Ηνεότητα είναι η εποχή της ζωής όταν κάποιος είναι νέος. Η λέξη, νεότητα, μπορεί να σημαίνει το διάστημα μεταξύ παιδικής ηλικίαςκαιενηλικίωσης (ωριμότητα), αλλά μπορεί να αναφέρεται καιστην ακμή του ατόμου από πλευράς υγείας ή την περίοδο της ζωής κατά την οποία είναι νεαρός ενήλικας.[1][2][3][4]Η νεότητα ορίζεται επίσης ως «η όψη, η φρεσκάδα, το σφρίγος, το πνεύμα κ.λπ., που είναι χαρακτηριστικά των νέων».[5]Οι ορισμοί σε σχέση μετο συγκεκριμένο εύρος ηλικιών ποικίλλουν, καθώς η νεότητα δεν ορίζεται χρονολογικά ως στάδιο που μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένες ηλικιακές κατηγορίες.[6][7]
Η νεότητα είναι μια εμπειρία που μπορεί να χαρακτηριστεί με διάφορους τρόπους σύμφωνα με διαφορετικές κουλτούρες. Οι προσωπικές εμπειρίες χαρακτηρίζονται από τα πολιτισμικά πρότυπα ή τις παραδόσεις ενός ατόμου, ενώ το επίπεδο εξάρτησης ενός νέου από τους άλλους τον βαθμό στον οποίο αυτός εξακολουθεί να βασίζεται στηνοικογένειάτουσυναισθηματικάκαι οικονομικά.[6]
Σε όλο τον κόσμο, οι όροι νέος, έφηβος, παιδίκαινεαρός συχνά σημαίνουν το ίδιο πράγμα,[8] αλλά περιστασιακά διαφοροποιούνται. Ηνεότητα μπορεί να σημαίνει την περίοδος της ζωής, όταν κάποιος είναι νέος. Η έννοια μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να περιλαμβάνει καιτην παιδική ηλικία.[9][10]Ο όρος νεολαία προσδιορίζει επίσης μια συγκεκριμένη νοοτροπία, αυτή που ταιριάζει σε νέους ανθρώπους. Για ορισμένες χρήσεις, όπως οι στατιστικές, ο όρος μερικές φορές αναφέρεται επίσης σε άτομα ηλικίας 14 έως 21 ετών.[11] Ωστόσο, ο όρος εφηβεία αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό εύρος κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης αναπτυξιακής περιόδουστη ζωή ενός ατόμου, σε αντίθεση μετηνεολαία, που είναι κοινωνικά δομημένη κατηγορία.[6]
ΤαΗνωμένα Έθνη ορίζουν τηνεολαία ως την ηλικία μεταξύ 15 και 24 περίπου ετών, ενώ αναφέρουν τηνεκπαίδευση ως πηγή για αυτές τις στατιστικές. ΟΟΗΕ αναγνωρίζει επίσης ότι αυτό ποικίλλει στα διάφορα κράτη μέλη του. Μια χρήσιμη διάκριση εντός του ίδιου τουΟΗΕ μπορεί να γίνει μεταξύ εφήβων (μεταξύ 13-19 ετών) καινέων ενηλίκων (μεταξύ 20-29 ετών). Ενώ επιδιώκει να επιβάλει κάποια ομοιομορφία στις στατιστικές προσεγγίσεις, οΟΗΕ έχει επίγνωση των αντιφάσεων μεταξύ των προσεγγίσεων στοκαταστατικότου. Ως εκ τούτου, σύμφωνα μετον ορισμό 15–24 (που εισήχθη το 1981) ταπαιδιά ορίζονται ως άτομα κάτω των 14 ετών (ή των 13 ετών) ενώ σύμφωνα μετη Σύμβαση του 1979 για ταΔικαιώματα του Παιδιού, τα άτομα κάτω των 18 ετών θεωρούνται παιδιά.[12]
Στις 11 Νοεμβρίου 2020, ηΚρατική Δούμα της Ρωσίας ενέκρινε ένα σχέδιο γιατην αύξηση του ανώτατου ορίου ηλικίας των νέων από τα 30 σε 35 έτη (το εύρος τώρα είναι από τα 14 έως 35 έτη).[13]
