παράκτιες λιμνοθάλασσες αναζητώντας ασφαλέστερο μέρος γιανα ζήσουν. Εδώ δημιούργησαν ένα σύνολο από κοινότητες της λιμνοθάλασσας, που εκτείνονταν σε περίπου 130 χιλιόμετρα από τηνΚιότζαστο νότο ως το Γκράντο στο βορρά, που συνενώθηκαν γιατην αμοιβαία προστασία από τους Λομβαρδούς, τους Ούννουςκαι άλλους εισβολείς, καθώς η εξουσία της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έφθινε στη βόρεια Ιταλία.
Κάποια στιγμή τις πρώτες δεκαετίες του 8ου αιώνα οι κάτοικοι της Βυζαντινής επαρχίας της Βενετίας εξέλεξαν τον πρώτο τους ηγέτη Ορσο (ή Όρσο Ιπάτο), που επικυρώθηκε από τηνΚωνσταντινούποληκαιτου δόθηκαν οι τίτλοι ύπατοςκαιδουξ. Ήταν ο πρώτος στην ιστορία Δόγης της Βενετίας. Η παράδοση, ωστόσο, που μαρτυρείται για πρώτη φορά στις αρχές του 11ου αιώνα, αναφέρει ότι οι Βενετοί ανακήρυξαν για πρώτη φορά δούκα κάποιον Αναφέστο Παυλίκιοτο 697, ανκαι αυτή η ιστορία χρονολογείται όχι νωρίτερα από το χρονικό του Ιωάννη του Διακόνου. Σε κάθε περίπτωση οι πρώτοι δόγηδες είχαν τη βάση τους στηνΕρακλέα.
Ο διάδοχος του Όρσο Τεοντάτο μετέφερε την έδρα του από την Ερακλέα στοΜαλαμόκκοτη δεκαετία του 740. Ήταν γιος τουΟρσοκαι αντιπροσώπευε την προσπάθεια του πατέρα τουνα ιδρύσει μια δυναστεία. Τέτοιες απόπειρες ήταν συνηθισμένες μεταξύ των δόγηδων των λίγων πρώτων αιώνων της βενετσιάνικης ιστορίας, αλλά όλες απέβησαν τελικά άκαρπες. Επί της κυβέρνησης του Τεοντάτο η Βενετία έγινε η μόνη εναπομείνασα βυζαντινή κτήση στο βορρά, καιη μεταβαλλόμενη πολιτική της Φραγκικής Αυτοκρατορίας άρχισε να αλλάζει τις φατριακές διαιρέσεις εντός της Βενετίας.
Μια φατρία ήταν σαφώς φιλοβυζαντινή, που ήθελε να διατηρηθεί η στενή σύνδεση μετην Αυτοκρατορία. Μια άλλη φατρία, δημοκρατικής φύσης, πίστευε στη συνέχιση μιας πορείας προς την πρακτική ανεξαρτησία. Η άλλη κύρια παράταξη ήταν φιλοφραγκική. Υποστηριζόμενη ως επί το πλείστον από κληρικούς (σύμφωνα με τις παπικές συμπάθειες της εποχής) θεωρούσε το νέο Καρολίγγειο βασιλιά τωνΦράγκων, Πιπίνο το Βραχύ, ως τον καλύτερο πάροχο άμυνας κατά των Λομβαρδών. Μια μικρή φιλολομβαρδική φατρία ήταν αντίθετη στους στενούς δεσμούς με οποιαδήποτε από αυτές τις πιο μακρινές δυνάμεις και ενδιαφερόταν να διατηρήσει την ειρήνη μετο γειτονικό Λομβαρδικό βασίλειο, που περιέβαλε από παντού πλην της θάλασσας τη Βενετία.
Εκείνη την περίοδο η Βενετία είχε αναπτύξει ένα ακμάζον δουλεμπόριο, αγοράζοντας στην Ιταλία, μεταξύ άλλων τόπων, και πουλώντας στους Μαυριτανούςστη Βόρεια Αφρική (ο ίδιος οΠάπας Ζαχαρίας φέρεται να απαγόρευσε το εμπόριο αυτό έξω από τηΡώμη).[6][7][8] Όταν η πώληση Χριστιανών σε Μουσουλμάνους απαγορεύτηκε μετά τοpactum Lotharii (μεταξύ Βενετίας καιΑυτοκρατορίας των Καρολιδών[9], οι Βενετοί άρχισαν να πωλούν Σλάβους και άλλους Ανατολικοευρωπαίους μη χριστιανούς σκλάβους σε μεγαλύτερους αριθμούς. Καραβάνια σκλάβων ταξίδευαν από τηνΑνατολική Ευρώπη, μέσω των περασμάτων των Αλπεων στην Αυστρία, γιανα φτάσουν στη Βενετία. Τα σωζόμενα αρχεία εκτιμούσαν τις σκλάβες σε ένα τριτημόριον (περίπου 1,5 γραμμάριο χρυσού ή περίπου το 1⁄3 τουδηναρίου) και τους άνδρες σκλάβους, που ήταν περισσότεροι, σεμιασάιγκα (που ήταν πολύ λιγότερο).[10][11]Οιευνούχοι ήταν ιδιαίτερα πολύτιμοι, και εμφανίστηκαν στη Βενετία, καθώς καισε άλλα εξέχοντα σκλαβοπάζαρα, «οίκοι ευνουχισμού» γιανα καλύψουν αυτή τη ζήτηση.[12][13] Πράγματι η Βενετία δεν ήταν η μόνη ιταλική πόλη που ασχολείτο μετο εμπόριο σκλάβων στη μεσαιωνική Ευρώπη.
Οι διάδοχοι τουΟμπελέριο κληρονόμησαν μια ενωμένη Βενετία. ΜετηνΕιρήνη του Νικηφόρου Α΄ (803–814) οι δύο αυτοκράτορες είχαν αναγνωρίσει ότι η Βενετία ανήκε στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής. Πολλούς αιώνες αργότερα οι Βενετοί ισχυρίστηκαν ότι η συνθήκη είχε αναγνωρίσει de factoτην ανεξαρτησία της Βενετίας, αλλά η αλήθεια αυτού του ισχυρισμού αμφισβητείται από τους σύγχρονους μελετητές. Ένας βυζαντινός στόλος έπλευσε στη Βενετία το 807 και καθαίρεσε τον Δόγη, αντικαθιστώντας τονμε Βυζαντινό κυβερνήτη. Ωστόσο επί της κυβέρνησης της οικογένειας Παρτετσιπάτσιοη Βενετία εξελίχθηκε στη σύγχρονη μορφή της.
Ανκαι γεννημένος στηνΕρακλέαοΑνιέλλο, ο πρώτος δόγης της οικογένειας, ήταν πρώιμος μετανάστης στοΡιάλτοκαιη διακυβέρνησή του χαρακτηρίστηκε από την επέκταση της Βενετίας προς τη θάλασσα μέσω της κατασκευής γεφυρών, καναλιών, προμαχώνων, οχυρώσεων και πέτρινων κτιρίων. Η σύγχρονη Βενετία, ένα μετη θάλασσα, γεννιόταν. Τον Ανιέλλο διαδέχθηκε ο γιος τουΤζουστινιάνο, που έκλεψε τα λείψανα τουΑγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή από τηνΑλεξάνδρεια, τα μετέφερε στη Βενετία καιτον έκανε πολιούχο της δημοκρατίας. Σύμφωνα μετην παράδοση ο Άγιος Μάρκος ήταν ο ιδρυτής του Πατριαρχείου της Ακυληίας.
