ΤαΑποσπάσματα των Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού, επίσης γνωστά ως Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα ή Κίνημα της Ράβνα Γκόρα, κοινώς γνωστά ως Τσέτνικ (σερβοκροατικά: Četnici, Четници, σλοβενικά: Četniki), ήταν ένα Γιουγκοσλαβικό βασιλικό και Σερβικό εθνικιστικό κίνημα στηΓιουγκοσλαβίαμε επικεφαλής τονΝτράζα Μιχαήλοβιτς, που ήταν κατά τουΆξονα στους μακροπρόθεσμους στόχους τουκαι ενεπλάκη σε περιθωριακές αντιστασιακές δραστηριότητες για περιορισμένες περιόδους.[1] Ενεπλάκη επίσης σε τακτική ή επιλεκτική συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου.[2]Οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς δεν ήταν ομοιογενές κίνημα[3]. Υιοθέτησαν μια πολιτική συνεργασίας[4][5]σε σχέση μετον Άξονα και συνεργάστηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό καθιερώνοντας ένα modus vivendi ή λειτουργώντας ως «νομιμοποιημένες» βοηθητικές δυνάμεις υπό τον έλεγχο του Άξονα[6]. Μετην πάροδο του χρόνου καισε διάφορα μέρη της χώρας, το κίνημα των Τσέτνικ επεκτάθηκε σταδιακά[7]σε συμφωνίες συνεργασίας: πρώτα με τις δυνάμεις Νέντιτςστην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας[8], στη συνέχεια με τους Ιταλούς στην κατεχόμενη ΔαλματίακαιτοΜαυροβούνιο, με μερικές από τις δυνάμεις τωνΟύστασεστη βόρεια Βοσνίακαι, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, καιμε τους Γερμανούς άμεσα[9].
Οι Τσέτνικ συμμετείχαν στην εξέγερση εναντίον των κατακτητών του Άξονα καθ 'όλη τη διάρκεια του 1941. Μετά την επιτυχία της Μάχης της Λόζνιτσα, οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς απελευθέρωσαν την πρώτη πόλη στην Ευρώπη από τον έλεγχο του Άξονα.[10] Μετά από αυτό οι Γερμανοί κατακτητές θέσπισαν τη συνταγή του Αδόλφου Χίτλερ γιατην καταστολή της αντιναζιστικής αντίστασης στην Ανατολική Ευρώπη, την αναλογία 100 ομήρων που εκτελούντο για κάθε Γερμανό στρατιώτη που σκοτωνόταν και 50 εκτελέσεων για όσους τραυματίζονταν. Τον Οκτώβριο του 1941 Γερμανοί στρατιώτες πραγματοποίησαν δύο μαζικές δολοφονικές επιχειρήσεις εναντίον Σέρβων αμάχων στοΚράλιεβοκαιστοΚραγκούγιεβατς, με συνολικό αριθμό των νεκρών πάνω από 4.500 πολίτες, πείθοντας τον ηγέτη των Τσέτνικ Ντράζα Μιχαήλοβιτς ότι η δολοφονία Γερμανών στρατιωτών θα οδηγούσε μόνο σε περαιτέρω περιττούς θανάτους δεκάδων χιλιάδων Σέρβων. Έτσι αποφάσισε να απολιμακώσει τις επιθέσεις των ανταρτών τουκαινα περιμένει μια απόβαση των συμμάχων στα Βαλκάνια.[11][12][13] Ενώ η συνεργασία των Τσέτνικ έφθασε σε «εκτεταμένα και συστηματικά» επίπεδα[14], οι ίδιοι αναφέρονταν στην πολιτική συνεργασίας τους[5] ως «χρήση του εχθρού»[9]. Η καθηγήτρια Σαμπρίνα Ράμετ, ιστορικός, παρατήρησε ότι «τόσο το πολιτικό πρόγραμμα των Τσέτνικ όσο καιη έκταση της συνεργασίας έχουν πλήρως και εκτεταμένα τεκμηριωθεί, γιανα μπορούν να βρεθούν ακόμα άνθρωποι πουνα πιστεύουν ότι οι Τσέτνικ έκαναν κάτι άλλο εκτός από την προσπάθεια να υλοποιήσουν ένα όραμα για ένα εθνοτικά ομοιογενές Μεγάλο Σερβικό κράτος, που σχεδίαζαν να προωθήσουν, βραχυπρόθεσμα, μεμια πολιτική συνεργασίας με τις δυνάμεις του Άξονα.»[5]
Οι Τσέτνικ συμμετείχαν στις τρομοκρατικέςκαι αντιτρομοκρατικές ενέργειες που αναπτύχθηκαν στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χρησιμοποίησαν τρομοκρατικές τακτικές εναντίον Κροατών σε περιοχές όπου ήταν αναμεμειγμένοι Σέρβοι και Κροάτες, εναντίον του Μουσουλμανικού πληθυσμού στηΒοσνία, τηνΕρζεγοβίνηκαιτο Σαντζάκ και εναντίον των υπό τους Κομμουνιστές Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνωνκαιτων υποστηρικτών τους σε όλες τις περιοχές. Αυτές οι τακτικές περιελάμβαναν δολοφονία αμάχων, πυρπόληση χωριών, καταστροφή περιουσιών και επιδείνωναν τις υφιστάμενες εθνοτικές εντάσεις μεταξύ Κροατών και Σέρβων.[15]Η χρήση τρομοκρατικών τακτικών κατά των Κροατών καιτων Μουσουλμάνων Βοσνίων ήταν μια απάντηση στις επιθέσεις εναντίον των Σέρβων, αλλά είχαν και κίνητρο την παραδοσιακή εχθρότητα καιτην πολιτική ότι οι περιοχές που προορίζονταν να ανήκουν στη Μεγάλη Σερβία έπρεπε να εκκαθαρισθούν από μη Σέρβους σύμφωνα με οδηγία του Μιχαήλοβιτς της 20ής Δεκεμβρίου 1941.[16]Η τρομοκρατία εναντίον των Κομμουνιστών Παρτιζάνων καιτων υποστηρικτών τους είχε ιδεολογικά κίνητρα.[17] Όσον αφορά τα κίνητρα των Τσέτνικ για συνεργασία, ο Ντέιβιντ Μπρους Μακντλονααλντ αναφέρει ότι «είναι πολύ παραπλανητικό το γεγονός ότι οι Τσέτνικ σε όλη τη διάρκεια του πολέμου συνεργάζονταν με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς γιανα πραγματοποιήσουν γενοκτονία Κροατών και Μουσουλμάνων».[18]
Ο αρχηγός των Τσέτνικ Ντράζα Μιχαήλοβιτς συνελήφθη στην Ανατολική Βοσνία και στις 17 Ιουλίου του 1946 εκτελέστηκε, αφού πρώτα δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου και συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής. Η δίκη είχε αρχίσει στις 10 Ιουλίου του 1946. Η δίκη έγινε από δικαστήριο των κομμουνιστικών αρχών της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας του Στρατάρχη Τίτο.[19][20]Το όνομα «Τσέτνικ» («Τσέτες», στα ελληνικά) χρησιμοποιήθηκε επίσης από ορισμένες ομάδες ανταρτών ενεργές σε πολέμους στα Βαλκάνια πριντονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και από κάποιες σερβικές εθνικιστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις σχετικές μετο κίνημα κατά τη διάρκεια των πρόσφατων Γιουγκοσλαβικών πολέμων.
Η οργάνωση μετονομάστηκε αργότερα Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα (Југословенска војска у отаџбини / Jugoslovenska vojska u otadžbini, ЈВуО / JVuO)[21], ανκαιτο αρχικό όνομα χρησιμοποιείτο πιο συχνά. Η λέξη «τσέτνικ» χρησιμοποιείτο γιανα περιγράψει το μέλος μιας βαλκανικής αντάρτικης δύναμης που λεγόταν τσέτα, που σημαίνει «ομάδα ενόπλων»[22], που προέρχεται από τηντουρκική λέξη τσέτεςμετο ίδιο νόημα, από τησανσκριτική λέξη τσάκραπου σημαίνει «ομάδα ενόπλων».[23]Το επίθεμα -νικ είναι σλαβικό προσωπικό επίθεμα που σημαίνει «πρόσωπο ή πράγμα που σχετίζεται με ή εμπλέκεται σε»[24].
Το κίνημα του Τσέτνικ είχε τις ρίζες τουστον αγώνα απελευθέρωσης των Βαλκανίων του 19ου αιώνα κατά των Τούρκων (Οθωμανών).[25]Η «Σερβική Επιτροπή», αποτελούμενη από διανοούμενους, επιχειρηματίες και στρατιωτικούς, χρηματοδότησε αρχικά μικρές ομάδες ληστών, αυτοοργανωμένων ή συμμετεχόντων σε βουλγαρικές επαναστατικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούντο στη Μακεδονία (ΕΜΕΟκαιΑΜΑΕ) γιατην προστασία των Χριστιανικών πληθυσμών από τις Οθωμανικές βιαιοπραγίες και διώξεις. Η Σερβία προσέφερε υλική υποστήριξη στην(1903)[26]και μετά την καταστολή της οι αρχές στο Βελιγράδι προσπάθησαν αλλά δεν κατάφεραν να διαπραγματευτούν με Βούλγαρους ηγέτες την αποστολή Σερβικών ένοπλων ομάδων (τσέτα) στη Μακεδονία για συνδυασμένη δράση Σερβίας-Βουλγαρίας. Η Σερβική Επιτροπή αποφάσισε να οργανώσει πλήρως τις δικές της ομάδες, οπλίζοντας και στέλνοντας τις πρώτες από αυτές από τη Σερβία στη Μακεδονία την άνοιξη του 1904.[27] Σύντομα άρχισαν εχθροπραξίες μεταξύ των Βουλγαρικών οργανώσεων και της Σερβικής Οργάνωσης των Τσέτνικ.[28] Μετά την αποτυχία της ιδέας της κοινής δράσης Σερβίας-Βουλγαρίας καιτον αυξανόμενο εθνικισμό η Σερβική κυβέρνηση έθεσε υπό την αιγίδα της τις δραστηριότητες της οργάνωσης[29]. Έτσι οι Τσέτνικ συγκρούονταν ταυτόχρονα καιμε τους Οθωμανούς (και τις Αλβανικές άτακτες ομάδες τους) καιμε τις Βουλγαρικές ομάδες κατά την περίοδο 1904-08. Οι εχθροπραξίες σταμάτησαν προσωρινά μετά τηνΕπανάσταση των Νεοτούρκων (1908).