Ανκαι συνδέεται με βιολογικές διαδικασίες ανάπτυξης και ωρίμανσης, ηνεολαία ορίζεται επίσης ως κοινωνική θέση που αντανακλά τις έννοιες που αποδίδουν οι διάφορες κουλτούρες και κοινωνίες στα άτομα μεταξύ της παιδικής ηλικίαςκαι της ενηλικίωσης. Ο όρος από μόνος του μπορεί να είναι διφορούμενος όταν χρησιμοποιείται για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας με πολύ χαμηλή κοινωνική θέσηπου εξακολουθούν να εξαρτώνται από τους δικούς τους.[14]Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι ορισμοί που βασίζονται στην ηλικία δεν ήταν συνεπείς σε όλες τις κουλτούρες καισε όλες τις εποχές και ότι είναι πιο ακριβές να εστιάσουμε στις κοινωνικές διαδικασίες κατά τη μετάβαση στην ανεξαρτησία των ενηλίκων γιανα ορίσουμε τη νεολαία.[15]
«Αυτός ο κόσμος απαιτεί τις ιδιότητες της νεότητας: όχι μια περίοδο της ζωής, αλλά μια κατάσταση τουνου, μια διάθεση της θέλησης, μια ποιότητα της φαντασίας, μια κυριαρχία τουθάρρους έναντι της δειλίας, της όρεξης γιαπεριπέτεια έναντι της ζωής της ευκολίας». – Ρόμπερτ Κένεντι[16]
Η νεότητα είναι το στάδιο κατασκευής της αυτοαντίληψης. Η αυτοαντίληψη των νέων επηρεάζεται από μεταβλητές όπως οι συνομήλικοι, ο τρόπος ζωής, το φύλο καιη κουλτούρα.[17] Είναι μια περίοδος της ζωής ενός ατόμου πουοι επιλογές του είναι πιο πιθανό να επηρεάσουν το μέλλον του.[18][19]
Σε μεγάλο μέρος της υποσαχάριας Αφρικής, ο όρος "νεότητα" συνδέεται με νεαρούς άνδρες ηλικίας από 12 έως 30 ή 35 ετών. Η νεολαία στηΝιγηρία περιλαμβάνει όλους τους πολίτες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας ηλικίας 18–35 ετών.[20] Πολλά κορίτσια στην Αφρική βιώνουν τη νεότητα ως ένα σύντομο διάλειμμα μεταξύ της έναρξης της εφηβείαςκαιγάμουκαι της μητρότητας. Όμως, στα αστικά περιβάλλοντα, οι φτωχές γυναίκες θεωρούνται συχνά νέες για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ακόμα κιαν γεννήσουν παιδιά εκτός γάμου. Αντίστοιχα, οι απόψεις περί νεολαίας στηΛατινική ΑμερικήκαιτηΝοτιοανατολική Ασία διαφέρουν από αυτές στην υποσαχάρια Αφρική. ΣτοΒιετνάμ, οι ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις γιατη νεολαία είναι κοινωνικοπολιτικές κατασκευές που περιλαμβάνουν τα δύο φύλα μεταξύ 15-35 ετών.[21]
ΣτηΒραζιλία, ο όρος νέος αναφέρεται σε άτομα καιτων δύο φύλων από 15-29 ετών. Αυτή η ηλικιακή κατηγορία αντανακλά την επιρροή διεθνών οργανισμών όπως οΠαγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) στο βραζιλιάνικο δίκαιο. Διαμορφώνεται επίσης από την έννοια της εφηβείας που έχει εισέλθει στην καθημερινή ζωή στη Βραζιλία μέσω της συζήτησης γιαταδικαιώματα των παιδιών.[21]
ΟΟΟΣΑ ορίζει τους νέους ως άτομα «μεταξύ 15 και 29 ετών».[22][23]
Η 12η Αυγούστου έχει ανακηρυχθεί από ταΗνωμένα Έθνη Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας.
