Ηπολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες το 717-718και υπήρξε κορυφαίο γεγονός τωναραβοβυζαντινών πολέμων, καθώς ήταν η δεύτερη και τελευταία απόπειρα τουΧαλιφάτου των Ομεϋαδώννα καταλάβει τηβυζαντινή πρωτεύουσα καινα καταλύσει το βυζαντινό κράτος. Η εκστρατεία αυτή αποτέλεσε το αποκορύφωμα είκοσι χρόνων επιτυχών αραβικών επιδρομών κατά βυζαντινών εδαφών, βοηθούμενων και από τηνπερίοδο αναρχίας (en) στο Βυζάντιο μεταξύ 695 και 717.
Οι αραβικές δυνάμεις, υπό την ηγεσία του περίφημου στρατηγού Μασλαμά ιμπνΑμπνταλ-Μαλίκ (ο Μασαλμάς των Βυζαντινών), εισέβαλαν στηΜικρά Ασίατο 716. Αρχικά οι Άραβες ήλπιζαν να εκμεταλλευθούν τις εσωτερικές διαμάχες των Βυζαντινών και υπολόγιζαν στην υποστήριξη του στρατηγού Λέοντα του Iσαύρου, ο οποίος διεκδικούσε το θρόνο από τονΘεοδόσιο Γ΄. Ο Λέων όμως ακολουθούσε τις δικές του φιλοδοξίες, τους εξαπάτησε και εξασφάλισε τον βυζαντινό θρόνο γιατον εαυτό του. Αφού διαχείμασαν στη δυτική Μικρά Ασία, το θέρος του 717 οι Άραβες διέσχισαν τονΕλλήσποντο, προωθήθηκαν στηΘράκηκαι απέκλεισαν την Κωνσταντινούπολη από ξηράς με οχυρωματικές γραμμές. Ο αραβικός στόλος όμως, που συνόδευε το στρατό ξηράς καιθα συμπλήρωνε την πολιορκία από θαλάσσης, γρήγορα εξουδετερώθηκε από τους Βυζαντινούς μετη χρήση τουυγρού πυρός. Ο χειμώνας που ακολούθησε ήταν εξαιρετικά βαρύς καιοι πολιορκητές υπέφεραν πολύ από λιμό, καθώς και από ασθένειες που εκδηλώθηκαν στο στρατόπεδό τους. Την άνοιξη του 718 δυο νέοι αραβικοί στόλοι έφτασαν γιανα ενισχύσουν την πολιορκία, αλλά καταστράφηκαν ολοσχερώς από τοβυζαντινό ναυτικό μετά την αυτομόληση των χριστιανικών τους πληρωμάτων. Ταυτόχρονα, μια αραβική στρατιά καταστράφηκε σε ενέδρα στηΒιθυνίακαιοιΒούλγαροι εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις κατά των Αράβων. Έτσι οι Άραβες αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία στις 15 Αυγούστου 718. Ο εναπομείνας αραβικός στόλος καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς κατά την επιστροφή του από φυσικά φαινόμενα και βυζαντινές ενέργειες.
Η αποτυχία της πολιορκίας είχε σημαντικές επιπτώσεις. Εξασφάλισε τη συνεχιζόμενη ύπαρξη του Βυζαντίου, ενώ οι Άραβες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν δια παντός το στόχο της ολοσχερούς κατάκτησης του βυζαντινού κράτους. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ανέκοψε τηνισλαμική επέκταση προς την Ευρώπη, καιγι' αυτό θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μάχες στην παγκόσμια ιστορία.
Οι πληροφορίες σχετικά μετην πολιορκία βασίζονται σε ύστερες πηγές, πουσε αρκετές περιπτώσεις δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Η βασική πηγή γιατην πολιορκία είναι η αναλυτική και συνεχής ΧρονογραφίατουΘεοφάνη του Ομολογητή (760-817) και δευτερευόντως ηΙστορία σύντομοςτου πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Νικηφόρου Α΄ (; - 828), που παρουσιάζει μικρές διαφορές, κυρίως χρονολογικές, μετο Θεοφάνη.[4]Γιατα γεγονότα τις πολιορκίας, καιοι δύο φαίνεται να χρησιμοποίησαν κάποιο χρονικό γραμμένο κατά τη βασιλεία του Λέοντα Γ΄ και συνεπώς ευνοϊκά διακείμενο απέναντί του, ενώ ο Θεοφάνης φαίνεται να βασίζεται σε κάποια βιογραφία του Λέοντα (την οποία αγνοεί ο Νικηφόρος) γιατα γεγονότα του 716.[5]Οι αραβικές πηγές, κατά κύριο λόγο τοΚιτάμπ αλ-Ουγιούντου 11ου αιώνα, και δευτερευόντως ηπιο σύντομη αφήγηση τουατ-Ταμπαρί (838-923) είναι πιο συγκεχυμένες και περιλαμβάνουν πλείστα μυθιστορηματικά στοιχεία, παρότι βασίζονται και αυτές σε Άραβες χρονικογράφους των αρχών του 9ου αιώνα. Οισυριακές πηγές, βασιζόμενες στονΑγάπιο Ιεραπόλεως, αντλούν προφανώς από την ίδια αρχική πηγή μετο Θεοφάνη, αλλά είναι πολύ πιο σύντομες.[6]
Χάρτης της εδαφικής επέκτασης του χαλιφάτου ως το τέλος της δυναστείας των Ομεϋαδών το 750. Ισλαμικό κράτος κατά τον θάνατο τουΜωάμεθ Επέκταση υπό τοΧαλιφάτο Ρασιντούν Επέκταση υπό τοΧαλιφάτο των Ομεϋαδών