Μετη φυγή του πατριάρχη στο Γκράντο μετά τηνεισβολή των Λομβαρδώντο πατριαρχείο χωρίστηκε στα δύο: το ένα στην ηπειρωτική χώρα, υπό τον έλεγχο των Λομβαρδών και αργότερα τωνΦράγκων, καιτο άλλο στο Γκράντο στις λιμνοθάλασσες και τις περιοχές υπό τον έλεγχο του Βυζαντίου, που αργότερα θα γίνει Πατριαρχείο Βενετίας. Μετα λείψανα του Αποστόλου στα χέρια της η Βενετία μπορούσε και πάλι να ισχυριστεί ότι είναι η νόμιμη κληρονόμος της Ακυληίας. Στον Ύστερο Μεσαίωνα αυτό θα ήταν η βάση γιατη νομιμοποίηση της κατάληψης των τεράστιων περιοχών του πατριαρχείου στο Φριούλι και προς τα ανατολικά.
Επί της βασιλείας του διαδόχου των Παρτετσιπάτσιο Πιέτρο Τραντονίκοη Βενετία άρχισε να εδραιώνει τη στρατιωτική της δύναμη, πουθα επηρέαζε μια μεταγενέστερη σταυροφορία καιθα κυριαρχούσε στην Αδριατική για αιώνες. Ο Τραντονίκο εξασφάλισε τη θάλασσα πολεμώντας τους Ναρεντίνουςκαι τους Σαρακηνούς πειρατές. Η διακυβέρνηση του Τραντονίκο ήταν μακρά και επιτυχημένη (837–64), αλλά τον διαδέχθηκαν οι Παρτετσιπάτσιο καιμια δυναστεία φάνηκε να είχε τελικά ιδρυθεί. Γύρω στο 841 η Δημοκρατία της Βενετίας έστειλε ένα στόλο από 60 γαλέρες (η καθεμία μετέφερε 200 άνδρες) γιανα βοηθήσει τους Βυζαντινούς να εκδιώξουν τους Άραβες από τονΚρότωνα αλλά απέτυχε.[14]Το 1000 οΠιέτρο Β΄ Ορσεόλο έστειλε ένα στόλο 6 πλοίων γιανα νικήσει τους Ναρεντίνους πειρατές από τηΔαλματία.[15]
Κατά το Μέσο Μεσαίωνα η Βενετία έγινε εξαιρετικά πλούσια μέσω του ελέγχου της του εμπορίου μεταξύ της Ευρώπης καιτουΛεβάντεκαι άρχισε να επεκτείνεται στην Αδριατική Θάλασσα και πέρα από αυτήν Το 1084 οΝτομένικο Σέλβο ηγήθηκε προσωπικά ενός στόλου εναντίον τωνΝορμανδών, αλλά ηττήθηκε και έχασε εννέα μεγάλες γαλέρες, τα μεγαλύτερα καιπιο βαριά οπλισμένα πλοία του Βενετικού πολεμικού στόλου.[16]Η Βενετία ενεπλάκη στις Σταυροφορίες σχεδόν από την αρχή. Διακόσια βενετικά πλοία βοήθησαν στην κατάληψη των παράκτιων πόλεων της Συρίας μετά τηνΑ΄ Σταυροφορία. Το 1110 οΟρντελάφο Φαλιέρο διέταξε προσωπικά ένα βενετικό στόλο 100 πλοίων να βοηθήσει τονΒαλδουίνο Α' της ΙερουσαλήμκαιτονΣίγκουρντ Α' Μάγκνουσον, βασιλιά της Νορβηγίας στην κατάληψη της πόλης της Σιδώνας (στο σημερινό Λίβανο).[17]Το 1123 τους παραχωρήθηκε ουσιαστικά αυτονομία στοΒασίλειο της ΙερουσαλήμμετοPactum Warmundi.[18]
Οι Ενετοί απέκτησαν επίσης εκτεταμένα εμπορικά προνόμια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το 12ο αιώνα καιτα πλοία τους συχνά παρείχαν στην Αυτοκρατορία ναυτικό. Το 1182 μιαάγρια αντιδυτική ταραχή ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη με στόχο τους Λατίνους, και ειδικότερα τους Βενετούς. Πολλοί στην Αυτοκρατορία ζήλευαν τη βενετική δύναμη και επιρροή, έτσι όταν ο διεκδικητής του θρόνου Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός βάδισε κατά της πόλης οι περιουσίες των Βενετών κατασχέθηκαν καιοι ιδιοκτήτες τους φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν, μια πράξη που ταπείνωσε και εξόργισε τη δημοκρατία.
Το 1183 η πόλη Ζάρα (κροατικά: Ζάνταρ) επαναστάτησε με επιτυχία κατά της Ενετοκρατίας. Στη συνέχεια η πόλη τέθηκε υπό τη διπλή προστασία του Πάπα καιτουEμερικ, βασιλιά της Ουγγαρίας. Οι Δαλματοί αποσχίσθηκαν με συνθήκη το 1199 από την Ουγγαρία, την οποία πλήρωσαν με τμήμα της Μακεδονίας. Το 1201 η πόλη Ζάρα αναγνώρισε τον Έμερικ ως κυρίαρχο.
Οι ηγέτες της Δ΄ Σταυροφορίας (1202–04) συμφώνησαν μετη Βενετία γιατην παροχή ενός στόλου για μεταφορά στοΛεβάντε. Όταν οι σταυροφόροι δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν γιατα πλοία, ο Δόγης Ενρίκο Ντάντολο πρόσφερε τη μεταφορά ανοι σταυροφόροι επρόκειτο να καταλάβουν τη Ζάρα, μια πόλη που είχε επαναστατήσει πριν από χρόνια και ήταν αντίπαλος της Βενετίας. Μετην κατάληψη της Ζάρας η σταυροφορία εξετράπη και πάλι, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη. Ηκατάληψη καιη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης έχει περιγραφεί ως μία από τις πιο κερδοφόρες και επαίσχυντες λεηλασίες πόλης στην ιστορία.[19]
Οι Βενετοί διεκδίκησαν μεγάλο μέρος των λαφύρων, συμπεριλαμβανομένων των διάσημων τεσσάρων χάλκινων αλόγων, που αφαιρέθηκαν γιανα κοσμήσουν τηΒασιλική του Αγίου Μάρκου. Επιπλέον στοδιαμελισμότων βυζαντινών εδαφών που ακολούθησε η Βενετία απέκτησε μεγάλη έκταση στοΑιγαίο Πέλαγος, που θεωρητικά ανερχόταν στα τρία όγδοα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Επίσης απέκτησε τα νησιά Κρήτη (Candia) καιΕύβοια (Τριτημόριοι της Εύβοιας). ο σημερινός πυρήνας της πόλης τωνΧανίωνστην Κρήτη είναι σε μεγάλο βαθμό ενετικής κατασκευής, χτισμένος πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης της Κυδωνίας.[20]
Τα νησιά του Αιγαίου αποτέλεσαν το Ενετικό Δουκάτο του Αρχιπελάγους. Περί το 1223/24 ο τότε άρχοντας της Φιλιππούπολης, Ζεράρ ντ' Eστρέ ,[21] perhaps a form of Estrœung[22] δήλωσε έτοιμος να αναγνωρίσει την επικυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας σε ένα μέρος των κτήσεών του.[23]Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επανιδρύθηκε το 1261 από τονΜιχαήλ Η' Παλαιολόγο, αλλά δεν ανέκτησε ποτέ ξανά την προηγούμενη ισχύ της και τελικά κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Η Δημοκρατία της Βενετίας διεξήγαγε τον Πόλεμο του Κάστρου της Αγάπης εναντίον της ΠάδοβαςκαιτουΤρεβίζοτο 1215[24]και υπέγραψε εμπορική συνθήκη μετηΜογγολική Αυτοκρατορίατο 1221..[25]
Το 1295 οΠιέτρο Γκραντενίγκο έστειλε ένα στόλο 68 πλοίων να επιτεθεί σε ένα Γενοβέζικο στόλο στηνΑλεξανδρέττακαιστη συνέχεια έναν άλλο 100 πλοίων να επιτεθεί πάλι στους Γενοβέζους το 1299.[26] Από το 1350 ως το 1381 η Βενετία διεξήγαγε έναν πόλεμο με διαλείμματα με τους Γενουάτες. Ανκαι αρχικά ηττήθηκε τελικά κατέστρεψε το Γενοβέζικο στόλο στη Ναυμαχία της Κιότζατο 1380 και διατήρησε την εξέχουσα θέση της στις υποθέσεις της ανατολικής Μεσογείου σε βάρος της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας της Γένοβας.