Ταδικαιώματα του παιδιού αναφέρονται σε όλα τα δικαιώματα που ανήκουν στα παιδιά. Όταν αυτά μεγαλώσουν, τους παραχωρούνται νέα δικαιώματα (όπως ψήφος, συναίνεση σε σεξουαλική επαφή, οδήγηση κ.λπ.) και καθήκοντα (ποινική ευθύνη κ.λπ.). Υπάρχουν διαφορετικά ελάχιστα όρια ηλικίας στα οποία η νεολαία δεν είναι ελεύθερη, ανεξάρτητη ή νομικά ικανή να λάβει κάποιες αποφάσεις ή ενέργειες. Μερικά από αυτά τα όρια είναι: ηλικία ψήφου, ηλικία υποψηφιότητας σε εκλογές, ηλικία συναίνεσης σε σεξουαλική επαφή, ηλικία ενηλικίωσης, ηλικία ποινικής ευθύνης, ηλικία κατανάλωσης αλκοόλ, ηλικία οδήγησης κ.λπ. Αφού οι νέοι φτάσουν αυτά τα όρια, είναι ελεύθεροι ναψηφίζουν, να έχουν σεξουαλικές επαφές, να αγοράζουν ή να καταναλώνουν αλκοολούχα ποτά ή να οδηγούν αυτοκίνητακ.λπ.
Ηηλικία ψήφου είναι η ελάχιστη ηλικία σύμφωνα μετοννόμοπου πρέπει να συμπληρώσει ένα άτομο γιανα έχει δικαίωμα ψήφουσε δημόσιες εκλογές. Συνήθως, η ηλικία αυτή ορίζεται στα 18 έτη. Ωστόσο, υπάρχουν ηλικίες ψήφου 16 ή 21 ετών. Μελέτες δείχνουν ότι το 21% όλων των 18χρονων έχουν ψηφίσει. Αυτό είναι σημαντικό δικαίωμα, αφού μετην ψήφο τους μπορούν να υποστηρίξουν πολιτικές επιλεγμένες από τους ίδιους και όχι μόνο από ανθρώπους παλαιότερων γενιών.
Η ηλικία υποψηφιότητας σεεκλογές είναι η ελάχιστη ηλικία κατά την οποία ένα άτομο πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις γιανα αποκτήσει ορισμένα εκλεγμένα κυβερνητικά αξιώματα. Σε πολλές περιπτώσεις, ο όρος καθορίζει καιτην ηλικία στην οποία ένα άτομο μπορεί να είναι επιλέξιμο γιανα υποβάλει υποψηφιότητα σε εκλογές ή νατου παραχωρηθεί θέση σεψηφοδέλτιο.
Ηηλικία συναίνεσης είναι η ηλικία κατά την οποία ένα άτομο θεωρείται νομικά ικανό να συναινέσει σεσεξουαλικές πράξεις, και επομένως είναι η ελάχιστη ηλικία ενός ατόμου πουτου επιτρέπεται να συμμετάσχει νομικά σε σεξουαλική δραστηριότητα. Οινόμοι ορίζουν ότι το άτομο κάτω από αυτήν την ηλικία θεωρείται θύμα και όποιος έχει σεξουαλική επαφή με αυτό θεωρείται δράστης.