Οι Τσέτνικ συμμετείχαν ενεργά στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και, καθώς αποδείχθηκαν πολύτιμοι, ο Σερβικός στρατός τους χρησιμοποίησε στονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-18). [28] Κατά τονΑ΄ Βαλκανικό Πόλεμοοι Τσέτνικ χρησιμοποιήθηκαν ως εμπροσθοφυλακήγιανα εξασθενούν τον εχθρό πριν από την προέλαση του στρατού, για επιθέσεις σε επικοινωνίες πίσω από εχθρικές γραμμές, ως χωροφυλακήκαιγιανα εγκαθιστούν τη βασική διοίκηση σε κατεχόμενες περιοχές. ΣτονΒ΄ Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμοοι Τσέτνικ συγκρούστηκαν τους Βουλγάρους. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τσέτνικ χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο. Υποχώρησαν μετον στρατό το 1915 και αργότερα εστάλησαν στοΜέτωπο της Θεσσαλονίκης.[30]Στην κατεχόμενη από τη Βουλγαρία νοτιοανατολική Σερβία στα τέλη του 1916 η Ανώτατη Διοίκηση της Σερβίας οργάνωσε αποσπάσματα των Τσέτνικ γιανα ηγηθούν μιας εξέγερσης γιατην υποστήριξη μιας προγραμματισμένης Συμμαχικής επίθεσης. Έστειλαν τον βετεράνο Κόστα Πέτσανατς. Στις αρχές του 1917 η εξέγερση, που ήταν επιτυχής στην αρχή, κατεστάλη μετην ενίσχυση της Αυστροουγγαρίας και ακολούθησαν αιματηρά αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό[31][32]. Οι Τσέτνικ του Πέτσανατς χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για δολιοφθορές και επιδρομές κατά της βουλγαρικής κατοχής και έπειτα διείσδυσαν στην κατεχόμενη από την Αυστροουγγαρία ζώνη[33].
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καιτη δημιουργία τουΒασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, το φιλοβουλγαρικό αίσθημα ήταν διάχυτο στηΜακεδονία του Βαρδάρη, που από την κυβέρνηση του Βελιγραδίου αναφερόταν ως Νότια Σερβία. Πάρθηκαν εκτεταμένα μέτρα γιατη «σερβοποίηση» της Μακεδονίας, όπως το κλείσιμο των σχολείων της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, η αναθεώρησης σχολικών βιβλίων ιστορίας, η απομάκρυνση των «αναξιόπιστων» δασκάλων, η απαγόρευση της χρήσης της Βουλγαρικής γλώσσας[34]καιη επιβολή μακροχρόνιων ποινών φυλάκισης για τους καταδικαζόμενους για αντικρατικές δραστηριότητες. Εκατοντάδες Βούλγαροι ακτιβιστές δολοφονήθηκαν και χιλιάδες συνελήφθησαν την εποχή αμέσως μετά τον πόλεμο και περίπου 50.000 στρατιώτες έδρευαν στη Μακεδονία. Ομάδες Σέρβων Τσέτνικ, μεταξύ των οποίων καιη μία με επικεφαλής τον Μπαμπούνσκι, οργανώθηκαν γιανα τρομοκρατούν τον πληθυσμό, να σκοτώνουν τους βουλγαρόφιλους ηγέτες της αντίστασης καινα στρατολογούν τον τοπικό πληθυσμό σεαναγκαστική εργασίαγιατον στρατό. Η αντίσταση της ΕΜΕΟ αντιμετωπίστηκε με περαιτέρω τρομοκρατία, που περιελάμβανε τη συγκρότηση, το 1922, τουΣυλλόγου κατά των Βούλγαρων Συμμοριτών υπό την ηγεσία των Πέτσανατς και Ιλιγια Τριφούνοβιτς-Λούνε, με έδρα τοΣτιπστην ανατολική Μακεδονία. Αυτή η οργάνωση απέκτησε γρήγορα φήμη γιατην αδιάκριτη τρομοκρατία του λαού της Μακεδονίας. Ο Πέτσανατς καιοι Τσέτνικ του δραστηριοποιούντο επίσης στην καταπολέμηση όσων αντιστέκονταν στον εποικισμό τουΚοσσυφοπεδίουμε Σέρβους και Μαυροβούνιους.[35]
.
Το κίνημα των Τσέτνικ λειτουργούσε επίσης ως πολιτική οργάνωση κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, αρχικά ως «Ένωση των Τσέτνικ γιατην Ελευθερία καιτην Τιμή της Πατρίδας» (Удружење Четника за слободу и част Отаџбине / Udruženje Četnika za slobodu i čast Otadžbine), μια οργάνωση βετεράνων Τσέτνικ, που ιδρύθηκε στο Βελιγράδι το 1921. Στόχος της οργάνωσης ήταν να προβάλει την ιστορία των Τσέτνικ, να διαδώσει τις ιδέες τους καινα φροντίσει τα ανάπηρα μέλη τους και τους χήρους καιτα ορφανά των νεκρών Τσέτνικ. Αρχικά η οργάνωση ευθυγραμμίστηκε μετο Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά η αυξανόμενη επιρροή τουΛαϊκού Ριζοσπαστικού Κόμματος οδήγησε σε διάσπαση της οργάνωσης το 1924.[36]
Τα προσκείμενα στο Ριζοσπαστικό Κόμμα, θιασώτες της Μεγάλης Σερβίας, μέλη της οργάνωσης σχημάτισαν δύο νέες οργανώσεις, την «Ένωση Σέρβων Τσέτνικ γιατον Βασιλιά καιτην Πατρίδα» (Удружење српских четника за Краља и Отаџбину / Udruženje srpskih četnika za Kralja i Otadžbinu) υπό την ηγεσία του Πούνισα Ράτσιτς καιτην «Ένωση Σέρβων Τσέτνικ «Πέταρ Μρκόνιτς» (Удружење српских четника Петар Мркоњић / Udruženje srpskih četnika Petar Mrkonjić). Περίπου ένα χρόνο αργότερα οι δύο αυτές οργανώσεις συγχωνεύθηκαν ως «Ένωση Σέρβων Τσέτνικ «Πέταρ Μρκόνιτς» γιατον Βασιλιά καιτην Πατρίδα» μετον Ράτσιτς να πρόεδρο εν μέσω πολλών διαφωνιών μέχρι το 1928, όταν η οργάνωση έπαυσε να λειτουργεί. Μετά την επιβολή της βασιλικής δικτατορίας από τονΒασιλιά Αλέξανδροτο 1929, η ένωση «Πέταρ Μρκόνιτς» διαλύθηκε καιοι πρώην διαφωνούντες εντάχθηκαν στην αρχική «Ένωση των Τσέτνικ γιατην Ελευθερία καιτην Τιμή της Πατρίδας»[37].
Το 1929 πρόεδρος της οργάνωσης έγινε ο Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, που υπηρέτησε μέχρι το 1932, όταν αντικαταστάθηκε από τον Πέτσανατς που συνέχισε να ηγείται της οργάνωσης μέχρι τηΓερμανική εισβολή στη Γιουγκοσλαβίατον Απρίλιο του 1941.[37][38]Το 1932 η οργάνωση των Τσέτνικ ίδρυσε παραρτήματα στηΔαλματίακαιτη Σλαβονία καιτο 1934 Σέρβοι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ εξέδωσαν ένα ενημερωτικό δελτίο των Τσέτνικ. Αυτή η επέκταση, αυτού που παρέμενε ένα «εθνικιστικό-σοβινιστικό» κίνημα, έξω από τη Σερβία ήταν μια ανησυχητική εξέλιξη.[39]Το αποτέλεσμα της κίνησης του Πέτσανατς να ανοίξει την Ένωση των Τσέτνικ σε νέα νεαρότερα μέλη πουδεν είχαν υπηρετήσει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν, τη δεκαετία του 1930, να μεταβάλει την οργάνωση από μια εθνικιστική ένωση βετεράνων εστιασμένη στην προστασία των δικαιωμάτων τους, σεμια επιθετική επαναστατική Σερβική πολιτική οργάνωση, που έφτασε τα 500.000 μέλη σε όλη τη Γιουγκοσλαβία.[40] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Πέτσανατς σχημάτισε στενούς δεσμούς μετην ακροδεξιά κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβικής Ριζοσπαστικής Ένωσης του Μίλαν Στογιαντίνοβιτς.[41]Ο Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν και άλλοι που ήταν δυσαρεστημένοι μετην επιθετική μεταστροφή της οργάνωσης καιτην απομάκρυνσή της από τα παραδοσιακά ιδανικά των Τσέτνικ δημιούργησαν τον «Σύλλογο των Παλαιών Τσέτνικ» ως αντίπαλη οργάνωση, που όμως ποτέ δεν ανταγωνίστηκε την οργάνωση με επικεφαλής τον Πέτσανατς.[37]
Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί, Ιταλοί και Ούγγροι εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία οδηγώντας στην ταχεία κατάρρευση του Γιουγκοσλαβικού κράτους καιτην παράδοση του Γιουγκοσλαβικού στρατού. Πολλές Σερβικές μονάδες αρνήθηκαν να παραδοθούν και κατέφυγαν στους λόφους. Μετά την εισβολή οι Τσέτνικ ήταν το πρώτο από τα δύο κινήματα αντίστασης που ιδρύθηκαν[42]. Ο προπολεμικός ηγέτης τους Πέτσανατς σύντομα ήρθε σε συμφωνία μετοδωσιλογικό καθεστώς του Nέντιταςστην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας. Ο συνταγματάρχης Ντράζα Μιχαήλοβιτς, που «ήθελε να αντισταθεί στις δυνάμεις κατοχής», εγκατέστησε την έδρα τουστη Ράβνα Γκόρα και ονόμασε την ομάδα του «Το Κίνημα της Ράβνα Γκόρα» προκειμένου νατο διακρίνεται από τους Τσέτνικ τους Πέτσανατς και άλλους αυτοαποκαλούμενους Τσέτνικ, που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς.[25] Όμως, καθώς οι άλλες ομάδες των Τσέτνικ ενεργούσαν ως συμπληρώματα της κατοχής, η λέξη «Τσέτνικ» συσχετίστηκε με τις δυνάμεις του Μιχαήλοβιτς.