ΗSerrata del Maggior Consiglio (Κλείδωμα του Μεγάλου Συμβουλίου) αναφέρεται στη συνταγματική διαδικασία, που ξεκίνησε μετο Διάταγμα του 1297, μετο οποίο η συμμετοχή στο Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας έγινε κληρονομικός τίτλος. Δεδομένου ότι το Μεγάλο Συμβούλιο είχε το δικαίωμα να εκλέγει τον Δόγη, το Διάταγμα του 1297 σηματοδότησε μια σχετική αλλαγή στο σύνταγμα της Δημοκρατίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των κατώτερων αριστοκρατών καιτων πληβείων από τη συμμετοχή στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας.
Το 1363 ξέσπασε στην υπερπόντια αποικία της Κάντιας (Κρήτη) ηεξέγερση του Αγίου Τίτου κατά της Ενετοκρατίας . Ήταν μια κοινή προσπάθεια Βενετών αποίκων και Κρητών ευγενών, που επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος. Η Βενετία έστειλε έναν πολυεθνικό μισθοφόρο στρατό που σύντομα ανέκτησε τον έλεγχο των μεγάλων πόλεων. Ωστόσο η Βενετία ανακατέλαβε πλήρως την Κρήτη μόνο το 1368.
Στα τέλη του 14ου αιώνα η Βενετία είχε αποκτήσει κτήσεις στην ηπειρωτική Ιταλία, προσαρτώντας το Mέστρε καιτοΣερρεβάλετο 1337, τοΤρεβίζοκαιτο Μπασάνο ντελ Γκράπσα το 1339, τοΟντέρζοτο 1380 και τοΚενέντατο 1389.
Στις αρχές του 15ου αιώνα η δημοκρατία άρχισε να επεκτείνεται στην ενδοχώρα. Έτσι το 1404 αποκτήθηκαν ηΒιτσέντσα, τοΜπελλούνοκαιτο Φέλτρε καιτο 1405 ηΠάντοβα, ηΒερόνακαιτο Eστε.
Η Βενετία επεκτάθηκε επίσης κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας από τηνΊστρια μέχρι τηνΑλβανία, πουτην είχε καταλάβει ο βασιλιάς Λαδίσλαος Α΄ της Νεαπόλεως, κατά τον Ουγγρικό εμφύλιο πόλεμο. Ο Λαδίσλαος ήταν έτοιμος να χάσει τον πόλεμο και είχε αποφασίσει να καταφύγει στη Νάπολη, αλλά πριντο κάνει συμφώνησε να πουλήσει τα δικαιώματά του, που είχαν πλέον καταπέσει, στις πόλεις της Δαλματίας έναντι του μειωμένου ποσού των 100.000 δουκάτων.
Η Βενετία εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και εγκατέστησε γρήγορα την αριστοκρατία γιανα κυβερνήσει την περιοχή, για παράδειγμα, τον κόμη Φίλιππο Στίπανοφ στη Ζάρα. Αυτή η κίνηση των Ενετών ήταν μια απάντηση στην απειλητική επέκταση τουΤζαν Γκαλεάτσο Βισκόντι, δούκα του Μιλάνου. Ο έλεγχος στις βορειοανατολικές κύριες χερσαίες οδούς ήταν επίσης αναγκαιότητα γιατην ασφάλεια των συναλλαγών. Το 1410 η Βενετία είχε ένα ναυτικό 3.300 πλοίων (επανδρωμένων από 36.000 άνδρες) και κατείχε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού Βένετο, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων Βερόνα (που ορκίστηκε πίστη στην αφοσίωση της στη Βενετία το 1405) καιΠάντοβα.[27]
Η κατάσταση στη Δαλματία είχε διευθετηθεί το 1408 με ανακωχή μετον βασιλιά Σιγισμόνδο της Ουγγαρίας, αλλά οι δυσκολίες της Ουγγαρίας τελικά επέτρεψαν στη δημοκρατία να εδραιώσει την κυριαρχία της στην Αδριατική. Μετη λήξη της εκεχειρίας το 1420 η Βενετία εισέβαλε αμέσως στο Πατριαρχάτο της Ακυληίαςκαι υπέταξε τοΤράου, τοΣπαλάτο, τοΣπλιτκαι άλλες πόλεις της Δαλματίας. ΣτηΛομβαρδίαη Βενετία απέκτησε τηνΜπρέσιατο 1426, τοΜπέργκαμοτο 1428 και τηνΚρεμόνατο 1499.
Οι σκλάβοι ήταν άφθονοι στις ιταλικές πόλεις-κράτη ήδη από το 15ο αιώνα. Μεταξύ 1414 και 1423 περίπου 10.000 σκλάβοι, που εισήχθησαν από τονΚαφφά, πουλήθηκαν στη Βενετία.[28]
Το 1454 εξαρθρώθηκε στην Κάντια μια συνωμοσία γιαμια προγραμματισμένη εξέγερση κατά της Βενετίας. Της συνωμοσίας ηγήθηκε οΣήφης Βλαστός αντιδρώντας στις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις γιατην ένωση των Εκκλησιών που συμφωνήθηκαν στηΣύνοδο της Φλωρεντίας.[29]
Το 1481 η Βενετία ανακατέλαβε το γειτονικό Ροβίγκο, που κατείχε προηγουμένως από το 1395 ως το 1438. Το Φεβρουάριο του 1489 το νησί της Κύπρου, παλαιότερα σταυροφορικό κράτος (τοΒασίλειο της Κύπρου), προστέθηκε στις κτήσεις της Βενετίας.