Όταν ένας κατηγορούμενος για παράνομη πράξη δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία νομικής ευθύνης, αποκλείεται από την ποινική ευθύνη γιατην πράξη του. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά στερούνται την κρίση καιτην εμπειρία που προκύπτουν από την ηλικία γιανα θεωρηθούν ποινικά υπεύθυνα. Μετά τη συμπλήρωση της αρχικής ηλικίας νομικής ευθύνης, συχνά υπάρχουν διάφορα επίπεδα ευθύνης που υπαγορεύονται από την ηλικία καιτο είδος του αδικήματος.
Η νόμιμη ηλικία κατανάλωσης αλκοόλ είναι η ηλικία στην οποία ένα άτομο μπορεί να καταναλώσει ή να αγοράσει αλκοολούχα ποτά. Αυτοί οι νόμοι καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και συμπεριφορών, εξετάζοντας πότε και πού μπορεί να καταναλωθεί αλκοόλ. Η ελάχιστη ηλικία κατά την οποία μπορεί να καταναλωθεί νόμιμα αλκοόλ ενδέχεται να διαφέρει από την ηλικία κατά την οποία μπορεί να αγοραστεί το αλκοόλ σε ορισμένες χώρες. Αυτοί οι νόμοι διαφέρουν μεταξύ κρατών, ενώ πολλοί νόμοι έχουν εξαιρέσεις ή ειδικές περιστάσεις. Οι περισσότεροι νόμοι ισχύουν μόνο για κατανάλωση αλκοόλ σε δημόσιους χώρους (εξαίρεση αποτελεί τοΗνωμένο Βασίλειο, το οποίο έχει ελάχιστο νόμιμο όριο ηλικίας τα πέντε χρόνια για εποπτευόμενη κατανάλωση αλκοόλ σε ιδιωτικούς χώρους). Ορισμένες χώρες έχουν διαφορετικά όρια ηλικίας γιατην κατανάλωση διαφορετικών αλκοολούχων ποτών.[24]
Η νόμιμη ηλικία εργασίας είναι η ελάχιστη ηλικία που απαιτείται από τοννόμογιανα εργαστεί ένα άτομο σε κάθε χώρα. Το όριο της ενηλικίωσης ή η «ηλικία ενηλικίωσης», όπως αναγνωρίζεται ή ορίζεται από τη νομοθεσία στις περισσότερες χώρες, έχει οριστεί στην ηλικία των 18 ετών. Ορισμένοι τύποι εργασίας συνήθως απαγορεύονται ακόμη καιγια άτομα άνω της ηλικίας εργασίας, εάν δεν έχουν συμπληρώσει την ηλικία της ενηλικίωσης. Δραστηριότητες που είναι επικίνδυνες, επιβλαβείς γιατηνυγεία ή που ενδέχεται να επηρεάσουν τηνηθικήτωνανηλίκων εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία.
Η ηλικία καπνίσματος είναι η ελάχιστη ηλικία που μπορεί να αγοράσει κάποιος καπνό ή/καινα καπνίσει δημόσια. Οι περισσότερες χώρες ρυθμίζουν αυτόν τον νόμο σε εθνικό επίπεδο.
Οι νέοι περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα καιοι εμπειρίες τους σεσχολείακαιπανεπιστήμια συχνά διαμορφώσουν μεγάλο μέρος της μετέπειτα ζωής τους.[25] Έρευνες δείχνουν ότι ηφτώχειακαιτο εισόδημα επηρεάζουν την πιθανότητα ολοκλήρωσης της βασικής εκπαίδευσης. Αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν επίσης την πιθανότητα ναμη σπουδάσει ένας νέος.[26] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 12,3% των νέων ηλικίας 16-24 ετών δεν πηγαίνουν στο σχολείο ούτε εργάζονται.[27]
Οι κύριες αιτίες ασθένειαςκαιθνησιμότηταςτων νέων καιτων ενηλίκων οφείλονται σε ορισμένες συμπεριφορές που θέτουν σε κίνδυνο την υγεία. Αυτές οι συμπεριφορές συχνά εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της νεότητας και επεκτείνονται μέχρι την ενηλικίωση, επομένως κάποια προβλήματα στην ενήλικη ζωή μπορούν να προληφθούν από τη νεανική ηλικία.