Η ομάδα του Μιχαήλοβιτς ονομάστηκε επίσης «Αποσπάσματα Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού» (Четнички одреди југословенске војске / Četnički odredi jugoslovenske vojske)[43], παρόλο που «Το Κίνημα της Ράβνα Γκόρα» (Равногорски покрет/ Ravnogorski pokret) ήταν και είναι ακόμη σε χρήση γιατην αναφορά στους Τσέτνικ.[44]Το κίνημα επρόκειτο αργότερα να μετονομασθεί «Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα»[45][46], ανκαιτο αρχικό όνομα του κινήματος παρέμεινε τοπιο συνηθισμένο σε χρήση καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου, ακόμη και μεταξύ των ίδιων των Τσέτνικ. Αυτές οι δυνάμεις γενικά αναφέρονται ως «Τσέτνικ» σε ολόκληρο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο πουτο όνομα χρησιμοποιήθηκε και από άλλες μικρότερες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Πέτσανατς, Νέντιτς και Ντιμίτριε Λιότιτς[25]. Τον Ιούνιο του 1941, μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, οι υπό κομμουνιστική ηγεσία Παρτιζάνοι τουΓιόσιπ Μπροζ Τίτο οργάνωσαν μια εξέγερση και, από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο του 1941, οι Τσέτνικ καιοι Παρτιζάνοι συνεργάστηκαν σε μεγάλο βαθμό στις δραστηριότητές τους κατά τουΑξονα.
Το καλοκαίρι του 1941 το Κίνημα της Ράβνα Γκόρα είχε προσελκύσει έναν μικρό αριθμό Σέρβων διανοουμένων που ανέπτυξαν μια πολιτική ιδεολογία για τους Chetniks. Ο Στέβαν Μόλιεβιτς πίστευε ότι οι Σέρβοι δεν έπρεπε να επαναλάβουν τα λάθη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου παραλείποντας να ορίσουν τα σύνορα της Σερβίας και πρότεινε στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Σέρβοι να αναλάβουν τον έλεγχο όλων των εδαφών που διεκδικούσαν και από αυτή τη θέση να διαπραγματευτούν τη μορφή μιας ομοσπονδιακά οργανωμένης Γιουγκοσλαβίας. Αυτό το σχέδιο απαιτούσε τη μετεγκατάσταση τωνμη Σέρβων από τα εδάφη τα ελεγχόμενα από τη Σερβία και άλλες μετακινήσεις πληθυσμών [47][48]. Παρουσίασε μια διακήρυξη, Η Ομοιογενής Σερβίας, στο οποίο διατύπωσε αυτές τις απόψεις.[49]Ο Μόλιεβιτς πρότεινε η Μεγάλη Σερβία να αποτελείται από το 65-70% του συνόλου της Γιουγκοσλαβικής επικράτειας καιτου πληθυσμού. Βάσιζε το σχέδιό τουστην απέλαση τουμη Σερβικού πληθυσμού διαφόρων περιοχών και στις ανταλλαγές πληθυσμών, αλλά χωρίς αριθμούς[50]. Ο Μιχαήλοβιτς διόρισε τον Μόλιεβιτς στην Κεντρική Εθνική Επιτροπή του κινήματος των Τσέτνικ τον Αύγουστο του 1941. [51]Οι προτάσεις του Μόλιεβιτς ήταν πολύ παρόμοιες με εκείνες που διατυπώθηκαν αργότερα από την Επιτροπή Τσέτνικ του Βελιγραδίου και παρουσιάστηκαν στην Εξόριστη Κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο του 1941, στην οποία οι Τσέτνικ εξέθεσαν συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με τις μετατοπίσεις πληθυσμού[52]
Τον Μάρτιο του 1942 η Μεραρχία Ντίναρατων Τσέτνικ εξέδωσε ένα πρόγραμμα που πρότεινε μια Μεγάλη Σερβία με διάδρομο μεταξύ της Ερζεγοβίνης, της Βόρειας Δαλματίας, της Βοσνίας και της Λίκας μέχρι τη Σλοβενία καιτην εκκαθάριση αυτών των περιοχών από μη Σερβικούς πληθυσμούς. Αυτό έγινε αποδεκτό ένα μήνα αργότερα από τους στρατιωτικούς ηγέτες αυτών των περιοχών. Αυτό το έγγραφο συνέχιζε με πρόσθετες διατυπώσεις στρατηγικής, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας με τις Ιταλικές δυνάμεις ως modus vivendiκαιτου σχηματισμού Κροατικών μονάδων Τσέτνικ στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου αγώνα κατά των Παρτιζάνων, τωνΟύστασεκαιτων συμμάχων τους Ντόμομπραν. Πρότεινε ακόμη την ευνοϊκή μεταχείριση του Μουσουλμανικού πληθυσμού γιανα αποτρέψει τη συμμετοχή του στις δυνάμεις των Παρτιζάνων και σημείωνε ότι με τους Βόσνιους Μουσουλμάνουςθα μπορούσαν να ασχοληθούν αργότερα[53]. Τον Αύγουστο του 1942 το Απόσπασμα Λιμ-Σαντζάκ ήταν η μεγαλύτερη και ανώτερη στρατιωτική μονάδα των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς.
Το φθινόπωρο του 1942 διατυπώθηκε ένα πρόγραμμα σε Διάσκεψη Νεαρών Τσέτνικ διανοουμένων του Μαυροβουνίου, που πρότεινε επίσης μια ενοποιημένη Γιουγκοσλαβία αποτελούμενη μόνο από Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους, τον αποκλεισμό των άλλων εθνοτικών ομάδων, που έπρεπε να ελεγχθεί από τις δυνάμεις των Τσέτνικ μετην υποστήριξη του βασιλιά, καθώς και αγροτικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, εθνικοποίηση των τραπεζών καιτου χονδρικού εμπορίου και έντονη προπαγάνδα γιατην προώθηση της ιδεολογίας τους[53]. Ο Μιχαήλοβιτς δεν ήταν παρών, αλλά εκπροσωπήθηκε από τους υποδιοικητές του Οστογιτς, Λάσιτς και Τζούρισιτς,[53]που διαδραμάτισε τον κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη διάσκεψη.[54]
Ένα εγχειρίδιο που εκπόνησαν οι στρατιωτικοί ηγέτες των Τσέτνικ στα τέλη του 1942 περιγράφει λεπτομερώς μια προσέγγιση τριών σταδίων καιτη στρατιωτική δομή πουθα χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου[55]. Το εγχειρίδιο υποστήριζε ότι τόσο οι Σέρβοι όσο καιοι Κροάτες ήταν πολιτικά θύματα κατά την περίοδο μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων καιτημη αποδεικνυόμενη άποψη ότι στη Σερβία και ιδιαίτερα στο Βελιγράδι οι Κροάτες κατείχαν την κυριαρχία στην κυβέρνηση. Εξαιρουμένων των Ούστασε οι Κροάτες δεν θεωρούντο εχθροί των Σέρβων και επιδιώκετο η ενσωμάτωση των Κροατικών δυνάμεων υπό την ηγεσία των Τσέτνικ. Οι Ούστασε, από την άλλη πλευρά, επρόκειτο να εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες.[56]
Το ζήτημα της μετακίνησης των πληθυσμών και της θρησκευτικής μεταστροφής των Κροατών έπρεπε να παραμείνει στην άκρη έως ότου οι Σέρβοι αναλάβουν την εξουσία στη Γιουγκοσλαβία[53]. Η εκδίκηση ενσωματώθηκε στο εγχειρίδιο των Τσέτνικ ως «... ιερό καθήκον του Σερβικού λαού ενάντια σε εκείνους που τους είχαν αδικήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής».[57]
Μερικοί ηγέτες των Τσέτνικ διεξήγαγαν αρχικά μια σειρά ενεργειών εναντίον δυνάμεων του Άξονα από κοινού με τους Παρτιζάνους. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Τίτο καιο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο Στρούγκανικ, όπου ο Τίτο προσέφερε στον Μιχαήλοβιτς τη θέση του αρχηγού του επιτελείου με αντάλλαγμα τη συγχώνευση των μονάδων τους. Ο Μιχαήλοβιτς αρνήθηκε να επιτεθεί στους Γερμανούς, φοβούμενος τα αντίποινα, αλλά υποσχέθηκε ναμην επιτεθεί στους Παρτιζάνους[58]. Σύμφωνα μετον Μιχαήλοβιτς ο λόγος ήταν ανθρωπιστικός: η πρόληψη των γερμανικών αντιποίνων κατά των Σέρβων μετην ανακοινωμένη αναλογία 100 αμάχων για κάθε σκοτωμένο Γερμανό στρατιώτη και 50 για κάθε τραυματία[59]. Στις 20 Οκτωβρίου ο Τίτο πρότεινε ένα πρόγραμμα 12 σημείων στον Μιχαήλοβιτς ως βάση συνεργασίας. Έξι μέρες αργότερα ο Τίτο καιο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν στην έδρα του δεύτερου, όπου εκείνος απέρριψε τα βασικά σημεία της πρότασης του Τίτο, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης κοινών αρχηγείων, κοινών στρατιωτικών δράσεων ενάντια στους Γερμανούς και τους σχηματισμούς δωσίλογων, της δημιουργίας κοινού επιτελείου γιατον εφοδιασμό των στρατευμάτων τους καιτου σχηματισμού εθνικών απελευθερωτικών επιτροπών.[58]Στα τέλη Οκτωβρίου ο Μιχαήλοβιτς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Παρτιζάνοι μάλλον παρά οι δυνάμεις του Άξονα ήταν οι κύριοι εχθροί των Τσέτνικ[60].
Στις 2 Νοεμβρίου οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς επιτέθηκαν στηνέδρα των Παρτιζάνων στο Ούζιτσε. Η επίθεση αποκρούστηκε καιτην επόμενη ημέρα ακολούθησε αντεπίθεση, οι Τσέτνικ έχασαν 1.000 άνδρες σε αυτές τις δύο μάχες και μεγάλο αριθμό όπλων. Στις 18 Νοεμβρίου ο Μιχαήλοβιτς δέχτηκε πρόταση εκεχειρίας από τον Τίτο, ανκαιοι προσπάθειες γιατην καθιέρωση ενός κοινού μετώπου απέτυχαν[61]. Τον ίδιο μήνα, η Κρετανική κυβέρνηση, κατόπιν αιτήματος της Γιουγκοσλαβικής εξόριστης κυβέρνησης, πίεσε τον Τίτο να κάνει τον Μιχαήλοβιτς αρχηγό των αντιστασιακών στη Γιουγκοσλαβία, αλλά αυτός αρνήθηκε[62].