Συμμαχία του Καμπραί, απώλεια της Κύπρου και Ναυμαχία της Ναυπάκτου
ΗΟθωμανική Αυτοκρατορία ξεκίνησε τις θαλάσσιες εκστρατείες ήδη από το 1423, όταν διεξήγαγε επταετή πόλεμο μετη Βενετική Δημοκρατία γιατον θαλάσσιο έλεγχο τουΑιγαίου, τουΙονίουκαι της Αδριατικής. Οι πόλεμοι μετη Βενετία ξανάρχισαν μετά την κατάληψη τουΒασιλείου της Βοσνίας από τους Οθωμανούς το 1463 και διήρκεσαν έως ότου υπογράφηκε ευνοϊκή συνθήκη ειρήνης το 1479 αμέσως μετά την περιπετειώδη πολιορκία της Σκόδρας. Το 1480 (ανενόχλητοι πλέον από το Βενετικό στόλο) οι Οθωμανοί πολιόρκησαν τη Ρόδοκαι κατέλαβαν για λίγο τοΟτράντο. Το 1490 ο πληθυσμός της Βενετίας είχε αυξηθεί σε περίπου 180.000 άτομα.[30]
Οπόλεμος με τους Οθωμανούς επαναλήφθηκε από το 1499 ως το 1503. Το 1499 η Βενετία συμμάχησε μετοΛουδοβίκο ΙΒ' της Γαλλίας εναντίον τουΜιλάνου, κερδίζοντας τηνΚρεμόνα. Την ίδια χρονιά ο Οθωμανός σουλτάνος κινήθηκε γιανα επιτεθεί στηΝαύπακτο από την ξηρά και έστειλε ένα μεγάλο στόλο γιανα υποστηρίξει την επίθεσή του από τη θάλασσα. ΟΑντόνιο Γκριμάνι, περισσότερο επιχειρηματίας και διπλωμάτης παρά ναυτικός, ηττήθηκε στηΝαυμαχία του Ζόγκλουτο 1499. Οι Τούρκοι λεηλάτησαν για άλλη μια φορά το Φρίουλι. Προτιμώντας την ειρήνη από τον ολοκληρωτικό πόλεμο τόσο κατά των Τούρκων όσο καιστη θάλασσα η Βενετία παρέδωσε τις βάσεις Ναύπακτο, Δυρράχιο, ΜεθώνηκαιΚορώνη.
Η προσοχή της Βενετίας απομακρύνθηκε από τη συνήθη ναυτική της θέση λόγω της ευαίσθητης κατάστασης στηΡομάνια, τότε μια από τις πλουσιότερες χώρες της Ιταλίας, που ανήκε κατ' όνομα σταΠαπικά Κράτη, αλλά ουσιαστικά ήταν χωρισμένη σεμια σειρά μικρών ηγεμόνων, που ήταν δύσκολο να ελεγχθούν από τα στρατεύματα της Ρώμης. Ανυπομονώντας να καταλάβουν κάποια από τα εδάφη της Βενετίας όλες οι γειτονικές δυνάμεις ενώθηκαν στηΣυμμαχία του Καμπραίτο 1508, υπό την ηγεσία τουΠάπα Ιούλιου Β'. Ο Πάπας ήθελε τη Ρομάνια, ο Αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α΄το Φρίουλι καιτοΒένετο, η Ισπανία τα λιμάνια της Απουλίας, οβασιλιάς της ΓαλλίαςτηνΚρεμόνα, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας τη Δαλματία, καιο καθένας κάτι από τους άλλους. Η επίθεση εναντίον της τεράστιας δύναμης που επιστράτευσε η Βενετία ξεκίνησε από τη Γαλλία.
Στις 14 Μαΐου 1509 η Βενετία ηττήθηκε κατά κράτος στη Μάχη του Ανιαντέλο, στην Γκιάρα ντ' Αντα, σηματοδοτώντας ένα από ταπιο ευαίσθητα σημεία της βενετικής ιστορίας. Γαλλικά και αυτοκρατορικά στρατεύματα κατέλαβαν το Βένετο, αλλά η Βενετία κατάφερε να απεγκλωβιστεί με διπλωματικές προσπάθειες. Τα λιμάνια της Απουλίας παραχωρήθηκαν γιανα έρθει σε συμβιβασμό μετην Ισπανία καιο Πάπας Ιούλιος Β' αναγνώρισε σύντομα τον επικείμενο κίνδυνο από την ενδεχόμενη καταστροφή της Βενετίας (τότε ήταν η μόνη ιταλική δύναμη που μπορούσε να αντιμετωπίσει βασίλεια όπως η Γαλλία ή αυτοκρατορίες όπως η Οθωμανική).
Οι πολίτες της ηπειρωτικής χώρας αναφώνησαν "Mάρκο, Mάρκο" καιοΑντρέα Γκρίττι ανακατέλαβε τηνΠάντοβατον Ιούλιο του 1509, υπερασπίζοντάς τηνμε επιτυχία ενάντια στα αυτοκρατορικά στρατεύματα πουτην πολιορκούσαν. Η Ισπανία καιο Πάπας διέρρηξαν τη συμμαχία τους μετη Γαλλία καιη Βενετία ανέκτησε τη Μπρέσια καιτη Βερόνα, επίσης από τη Γαλλία. Μετά από επτά χρόνια καταστροφικού πολέμου η Γαληνοτάτη ανέκτησε τις ηπειρωτικές κτήσεις της δυτικά μέχρι τονΠοταμό Άντα. Ανκαιη ήττα είχε μετατραπεί σε νίκη, τα γεγονότα του 1509 σήμαναν το τέλος της επέκτασης της Βενετίας.
Ο Ποσειδώνας προσφέρει τον πλούτο της θάλασσας στη Βενετία, 1748–50, τουΤζανμπαττίστα Τιέπολο, μια αλληγορία της δύναμης της Δημοκρατίας της Βενετίας, καθώς ο πλούτος καιη δύναμη της Γαληνοτάτη βασίστηκαν στον έλεγχο της θάλασσας
Το 1489, τον πρώτο χρόνο του ελέγχου της Κύπρου από τη Βενετία, οι Τούρκοι επιτέθηκαν στηνΚαρπασία, λεηλατώντας και παίρνοντας αιχμαλώτους γιανα πουληθούν ως σκλάβοι. Το 1539 ο τουρκικός στόλος επιτέθηκε και κατέστρεψε τηΛεμεσό. Φοβούμενοι τη διαρκώς επεκτεινόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Ενετοί είχαν οχυρώσει τηνΑμμόχωστο, τηΛευκωσίακαιτηνΚερύνεια, αλλά οι περισσότερες άλλες πόλεις ήταν εύκολη λεία. Τοτο 1563 ο πληθυσμός της Βενετίας είχε μειωθεί σε περίπου 168.000 άτομα.[30]
Το καλοκαίρι του 1570 οι Τούρκοι ξαναχτύπησαν, αλλά αυτή τη φορά μεμιαευρείας κλίμακας εισβολήκαι όχι μια επιδρομή. Περίπου 60.000 στρατιώτες, συμπεριλαμβανομένων ιππικού και πυροβολικού, υπό τη διοίκηση του Μουσταφά Πασά αποβιβάστηκαν αμαχητί κοντά στη Λεμεσό στις 2 Ιουλίου 1570 και πολιόρκησαν τη Λευκωσία. Σε ένα όργιο την ημέρα που έπεσε η πόλη – 9 Σεπτεμβρίου 1570 – 20.000 Λευκωσιώτες θανατώθηκαν και κάθε εκκλησία, δημόσιο κτίριο και παλάτι λεηλατήθηκαν.[31]Η είδηση της σφαγής διαδόθηκε και λίγες μέρες αργότερα, ο Μουσταφά πήρε την Κερύνεια χωρίς ούτε ένα πυροβολισμό. Η Αμμόχωστος όμως αντιστάθηκε από το Σεπτέμβριο του 1570 ως τον Αύγουστο του 1571.