Μετά τηνπρώτη αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούποληςτο 674-678, οι σχέσεις μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου γνώρισαν μια περίοδο ειρήνης. Επιπλέον, μετά το 680, τοΧαλιφάτο των Ομεϋαδώνδεν ήταν σε θέση να απειλήσει το Βυζάντιο, καθώς σπαρασσόταν από τονΔεύτερο Ισλαμικό Εμφύλιο, πράγμα που εξασφάλιζε στο Βυζάντιο μια θέση ισχύος πουτου επέτρεπε να εκβιάζει τεράστια ποσά ως φόρο από την κυβέρνηση της Δαμασκού.[7]Το 692 όμως, καθώς ο ισλαμικός εμφύλιος έβαινε προς το τέλος τουμε πλήρη επικράτηση των Ομεϋαδών, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β' (685–695 και 705–711) επανεκκίνησε τις εχθροπραξίες προσπαθώντας να προλάβει την περαιτέρω ισχυροποίηση των Αράβων, που απειλούσε την ανατροπή αυτού του ευνοϊκού στάτους κβο. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν μια σειρά αραβικών νικών που οδήγησαν στηνεκ νέου απώλεια της Αρμενίαςκαιτων ηγεμονιών τουΚαυκάσου, καθώς καιστην έναρξη μιας σταδιακής αραβικής κατάκτησης της μεθοριακής ζώνης μεταξύ των δύο κρατών. Κάθε έτος, οι στρατηγοί του χαλίφη, συνήθως μέλη της δυναστείας των Ομεϋαδών οι ίδιοι, εξαπέλυαν επιδρομές εναντίον βυζαντινών εδαφών και καταλάμβαναν οχυρωμένες τοποθεσίες.[8]
Μετά το 712, το βυζαντινό αμυντικό σύστημα άρχισε να δείχνει σημάδια κατάρρευσης, καθώς οι αραβικές επιδρομές αναφέρεται ότι διείσδυαν όλο καιπιο βαθιά στηΜικρά Ασία, καταλαμβάνοντας και καταστρέφοντας επανειλημμένα τις συνοριακές οχυρώσεις, ενώ η βυζαντινή ικανότητα αντίδρασης δείχνει να έχει εξασθενίσει.[9]Εν μέρει αυτό οφειλόταν και στις συνθήκες εσωτερικής αναρχίαςπου επικρατούσαν στο Βυζάντιο εκείνη την εποχή, καθώς η πρώτη ανατροπή του Ιουστινιανού Β΄ το 695 ακολουθήθηκε από επτά αιματηρές αλλαγές εξουσίας την επόμενη εικοσαετία (Λεόντιοςτο 695, Τιβέριος Γ´το 698, Ιουστινιανός Β΄ εκ δευτέρου το 705, Φιλιππικός Βαρδάνηςτο 711, Αναστάσιος Β´το 713, Θεοδόσιος Γ´το 715, Λέων Γ´το 717).[10] Παρόλα αυτά, όπως σχολιάζει καιο ιστορικός Warren Treadgold, «οι αραβικές επιθέσεις ούτως ή άλλως θα είχαν ενταθεί μετά το πέρας του δικού τους εμφυλίου [...] Υπερέχοντας κατά πολύ σε άντρες, εδάφη και πλούτο έναντι του Βυζαντίου, οι Άραβες άρχισαν να επικεντρώνουν όλη τους τη δύναμη εναντίον του. Τώρα απειλούσαν να σβήσουν την αυτοκρατορία εντελώς καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσά της».[11]
Χρυσό σολδίοτου Αναστασίου Β΄ (713-715), που προετοίμασε την Κωνσταντινούπολη γιατην αραβική επίθεση
Οι αραβικές επιτυχίες άνοιξαν το δρόμο γιαμια δεύτερη επίθεση κατά της Κωνσταντινούπολης, μια επιχείρηση την οποία συνέλαβε ήδη ο χαλίφης Ουαλίντ Α' (705-715). Μετά το θάνατο του Ουαλίντ, ο αδερφός και διάδοχός τουΣουλεϊμάν (715-717) ανέλαβε να φέρει εις πέρας το σχέδιο με ιδιαίτερο ζήλο εξαιτίας, όπως λέγεται, μιας προφητείας που προέβλεπε ότι ένας χαλίφης που έφερε το όνομα ενός προφήτη θα καταλάμβανε την Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ των Ομεϋαδών, ο Σουλεϊμάν (Σολομών) ήταν ο μόνος με τέτοιο όνομα. Σύμφωνα δεμε συριακές πηγές, ο νέος χαλίφης ορκίστηκε «ναμην σταματήσει να μάχεται κατά της Κωνσταντινούπολης πριν είτε εξαντλήσει τηγητων Αράβων είτε καταλάβει την πόλη».[12]Οι δυνάμεις των Ομεϋαδών άρχισαν να συγκεντρώνονται στην πεδιάδα Νταμπίκ βορείως τουΧαλεπίου, υπό την προσωπική επίβλεψη του χαλίφη. Καθώς ο Σουλεϊμάν ήταν πολύ άρρωστος γιανα αναλάβει ο ίδιος την ηγεσία της εκστρατείας, την εμπιστεύτηκε στον αδερφό τουΜασλαμά.[13]Η επιχείρηση κατά της Κωνσταντινούπολης έλαβε χώρα σεμια περίοδο όπου το Χαλιφάτο επεκτεινόταν ραγδαία προς ανατολή και δύση, καθώς οι μουσουλμανικές στρατιές προήλαυναν στηνΥπερωξειανή, τηνΙνδίακαιτηνΙβηρική χερσόνησο.[14]
Οι αραβικές προετοιμασίες, και ιδίως η κατασκευή ενός ισχυρού στόλου, δεν διέφυγαν της προσοχής των Βυζαντινών. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Β' (713-715) μάλιστα έστειλε μια πρεσβεία στη Δαμασκό υπό τον πατρίκιο και Έπαρχο της Πόλεως Δανιήλ τον Σινωπίτη, δήθεν γιανα ζητήσει ειρήνη, στην πραγματικότητα όμως γιανα κατασκοπεύσει της αραβικές προετοιμασίες. Ταυτόχρονα ο Αναστάσιος άρχισε να προετοιμάζει την πόλη για πολιορκία: επιδιόρθωσε ταΘεοδοσιανά Τείχηκαιτα εξόπλισε με καταπέλτες, έφερε εφόδια στην πόλη και ανάγκασε τους κατοίκους εκείνους πουδε μπορούσαν να αποθηκεύσουν τρόφιμα για τρία χρόνια να φύγουν.