Οι εκεχειρίες Παρτιζάνων-Τσέτνικ παραβιάστηκαν επανειλημμένα από τους δεύτερους, πρώτα μετη δολοφονία ενός τοπικού αρχηγού των Παρτιζάνων τον Οκτώβριο και αργότερα, με εντολές του επιτελείου του Μιχαήλοβιτς, μετη σφαγή 30 υποστηρικτών των Παρτιζάνων, κυρίως κοριτσιών και τραυματιών, τον Νοέμβριο. Παρ 'όλα αυτά οι Τσέτνικ καιοι Παρτιζάνοι στην ανατολική Βοσνία συνέχισαν να συνεργάζονται για κάποιο διάστημα.[62]
Τον Δεκέμβριο του 1941 η Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση στοΛονδίνο υπό τονΒασιλιά Πέτρο Β΄ προήγαγε το Μιχαήλοβιτς σε Γενικό Ταξίαρχο καιτον ονόμασε διοικητή του Γιουγκοσλαβικού Στρατού Εσωτερικού. Μέχρι εκείνη την εποχή ο Μιχαήλοβιτς είχε δημιουργήσει φιλικές σχέσεις μετον Νέντιτς καιτηνΚυβέρνησή του Εθνικής Σωτηρίαςκαι τους Γερμανούς, από τους οποίους ζήτησε οπλισμό γιανα πολεμήσει τους Παρτιζάνες. Αυτό απορρίφθηκε από τον Στρατηγό Φραντς Μπέμε, που δήλωσε ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τους Παρτιζάνους και ζήτησε την παράδοση του Μιχαήλοβιτς[63].
Οι Γερμανοί εξαπέλυσαν επίθεση στις δυνάμεις του Μιχαήλοβιτς στη Ράβνα Γκόρα και κατάφεραν να εκδιώξουν τους Τσέτνικ από την Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας. Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους υποχώρησε στην ανατολική Βοσνία καιστο Σαντζάκ καιτο κέντρο της δραστηριότητάς τους μεταφέρθηκε στοΑνεξάρτητο Κράτος της Κροατίας[64]. Ο Βρετανικός σύνδεσμος του Μιχαήλοβιτς συμβούλεψε τη Συμμαχική διοίκηση να σταματήσει να εφοδιάζει τους Τσέτνικ μετά τις επιθέσεις τους κατά των Παρτιζάνων στη Γερμανική επίθεση κατά του Ούζιτσε, αλλά η Βρετανία συνέχισε.[65]
Τον Απρίλιο του 1942 οι Κομμουνιστές στη Βοσνία ίδρυσαν δύο Τάγματα κατά των Τσέτνικ (Γκρμετς και Κόζαρα) που αποτελούντο από 1.200 άριστους στρατιώτες Σερβικής εθνότητας γιανα αγωνιστούν εναντίον των Τσέτνικ. Αργότερα κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Σύμμαχοι εξέτασαν σοβαρά μια εισβολή στα Βαλκάνια, έτσι αυξήθηκε η στρατηγική σημασία των αντιστασιακών κινημάτων της Γιουγκοσλαβικής αντίστασης και υπήρξε ανάγκη να καθοριστεί ποια από τις δύο παρατάξεις πολεμούσε τους Γερμανούς. Ορισμένοι πράκτορες τωνΕπιχειρήσεων Ειδικών Αποστολών (SOE) απεστάλησαν στη Γιουγκοσλαβία γιανα προσδιορίσουν τα πραγματικά περιστατικά. Εντω μεταξύ οι Γερμανοί, έχοντας επίσης επίγνωση της αυξανόμενης σημασίας της Γιουγκοσλαβίας, αποφάσισαν να εξαλείψουν τους Παρτιζάνους με αποφασιστικές επιθέσεις. Οι Τσέτνικ τότε συμφώνησαν να υποστηρίξουν τις γερμανικές επιχειρήσεις καιμετη σειρά τους έλαβαν εφόδια και πυρομαχικά γιανα αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους.
Η πρώτη από αυτές τις μεγάλες επιθέσεις κατά των Παρτιζάνων ήταν ηFall Weiss, γνωστή και ως Μάχη τουΝερέτβα. Οι Τσέτνικ συμμετείχαν μεμια σημαντική δύναμη 20.000 δυνάμεων, παρέχοντας βοήθεια στη γερμανική καιτην ιταλική περικύκλωση από τα ανατολικά (την όχθη του ποταμού Νερέτβα). Ωστόσο οι Παρτιζάνοι του Τίτο κατάφεραν να διασπάσουν την περικύκλωση, να διασχίσουν τον ποταμό καινα πλήξουν με τους Τσέτνικ. Η σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα μια σχεδόν συνολική νίκη των Παρτιζάνων, μετά την οποία οι Τσέτνικ ήταν σχεδόν εντελώς ανύπαρκτοι στην περιοχή δυτικά του ποταμού Δρίνου. Οι Παρτιζάνοι συνέχισαν και αργότερα απέφυγαν και πάλι τους Γερμανούς στη Μάχη της Σουτιέσκα. Εντω μεταξύ οι Σύμμαχοι σταμάτησαν να προγραμματίζουν μια εισβολή στα Βαλκάνια και τελικά αφαίρεσαν την υποστήριξή τους προς τους Τσέτνικ καιαντ 'αυτού εφοδίαζαν τους Παρτιζάνους. ΣτηΔιάσκεψη της Τεχεράνηςτο 1943 και σεεκείνη της Γιάλταςτο 1945 ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλινκαιο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ αποφάσισαν να μοιραστούν εξ ίσου την επιρροή τους στη Γιουγκοσλαβία.
Οι Τσέτνικ αποτελούντο σχεδόν αποκλειστικά από Σέρβους[66]και ήταν συγκροτημένοι σε «τοπικές μονάδες άμυνας, ληστρικές ομάδες Σέρβων χωρικών, βοηθητικών αντιπαρτιζανικών σωμάτων, βίαια επιστρατευμένων αγροτών αγρότες και ένοπλων προσφύγων»[67]. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ορθόδοξων ιερέων υποστήριξε τους Τσέτνικ και μερικοί από αυτούς, όπως οι Mόμτσιλο Τζούγιτς και Σάβο Μπόζιτς, έγιναν διοικητές.[68] Μερικοί Κροάτες στην κεντρική Δαλματίακαιτο Πριμόριε υποστήριξαν τον Μιχαήλοβιτς, αλλά η ομάδα τους ήταν πολύ μικρή γιανα έχει οποιαδήποτε πολιτική ή στρατιωτική σημασία. Τον υποστήριξαν επίσης ορισμένοι Μουσουλμάνοι του Σαντζάκ και της Βοσνίας.[69]Στη Σλοβενία ο Ταγματάρχης Κάρλο Νόβακ ηγήθηκε μιας μικρής ομάδας υπέρ του Μιχαήλοβιτς, πουδεν έπαιξε ποτέ σημαντικό ρόλο.[70] Ένας αριθμός Εβραίων εντάχθηκε στους Τσέτνικ,,[71] αλλά αργότερα αυτομόλησαν στους Παρτιζάνους[72]. Οι Τσέτνικ αντιμετώπιζαν τις γυναίκες μετα κυρίαρχα πρότυπα στα Βαλκάνια της εποχής, περιορίζοντας τες στα παραδοσιακά καθήκοντά τους.[73]
Υπήρχε μακρόχρονη αμοιβαία εχθρότητα μεταξύ Μουσουλμάνων και Σέρβων σε όλη τη Βοσνία.[74] Λόγω των μαζικών φρικαλεοτήτων που διαπράχθηκαν κατά τωνμη Σέρβων στα τέλη της άνοιξης του 1941 στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη καισε άλλες εθνοτικά ανομοιογενείς περιοχές και λόγω του στιγματισμού των Μουσουλμάνων, ιδιαίτερα εκείνων της ανατολικής Βοσνίας ως «Τούρκων» και «συντρόφων των Ούστασε», λίγοι Μουσουλμάνοι εντάχθηκαν στους Τσέτνικ.[75]Στα τέλη του 1942 ο ηγέτης των Μουσουλμάνων της Ερζεγοβίνης Ισμετ Πόποβατς έλαβε βοήθεια από τους Ιταλούς και σχημάτισε μια Ιταλική Αντικομμουνιστική Εθελοντική Πολιτοφυλακή (MVAC). Στις αρχές του 1943 η πολιτοφυλακή του Πόποβατς με περίπου 800 μαχητές συνεργάστηκε με τους Τσέτνικ εναντίον των Παρτιζάνων κατά τη διάρκεια της Fall Weiss. Λίγο αργότερα ο Πόποβατς δολοφονήθηκε.[76][77]
Το 1943 οι Τσέτνικ μετρίασαν σε κάποιο βαθμό την πολιτική τους έναντι των Μουσουλμάνων, προκειμένου να μπορέσουν να τους στρατολογήσουν στις τάξεις τους. Με παρότρυνση του Ζαχάριε Οστογιτς, στις 25 Μαρτίου 1943, ο Μιχαήλοβιτς όρισε τον Φεχίμ Μουσάκαντιτς διοικητή όλων των Μουσουλμανικών μονάδων των Τσέτνικ, ελπίζοντας ότι ο διορισμός τουθα ενθαρρύνει τους Μουσουλμάνους να σχηματίσουν μονάδες Τσέτνικ[78]. Στα τέλη του 1943 οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν μέχρι καιτο 8% των δυνάμεων του Μιχαήλοβιτς, περίπου 4.000 [75][79] Ένας άλλος εξέχων Μουσουλμάνος υποστηρικτής του Μιχαήλοβιτς ήταν ο Μουσταφά Μούλαλιτς, που ήταν αντιπρόσωπος του Εθνικού Γιουγκοσλαβικού Κόμματος στο προπολεμικό κοινοβούλιο της Γιουγκοσλαβίας. Τον Ιανουάριο του 1944, στο Κογκρέσο τουΜπα, ο Μούλαλιτς διορίστηκε αντιπρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής των Τσέτνικ. Στα τέλη του 1944 οι Τσέτνικ οργάνωσαν ένα Μουσουλμανικό σώμα τους στη βορειοανατολική Βοσνία.[80]