Η άλωση της Αμμοχώστου σηματοδότησε την έναρξη της οθωμανικής περιόδου στην Κύπρο. Δύο μήνες αργότερα οι ναυτικές δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, που αποτελείτο κυρίως από Βενετικά, ΙσπανικάκαιΠαπικά πλοία υπό τη διοίκηση τουΔον Χουάν της Αυστρίας, νίκησαν τον τουρκικό στόλο στηΝαυμαχία της Ναυπάκτου.[32] Παρά τη νίκη στη θάλασσα επί των Τούρκων η Κύπρος παρέμεινε υπό Οθωμανική κυριαρχία για τους επόμενους τρεις αιώνες. Το 1575 ο πληθυσμός της Βενετίας ήταν περίπου 175.000 άτομα, αλλά εν μέρει ως αποτέλεσμα της πανώλης του 1575-76 μειώθηκε σε 124.000 άτομα το 1581.[30]
Σύμφωνα μετον ιστορικό της οικονομίας Ζονντι Βρις η οικονομική δύναμη της Βενετίας στη Μεσόγειο είχε μειωθεί σημαντικά στις αρχές του 17ου αιώνα. Οντι Βρις αποδίδει αυτή την παρακμή στην απώλεια του εμπορίου μπαχαρικών, σεμια φθίνουσα μη ανταγωνιστική βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας, στον ανταγωνισμό στις εκδόσεις βιβλίων λόγω της ανανεωμένης Καθολικής Εκκλησίας, στις αρνητικές επιπτώσεις τουΤριακονταετούς Πολέμου στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της καιστο αυξανόμενο κόστος εισαγωγής προϊόντων βαμβακιού και μεταξιού.[33]
Το 1606 μια σύγκρουση μεταξύ της Βενετίας και της Αγίας Έδρας ξεκίνησε μετη σύλληψη δύο κληρικών που κατηγορήθηκαν για πλημμελήματα καιμε νόμο που περιόριζε το δικαίωμα της Εκκλησίας να εκμεταλλεύεται καινα αποκτά γαίες. ΟΠάπας Παύλος Ε΄ έκρινε ότι αυτές οι διατάξεις ήταν αντίθετες μετο κανονικό δίκαιο και ζήτησε την κατάργησή τους. Όταν αυτό δεν έγινε έθεσε τη Βενετία υπό απαγόρευση, που απαγόρευε στους κληρικούς να ασκούν σχεδόν όλα τα ιερατικά καθήκοντα. Η Δημοκρατία δεν έδωσε σημασία στην απαγόρευση ή στην πράξη του αφορισμού και διέταξε τους ιερείς της να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Τις αποφάσεις της υποστήριξε ο Σερβίτης μοναχός Πάολο Σάρπι, οξύτατο πολέμιο συγγραφέα, που προτάθηκε ως σύμβουλος της κυβέρνησης (Σινιορία) γιατη θεολογία καιτο κανονικό δίκαιο το 1606. Η απαγόρευση άρθηκε μετά από ένα χρόνο, όταν η Γαλλία παρενέβη και πρότεινε μια φόρμουλα συμβιβασμού. Η Βενετία αρκέστηκε στην επαναβεβαίωση της αρχής ότι κανένας πολίτης δεν ήταν ανώτερος από τις συνήθεις διαδικασίες του νόμου.[34]
Ο ανταγωνισμός μετην Ισπανία των Αψβούργων καιτην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οδήγησε στους τελευταίους σημαντικούς πολέμους της Βενετίας στην Ιταλία καιτη βόρεια Αδριατική. Μεταξύ 1615 και 1618 η Βενετία συγκρούστηκε μετονΑρχιδούκα Φερδινάνδο της Αυστρίαςστον Πόλεμο του Ούσκοκ στη βόρεια Αδριατική καιστα ανατολικά σύνορα της Δημοκρατίας, ενώ στη Λομβαρδία, στα δυτικά, τα Βενετικά στρατεύματα συγκρούστηκαν με τις δυνάμεις τουΔον Πέδρο δε Τολέδο Οσόριο, Ισπανού κυβερνήτη του Μιλάνου, γύρω από τηνΚρέματο 1617 και στην ύπαιθρο του Ρομάνο ντι Λομπάρντια το 1618. Μια εύθραυστη ειρήνη δεν κράτησε καιτο 1629 η Γαληνοτάτη Δημοκρατία επέστρεψε στον πόλεμο μετην Ισπανία καιτην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τον Πόλεμο της Διαδοχής της Μάντοβας. Κατά το σύντομο αυτό πόλεμο ένας βενετσιάνικος στρατός υπό τον Τσακαρία Σαγκρέντο και ενισχυμένςο από Γάλλους συμμάχους καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις στη Μάχη της Βιλαμπουόνα καιηΜάντοβα, ο στενότερος σύμμαχος της Βενετίας, λεηλατήθηκε, αλλά τα αντίθετα αποτελέσματα αλλού γιατην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία καιτην Ισπανία εξασφάλισαν ότι η Δημοκρατία δεν υπέστη καμία εδαφική απώλεια καιτοΔουκάτο της Μάντοβας επανήλθε στον υποστηριζόμενο από τη Βενετία καιτη Γαλλία Κάρολο Γκοντζάγκα, Δούκα του Νεβέρ.
Το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα έκανε επίσης παρατεταμένους πολέμους μετηνΟθωμανική Αυτοκρατορία : στονΚρητικό Πόλεμο (1645–1669), μετά από μια ηρωική πολιορκία που κράτησε 24 χρόνια, η Βενετία έχασε τη μεγάλη υπερπόντια κτήση της, το νησί της Κρήτης, ενώ είχε μερικές επιτυχίες στη Δαλματία. Το 1684 ωστόσο, εκμεταλλευόμενη την εμπλοκή των Οθωμανών κατά της Αυστρίας στο Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο, η Δημοκρατία ξεκίνησε τονΠόλεμο του Μοριά, που διήρκεσε μέχρι το 1699 και μετον οποίο μπόρεσε να κατακτήσει την Πελοπόννησο.
Αυτά τα κέρδη δεν διήρκεσαν, ωστόσο. Το Δεκέμβριο του 1714 οι Τούρκοι άρχισαν τοντελευταίο Βενετοτουρκικό πόλεμο, όταν η Πελοπόννησο «στερείτο αυτές τις προμήθειες που είναι τόσο επιθυμητές ακόμη καισε χώρες όπου πλησιάζει η βοήθεια καιπουδεν υπόκεινται σε επίθεση από τη θάλασσα».[35]
Οι Τούρκοι κατέλαβαν τηνΤήνοκαιτηνΑίγινα, πέρασαν τονΙσθμόκαι κατέλαβαν τηνΚόρινθο. Ο Ντανιέλε Ντελφίνο, διοικητής του Βενετσιάνικου στόλου, θεώρησε καλύτερο να σώσει το στόλο παρά νατον θέσει σε κίνδυνο γιατην Πελοπόννησο. Όταν τελικά έφτασε στο θέατρο του πολέμου το Ναύπλιο, η Μεθώνη, η Κορώνη καιη Mονεμβασιά είχανκαταληφθεί. ΗΛευκάδασταΕπτάνησακαιοι βάσεις της Σπιναλόγκαςκαι της Σούδαςστην Κρήτη, που παρέμεναν ακόμη στα χέρια των Ενετών, εγκαταλείφθηκαν. Οι Τούρκοι τελικά αποβιβάστηκαν καιστην Κέρκυρα, αλλά οι υπερασπιστές της κατάφεραν να τους απωθήσουν.