[15]Ο Αναστάσιος επίσης μερίμνησε γιατο ναυτικό του, και στις αρχές του 715 το έστειλε εναντίον ενός αραβικού στόλου που επιχειρούσε στις ακτές της Λυκίαςστο Φοίνικα[16]γιανα συλλέξει ξυλεία. Όταν έφτασε στηΡόδο όμως, ο βυζαντινός στόλος, υποκινούμενος από στρατιώτες τουΟψικίου θέματος, στασίασε, σκότωσε τον διοικητή τουκαι έπλευσε βόρεια προς τοΑδραμύττιο. Εκεί ανακήρυξαν διά της βίας αυτοκράτορα έναν τελείως απρόθυμο φοροεισπράκτορα ως Θεοδόσιο Γ΄.[17]Ο Αναστάσιος πέρασε το Βόσπορο στηΒιθυνίαγιανα αντιμετωπίσει την εξέγερση, αλλά ο στόλος των στασιαστών έπλευσε προς τηΧρυσόπολη, από όπου εξαπέλυε επιθέσεις κατά της Κωνσταντινούπολης ώσπου υποστηρικτές τους εντός της πρωτεύουσας τους άνοιξαν τις πύλες. Ο Αναστάσιος συνέχισε να αντιστέκεται στηΝίκαιαγια αρκετούς μήνες, αλλά στο τέλος συμφώνησε να παραιτηθεί του θρόνου καινα καρεί μοναχός.[18]Η άνοδος στο θρόνο του Θεοδοσίου, που σύμφωνα με όλες τις πηγές ήταν και απρόθυμος και ανίκανος, ως υποχείριο των Οψικιανών, προκάλεσε την αντίδραση των υπολοίπων θεμάτων, ειδικότερα τουστρατηγούτωνΑνατολικώνΛέοντα του Ίσαυρουκαιτου στρατηγού τωνΑρμενιακώνΑρτάβασδου.[19]
Χάρτης της Μικράς Ασίας και της Θράκης περί το 740
Σε αυτές της συνθήκες εμφύλιας διαμάχης, οι Άραβες ξεκίνησαν την προσεκτικά προετοιμασμένη τους προέλαση. Το Σεπτέμβριο του 715, η εμπροσθοφυλακή τους υπό τον Σουλεϊμάν ιμπν Μουάντ διέσχισε τηνΚιλικία, κατέλαβε το οχυρό Λούλονπου ήλεγχε τις Κιλίκιες Πύλεςκαι διαχείμασε στο Αφίκ, μιαμη ταυτοποιημένη τοποθεσία στη δυτική είσοδο των Κιλικίων Πυλών. Την άνοιξη του 716, συνέχισε την προέλασή της στην κεντρική Μικρά Ασία, ενώ ο αραβικός στόλος υπό τον Ουμάρ ιμπν Χουμπάιρα έπλεε κατά μήκος της Κιλικίας. Ο Μασλαμά μετον κύριο όγκο του αραβικού στρατού ανέμενε τις εξελίξεις στη βόρεια Συρία.[20]Οι Άραβες έλπιζαν να εκμεταλλευτούν τη βυζαντινή διαμάχη προς όφελός τους. Έτσι ο Μασλαμά είχε ήδη αρχίσει επαφές μετον Λέοντα. Είναι άγνωστο τι υποσχέσεις ο τελευταίος έδωσε στους Άραβες. Ο Γάλλος ιστορικός Rodolphe Guilland υποστήριξε ότι ο Λέων ίσως να υποσχέθηκε να γίνει υποτελής του Χαλιφάτου. Είναι βέβαιο πάντως ότι καιοιδυο πλευρές σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν η μία την άλλη για δικούς τους σκοπούς: ο Λέων γιανα καταλάβει το θρόνο, καιο Μασλαμά γιανα μεγιστοποιήσει το χάος στο Βυζάντιο καινατο αποδυναμώσει περαιτέρω πριντην τελική έφοδο κατά της Κωνσταντινούπολης.[21]
Η υψηλής στρατηγικής σημασίας πόλη τουΑμορίου τέθηκε ως ο πρώτος στόχος των Αράβων, που σκόπευαν νατη χρησιμοποιήσουν ως βάση τους γιατον επερχόμενο χειμώνα. Η πόλη είχε μείνει ανυπεράσπιστη λόγω των εμφύλιων συγκρούσεων των Βυζαντινών καιθα είχε κυριευτεί εύκολα από της δυνάμεις του Σουλεϊμάν. Οι Άραβες όμως προτίμησαν να χρησιμοποιήσουν την περίσταση γιανα ενισχύσουν τη θέση του υποτιθέμενου συμμάχου τους Λέοντα, και πρόσφεραν στους κατοίκους ευνοϊκούς όρους παράδοσης αν αυτοί αναγνώριζαν τον Λέοντα ως αυτοκράτορα. Οι πολίτες του Αμορίου το έπραξαν, αλλά συνέχιζαν να κρατούν τις πύλες της πόλης τους κλειστές. Ο Λέων έσπευσε στην περιοχή με όσους στρατιώτες μπόρεσε ναβρεικαι, μετά από μια σειρά παραπλανητικών διαπραγματεύσεων, κατάφερε να εγκαταστήσει 800 δικούς του άντρες στην πόλη. Καθώς η πόλη μπορούσε πιανα αμυνθεί, καιτα εφόδιά τους τελείωναν, οι Άραβες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Ο ίδιος ο Λέων κατάφερε να διαφύγει στη γειτονική Πισιδία, καιτο καλοκαίρι, μετην υποστήριξη του Αρτάβασδου, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας.[22][23]
Χρυσό σολδίο του Λέοντα Γ'