Τον Νοέμβριο του 1941 ο Ταγματάρχης Κάρλο Νόβακ, που είχε αρχικά διοριστεί αρχηγός του επιτελείου των Σλοβένων Τσέτνικ, έγινε διοικητής όταν ο αρχικός αντιπρόσωπος του Μιχαήλοβιτς, Συνταγματάρχης Γιάκομπ Αβτσιτς, αυτομόλησε στους Παρτιζάνους.[81]Στη Σλοβενία η αντικομμουνιστική αντίσταση κυριαρχείτο περισσότερο από τη Σλοβενική Συμμαχία υπό την ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος της Σλοβενίας, παρά από τους Τσέτνικ και παρόλο πουη Σλοβενική Συμμαχία θεωρητικά ήταν πιστή στην εξόριστη κυβέρνηση μέσω του Μιχαήλοβιτς ως Αρχηγού του Επιτελείου του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην Πατρίδα, στην πραγματικότητα ήταν εντελώς ανεξάρτητη από τη διοικησή του. Η Σλοβενική Συμμαχία συνεργάστηκε με τους Ιταλούς «νομιμοποιημένη» ως μονάδα της MVAC[82]. Εν μέρει λογω της κυριαρχίας και της επιρροής της Σλοβενικής Συμμαχίας ο Νόβακ δεν μπόρεσε να προσελκύσει πολλούς οπαδούς καιστο αποκορύφωμά τους οι Σλοβένοι Τσέτνικ δεν αριθμούσαν περισσότερους από 300-400 μαχητές. Ο Νόβακ έλαβε έμμεσα από τους Ιταλούς κάποια όπλα και πυρομαχικά. Τον Σεπτέμβριο του 1943 στο χωριό Γκρτσάριτσε, 50 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Λιουμπλιάνας, η κύρια δύναμή τους περίπου 200 μαχητών εξοντώθηκε από τους Παρτιζάνους. Ο Νόβακ διέφυγε στην Ιταλία όπου παρέμεινε γιατο υπόλοιπο του πολέμου.[83]Στα μέσα του 1944 ο Συνταγματάρχης Ιβαν Πρέζελι, που είχε διοριστεί εκπρόσωπος του Μιχαήλοβιτς στη Σλοβενία μετά τη διαφυγή του Νόβακ στην Ιταλία, επανίδρυσε σύντομα πολλά Σλοβενικά αποσπάσματα Τσέτνικ. Ένα από αυτά, που έδρασε στηνΚάτω Στυρίαμε επικεφαλής τον Γιόζε Μέλαχερ, κατόρθωσε να επιβιώσει μέχρι το τέλος του πολέμου.[84]
Αρχικά στους Τσέτνικ υπηρετούσαν πολλοί Εβραίοι, αρκετοί από τους οποίους ήταν πρώην φυλακισμένοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, και υπήρχε μια Εβραϊκή Πατριωτική Ταξιαρχία. Ένας Εβραίος υπηρέτησε ως υπασπιστής του Μιχαήλοβιτς και είχε τη δική του εφημερίδα ονόματι Ζίντοβ.[85] Εβραίοι συμμετείχαν στους Τσέτνικ κατά τους πρώτους μήνες της κατοχής της Γιουγκοσλαβίας, αλλά καθώς η αντίσταση των Τσέτνικ μεταστράφηκε σε συνεργασία, οι Εβραίοι εγκατέλειψαν τους Τσέτνικ υπέρ των Παρτιζάνων και στις 2 Ιανουαρίου 1943 μια διαταγή του Μιχαήλοβιτς ανέφερε: «Οι παρτιζάνικες μονάδες είναι ένα συνονθύλευμα παλιανθρώπων, όπως οι Ούστασε, οιπιο αιμοδιψείς εχθροί του Σερβικού λαού, οι Εβραίοι, οι Τούρκοι, οι Κροάτες, οι Δαλματοί, οι Βούλγαροι, οι Ούγγροι και όλα τα άλλα έθνη του κόσμου».[72]Οι πολιτικές των Τσέτνικ δεν επέτρεπσν στις γυναίκες να αναλαμβάνουν σημαντικούς ρόλους.[73] Καμία γυναίκα δεν συμμετείχε σε μάχιμες μονάδες και περιορίζονταν σε νοσηλευτικό έργο και περιστασιακή σε υπηρεσίες πληροφοριών. Η κατώτερη θέση των αγροτισσών στις περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, όπου οι Τσέτνικ ήταν ισχυρότεροι, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καινα τους ωφελήσει από στρατιωτικούς, πολιτικούς και ψυχολογικούς όρους. Η μεταχείριση των γυναικών ήταν μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των Τσέτνικ καιτων Παρτιζάνων[86]καιη προπαγάνδα των Τσέτνικ δυσφημούσε τον ρόλο των γυναικών στους Παρτιζάνους[73].
Καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου το κίνημα των Τσέτνικ παρέμεινε ως επί το πλείστον ανενεργό εναντίον των δυνάμεων κατοχής και όλο και περισσότερο συνεργαζόταν μετον Άξονα, χάνοντας τελικά τη διεθνή του αναγνώριση ως Γιουγκοσλαβική αντιστασιακή δύναμη.[64][87][88] Μετά από μια σύντομη αρχική περίοδο συνεργασίας οι Παρτιζάνοι καιοι Τσέτνικ άρχισαν γρήγορα να πολεμούν μεταξύ τους. Σταδιακά οι Τσέτνικ κατέληξαν να πολεμούν πρωτίστως τους Παρτιζάνους αντί των δυνάμεων κατοχής και άρχισαν να συνεργάζονται μετον Άξονα σεμια προσπάθεια να εξοντώσουν τους Παρτιζάνους, λαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερες ποσότητες υλικοτεχνικής βοήθειας. Ο Μιχαήλοβιτς παραδέχτηκε σε Βρετανό συνταγματάρχη ότι οι κυριότεροι εχθροί των Τσέτνικ ήταν «οι Παρτιζάνοι, οι Ούστασε, οι Μουσουλμάνοι, οι Κροάτες και τελευταίοι οι Γερμανοί καιοι Ιταλοί» [με αυτή τη σειρά].[89]
Στην αρχή της σύγκρουσης οι δυνάμεις των Τσέτνικ ήταν απλώς σχετικά ανενεργές απέναντι στην κατοχή και είχαν επαφές και διαπραγματεύσεις με τους Παρτιζάνους. Αυτό άλλαξε όταν οι συνομιλίες κατέρρευσαν και προχώρησαν στην επίθεση κατά των τελευταίων (που πολεμούσαν ενεργά τους Γερμανούς), ενώ συνέχιζαν να συγκρούονται μετον Άξονα μόνο σε μικρές αψιμαχίες. Οι επιθέσεις κατά των Γερμανών προκαλούσαν σφοδρά αντίποινα καιοι Τσέτνικ άρχισαν όλο και περισσότερο να διαπραγματεύονται μαζί τους. Οι διαπραγματεύσεις με τους κατακτητές ενισχύθηκαν από τον αμοιβαίο στόχο των δύο πλευρών να εξοντώσουν τους Παρτιζάνους. Αυτή η συνεργασία πρωτοεμφανίστηκε κατά τις επιχειρήσεις στην Παρτιζάνικη Δημοκρατία του Ούζιτσε, όπου οι Τσέτνικ συμμετείχαν στη γενική επίθεση του Άξονα.[87]
Η συνεργασία των Τσέτνικ με τις κατοχικές δυνάμεις της φασιστικής Ιταλίας πραγματοποιήθηκε σε τρεις κυρίως περιοχές: στην κατεχόμενη από την Ιταλία (και προσαρτημένη σε αυτή) Δαλματία, στο Ιταλικό κράτος-μαριονέτα του Μαυροβουνίου. καιστην προσαρτημένη στην Ιταλία και αργότερα κατεχόμενη από τη Γερμανία Επαρχία της Λιουμπλιάναςστη Σλοβενία. Ευρύτερη ήταν η συνεργασία στη Δαλματία καισε τμήματα της Βοσνίας. Η ρήξη μεταξύ των Παρτιζάνων καιτων Τσέτνικ πραγματοποιήθηκε νωρίτερα στις περιοχές αυτές[87].
Οι Παρτιζάνοι θεωρούσαν όλες τις κατοχικές δυνάμεις ως τον «φασιστικό εχθρό», ενώ οι Τσέτνικ μισούσαν τους Ούστασε, αλλά ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν τους Ιταλούς και είχαν προσεγγίσει από τον Ιούλιο καιτον Αύγουστο του 1941 για βοήθεια το Ιταλικό VI Σώμα Στρατού (Διοικητής Στρατηγός Ρέντσο Νταλμάτσο), μέσω ενός Σέρβου πολιτικού από τη Λίκα, του Στέβο Ραντένοβιτς. Συγκεκριμένα οιβοεβόδες («ηγέτες») Τσέτνικ Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν και Γέβντεβιτς ήταν ευνοϊκά προσκείμενοι στους Ιταλούς, πιστεύοντας ότι η Ιταλική κατοχή σε όλη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη θα ήταν επιζήμια γιατην επιρροή του κράτους των Ούστασε.[εκκρεμεί παραπομπή]
Γιατον λόγο αυτό επιδίωξαν συμμαχία με τις Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις στη Γιουγκοσλαβία. Οι Ιταλοί (ιδιαίτερα ο Στρατηγός Νταλμάτσο) έβλεπαν θετικά την προσέγγιση αυτή, ελπίζοντας να αποφύγουν αρχικά τη σύγκρουση με τους Τσέτνικ καιστη συνέχεια να τους χρησιμοποιήσουν εναντίον των Παρτιζάνων, στρατηγική που θεωρούσαν ότι θα τους έδινε «τεράστιο πλεονέκτημα». Στις 11 Ιανουαρίου 1942 ολοκληρώθηκε μια συμφωνία μεταξύ του αντιπροσώπου της Ιταλικής 2ης Στρατιάς, Λοχαγού Αντζελο Ντε Ματέις καιτου αντιπροσώπου των Τσέτνικ στη νοτιοανατολική Βοσνία, Μούτιμιρ Πέτκοβιτς, και υπογράφηκε αργότερα από τον επικεφαλής αντιπρόσωπο του Ντράζα Μιχαήλοβιτς στη Βοσνία, Ταγματάρχη Μπόσκο Τοντόροβιτς. Η συμφωνία μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι οι Ιταλοί θα υποστήριζαν τους σχηματισμούς των Τσέτνικ με όπλα και εφόδια καιθα διευκόλυναν την απελευθέρωση των «υποδεικνυόμενων ατόμων» από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης τουΑξονα (Γιασένοβατς, Ραμπ...). Το κύριο μέλημα τόσο των Τσέτνικ όσο καιτων Ιταλών ήταν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο στην καταπολέμηση της αντίστασης των Παρτιζάνων[64][87].
Τους επόμενους μήνες του 1942 ο Στρατηγός Mάριο Ροάτα, διοικητής της Ιταλικής 2ης Στρατιάς, εργάστηκε γιατην ανάπτυξη μιας Linea di condotta (»Οδηγία Πολιτικής») για τις σχέσεις με τους Τσέτνικ, τους Ούστασε και τους Παρτιζάνους. Στην κατεύθυνση αυτή ο Στρατηγός Βιτόριο Αμπρόζιο περιέγραψε την ιταλική πολιτική στη Γιουγκοσλαβία: «κάθε διαπραγμάτευση με τους Ούστασε έπρεπε να αποφευχθεί, αλλά οι επαφές με τους Τσέτνικ ήταν «επιθυμητές». Όσο για τους Παρτιζάνους «αγώνας μέχρι τελικής πτώσης». Αυτό σήμαινε ότι ο Στρατηγός Ροάτα ήταν ουσιαστικά ελεύθερος να αναλάβει δράση σε σχέση με τους Τσέτνικ όπως το θεώρησε κατάλληλο[87].