Μια μελέτη του 2004 για τη θνησιμότητα των νέων παγκοσμίως (σε ηλικίες 10-24 ετών) διαπίστωσε ότι το 97% των θανάτων σημειωνόταν σε χώρες χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος, μετην πλειονότητά τους στηνοτιοανατολική Ασίακαιτηνυποσαχάρια Αφρική. Οι ασθένειες της μητρότητας αντιπροσώπευαν το 15% των θανάτων των γυναικών, ενώ τοHIV/AIDSκαιηφυματίωση ευθύνονταν γιατο 11% των θανάτων. Το 14% των θανάτων ανδρών και 5% των γυναικών αποδίδονταν σετροχαία ατυχήματα, η βασική αιτία θανάτου συνολικά. Ηβία αντιπροσώπευε το 12% των θανάτων ανδρών. Ηαυτοκτονία ήταν η αιτία του 6% όλων των θανάτων.[28]
Οι διακρίσεις σε βάρος των υπέρβαρων παιδιών ξεκινούν από νωρίς στηνπαιδική ηλικίακαι σταδιακά παγιώνονται. Τα παχύσαρκα παιδιά μπορεί να είναι πιο ψηλά από ταμη υπέρβαρα συνομήλικά τους, οπότε είναι πιθανό να θεωρούνται μεγαλύτερα. Αυτό μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στηνκοινωνικοποίησή τους.
Πολλές από τις καρδιαγγειακές συνέπειες που χαρακτηρίζουν την παχυσαρκία στους ενήλικες ξεκινούν από ανωμαλίες στην παιδική ηλικία. Η υπερλιπιδαιμία, ηυπέρτασηκαιηοπροδιαβήτης εμφανίζονται με αυξημένη συχνότητα σε παχύσαρκα παιδιά και εφήβους. Ηάπνοια ύπνου, ηιδιοπαθής ενδοκρανιακή υπέρτασηκαιη νόσος του Μπλάουντ αντιπροσωπεύουν κύριες πηγές νοσηρότητας για τις οποίες είναι απαραίτητη η ταχεία και διαρκής μείωση του βάρους. Παρόλο που εμφανίζονται αρκετές περίοδοι αυξημένου κινδύνου στην παιδική ηλικία, δεν είναι σαφές εάν η παχυσαρκία που ξεκινά νωρίς στην παιδική ηλικία ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο νοσηρότητας και θνησιμότητας των ενηλίκων.[29]
Οεκφοβισμός μεταξύ των νέων σχολικής ηλικίας αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ως σημαντικό πρόβλημα που επηρεάζει την ευημερία καιτηνκοινωνικοποίησή τους. Ο εκφοβισμός αποτελεί μια δυνητικά σοβαρή απειλή γιατην υγιή ανάπτυξη των νέων. Ο ορισμός του εκφοβισμού είναι ευρέως αποδεκτός στη σχετική βιβλιογραφία.[30][31][32][33]
Η πλειονότητα τωνερευνώνγιατον εκφοβισμό έχουν διεξαχθεί στηνΕυρώπηκαιτηνΑυστραλία.[34] Υπάρχουν σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών όσον αφορά τον εκφοβισμό. Σεμια διεθνή έρευνα για συμπεριφορές που σχετίζονται μετην υγεία των εφήβων, το ποσοστό των μαθητών που ανέφεραν ότι υπέστησαν εκφοβισμό τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του τρέχοντος τριμήνου κυμαινόταν από 15% έως 20% σε ορισμένες χώρες έως 70% σε άλλες.[35][36] Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί ο συχνός εκφοβισμός, ο οποίος συνήθως ορίζεται ως ο εκφοβισμός που συμβαίνει μία φορά την εβδομάδα ή συχνότερα. Ο συχνός εκφοβισμός που αναφέρεται διεθνώς κυμαίνεται από 1,9% στο ιρλανδικό δείγμα έως 19% στο δείγμα της Μάλτας.[37][38][39][40][41][42]