Η επιτυχία του Λέοντα ήταν ευτύχημα γιατο Βυζάντιο, καθώς ο Μασλαμά μετην κύρια αραβική στρατιά είχε διασχίσει τηνοροσειρά του Ταύρουκαι κατευθυνόταν προς το Αμόριο. Στην πορεία του, ο Άραβας στρατηγός, διατελώντας ακόμα εν αγνοία των πρόσφατων εξελίξεων, απέφευγε να δηώσει τις περιοχές που διερχόταν—δηλ. τα θέματα Ανατολικών και Αρμενιακών—των οποίων τους κυβερνήτες ακόμα λογάριαζε για συμμάχους του.[24] Όταν πιαο Μασλαμά συνάντησε τις δυνάμεις του Σουλεϊμάν και έμαθε τα συμβάντα του Αμορίου, άλλαξε κατεύθυνση και κατέλαβε τοΑκροϊνόν. Κατόπιν προώθησε τις δυνάμεις τουστα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας όπου και διαχείμασαν, αφού κατέλαβαν τις ΣάρδειςκαιτηνΠέργαμο. Ο αραβικός στόλος πέρασε το χειμώνα στην Κιλικία.[25]Εντω μεταξύ, ο Λέων κινήθηκε κατά της Κωνσταντινούπολης. Κατέλαβε τηΝικομήδεια, όπου έπιασε αιχμαλώτους πολλούς αξιωματούχους, τονγιοτου Θεοδόσιου Γ', και μετά προέλασε ως τη Χρυσόπολη. Την άνοιξη του 717, μετά από διαπραγματεύσεις, ο Λέων ανάγκασε τον Θεοδόσιο σε παραίτηση και αναγνωρίστηκε ως αυτοκράτορας, εισερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Μαρτίου. Ο Θεοδόσιος καιο γιος του εκάρησαν μοναχοί, καιο Αρτάβασδος ανταμείφθηκε γιατην υποστήριξή τουμετον τίτλο τουκουροπαλάτηκαιτο χέρι της κόρης του Λέοντα, Άννας.[26]
Από την αρχή της εκστρατείας τους, οι Άραβες είχαν προετοιμαστεί γιαμια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Το συριακό Χρονικό του Ζουκνίν (ύστερος 8ος αιώνας) αναφέρει ότι οι δυνάμεις τους ήταν "αμέτρητες", ενώ οΜιχαήλ ο Σύριος (12ος αιώνας) τις λογαριάζει σε 200.000 άντρες και 5.000 πλοία, αριθμοί προφανώς υπερβολικοί. Ο άραβας γεωγράφος και ιστορικός του 10ου αιώνα αλ-Μασούντι δίνει 120.000 άντρες, καιτο χρονικό του Θεοφάνη του Ομολογητή 1.800 πλοία. Οι Άραβες συγκέντρωσαν εφόδια για αρκετά χρόνια, και μετέφεραν μαζί τους πολιορκητικές μηχανές και εμπρηστικά υλικά (νάφθα). Η εφοδιοπομπή του αραβικού στρατού μόνο λέγεται ότι περιλάμβανε 12.000 άντρες, 6.000 καμήλες και 6.000 όνους, ενώ σύμφωνα μετον ιστορικό Μπαρ Εβραίος (13ος αιώνας), ο αραβικός στρατός περιλάμβανε και 30.000 εθελοντές («μουτάουα») που είχαν έρθει γιανα λάβουν μέρος στον Ιερό Πόλεμο («τζιχάντ») κατά των απίστων.[27] Όποιοι κιαν ήταν οι πραγματικοί αριθμοί τους, οι Άραβες υπερτερούσαν κατά πολύ των αμυνομένων. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς το Τρέντγκολντ, η αραβική εκστρατευτική δύναμη μπορεί να ήταν μεγαλύτερη από ολόκληρο τονβυζαντινό στρατό.[2] Λίγα είναι γνωστά γιατη διάρθρωση της αραβικής στρατιάς, πέραν του ότι αποτελούνταν και διοικούνταν κυρίως από Σύριους και Μεσοποτάμιους Άραβες, που αποτελούσαν άλλωστε τον επίλεκτο «Στρατό της Συρίας», τον κύριο στυλοβάτη του καθεστώτος των Ομεϋαδών και βετεράνοι των μακροχρόνιων συγκρούσεων μετο Βυζάντιο.[28] Πέραν του Μασλαμά, οι Ουμάρ ιμπν Χουμπάιρα, Σουλεϊμάν ιμπν Μουάντ και Μπαχτάρι ιμπναλ-Χασάν αναφέρονται ως οι υποδιοικητές του από τον Θεοφάνη καιτον Αγάπιο Ιεραπόλεως (10ος αιώνας), ενώ τοΚιτάμπ αλ-Ουγιούν αντικαθιστά τον Μπαχτάρι μετονΑμπντ Αλλάχ αλ-Μπαττάλ.[29] Παρότι η πολιορκία ανάλωσε μεγάλο μέρος των δυνάμεων του Χαλιφάτου, οι Άραβες συνέχισαν να εξαπολύουν επιδρομές κατά των βυζαντινών κτήσεων στην ανατολική Μικρά Ασία κατά τη διάρκεια της πολιορκίας: το 717, ο γιος του χαλίφη, Νταούντ, κατέλαβε ένα οχυρό κοντά στηΜελιτηνή, ενώ το 718 οΑμριμπν Κάις επέδραμε στην παραμεθόρια περιοχή.[30]Γιατη βυζαντινή πλευρά, οι διαθέσιμες δυνάμεις είναι παντελώς άγνωστες. Πέρα από τις προετοιμασίες του Αναστάσιου (που ίσως καινα εγκαταλείφθηκαν μετά την ανατροπή του),[31]οι Βυζαντινοί μπορούσαν να υπολογίζουν καιστην υποστήριξη τωνΒουλγάρων, μετον ηγεμόνα των οποίων, Τέρβελ, ο Λέων συνήψε μια συνθήκη που ενδέχεται να περιλάμβανε και ρήτρα συμμαχίας ενάντια στους Άραβες.[32]
Στις αρχές του καλοκαιριού, ο Μασλαμά διέταξε το στόλο τουνα πλεύσει στηνΆβυδοστονΕλλήσποντο, όπου και βοήθησε στη διεκπεραίωση του αραβικού στρατού από την Ασία στηΘράκη. Από εκεί οι Άραβες προχώρησαν προς την Κωνσταντινούπολη, λεηλατώντας την ύπαιθρο και καταλαμβάνοντας τις πόλεις που συναντούσαν.[33] Περί τα μέσα του Ιουλίου ή του Αυγούστου,[1]ο αραβικός στρατός έφτασε μπροστά από την Κωνσταντινούπολη καιτην απέκλεισε από ξηράς μετην κατασκευή μιας διπλής πέτρινης οχυρωματικής γραμμής, στο μέσο της οποίας τοποθέτησαν το στρατόπεδό τους. Σύμφωνα με αραβικές πηγές, ο Λέων πρότεινε να εξαγοράσει την πόλη πληρώνοντας ένα χρυσό νόμισμα για κάθε κάτοικό της, αλλά ο Μασαλμά αρνήθηκε λέγοντας ότι δε μπορούσε να συνάψει ειρήνη με ηττημένους, και ότι είχε ήδη ορίσει τη μελλοντική φρουρά της Κωνσταντινούπολης.[34]
Απεικόνιση της χρήσης του υγρού πυρός, από τηΣύνοψη ΙστοριώντουΙωάννη Σκυλίτζη.