Στο μεταξύ οι Τούρκοι είχαν υποστεί μια σοβαρή ήττα από τους Αυστριακούς στηΜμάχη του Πετροβαραντίν στις 5 Αυγούστου 1716. Ωστόσο οι ενετικές ναυτικές προσπάθειες στο Αιγαίο καισταΔαρδανέλιατο 1717 και το 1718 είχαν μικρή επιτυχία. ΜετηΣυνθήκη του Πασάροβιτς (21 Ιουλίου 1718) η Αυστρία σημείωσε μεγάλα εδαφικά κέρδη, αλλά η Βενετία έχασε την Πελοπόννησο, σε σχέση μετην οποία τα μικρά κέρδη της στην Αλβανία καιτη Δαλματία ήταν μικρή αποζημίωση. Αυτός ήταν ο τελευταίος πόλεμος μετην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1792 ο άλλοτε μεγάλος βενετσιάνικος εμπορικός στόλος είχε μειωθεί σε μόλις 309 φορτηγά.[36]
Ανκαιη Βενετία παρήκμασε ως θαλάσσια αυτοκρατορία, διατήρησε ηπειρωτικής επικράτειάς της βόρεια της κοιλάδας τουΠάδου, που εκτεινόταν δυτικά σχεδόν μέχρι το Μιλάνο. Πολλές από τις πόλεις της ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τηνPax Venetiae (Βενετική ειρήνη) σε όλο το 18ο αιώνα.
Το 1796 η Δημοκρατία της Βενετίας δεν μπορούσε πλέον να υπερασπιστεί τον εαυτό της, καθώς ο πολεμικός της στόλος αριθμούσε μόνο τέσσερις γαλέρεςκαι επτά γαλιότες.[37]Την άνοιξη του 1796 η Γαλλία κατέλαβε τοΠεδεμόντιοκαιοι Αυστριακοί ηττήθηκαν από το Mοντενότε ως τοΛόντι. Ο στρατός υπό τοΒοναπάρτη διέσχισε τα σύνορα της ουδέτερης Βενετίας καταδιώκοντας τον εχθρό. Μέχρι το τέλος του χρόνου τα γαλλικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τα βενετικά εδάφη μέχρι τονΑδίγη. ΗΒιτσέντσα, το Καντόρε καιτο Φρίουλι κρατήθηκαν από τους Αυστριακούς. Με τις εκστρατείες του επόμενου έτους ο Ναπολέων στόχευσε τις αυστριακές κτήσεις πέρα από τις Άλπεις. Μετα προκαταρκτικά της Συνθήκης του Λεόμπεν, οι όροι της οποίας παρέμειναν μυστικοί, οι Αυστριακοί επρόκειτο να πάρουν τις βενετικές κτήσεις στα Βαλκάνια ως τίμημα ειρήνης (18 Απριλίου 1797) ενώ η Γαλλία αποκτούσε το Λομβαρδικό τμήμα του κράτους.
Μετά το τελεσίγραφο του Ναπολέοντα οΔόγης Λουντοβίκο Μανίν παραδόθηκε άνευ όρων στις 12 Μαΐου και παραιτήθηκε από το θρόνο, ενώ το Μείζον Συμβούλιο κήρυξε το τέλος της δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις διαταγές του Βοναπάρτη οι δημόσιες εξουσίες πέρασαν σε έναν προσωρινό δήμο υπό το Γάλλο στρατιωτικό κυβερνήτη. Στις 17 Οκτωβρίου η Γαλλία καιη Αυστρία υπέγραψαν τηΣυνθήκη του Κάμπο Φόρμιο, συμφωνώντας να μοιραστούν όλη την επικράτεια της πρώην δημοκρατίας, με νέα σύνορα ακριβώς δυτικά του ποταμού Aδίγη. Οι Ιταλοί δημοκράτες, ιδιαίτερα ο νεαρός ποιητής Ούγκο Φόσκολο, θεώρησαν τη συνθήκη ως προδοσία. Το μητροπολιτικό τμήμα της διαλυμένης δημοκρατίας έγινε αυστριακό έδαφος, μετην ονομασία Βενετική Επαρχία (Provincia Venetaστα ιταλικά, Provinz Venedigστα γερμανικά).
Ανκαιη οικονομική ζωτικότητα της Βενετικής Δημοκρατίας είχε αρχίσει να φθίνει από το 16ο αιώνα λόγω της κίνησης του διεθνούς εμπορίου προς τον Ατλαντικό, το πολιτικό της καθεστώς θεωρείτο ακόμα το 18ο αιώνα ως πρότυπο για τους φιλοσόφους τουΔιαφωτισμού.
Ανάγλυφο Βενετικού Λέοντα στην Πύλη προς την ξηρά στη Ζάρα (Ζάνταρ), πρωτεύουσα της Βενετικής Δαλματίας
ΟΖαν-Ζακ Ρουσσώ προσλήφθηκε τον Ιούλιο του 1743 ως Γραμματέας από τον κόμη ντε Μοντεγκί, που είχε ονομαστεί Πρέσβης των Γάλλων στη Βενετία. Αυτή η σύντομη εμπειρία, ωστόσο, αφύπνισε το ενδιαφέρον του Ρουσσώ γιατην πολιτική, γεγονός πουτον οδήγησε να σχεδιάσει ένα μεγάλο βιβλίο πολιτικής φιλοσοφίας.[36] Μετά τοΛόγο περί της καταγωγής καιτων θεμελίων της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων (1755), δημοσίευσε Το Κοινωνικό Συμβόλαιο (1762).
Στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας οΔόγης της Βενετίας κυβερνούσε με αυταρχικό τρόπο, αλλά αργότερα οι εξουσίες του περιορίστηκαν από τοpromissione ducale, μια δέσμευση που έπρεπε να αναλάβει όταν εκλεγόταν. Ως αποτέλεσμα οι εξουσίες μοιράστηκαν μετοMaggior Consiglio ή Μεγάλο Συμβούλιο, αποτελούμενο από 480 μέλη προερχόμενα από οικογένειες πατρικίων, έτσι ώστε, σύμφωνα μετα λόγια του Μαρίν Σανούντο, «[Ο δόγης] δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς το Μεγάλο Συμβούλιο καιτο Μεγάλο Συμβούλιο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς αυτόν».