Η έρευνα που εξέτασε τα χαρακτηριστικά των νέων που εμπλέκονται στον εκφοβισμό έχει βρει σταθερά ότι τόσο οι εκφοβιστές όσο και εκείνοι που εκφοβίζονται επιδεικνύουν λιγότερο επαρκή ψυχοκοινωνική λειτουργία από τους μη εμπλεκόμενους συνομηλίκους τους. Οι νέοι που εκφοβίζουν άλλους έχουν συνήθως υψηλότερα επίπεδα προβληματικής συμπεριφοράς και αντιπάθειας γιατο σχολείο, ενώ οι νέοι που εκφοβίζονται γενικά παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα ανασφάλειας, άγχους, κατάθλιψης, μοναξιάς, λύπης, σωματικών και ψυχικών συμπτωμάτων και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Τα αγόρια που υφίστανται εκφοβισμό είναι συνήθως πιο αδύναμα σωματικά. Οι λίγες μελέτες που εξέτασαν τα χαρακτηριστικά των νέων που εκφοβίζουν και ταυτόχρονα εκφοβίζονται διαπίστωσαν ότι αυτά τα άτομα παρουσιάζουν τη χειρότερη ψυχοκοινωνική λειτουργία συνολικά.[43][44][45][46]
Ηπαγκοσμιοποίηση είχε απτές επιπτώσεις στις σεξουαλικές σχέσεις και ταυτότητες. Τα προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησηςπου εφαρμόζονται αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο γιατη μείωση των επικίνδυνων σεξουαλικών συμπεριφορών των εφήβων καιτην προαγωγή της σεξουαλικής υγείας. Εκτός από την ενημέρωση σχετικά με τις συνέπειες τωνσεξουαλικά μεταδιδόμενων νόσωνκαι της πρώιμης εγκυμοσύνης, τέτοια προγράμματα δημιουργούν δεξιότητες ζωής για διαπροσωπική επικοινωνία και λήψη αποφάσεων και εφαρμόζονται συχνότερα σε σχολεία. Ωστόσο, δεδομένου ότι δεν πηγαίνουν όλοι οι νέοι στο σχολείο, προγράμματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης έχουν επίσης εφαρμοστεί σε κλινικές, κέντρα κράτησης ανηλίκων και κοινοτικές υπηρεσίες με προσανατολισμό τους νέους. Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι ορισμένα προγράμματα μειώνουν τις επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές όταν εφαρμόζονται τόσο στο σχολείο όσο καιστην κοινότητα.[47]
Η συντριπτική πλειονότητα των νέων ζουνσεαναπτυσσόμενες χώρες: σύμφωνα μεταΗνωμένα Έθνη, παγκοσμίως περίπου το 85% των νέων ηλικίας 15-24 ετών ζουνσε αναπτυσσόμενες χώρες, ποσοστό που προβλέπεται να φτάσει το 89,5% έως το 2025. Επιπλέον, αυτή η πλειονότητα είναι εξαιρετικά ποικιλόμορφη: ορισμένοι ζουνσε αγροτικές περιοχές, αλλά πολλοί κατοικούν στις τεράστιες μητροπόλεις της Ινδίας, της Μογγολίαςκαι άλλων περιοχών της Ασίαςκαι της Νότιας Αμερικής, κάποιοι ζουν παραδοσιακές ζωές στο πλαίσιο μιας φυλής, ενώ άλλοι συμμετέχουν στην παγκόσμια κουλτούρα της νεολαίας μένοντας σεγκέτο.[48]
Οι ζωές πολλών νέων σε αναπτυσσόμενες χώρες καθορίζονται από τηφτώχεια, κάποιοι υποφέρουν από λιμόκαι έλλειψη καθαρού νερού, ενώ η εμπλοκή σε ένοπλες συγκρούσεις είναι συνηθισμένη. Τα προβλήματα υγείας είναι πολλά, ειδικά λόγω τουHIV/AIDSσε ορισμένες περιοχές. Τα Ηνωμένα Έθνη υπολογίζουν ότι 200 εκατομμύρια νέοι ζουνστη φτώχεια, 130 εκατομμύρια είναι αναλφάβητοικαι 10 εκατομμύρια ζουνμε HIV/AIDS.[48]
↑Thomas, A. (2003) "Psychology of Adolescents", Self-Concept, Weight Issues and Body Image in Children and Adolescents, p. 88.