Ο αραβικός στόλος υπό τον στρατηγό Σουλεϊμάν (συχνά συγχέεται μετον ομώνυμο χαλίφη σε μεσαιωνικές και μερικές σύγχρονες πηγές) έφτασε στην πόλη στις 1 Σεπτεμβρίου, και αρχικά αγκυροβόλησε στην ακτή τουΕβδόμου. Δυο μέρες μετά, ο Σουλεϊμάν άρχισε να διασπείρει τον στόλο τουστα ευρωπαϊκά και ασιατικά προάστια της Κωνσταντινούπολης γιανα αποκλείσει τις θαλάσσιες προσβάσεις προς την πόλη: ένα μέρος του στόλου αγκυροβόλησε στα λιμάνια του Ευτροπίου καιτου Ανθέμιου νότια της Χαλκηδόνας, ενώ ο υπόλοιπος στόλος εισήλθε στοΒόσπορο, προσπέρασε την Κωνσταντινούπολη και άρχισε να αγκυροβολεί στις ακτές μεταξύ Γαλατάκαι Κλειδίου, αποκόπτοντας την επικοινωνία της πόλης μετηΜαύρη Θάλασσα. Σύμφωνα μετη διήγηση του Θεοφάνη, καθώς η οπισθοφυλακή του στόλου από είκοσι μεγάλα πλοία, με 2.000 στρατιώτες, περνούσε από το ύψος της πόλης, ο ούριος νότιος άνεμος σταμάτησε και ανεστράφη, αρχίζοντας νατα παρασέρνει προς τα τείχη. Αμέσως ο Λέων διέταξε μια μοίρα του στόλου τουνα επιτεθεί. Πολλά πλοία βυθίστηκαν αύτανδρα, ενώ άλλα εξουδετερώθηκαν μετη χρήση υγρού πυρόςκαι παρασύρθηκαν φλεγόμενα μέχρι τις νησίδες ΠλατείακαιΟξείασταΠριγκηπονήσια. Η νίκη αυτή εμψύχωσε τους Βυζαντινούς και αποθάρρυνε τους Άραβες, που κατά το Θεοφάνη σκόπευαν την ίδια νύχτα να πλησιάσουν τα θαλάσσια τείχη καινα ανέβουν σε αυτά μετη χρήση των πηδαλίων των σκαφών τους. Την ίδια νύχτα, ο Λέων σήκωσε την αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο τουΧρυσού Κέρατος. Θορυβημένοι από τη ναυτική νίκη των Βυζαντινών, ο αραβικός στόλος απέφευγε πιατη σύγκρουση μετο βυζαντινό, και αποσύρθηκε πιο βόρεια στο λιμάνι τουΣωσθενίου.[35]
Η δεύτερη αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, όπως απεικονίζεται στο βουλγαρικό αντίτυπο του Χρονικού τουΚωνσταντίνου Μανασσή (14ος αιώνας).
Ο αραβικός στρατός ήταν καλά εφοδιασμένος. Οι πηγές περιγράφουν μεγάλους σωρούς από τρόφιμα στο στρατόπεδό τους, ενώ είχαν φέρει καισιτάριτο οποίο έσπειραν και ήλπιζαν να θερίσουν το επόμενο έτος. Εντούτοις, η αποτυχία του ναυτικού τους να αποκλείσει τη βυζαντινή πρωτεύουσα και από θαλάσσης σήμαινε ότι καιοι Βυζαντινοί μπορούσαν να φέρουν προμήθειες στην πόλη. Επιπλέον, οι Άραβες είχαν δηώσει τις περιοχές κοντά στην Κωνσταντινούπολη κατά την πορεία τους προς την πόλη, καιδεθα μπορούσαν να αναζητήσουν τροφή εκεί. Ο στόλος τους καιοι αραβικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στα απέναντι ασιατικά εδάφη μπορούσαν να φέρουν επιπλέον εφόδια, αλλά η ποσότητά τους ήταν περιορισμένη.[36] Καθώς η πολιορκία προχωρούσε και πλησίαζε ο χειμώνας, οιδυο πλευρές ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, που αναφέρονται εκτενώς από τις αραβικές πηγές αλλά αγνοούνται εντελώς από τις βυζαντινές. Σύμφωνα με τους Άραβες, ο Λέων ξανάρχισε το διπλό του παιχνίδι. Μια εκδοχή ισχυρίζεται ότι έπεισε το Μασλαμά νατου παραδώσει μεγάλο μέρος των εφοδίων του, ενώ μια άλλη ότι έπεισε τον Άραβα στρατηγό να κάψει τα εφόδιά του ώστε να δώσει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης την εντύπωση επικείμενης τελικής εφόδου, οπότε ο Λέων θα μπορούσε να τους πείσει να παραδοθούν.[37]Ο επακόλουθος χειμώνας ήταν εξαιρετικά βαρύς, μετο χιόνι να καλύπτει το έδαφος για πάνω από τρεις μήνες. Καθώς τα εφόδια των Αράβων άρχισαν να τελειώνουν, ξέσπασε τρομερός λιμός: οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να φάνε τα άλογα, τις καμήλες και οτιδήποτε άλλο ζωντανό έβρισκαν, καθώς και τις φλούδες, ρίζες καιτα φύλλα των δέντρων. Έφτασαν στο σημείο να σκάβουν στο χιόνι γιαναβρουν τους βλαστούς του σιταριού που είχαν σπείρει γιανα τους φάνε, ενώ αναφέρονται και περιπτώσεις καννιβαλισμούκαι βρώσης των ίδιων των περιττωμάτων τους. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ο αραβικός στρατός να θεριστεί και από ασθένειες. Ο Λομβαρδός ιστορικός Παύλος Διάκονος μάλιστα ανεβάζει τον αριθμό των απωλειών τους στον απίθανο αριθμό των 300,000.[38]