Η Βενετία ακολούθησε ένα μοντέλο μεικτής διακυβέρνησης, που συνδύαζε τη μοναρχία στο δόγη, την αριστοκρατία στη γερουσία, τη δημοκρατία των οικογενειών του Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο στο κύριο συμβούλιο καιτη δημοκρατία στοconcio.[38]ΟΜακιαβέλιτο θεωρούσε «εξαιρετικό μεταξύ των σύγχρονων δημοκρατιών» (σε αντίθεση μετην πατρίδα τουτηΦλωρεντία).[39][40]
Το 12ο αιώνα οι αριστοκρατικές οικογένειες του Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο μείωσαν περαιτέρω τις εξουσίες του δόγη ιδρύοντας το Μικρό Συμβούλιο (1175), αποτελούμενο από τους έξι δούκες συμβούλους, καιτο Συμβούλιο των Σαράντα ή Quarantia (1179) ως ανώτατο δικαστήριο. Το 1223 αυτοί οι θεσμοί συνδυάστηκαν στηSignoria, που αποτελείτο από το δόγη, το Μικρό Συμβούλιο και τους τρεις ηγέτες της Quarantia. ΗSignoria ήταν το κεντρικό όργανο της κυβέρνησης, αντιπροσωπεύοντας τη συνέχεια της δημοκρατίας, όπως φαίνεται στην έκφραση: "si è morto il Doge, no la Signoria" ("Εάν ο Δόγης είναι νεκρός, η Σινιορία δεν είναι").
Στα τέλη του 14ουκαι στις αρχές του 15ου αιώνα ηSignoria συμπληρώθηκε από μια σειρά συμβούλια savii ("σοφών"): οι έξι savii del consiglio, που διαμόρφωναν και εφάρμοζαν την κυβερνητική πολιτική, οι πέντε savii di terraferma, υπεύθυνοι για τις στρατιωτικές υποθέσεις καιτην υπεράσπιση της Terraferma (ενδοχώρας) καιοι πέντε savii ai ordini, υπεύθυνοι γιατο ναυτικό, το εμπόριο καιτα υπερπόντια εδάφη. Μαζί, ηSignoriaκαιοιsavii σχημάτιζαν το Πλήρες Σώμα (Pien Collegio), τοde facto εκτελεστικό όργανο της Δημοκρατίας.
Το 1229 σχηματίστηκε τοConsiglio dei Pregadi ή Βενετική Γερουσία, με 60 μέλη που εκλέγονταν από το μείζον συμβούλιο.[41] Αυτές οι εξελίξεις άφησαν στο δόγη λίγη προσωπική εξουσία και έθεσαν την πραγματική εξουσία στα χέρια του Μεγάλου Συμβουλίου.
Το 1310 ιδρύθηκε τοΣυμβούλιο των Δέκα, που έγινε το κεντρικό πολιτικό σώμα του οποίου τα μέλη λειτουργούσαν μυστικά. Γύρω στο 1600 η κυριαρχία του επί του μείζονος συμβουλίου θεωρήθηκε απειλή και έγιναν προσπάθειες στο συμβούλιο και αλλού να μειωθούν οι εξουσίες του, με περιορισμένη επιτυχία.
Το 1454 ιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο των τριών κρατικών ανακριτών γιατη διαφύλαξη της ασφάλειας της δημοκρατίας. Μετην κατασκοπεία, την αντικατασκοπεία, την εσωτερική παρακολούθηση και ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών εξασφάλιζαν ότι η Βενετία δενθα περνούσε στην κυριαρχία ενός μόνο «signore», όπως έκαναν πολλές άλλες ιταλικές πόλεις εκείνη την εποχή. Ένας από τους ανακριτές – ευρέως γνωστός ως Il Rosso («ο κόκκινος») λόγω του κόκκινου χιτώνα του – επιλεγόταν από τους συμβούλους του δόγη καιοι άλλοι δύο – ευρέως γνωστοί ως I negri («οι μαύροι») λόγω των μαύρων τους χιτώνων – επιλέγονταν από το Συμβούλιο των Δέκα. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλαβε σταδιακά ορισμένες από τις εξουσίες του Συμβουλίου των Δέκα..[41]
Το 1556 δημιουργήθηκαν επίσης οιprovveditori ai beni incultiγιατη βελτίωση της γεωργίας μετην αύξηση της καλλιεργούμενης έκτασης καιτην ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων γιατην ανάπτυξη της γεωργίας. Η συνεχής αύξηση της τιμής των σιτηρών κατά το 16ο αιώνα ενθάρρυνε τη μεταφορά του κεφαλαίου από το εμπόριο στηγη.
Κατά τη Μεσαιωνική περίοδο ο στρατός της δημοκρατίας αποτελείτο από τα ακόλουθα σώματα:
Forza ordinaria (τακτική δύναμη), κωπηλάτες στρατολογημένοι από τους πολίτες της πόλης της Βενετίας. Ολοι ηλικίας 20–70 ετών ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετήσουν σε αυτή. Ωστόσο γενικά μόνο το ένα δωδέκατο ήταν ενεργό.
Forza sussidiaria (επικουρική δύναμη), στρατιωτική δύναμη που προερχόταν από τις υπερπόντιες κτήσεις της Βενετίας.
Forza straordinaria (έκτακτη δύναμη), το μισθοφορικό τμήμα. Οι βενετικές γαλέρες συνήθως απασχολούσαν τριάντα μισθοφόρους τοξότες. Μετην άνοδο του ιπποτικού φόρου, έγινε το κυρίαρχο στοιχείο του βενετσιάνικου στρατού.[42]
Στα νεότερα χρόνια η στρατιωτική ισχύς της Δημοκρατίας ήταν πολύ δυσανάλογη μετο δημογραφικό της βάρος. Στα τέλη του 16ου αιώνα κυβερνούσε ένα πληθυσμό περίπου 2 εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλη την επικράτειά της. Το 1571, ενώ προετοιμαζόταν για πόλεμο κατά των Οθωμανών, η Δημοκρατία διέθετε 37.000 στρατιώτες και 140 γαλέρες (επανδρωμένες από δεκάδες χιλιάδες ναύτες και κωπηλάτες), εξαιρουμένων των αστικών πολιτοφυλακών. Η δύναμη του ενετικού στρατού εν καιρώ ειρήνης των 9.000 μπορούσε να τετραπλασιαστεί μέσα σε λίγους μήνες χρησιμοποιώντας επαγγελματίες μισθοφόρους και πολιτοφύλακες ταυτόχρονα. Αυτά τα στρατεύματα έδειχναν γενικά αξιοσημείωτη τεχνική υπεροχή έναντι των κατά κύριο λόγο Τούρκων αντιπάλων τους, όπως αποδείχθηκε σε μάχες όπως η 18μηνη Πολιορκία της Αμμοχώστου, στην οποία οι Βενετοί προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και ηττήθηκαν μόνο όταν εξάντλησαν την πυρίτιδα τους. Όπως καιμε άλλα κράτη της εποχής η στρατιωτική δύναμη της Δημοκρατίας κορυφωνόταν κατά τους πολέμους, επιστρέφοντας γρήγορα στα συνήθη επίπεδα εν καιρώ ειρήνης λόγω του κόστους. Το επίπεδο των φρουρών σταθεροποιήθηκε μετά το 1577 στις 9.000, με 7.000 πεζούς και τους υπόλοιπους ιππείς. Το 1581 υπήρχαν 146 γαλέρες και 18 γαλεάσσεςστο ναυτικό, που απαιτούσαν το ένα τρίτο των εσόδων της Δημοκρατίας.[43] Κατά τονΚρητικό Πόλεμο (1645-1669) η Δημοκρατία πολέμησε ως επί το πλείστον μόνη της ενάντια στην αμέριστη αντιμετώπιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, ανκαι έχασε, κατάφερε να συνεχίσει να πολεμά αφού έχασε 62.000 άνδρες, ενώ προκάλεσε περίπου 240.000 απώλειες στον Οθωμανικό στρατό και βυθίσε εκατοντάδες οθωμανικά πλοία. Το κόστος του πολέμου ήταν καταστροφικό, αλλά η Δημοκρατία κατάφερε τελικά νατο καλύψει.[44]ΟΠόλεμος του Moριά επιβεβαίωσε περαιτέρω τη θέση της Δημοκρατίας ως στρατιωτικής δύναμης στα τέλη του 17ου αιώνα.