↑Wing, John, Jr. "Youth." Windsor Review: A Journal of the Arts 45.1 (2012): 9+. Academic OneFile. Web. 24 Oct. 2012.
↑Saud, Muhammad; Ida, Rachmah; Mashud, Musta’in (2020). «Democratic practices and youth in political participation: a doctoral study». International Journal of Adolescence and Youth25 (1): 800–808. doi:10.1080/02673843.2020.1746676.
↑ 21,021,1Dalsgaard, Anne Line Hansen, Karen Tranberg. "Youth and the City in the Global South" In Tracking Globalization. Bloomington: Indiana University Press. 2008: 9
↑Slee PT. Bullying in the playground: the impact of inter-personal violence on Australian children's perceptions of their play environment. Child Environ.1995;12:320–327.
↑King A, Wold B, Tudor-Smith C, Harel Y. The Health of Youth: A Cross-National Survey. Canada: WHO Library Cataloguing; 1994. WHO Regional Publications, European Series No. 69.
↑US Department of Education. 1999 Annual Report on School Safety. Washington, DC: US Dept of Education; 1999:1–66.
↑Borg MG. The extent and nature of bullying among primary and secondary schoolchildren. Educ Res.1999;41:137–153.
↑Kaltiala-Heino R, Rimpela M, Marttunen M, Rimpela A, Rantanen P. Bullying, depression, and suicidal ideation in Finnish adolescents: school survey. BMJ.1999;319:348–351.
↑Menesini E, Eslea M, Smith PK. et al. Cross-national comparison of children's attitudes towards bully/victim problems in school. Aggressive Behav.1997;23:245–257.
↑Olweus D. Bullying at School: What We Know and What We Can Do. Oxford, England: Blackwell; 1993.
↑O'Moore AM, Smith KM. Bullying behaviour in Irish schools: a nationwide study. Ir J Psychol.1997;18:141–169.
↑Whitney I, Smith PK. A survey of the nature and extent of bullying in junior/middle and secondary schools. Educ Res.1993;34:3–25.
↑Austin S, Joseph S. Assessment of bully/victim problems in 8 to 11 year-olds. Br J Educ Psychol.1996;66:447–456.
↑Forero R, McLellan L, Rissel C, Bauman A. Bullying behaviour and psychosocial health among school students in New South Wales, Australia: cross sectional survey. BMJ.1999;319:344–348.
↑Kumpulainen K, Rasanen E, Henttonen I. et al. Bullying and psychiatric symptoms among elementary school-age children. Child Abuse Negl.1998;22:705–717.
↑Haynie DL, Nansel TR, Eitel P. et al. Bullies, victims, and bully/victims: distinct groups of youth at-risk. J Early Adolescence.2001;21:29–50.
↑Bearinger, Linda H., et al. 2007. "Global perspectives on the sexual and reproductive health of adelescents: patterns, prevention, and potential." The Lancet 369.9568: 1226
↑ 48,048,1Furlong, Andy (2013). Youth Studies: An Introduction. USA: Routledge. σελίδες 227–228. ISBN978-0-415-56476-2.