Η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται την άνοιξη, όταν ο νέος χαλίφης, Ουμάρ Β΄ (717-720), έστειλε δύο στόλους γιανα βοηθήσει τους πολιορκητές: 400 πλοία από τηνΑίγυπτο υπό κάποιον Σουφυάν και 360 από τηνΑφρική υπό τον Ιζίντ, όλα κατάφορτα με εφόδια και οπλισμό. Ταυτόχρονα, ένας νέος στρατός άρχισε να διασχίζει τη Μικρά Ασία γιανα ενισχύσει την πολιορκία. Όταν οιδυο στόλοι έφτασαν στηνΠροποντίδα, έμειναν μακριά από την Κωνσταντινούπολη καιτον στόλο της, και αγκυροβόλησαν στις ασιατικές ακτές, οι Αιγύπτιοι βαθιά στον Κόλπο της Νικομήδειας καιοι Αφρικανοί νότια της Χαλκηδόνας στα λιμάνια Σάτυρος, ΒρύαςκαιΚαρταλίμην. Το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων τωνδυο στόλων, όμως, αποτελούνταν από Χριστιανούς Αιγύπτιους, οι οποίοι άρχισαν αμέσως να αυτομολούν στον αυτοκράτορα. Ενήμερος πλέον από τους αυτομόλους γιατην άφιξη και διάταξη των αραβικών στόλων, ο Λέων εξαπέλυσε το ναυτικό του εναντίον τους. Ακινητοποιημένα από την αποστασία των πληρωμάτων τους, και ανήμπορα να αντιμετωπίσουν το υγρό πυρ, τα αραβικά πλοία καταστράφηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτα μετο φορτίο τους. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον ασφαλής από κάθε θαλάσσια απειλή.[39] Αλλά καιστην ξηρά, οι Βυζαντινοί σημείωσαν μια σημαντική επιτυχία, όταν τα στρατεύματά τους αιφνιδίασαν και κατέστρεψαν τον αραβικό στρατό του Μαρδασάν σεμια ενέδρα στους λόφους μεταξύ Νίκαιας και Νικομήδειας.[40]
Ο ανεφοδιασμός της Κωνσταντινούπολης δια θαλάσσης ήταν πλέον εύκολος, καιοι ψαράδες της πόλης ξανάπιασαν δουλειά, καθώς ο αραβικός στόλος δεν τολμούσε να εγκαταλείψει το αγκυροβόλιό του. Ταυτόχρονα, ο στρατός των Αράβων συνέχισε να υποφέρει από πείνα και αρρώστιες. Την ίδια εποχή, οι Άραβες υπέστησαν μια μεγάλη ήττα από τους Βουλγάρους, χάνοντας, σύμφωνα μετο Θεοφάνη, 22.000 άντρες. Είναι όμως αβέβαιο αν επρόκειτο γιαμια βουλγαρική επίθεση στα αραβικά χαρακώματα με βάση τη συνθήκη μετον Λέοντα, ή ανοι Άραβες εισέβαλαν σε βουλγαρικά εδάφη σε αναζήτηση τροφής, όπως αναφέρει μια συριακή πηγή του 846. Ο Μιχαήλ ο Σύριος υποστηρίζει ότι οι Βούλγαροι συμμετείχαν στην πολιορκία εξαρχής, παρενοχλώντας τους Άραβες κατά την προσέγγισή τους στην Κωνσταντινούπολη και μετά με επιθέσεις στο στρατόπεδό τους, αλλά αυτή η εκδοχή δεν επαληθεύεται από άλλες πηγές.[41]Η πολιορκία είχε πια ξεκάθαρα αποτύχει, καιο χαλίφης Ουμάρ διέταξε το Μασλαμά να αποχωρήσει. Μετά από δεκατρείς μήνες πολιορκίας, στις 15 Αυγούστου 718, οι Άραβες έλυσαν την πολιορκία. Καθώς η ημερομηνία συνέπιπτε μετηνΚοίμηση της Θεοτόκου, οι Βυζαντινοί απέδωσαν σε αυτήν τη νίκη τους. Οι Βυζαντινοί δεν παρενόχλησαν τους αποχωρούντες Άραβες, αλλά ο αραβικός στόλος είχε νέες απώλειες σεμια σφοδρή καταιγίδα στην Προποντίδα, και λίγο μετά από μια έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Τέλος, αρκετά από τα εναπομείναντα πλοία αιχμαλωτίστηκαν από μια βυζαντινή ναυτική μοίρα, έτσι ώστε, σύμφωνα μετον Θεοφάνη, μόνο 5 πλοία να επιστρέψουν στη Συρία.[42]Οι αραβικές πηγές ανεβάζουν τις ολικές τους απώλειες σε 150.000 άντρες, ένας αριθμός που παρότι προφανώς διογκωμένος, δίνει μια ιδέα γιατην έκταση της ήττας τους.[43]
Η αραβική αποτυχία αποτέλεσε βαρύ πλήγμα γιατο Χαλιφάτο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Σύμφωνα μετον ισλαμολόγο Bernard Lewis, «η αποτυχία της σήμανε μια κρίσιμη στιγμή γιατην εξουσία των Ομεϋαδών. Το οικονομικό βάρος του εξοπλισμού καιτου εφοδιασμού της εκστρατείας προκάλεσε επιδείνωση μιας φορολογικής και οικονομικής καταπίεσης που ήδη είχε προκαλέσει επικίνδυνη αντίδραση. Η καταστροφή του στόλου καιτου συριακού στρατού μπροστά στα θαλάσσια τείχη της Κωνσταντινούπολης στέρησε το καθεστώς από την κύρια υλική βάση της ισχύος του».[44]Ο αραβικός στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς, και ενώ ο στρατός ξηράς δεν υπέστη απώλειες στον ίδιο βαθμό, η εντύπωση της ήττας ήταν τέτοια πουοι άραβες ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Ουμάρ εξέτασε σοβαρά το ενδεχόμενο να αποσυρθεί από τις πρόσφατες κατακτήσεις στην Ισπανία καιτην Υπερωξειανή, καθώς καιτην πλήρη εκκένωση της Κιλικίας καιτων άλλων βυζαντινών μεθοριακών εδαφών που είχαν καταλάβει οι Άραβες τα προηγούμενα χρόνια. Ανκαιοι σύμβουλοί του κατάφεραν νατον αποτρέψουν από τόσο ριζικές ενέργειες, οι περισσότερες αραβικές φρουρές αποσύρθηκαν από τα βυζαντινά οχυρά της μεθορίου. Στην Κιλικία, μόνο ηΜοψουεστία παρέμεινε υπό κατοχή, ως προκεχωρημένο φυλάκιο γιατην άμυνα της Αντιόχειας.[45]