Η βενετική στρατιωτική δύναμη υπέστη οριστική πτώση τον 18ο αιώνα. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα της παρατεταμένης ειρήνης και της εγκατάλειψης της στρατιωτικής σταδιοδρομίας από τους πατρικίους σήμαινε ότι ο βενετσιάνικος στρατιωτικός πολιτισμός αποστεώθηκε. Ο στρατός της εκείνη την περίοδο ήταν κακοσυντηρημένος. Τα στρατεύματα, που υπηρετούσαν υπό την ηγεσία τωνμη στρατιωτικών αξιωματικών, δεν ασκούνταν τακτικά και έκαναν διάφορες περίεργες δουλειές γιανα συμπληρώσουν τους μισθούς τους. Το ναυτικό της δεν μειώθηκε σε τόσο δραστικό βαθμό, αλλά και πάλι δεν πλησίασε ποτέ τη σχετική του ισχύ του 16ουκαιτου 17ου αιώνα. Σε ένα κανονικό έτος του 18ου αιώνα υπήρχαν περίπου 20 πλοία της γραμμής (το καθένα με 64 ή 70 κανόνια), 10 φρεγάτες, 20 γαλέρες και 100 μικρά σκάφη, που συμμετείχαν κυρίως σε περιπολίες και τιμωρητικές αποστολές κατά τωνΒερβερίνων πειρατών. Όταν ο Ναπολέων εισέβαλε το 1796 η Δημοκρατία παραδόθηκε αμαχητί.[45]
Η Δημοκρατία της Βενετίας δραστηριοποιείτο στην παραγωγή καιτο εμπόριο αλατιού, αλατισμένων προϊόντων και άλλων προϊόντων κατά μήκος των εμπορικών δρόμων που δημιουργήθηκαν από το εμπόριο αλατιού. Η Βενετία παρήγε το δικό της αλάτι στηνΚιότζα μέχρι τον έβδομο αιώνα για εμπόριο, αλλά τελικά προχώρησε στην αγορά καιτην παραγωγή αλατιού σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Βενετοί έμποροι αγόραζαν και παρήγαν αλάτι από την Αίγυπτο, την Αλγερία, τη χερσόνησο της Κριμαίας, τη Σαρδηνία, την Ίμπιζα, την Κρήτη καιτην Κύπρο. Η δημιουργία αυτών των εμπορικών δρόμων επέτρεψε επίσης στους Βενετούς εμπόρους να παραλαμβάνουν άλλα πολύτιμα φορτία, όπως ινδικά μπαχαρικά, από αυτά τα λιμάνια γιανατα εμπορευθούν. Στη συνέχεια πουλούσαν ή προμήθευαν αλάτι και άλλα αγαθά σε πόλεις στηνΚοιλάδα του Πάδου - Πιατσέντσα, Πάρμα, Ρέτζο, Μπολόνια, μεταξύ άλλων - σε αντάλλαγμα για σαλάμι, προσούτο, τυρί, μαλακό σιτάρι και άλλα αγαθά.[46]
ΤοΧρυσόβουλοτου 1082, που εκδόθηκε από τονΑλέξιο Α΄ Κομνηνόσε αντάλλαγμα γιατην υπεράσπιση της Αδριατικής Θάλασσας από τους Νορμανδούς,[47] παρείχε στους Βενετούς εμπόρους αφορολόγητα δικαιώματα εμπορίας, απαλλάσσοντάς τους από φόρους σε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα 23 από τα σημαντικότερα βυζαντινά λιμάνια, τους εγγυήθηκε προστασία της ιδιοκτησίας τους από τους Βυζαντινούς διοικητές και τους έδωσε κτίρια και προβλήτες εντός της Κωνσταντινούπολης. Αυτές οι παραχωρήσεις επέκτειναν σε μεγάλο βαθμό τη βενετική εμπορική δραστηριότητα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.[48]
O φτερωτός Λέων του Αγίου Μάρκου, που υπήρχε στη σημαία καιτο εθνόσημο της Δημοκρατίας,[48] εξακολουθεί να υπάρχει στην κοκκινοκίτρινη σημαία της πόλης της Βενετίας (που έχει έξι ουρές, μία για κάθε τομέα της πόλης ), στο οικόσημο της πόλης καιστην κιτρινοκόκκινη-μπλε σημαία τουΒένετο (που έχει επτά ουρές που αντιπροσωπεύουν τις επτά επαρχίες της περιοχής).
Το φτερωτό λιοντάρι εμφανίζεται επίσης στη ναυτική σημαία της Ιταλικής Δημοκρατίας, μαζί μετα οικόσημα τριών άλλων μεσαιωνικών ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών (Γένοβα, ΠίζακαιΑμάλφι).
↑Arbel, Benjamin (1996). «Colonie d'oltremare». Στο: Alberto Tenenti· Ugo Tucci. Storia di Venezia. Dalle origini alla caduta della Serenissima (στα Ιταλικά). V: Il Rinascimento. Società ed economia. Rome: Enciclopedia Italiana. σελίδες 947–985. OCLC644711009.
↑Duchesne, Louis Marie Olivier. XCIII Zacharias (741–752). Le Liber pontificalis; texte, introduction et commentaire par L. Duchesne (Volume 1). 1886. p. 426–439. Available on archive.org
↑Reverend Alban Butler. "St. Zachary, Pope and Confessor". The Lives of the Saints, Volume 3. 1866. [1]
↑Il pactum Lotharii del 840 Cessi, Roberto. (1939–1940) – In: Atti. Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Classe di Scienze Morali e Lettere Ser. 2, vol. 99 (1939–40) p. 11–49
↑Slavery, Slave Trade. ed. Strayer, Joseph R. Dictionary of the Middle Ages. Volume 11. New York: Scribner, 1982. (ISBN978-0684190730)
↑MGH, Leges, Capitularia regum Francorum, II, ed. by A. Boretius, Hanovre, 1890, p. 250–252 (available on-line).
↑Jankowiak, Marek. Dirhams for slaves. Investigating the Slavic slave trade in the tenth century.[2]
↑Mary A. Valante, "Castrating Monks: Vikings, the Slave Trade, and the Value of Eunuchs", in Castration and Culture in the Middle Ages, ed. Larissa Tracy [3]
↑J. A. Buchon, Éclaircissements historiques, généalogiques et numismatiques sur la principauté française de Morée et ses douze pairies, pp. 23 and 62 (on line)
↑ 30,030,130,2J. J. Norwich, A History of Venice, p. 494.
↑Turnbull, Stephen (2003). The Ottoman Empire 1326–1699. Routledge. σελ. 58. ISBN978-0-415-96913-0.
↑Melisseides Ioannes A. (2010). "E epibiose:odoiporiko se chronus meta ten Alose tes Basileusas (1453–1605 peripou)", (in Greek), epim.Pulcheria Sabolea-Melisseide, Ekd.Vergina, Athens (WorldCat, Regesta Imperii, etc.), p.91-108, (ISBN9608280079)