Περιέγραψε τα τέσσερα σημεία της πολιτικής τουστην έκθεσή του προς το Γενικό Επιτελείο του Στρατού της Ιταλίας:
Να υποστηρίξει τους Τσέτνικ επαρκώς γιανα τους κάνει να πολεμήσουν ενάντια στους κομμουνιστές, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να τους αφήσει μεγάλα περιθώρια για δική τους δράση. Να απαιτήσουμε καινα εξασφαλίσουμε ότι οι Τσέτνικ δεν αγωνίζονται εναντίον των Κροατικών δυνάμεων και αρχών. Να τους επιτρέψει να πολεμήσουν ενάντια στους κομμουνιστές με δική τους πρωτοβουλία (ώστε να μπορούν "να αλληλοσφαγούν")· Και τελικά να τους επιτρέψει να πολεμήσουν μαζί με τις Ιταλικές και Γερμανικές δυνάμεις, όπως κάνουν καιοι εθνικιστικές ομάδες [Τσέτνικ και αυτονομιστές Πράσινοι] στο Μαυροβούνιο.
Κατά τη διάρκεια του 1942 και του 1943 η συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων των Τσέτνικ στις ελεγχόμενες από την Ιταλία περιοχές της κατεχόμενης Γιουγκοσλαβίας οργανώθηκαν ως Ιταλικές βοηθητικές δυνάμεις υπό τη μορφή της Αντικομμουνιστικής Εθελοντικής Πολιτοφυλακής (Milizia volontaria anti communista, MVAC). Σύμφωνα μετον Στρατηγό Τζιάκομο Ζανούσι (τότε Συνταγματάρχη, επικεφαλής του επιτελείου του Ροάτα), υπήρχαν 19.000 ως 20.000 Τσέτνικ στο MVAC μόνο στα κατεχόμενα από την Ιταλία τμήματα του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας. Οι Τσέτνικ ήταν εφοδιασμένοι με χιλιάδες τουφέκια, χειροβομβίδες, όλμους και πυροβόλα, σε υπόμνημα με ημερομηνία 26 Μαρτίου 1943 προς το Γενικό Επιτελείο του Ιταλικού Στρατού, με τίτλο «Η Συμπεριφορά των Τσέτνικ».
Ιταλοί αξιωματικοί σημείωσαν ότι ο τελικός έλεγχος αυτών των συνεργαζόμενων μονάδων των Τσέτνικ παρέμεινε στα χέρια του Ντράζα Μιχαήλοβιτς και υπήρχε η πιθατότητα ενός εχθρικού αναπροσανατολισμού αυτών των στρατευμάτων υπό το πρίσμα της μεταβαλλόμενης στρατηγικής κατάστασης. Διοικητής αυτών των στρατευμάτων ήταν ο Τριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, που έφθασε στο προσαρτημένο στην Ιταλία Σπλιττον Οκτώβριο του 1941 και έπαιρνε διαταγές απευθείας από τον Μιχαήλοβιτς από την άνοιξη του 1942. Μέχρι τη στιγμή πουη Ιταλία συνθηκολόγησε στις 8 Σεπτεμβρίου 1943, όλα τα αποσπάσματα των Τσέτνικ στα κατεχόμενα από την Ιταλία τμήματα του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας είχαν συνεργαστεί κάποια στιγμή με τους Ιταλούς εναντίον των Παρτιζάνων[90]. Η συνεργασία αυτή κράτησε μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, όταν τα στρατεύματα των Τσέτνικ στράφηκαν στη στήριξη της Γερμανικής κατοχής, προσπαθώντας να εκδιώξουν τους Παρτιζάνους από τις παράκτιες πόλεις που είχαν αυτοί απελευθερώσει μετά την αποχώρηση της Ιταλίας[64][87]. Αφού οι Σύμμαχοι δεν έκαναν απόβαση στη Δαλματία, όπως ελπίζανε, αυτά τα αποσπάσματα των Τσέτνικ αναγκάστηκαν ουσιαστικά να συνεργαστούν με τους Γερμανούς γιανα αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους μεταξύ αυτών καιτων Παρτιζάνων[90].
Μετά τη ρήξη του 1941 μεταξύ των Παρτιζάνων καιτων Τσέτνικ στην κατεχόμενη Σερβία οι ομάδες των Τσέτνικ στην κεντρική, ανατολική και βορειοδυτική Βοσνία βρέθηκαν εγκλωβισμένοι μεταξύ των Γερμανικών δυνάμεων καιτων δυνάμεων των Ούστασε (NDH) από τημιακαιτων Παρτιζάνων από την άλλη. Στις αρχές του 1942 ο Ταγματάρχης των Τσετνίκ Γέζντιμιρ Ντάνγκιτς προσέγγισε τους Γερμανούς σεμια προσπάθεια να καταλήξουν σε συνεννόηση, αλλά χωρίς επιτυχία καιοι τοπικοί ηγέτες των Τσέτνικ αναγκάστηκαν να αναζητήσουν μια άλλη λύση. Οι ομάδες των Τσέτνικ είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες σχεδόν όλα τα ζητήματα με τους Ούστασε, αλλά βρήκαν κοινό εχθρό τους Παρτιζάνες και αυτός ήταν ο πρωταρχικός λόγος γιατη συνεργασία που ακολούθησε μεταξύ των αρχών των Ούστασε του NDH καιτων αποσπασμάτων των Τσέτνικ στη Βοσνία. Η πρώτη επίσημη συμφωνία μεταξύ των Βόσνιων Τσέτνικ καιτων Ούστασε συνήφθη στις 28 Μαΐου 1942 και με αυτή οι ηγέτες των Τσέτνικ εξέφρασαν τη νομιμοφροσύνη τους ως «πολίτες του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας»τόσο στο Κράτος όσο καιστονPoglavnikτου (Άντε Πάβελιτς).
Κατά τις επόμενες τρεις εβδομάδες υπογράφηκαν τρεις πρόσθετες συμφωνίες, που κάλυπταν μεγάλο μέρος της περιοχής της Βοσνίας (μαζί μετα αποσπάσματα των Τσέτνικ μέσα σε αυτή). Με τους όρους αυτών των συμφωνιών οι Τσέτνικ θα σταματούσαν τις εχθροπραξίες εναντίον του κράτους των Ούστασε καιοι τελευταίοι θα εγκαθίδρυαν κανονική διοίκηση σε αυτές τις περιοχές.[87]Οι Τσέτνικ αναγνώρισαν την κυριαρχία του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας και έγιναν νόμιμο κίνημα εντός αυτής.[91]: Η βασική διάταξη, Αρθρο. 5 της συμφωνίας, ορίζει τα εξής
Όσο υπάρχει κίνδυνος από τις ένοπλες ομάδες των Παρτιζάνων, οι σχηματισμοί των Τσέτνικ θα συνεργάζονται οικειοθελώς μετον Κροατικό στρατό γιανα πολεμήσουν καινα καταστρέψουν τους Παρτιζάνους και στις ενέργειες αυτές θα είναι υπό τη γενική διοίκηση των Κροατικών ενόπλων δυνάμεων. (... ) Οι σχηματισμοί των Τσέτνικ θα μπορούν να αναλαμβάνουν επιχειρήσεις εναντίον των Παρτιζάνων μόνοι τους, αλλά αυτό θα πρέπει να αναφέρεται εγκαίρως στους Κροάτες στρατιωτικούς διοικητές.
Τα απαραίτητα πυρομαχικά και εφόδια χορηγούντο στους Τσέτνικ από τον στρατό των Ούστασε. Οι Τσέτνικ που τραυματίζονταν σε τέτοιες επιχειρήσεις περιθάλπονταν στα νοσοκομεία του NDH, ενώ τα ορφανά καιοι χήρες όσων σκοτώνονταν στις μάχες υποστηρίζονταν από το κράτος των Ούστασε. Τα πρόσωπα που υποδεικνύονταν συγκεκριμένα από τους διοικητές των Τσέτνικ επέστρεφαν στην πατρίδα τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ούστασε. Οι συμφωνίες αυτές κάλυπταν την πλειοψηφία των δυνάμεων των Τσέτνικ στη Βοσνία ανατολικά της γερμανοϊταλικής οριοθετημένης γραμμής και διήρκεσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. Δεδομένου ότι οι Κροατικές δυνάμεις ήταν αμέσως εξαρτημένες από τη Γερμανική στρατιωτική κατοχή, η συνεργασία με τις Κροατικές δυνάμεις ήταν, στην πραγματικότητα, έμμεση συνεργασία με τους Γερμανούς.[87][88]
Μία σημαντική συνεργασία των Τσέτνικ μετον Άξονα πραγματοποιήθηκε κατά τη «Μάχη τουΝερέτβα», την τελική φάση της Fall Weiss, γνωστής στη γιουγκοσλαβική ιστοριογραφία ως η «Τέταρτη Εχθρική Επίθεση» (από τις 7 συνολικά μεγάλες επιθέσεις τουΑξονα εναντίον των Παρτιζάνων). Το 1942 οι δυνάμεις των Παρτιζάνων αυξάνονταν, έχοντας δημιουργήσει μεγάλες απελευθερωμένες περιοχές στη Βοσνία καιστην Ερζεγοβίνη. Οι δυνάμεις των Τσέτνικ, εν μέρει λόγω της συνεργασίας τους μετην Ιταλική κατοχή, κέρδιζαν επίσης δύναμη, αλλά δεν χτυπούσαν τους Παρτιζάνους, απαιτώντας την υλικοτεχνική υποστήριξη του Άξονα γιανα επιτεθούν στα ελευθερωμένα από αυτούς εδάφη. Υπό το φως της μεταβαλλόμενης στρατηγικής κατάστασης ο Χίτλερ καιη Γερμανική ανώτερη διοίκηση αποφάσισαν να αφοπλίσουν τους Τσέτνικ καινα καταστρέψουν γιατα καλά τους Παρτιζάνους. Παρά την επιμονή του Χίτλερ οι Ιταλικές δυνάμεις τελικά αρνήθηκαν να αφοπλίσουν τους Τσέτνικ (καθιστώντας έτσι αδύνατη αυτό το σχέδιο), μετην αιτιολογία ότι οι Ιταλικές κατοχικές δυνάμεις δεν είχαν την πολυτέλεια να χάσουν τους Τσέτνικ από συμμάχους τους στη διατήρηση της κατοχής.
Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία οι Τσέτνικ ήταν μια οργάνωση εκπαιδευμένη και ικανή για ανταρτοπόλεμο.[92] Παρόλο που υπήρξαν κάποιες συγκρούσεις μεταξύ των Γερμανών καιτων Τσέτνικ ήδη από τον Μάιο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς σκεφτόταν την αντίσταση από την άποψη της ίδρυσης μιας οργάνωσης που, όταν θα ωρίμαζε ο καιρός, θα ξεσηκωνόταν κατά των δυνάμεων κατοχής[93]. Η βρετανική πολιτική όσον αφορά τα ευρωπαϊκά κινήματα αντίστασης ήταν νατα αποτρέψει από ενέργειες πουθα οδηγούσαν στην πρόωρη καταστροφή τους και αυτή η πολιτική συνέπεσε αρχικά με τις αρχές βάσει των οποίων λειτουργούσε το κίνημα του Μιχαήλοβιτς[94]Γιανα αποστασιοποιηθεί από τους Τσέτνικ που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, ο Μιχαήλοβιτς ονόμασε αρχικά το κίνημά του «Κίνημα της Ράβνα Γκόρα».[25]
Ήδη από την άνοιξη του 1942 οι Γερμανοί ευνοούσαν τη συμφωνία συνεργασίας που είχαν κάνει οι Ούστασε καιοι Τσέτνικ σε μεγάλο μέρος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Από τη στιγμή πουο στρατός των Ούστασε εφοδιαζόταν και εξαρτιώνταν άμεσα από τη Γερμανική στρατιωτική κατοχή, η συνεργασία μεταξύ των δύο αποτελούσε έμμεση συνεργασία μεταξύ Γερμανών και Τσέτνικ. Όλα αυτά ήταν ευνοϊκά για τους Γερμανούς κυρίως επειδή η συμφωνία στρεφόταν εναντίον των Παρτιζάνων, συνέβαλε στην ειρήνευση περιοχών σημαντικών γιατον πολεμικό ανεφοδιασμό των Γερμανών και περιόριζε την ανάγκη για πρόσθετα γερμανικά στρατεύματα κατοχής (καθώς οι Τσέτνικ βοηθούσαν την κατοχή). Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 η Γερμανική 114η Μεραρχία των Κυνηγών ενσωμάτωσε ακόμη και ένα απόσπασμα των Τσέτνικ στην προέλασή της γιανα ανακαταλάβει τις ακτές της Αδριατικής από τους Παρτιζάνους που τις είχαν προσωρινά απελευθερώσει[95]. Η έκθεση γιατη συνεργασία Γερμανών-Τσέτνικ του XV Σώματος Στρατού στις 19 Νοεμβρίου 1943 προς τη 2η Στρατιά Τεθωρακισμένων αναφέρει ότι οι Τσέτνικ «στήριζονταν στις γερμανικές δυνάμεις» για σχεδόν ένα χρόνο[87].
Η συνεργασία Γερμανών-Τσέτνικ εισήλθε σε νέα φάση μετά την παράδοση της Ιταλίας, επειδή οι Γερμανοί έπρεπε τώρα να αστυνομεύουν μια πολύ μεγαλύτερη περιοχή από ό, τιπρινκαινα πολεμήσουν τους Παρτιζάνους σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία. Ως εκ τούτου άνοιξαν σημαντικά την πολιτική τους προς τους Τσέτνικ και κινητοποίησαν όλες τις σερβικές εθνικιστικές δυνάμεις εναντίον των Παρτιζάνων. Η 2η Στρατιά Τεθωρακισμένων επόπτευε αυτές τις εξελίξεις: τώρα επετράπη επίσημα στο XV Σώμα Στρατού να χρησιμοποιήσει τα στρατεύματα των Τσέτνικ καινα δημιουργήσει μια «τοπική συμμαχία». Η πρώτη επίσημη και άμεση συμφωνία μεταξύ των Γερμανικών κατοχικών δυνάμεων καιτων Τσέτνικ πραγματοποιήθηκε στις αρχές Οκτωβρίου του 1943 μεταξύ της υπό Γερμανική ηγεσία 373ης (Κροατικής) Μεραρχίας Πεζικού και ενός αποσπάσματος των Τσέτνικ υπό τον Μάνε Ρόκβιτς που δρούσε στη δυτική Βοσνία καιτη Λίκα. Στη συνέχεια οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν ακόμη στρατεύματα του Τσέτνικ για φρουρά στα κατεχόμενα Σπλιτ, Ντουμπρόβνικ, ΣίμπενικκαιΜέτκοβιτς.[95]
Τα στρατεύματα του NDH δεν χρησιμοποιήθηκαν, παρά τις απαιτήσεις των Ούστασε, καθώς οι μαζικές λιποταξίες των Κροατών στρατιωτών στους Παρτιζάνους τα καθιστούσαν αναξιόπιστα. Από εδώ καιστο εξής η Γερμανική κατοχή άρχισε να «ευνοεί ανοιχτά» τα στρατεύματα των Τσέτνικ (Σέρβων) σε σχέση με τους σχηματισμούς των Κροατών του NDH, λόγω των φιλκοπαρτιζανικών αισθήματων των απλών Κροατών καιοι Γερμανοί δεν έδιναν σημασία στις συχνές διαμαρτυρίες των Ούστασε γιατο θέμα αυτό.[64][87]
Ο Ταγματάρχης των Ούστασε Mίρκο Μπλαζ (Υποδιοικητής της 7ης Ταξιαρχίας της Προσωπικής Φρουράς τουPoglavnik) παρατήρησε:
Οι Γερμανοί δεν ενδιαφέρονται γιατην πολιτική, παίρνουν τα πάντα από στρατιωτική άποψη. Χρειάζονται στρατεύματα πουνα μπορούν να κατέχουν ορισμένες θέσεις καινα καθαρίζουν ορισμένες περιοχές των Παρτιζάνων. Αν μας ζητήσουν νατο κάνουμε, δεν μπορούμε. Οι Τσέτνικ μπορούν.
Κατά την αξιολόγηση της κατάστασης στο δυτικό τμήμα της Περιοχής της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας, τη Βοσνία, τη Λίκα καιτη Δαλματία, ο Λοχαγός Mέρεμ, αξιωματικός πληροφοριών του Γερμανού ανώτατου διοικητή της νοτιοανατολικής Ευρώπης, ήταν «γεμάτος επαίνους» για τις μονάδες των Τσέτνικ που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς καιγια τις καλές σχέσεις μεταξύ τους. Επιπλέον ο Αρχηγός του Επιτελείου της 2ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων παρατήρησε σε επιστολή προς τον αξιωματικό σύνδεσμο των Ούστασε ότι οι Τσετνίκ που πολεμούν τους Παρτιζάνους στην ανατολική Βοσνία «πρόσφεραν αξιόλογη συμβολή στο Κροατικό κράτος» και ότι η 2η Στρατιά «αρνήθηκε κατ' αρχήν» να δεχθεί τα παράπονα των Κροατών γιατη χρήση αυτών των μονάδων. Η συνεργασία Γερμανών-Τσέτνικ συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου, μετη σιωπηρή έγκριση του Ντράζα Μιχαήλοβιτς και της Ανώτατης Διοίκησης των Τσέτνικ στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας. Ανκαιο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς δεν υπέγραψε ποτέ καμία συμφωνία, ενέκρινε την πολιτική με σκοπό την εξάλειψη της απειλής των Παρτιζάνων.[87][88]
Ανκαιο ίδιος [ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς] επιμελώς απέφευγε να εκφράσει την προσωπική του άποψη δημόσια, αναμφίβολα γιανα έχει τα χέρια του λυμένα για κάθε ενδεχόμενο (π.χ. Συμμαχική απόβαση στα Βαλκάνια), επέτρεπε στους διοικητές τουνα διαπραγματευτούν καινα συνεργαστούν με τους Γερμανούς, πράγμα που έκαναν όλο και περισσότερο ....
Η απώλεια της Συμμαχικής υποστήριξης το 1943 έκανε τους Τσετνίκ να κλίνουν περισσότερο από ποτέ προς τους Γερμανούς για βοήθεια κατά των Παρτιζάνων. Στις 14 Αυγούστου 1944 υπογράφηκε στο νησί Βιςη συμφωνία Τίτο-Σούμπασιτς μεταξύ των Παρτιζάνων καιτου Γιουγκοσλάβου Βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησης, που έκανε έκκληση σε όλους τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σέρβους να προσχωρήσουν στους Παρτιζάνους. Ο Μιχαήλοβιτς καιοι Τσέτνικ αρνήθηκαν να ακολουθήσουν την εντολή καινα συμμορφωθούν μετη συμφωνία και συνέχισαν να μάχονται τους Παρτιζάνους (την επίσημη πλέον Γιουγκοσλαβική Συμμαχική δύναμη). Ετσι στις 29 Αυγούστου 1944 ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄ απέπεμψε τον Μιχαήλοβιτς από Αρχηγό του Επιτελείου του Γιουγκοσλαβικού Στρατού και στις 12 Σεπτεμβρίου όρισε στη θέση τουτον Στρατάρχη Τίτο, που έγινε Πρωθυπουργός του Γιουγκοσλαβικού κράτους και της κοινής κυβέρνησης.
Στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας οι Γερμανοί εγκατέστησαν αρχικά ως αρχηγό τονΜίλαν Ατσίμοβιτς, αλλά αργότερα τον αντικατέστησαν μετον Στρατηγό Μίλαν Νέντιτς, πρώην υπουργό πολέμου, που κυβέρνησε μέχρι το 1944. Ο Ατσίμοβιτς αργότερα λειτούργησε ως βασικός σύνδεσμος μεταξύ των Γερμανών καιτων Τσέτνικ[97]. Το δεύτερο μισό του Αυγούστου του 1941, πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τον Νέντιτς, οι Γερμανοί συμφώνησαν μετην Κόστα Πέτανατς γιατην ένταξη πολλών χιλιάδων Τσέτνικ να υπηρετήσουν στη χωροφυλακή. Η συνεργασία μεταξύ της Κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας καιτων Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς άρχισε το φθινόπωρο του 1941 και διήρκεσε μέχρι το τέλος της Γερμανικής κατοχής.[98]
Ο Νέντιτς αρχικά ήταν σταθερά αντίθετος προς τον Μιχαήλοβιτς και τους Τσέτνικ. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1941 ο Μιχαήλοβιτς έστειλε τους Ταγματάρχες Αλεξάνταρ Μίσιτς και Μιόντραγκ Πάβλοβιτς γιαμια συνάντηση μετον Νέντιτς αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οτανο Μιχαήλοβιτς άλλαξε την πολιτική του της ήπιας συνεργασίας με τους Παρτιζάνους σε εχθρική προς αυτούς καισε παύση της αντιγερμανικής δραστηριότητας στα τέλη Οκτωβρίου του 1941, ο Νέντιτς μετρίασε την αντίθεσή του. Στις 15 Οκτωβρίου ο Συνταγματάρχης Mίλοραντ Πόποβιτς, ενεργώντας εξ ονόματος του Νέντιτς, έδωσε στον Μιχαήλοβιτς περίπου 500.000 δηνάρια (εκτός από άλλα τόσα που είχε δώσει στις 4 Οκτωβρίου) γιανα πείσει τους Τσέτνικ να συνεργαστούν. Στις 26 Οκτωβρίου 1941 ο Πόποβιτς παρείχε επιπλέον 2.500.000 δηνάρια.[99]
Στα μέσα Νοεμβρίου του 1941 ο Μιχαήλοβιτς έθεσε υπό τις άμεσες διαταγές του Νέντιτς 2.000 από τους άνδρες του, που λίγο αργότερα συμμετείχαν με τους Γερμανούς σεμια επιχείρηση κατά των Παρτιζάνων.[99] Όταν οι Γερμανοί εξαπέλυσαν την Επιχείρηση Μιχαήλοβιτς στις 6-7 Δεκεμβρίου 1941, με σκοπό να συλλάβουν τον Μιχαήλοβιτς καινα διαλύσουν την έδρα τουστη Ράβνα Γκόρα, δραπέτευσε πιθανότατα επειδή ειδοποιήθηκε γιατην επίθεση από τον Ατσίμοβιτς στις 5 Δεκεμβρίου.