Οι Βυζαντινοί ανέκτησαν μάλιστα μερικά εδάφη στη δυτική Αρμενία για ένα διάστημα. Το 719, ο βυζαντινός στόλος επέδραμε στις ακτές της Συρίας και έκαψε το λιμάνι της Λαοδίκειας, ενώ το 720/721, επιτέθηκαν και κατέστρεψαν το λιμάνι της Τίννις στην Αίγυπτο.[46]Ο Λέων επίσης ανέκτησε τον έλεγχο της Σικελίας, όπου τα νέα της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης καιη βεβαιότητα της πτώσης της είχαν οδηγήσει τον τοπικό στρατηγό να ανακηρύξει κάποιον Βασίλειο Ονομάγουλο αυτοκράτορα. Την ίδια εποχή όμως, οι Βυζαντινοί απώλεσαν τον ουσιαστικό έλεγχο της Σαρδηνίαςκαι της Κορσικής.[47]
Πέραν τούτων, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την επιτυχία τους καινα περάσουν μετη σειρά τους στην αντεπίθεση κατά των Αράβων. Έτσι, το 720, μετά από διακοπή δυο ετών, οι αραβικές επιδρομές κατά του Βυζαντίου ξανάρχισαν, ανκαιπιαδεν στόχευαν σε κατακτήσεις αλλά κυρίως στην αποκομιδή λείας. Οι επιθέσεις αυτές εντάθηκαν ξανά κατά τις επόμενες δυο δεκαετίες, ως τη μεγάλη βυζαντινή νίκη στηΜάχη του Ακροϊνούτο 740. Σε συνδυασμό με σοβαρές αραβικές αποτυχίες σε άλλα μέτωπα, καιμετηναυξανόμενη εσωτερική αναταραχήπου οδήγησε στηνΕπανάσταση των Αββασιδών, η εποχή των μεγάλων ισλαμικών κατακτήσεων έφτασε στο τέλος της.[48]
Η δεύτερη αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ήταν πολύ πιο σοβαρή, άμεση, καλά σχεδιασμένη απόπειρα να καταληφθεί η βυζαντινή πρωτεύουσα, σε σχέση μετην πρώτη: το 717-718 οι Άραβες προσπάθησαν να απομονώσουν την πόλη από κάθε πλευρά, ενώ το 674-678 είχαν αρκεστεί σε έναν μάλλον χαλαρό αποκλεισμό.[30] Ήταν η ύστατη προσπάθεια του Χαλιφάτου να κοπεί η "κεφαλή" της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την οποία οι υπόλοιπες επαρχίες, ειδικά στη Μικρά Ασία, θα έπεφταν εύκολα.[49]Η αποτυχία της επιχείρησης οφειλόταν πρωτίστως στην απόσταση των Αράβων από τις βάσεις εξόρμησής τους στη Συρία, πουδεν επέτρεπε τον επαρκή εφοδιασμό τους. Επιπρόσθετα, η υπεροχή του βυζαντινού ναυτικού, το υγρό πυρ, η ισχύς των Θεοδοσιανών Τειχών, καθώς καιη ικανότητα του Λέοντα Γ΄ στην εξαπάτηση και τις διαπραγματεύσεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο.[50]
Η αποτυχία της πολιορκίας είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη φύση της αραβοβυζαντινής αναμέτρησης. Ο αρχικός ισλαμικός στόχος της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε, καιτο σύνορο μεταξύ τωνδυο κρατών σταθεροποιήθηκε στη γραμμή των οροσειρών του Ταύρου καιτου Αντίταυρου. Καιοιδυο πλευρές συνέχισαν να διεξάγουν έναν αδιάκοπο πόλεμο με επιδρομές εκατέρωθεν των βουνών, στον οποίο τα συνοριακά φρούρια άλλαζαν συχνά χέρια, αλλά το γενικό περίγραμμα του συνόρου παρέμεινε αναλλοίωτο γιαδυο αιώνες, μέχρι την έναρξη των βυζαντινών κατακτήσεων τον 10ο αιώνα.[51]Για τους Μουσουλμάνους ειδικότερα, η διεξαγωγή των επιδρομών αυτών απέκτησε σχεδόν τελετουργικό χαρακτήρα, ως μια επιβεβαίωση του συνεχιζόμενου Ιερού Πολέμου, καθώς και ως συμβολική έκφραση του ρόλου του χαλίφη ως ηγέτη της μουσουλμανικής κοινότητας.[52]
Η πολιορκία είχε επίσης σημαντική μακροϊστορική σημασία. Η επιβίωση της βυζαντινής πρωτεύουσας σήμαινε ότι η Αυτοκρατορία θα συνέχιζε να παίζει το ρόλο του προπυργίου έναντι της ισλαμικής επέκτασης στην Ευρώπη μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε και έπεσε στους Οθωμανούς. Μαζί μετηΜάχη του Πουατιέ, η επιτυχής άμυνα της Κωνσταντινούπολης ανέκοψε την ισλαμική επέκταση στην Ευρώπη.[53] Σύμφωνα μετον Βρετανό ιστορικό Paul Davis, «Αποκρούοντας τη μουσουλμανική εισβολή, η Ευρώπη έμεινε σε χριστιανικά χέρια, καιδεν απειλήθηκε ξανά σοβαρά από τους Μουσουλμάνους έως τον 15ο αιώνα. Η νίκη αυτή, μαζί μετη νίκη των Φράγκων στο Πουατιέ (732), περιόρισε τη δυτική εξάπλωση του Ισλάμ στον κόσμο της νότιας Μεσογείου»,[53] ενώ η Ελληνίδα ιστορικός Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει ότι «Εσωτερικοί λόγοι του μουσουλμανικού κόσμου...και κυρίως...το στρατιωτικό έργο των εικονομάχων αυτοκρατόρων...εξηγούν την παρακμή των Αράβων...Κατά τον ένατο αιώνα η βυζαντινή εξουσία επιβάλλεται στην Ανατολή-οι Άραβες δενθα μπορέσουν ποτέ πιαν’ απειλήσουν την Κωνσταντινούπολη».[54]
Έτσι ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός John Bagnell Bury αποκαλεί το έτος 718 «οικουμενική χρονολογία», ενώ οΣπυρίδων Λάμπρος παρομοίασε την πολιορκία μετηΜάχη του Μαραθώνακαι αποκάλεσε τον Λέοντα Γ΄ «Μιλτιάδητου μεσαιωνικού Ελληνισμού».[55] Κατά τονΚωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, η αποτυχία της πολιορκίας «υπήρξε μία των ευτυχεστάτων στιγμών του μεσαιωνικού ημών βίου»[56]καιο Λέων ήταν «εις των ευεργετών της ανθρωπότητος».[57]ΟΣτήβεν Ράνσιμαν εξαίρει το έργο του Λέοντος, γράφοντας ότι «Οι Ίσαυροι ήταν πεπρωμένο να σώσουν την Αυτοκρατορία απ’ τους Σαρακηνούς καινα ολοκληρώσουν τη μεταμόρφωσή της σεμια τέλεια αμυντική οργάνωση»,[58] ενώ κατά τονJohn Julius Norwich, «ο Λέων Γ΄ έσωσε τονδυτικό κόσμο».[59]Για αυτούς τους λόγους, οι σύγχρονοι ιστορικοί συχνά συγκαταλέγουν την πολιορκία ανάμεσα στις πιο κρίσιμες μάχες της παγκόσμιας ιστορίας.[60]
Στους Άραβες, η πολιορκία του 717-718 κατέλαβε εξέχουσα θέση ως ηπιο διάσημη των πολεμικών τους αναμετρήσεων μετο Βυζάντιο. Αρκετές διηγήσεις σώζονται, αλλά οι περισσότερες είναι αρκετά μεταγενέστερες των γεγονότων και βρίθουν φανταστικών ιστοριών και αντιφάσεων. Στην ύστερη αραβική μυθογραφία, η ήττα μετατράπηκε σε νίκη, καθώς ο Μασλαμά παρουσιάζεται να αποχωρεί μόνο αφού είχε εισέλθει στην Κωνσταντινούπολη έφιππος με συνοδεία 30 ιππέων, όπου ο Λέων τον υποδέχτηκε με τιμή καιτον οδήγησε στηνΑγία Σοφία. Αφού ο αυτοκράτορας υποκλίθηκε στον Μασλαμά και υποσχέθηκε την καταβολή φόρου, ο αραβικός στρατός—30.000 από τους αρχικούς 80.000 που είχαν ξεκινήσει γιατην εκστρατεία—επέστρεψε στη Συρία.[61]Οι διηγήσεις αυτές ενέπνευσαν παρόμοιες ιστορίες στην αραβική επική λογοτεχνία. Έτσι οιΧίλιες και Μία Νύχτες περιλαμβάνουν μια πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ενώ στην αντίστοιχη συλλογή Εκατό και Μία Νύχτες, εμφανίζονται ο Μασλαμά καιο χαλίφης Σουλεϊμάν. Ο διοικητής της προσωπικής φρουράς του Μασλαμά, Αμπντ Αλλάχ αλ-Μπαττάλ, απέκτησε μεγάλη φήμη στην ύστερη αραβική και τουρκική λογοτεχνία ως «Μπαττάλ Γαζί» γιατα κατορθώματά του στις αραβικές επιδρομές των επόμενων δεκαετιών. Επίσης, η επική διήγηση Ντελχέμματου 10ου αιώνα, που συνδέεται μετον επικό κύκλο του Μπαττάλ, περιλαμβάνει μια φανταστική αναπαράσταση της πολιορκίας του 717-718.[62]
Στη μεταγενέστερη ισλαμική αλλά και βυζαντινή παράδοση, ο Μασλαμά συνδέθηκε καιμετην κατασκευή του πρώτου τζαμιού της Κωνστατνινούπολης, που βρισκόταν κοντά στοπραιτώριο της πόλης. Στην πραγματικότητα, το τζαμί αυτό μάλλον ανεγέρθηκε περί το 860, μετά από μια επίσκεψη αραβικής πρεσβείας στην πόλη το έτος αυτό.[63]Οι Οθωμανοί επίσης απέδιδαν στον Μασλαμά την κατασκευή τουΑράπ Τζαμίστο προάστιο του Γαλατά, ανκαιτη χρονολογούσαν λανθασμένα στο 686, πιθανότατα συγχέοντας την πολιορκία του Μασλαμά μετην πρώτη αραβική πολιορκία τη δεκαετία του 670.[64]
Μετην πάροδο του χρόνου, μετά τις αποτυχημένες τους προσπάθειες να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη καιτην συνεχιζόμενη αντίσταση του βυζαντινού κράτους, οι Μουσουλμάνοι άρχισαν να μεταθέτουν την πτώση της πόλης στο μακρινό μέλλον. Έτσι ηάλωση της Κωνσταντινούπολης μπήκε στη σφαίρα της εσχατολογίαςκαι κατέληξε να θεωρείται ως ένα από τα σημάδια της έλευσης της συντέλειας του κόσμου.[65]
↑ 1,01,1Ο Θεοφάνης δίνει την ημερομηνία ως 15 Αυγούστου, αλλά μάλλον αντικατοπτρίζει την ημερομηνία λήξης της πολιορκίας. ΟΠατριάρχης Νικηφόρος Α΄ από την άλλη δίνει τη διάρκεια της πολιορκίας ως 13 μήνες, δηλ. η ημερομηνία εκκίνησής της τοποθετείται περί τις 15 Ιουλίου. Mango & Scott 1997, σελ. 548 (Σημ. 16), Guilland 1959, σελίδες 116–118.
↑Ελένη Γλύκατζη-Ahrweiler L’ ideologie politique de l’ Empire Byzantin, 1975 (μετάφραση Τούλας Δρακοπούλου ως Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Ψυχογιός, 1988, σελ. 44-45.
Θεοφάνους του Ομολογητού, Χρονογραφία. Κριτική εκδοση με αγγλική μετάφραση Mango, Cyril· Scott, Roger (1997). The Chronicle of Theophanes Confessor. Byzantine and Near Eastern History, AD 284–813 (στα Αγγλικά). Οξφόρδη: Oxford University Press. ISBN0-19-822568-7.
Αραβικές πηγές: Brooks, E. W. (1899). «The Campaign of 716–718 from Arabic Sources» (στα αγγλικά). The Journal of Hellenic Studies (The Society for the Promotion of Hellenic Studies) XIX: 19–33. [μετάφραση και σχολιασμός]
Guilland, Rodolphe (1959). «L'Expedition de Maslama contre Constantinople (717-718)» (στα γαλλικά). Études byzantines (Παρίσι: Publications de la Faculté des Lettres et Sciences Humaines de Paris): 109–133. OCLC603552986.
Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (εξιστόρηση της πολιορκίας στο Βιβλίο Θ΄, κεφάλαιο ΣΤ΄, δύο τελευταία υποκεφάλαια και κρίσεις γιατον ρόλο του Λέοντα σχετικά στο Βιβλίο δέκατο, κεφάλαιο Β΄, εν τέλει)