Τον Ιούνιο του 1942 ο Μιχαήλοβιτς διέφυγε από την Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας στο Μαυροβούνιο καιδεν είχε επαφή με τις αρχές του Νέντιτς έως ότου επέστρεψε. Ακολούθως, το φθινόπωρο του 1942, οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς (καιτου Πέτσανατς), που είχαν νομιμοποιηθεί από τη διοίκηση Νέντιτς, διαλύθηκαν. Το 1943 ο Νέντιτς φοβόταν ότι οι Τσέτνικ θα γίνονταν οι πρωταρχικοί συνεργάτες των Γερμανών και όταν οι Τσέτνικ δολοφόνησαν τον Τσέκα Τζόρτζεβιτς, τον υπουργό εσωτερικών υποθέσεων, τον Μάρτιο του 1944 επέλεξε νατον αντικαταστήσει με έναν εξέχοντα Τσέτνικ μετην ελπίδα να εξουδετερώσει την αντιπαλότητα. Μια έκθεση του Απριλίου του 1944 από τοΓραφείο Στρατηγικών ΥπηρεσιώντωνΗΠΑ σχολίαζε ότι:
[Ο Μιχαήλοβιτς] θα πρέπει να αντιμετωπιστεί μετον ίδιο τρόπο όπως ο Νέντιτς, ο Λιότιτς καιοι Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής.
— έκθεση του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών, Απρίλιος 1944[99]
Στα μέσα Αυγούστου 1944 οι Μιχαήλοβιτς, Νέντιτς καιΝτράγκομιρ Γιοβάνοβιτς συναντήθηκαν κρυφά στο χωριό Ράζανι, όπου ο Νέντιτς συμφώνησε να δώσει εκατό εκατομμύρια δηνάρια για μισθούς καινα ζητήσει από τους Γερμανούς όπλα και πυρομαχικά γιατον Μιχαήλοβιτς. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1944, υπό την αιγίδα των Γερμανών καιτην επισημοποίηση από τον Νέντιτς, ο Μιχαήλοβιτς ανέλαβε τη διοίκηση ολόκληρης της στρατιωτικής δύναμης της κυβέρνησης Νέντιτς, συμπεριλαμβανομένης της Σερβικής Κρατικής Φρουράς, των Σερβικών Εθελοντικών Σωμάτων και της Σερβικής Συνοριακής Φρουράς.[100]
Στα μέσα του 1943 το Ουγγρικό Γενικό Επιτελείο οργάνωσε μια συνάντηση μεταξύ ενός Σέρβου αξιωματούχου του καθεστώτος Νέντιτς καιτου Μιχαήλοβιτς. Στον αξιωματούχο δόθηκε εντολή να εκφράσει στον Μιχαήλοβιτς τη λύπη της Ουγγαρίας γιατη σφαγή στοΝόβι Σαντκαινα υποσχεθεί ότι οι υπεύθυνοι θα τιμωρηθούν. Η Ουγγαρία αναγνώρισε τον Μιχαήλοβιτς ως εκπρόσωπο της Γιουγκοσλαβικής εξόριστης κυβέρνησης καιτου ζήτησε, σε περίπτωση Συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια, ναμην εισέλθει στην Ουγγαρία μετα στρατεύματά του, αλλά να αφήσει το ζήτημα των συνόρων στην ειρηνευτική διάσκεψη. Μετά την αποκατάσταση της επαφής εστάλησαν στον Μιχαήλοβιτς τρόφιμα, φάρμακα, πυρομαχικά και άλογα. Κατά την επίσκεψή τουστη Ρώμη τον Απρίλιο του 1943 ο Πρωθυπουργός Μίκλος Κάλαϊ μίλησε γιατην ιταλοουγγρική συνεργασία με τους Τσέτνικ, αλλά ο Μουσολίνι δήλωσε ότι προτιμούσε τον Τίτο[101].
Η Ουγγαρία προσπάθησε επίσης να επικοινωνήσει μετον Μιχαήλοβιτς μέσω του εκπροσώπου της βασιλικής Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη γιανα συνεργαστούν εναντίον των Παρτιζάνων. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Mόμτσιλο Νίντσιτς Ninčić έστειλε ένα μήνυμα στην Κωνσταντινούπολη ζητώντας από τους Ούγγρους να στείλουν έναν απεσταλμένο και ένα Σέρβο πολιτικό από τα κατεχόμενα από την Ουγγαρία εδάφη γιανα διαπραγματευτούν. Τίποτα δεν προέκυψε από αυτές τις επαφές, αλλά ο Μιχαήλοβιτς έστειλε έναν αντιπρόσωπο, τον Τσέντομιρ Μποσνιάκοβιτς, στη Βουδαπέστη. Από την πλευρά τους οι Ούγγροι έστειλαν όπλα και φάρμακα και απελευθέρωσαν Σέρβους αιχμαλώτουςπου ήθελαν να υπηρετήσουν με τους Τσέτνικ νοτιατου Δούναβη.[102]
Μετά την κατάληψη της Ουγγαρίας από τη Γερμανία τον Μάρτιο του 1944, η σχέση με τους Τσέτνικ ήταν μια από τις ελάχιστες ξένες επαφές ανεξάρτητες από τη Γερμανική επιρροή που είχε η Ουγγαρία. Ενας Ούγγρος διπλωμάτης, οΛ. Χόρι, πρώην τοποθετημένος στο Βελιγράδι, επισκέφθηκε δύο φορές τον Μιχαήλοβιτς στη Βοσνία καιοι Ούγγροι συνέχισαν νατου στέλνουν πυρομαχικά, ακόμη καισε όλη την Κροατική επικράτεια[103]. Η τελευταία επαφή μεταξύ Μιχαήλοβιτς και Ουγγαρίας πραγματοποιήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1944, λίγο πριν από το πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τη Γερμανία στις 15 Οκτωβρίου[104].
Η ιδεολογία των Τσέτνικ περιστρεφόταν γύρω από την έννοια της Μεγάλης Σερβίας εντός των συνόρων της Γιουγκοσλαβίας, πουθα δημιουργείτο από όλες τις περιοχές στις οποίες βρίσκονταν Σέρβοι, ακόμη καιανοι αριθμοί τους ήταν μικροί. Αυτός ο στόχος υπήρξε από πολύ καιρό το θεμέλιο του κινήματος γιαμια Μεγάλη Σερβία. Κατά την κατοχή του Άξονα η έννοια της εκκαθάρισης ή της «εθνοκάθαρσης» αυτών των εδαφών εισήχθη σε μεγάλο βαθμό ως απάντηση στις σφαγές των Σέρβων από τους Ούστασε στοΑνεξάρτητο Κράτος της Κροατίας[105]. Ωστόσο οι μεγαλύτερες σφαγές από τους Τσέτνικ πραγματοποιήθηκαν στην ανατολική Βοσνία όπου προηγούντο πριν από κάθε σημαντική επιχείρηση των Ούστασε[51].
Πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χρήση τρομοκρατικών ενεργειών είχε μακρά παράδοση στην περιοχή, καθώς διάφορες καταπιεσμένες ομάδες επιδίωκαν την ελευθερία τους καιοι φρικαλεότητες διαπράχθηκαν από όλα τα εμπλεκόμενα σε συγκρούσεις μέρη στη Γιουγκοσλαβία[106]. Κατά τα πρώτα στάδια της κατοχής η Ούστασε είχε επίσης προσλάβει αρκετούς Μουσουλμάνους γιανα βοηθήσουν στις διώξεις των Σέρβων και παρόλο που μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός Κροατών και Μουσουλμάνων ενεπλάκη σε αυτές τις ενέργειες και αρκετοί αντιτάχθηκαν σε αυτές, ξεκίνησαν ένα κύκλο βίας και αντεκδίκησης μεταξύ Καθολικών, Ορθοδόξων και Μουσουλμάνων, καθώς όλοι προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τους άλλους στα εδάφη που έλεγχαν[107].
Συγκεκριμένα οι ιδεολόγοι των Ούστασε ανησυχούσαν γιατη μεγάλη Σερβική μειονότητα στο NDH και άρχισαν τρομοκρατικές ενέργειες σε ευρεία κλίμακα τον Μάιο του 1941. Δύο μήνες αργότερα, τον Ιούλιο, οι Γερμανοί διαμαρτυρήθηκαν γιατη βιαιότητα αυτών των ενεργειών. Ακολούθησαν αντίποινα, όπως στην περίπτωση του Νεβέσινιε, όπου οι Σέρβοι αγρότες έκαναν μια εξέγερση σε απάντηση στις διώξεις, έδιωξαν την πολιτοφυλακή των Ούστασε καιστη συνέχεια προέβησαν σε αντίποινα, σκοτώνοντας εκατοντάδες Μουσουλμάνους και μερικούς Κροάτες, που τους οποίους συνέδεαν με τους Ούστασε.[108]
Μια οδηγία της 20ής Δεκεμβρίου 1941, απευθυνόμενη στους νεο-διορισμένους διοικητές στο Μαυροβούνιο, τον Ταγματάρχη Τζόρτζιγε Λάσιτς καιτον Λοχαγό Πάβλε Τζούρισιτς, περιέγραψε, μεταξύ άλλων, την εκκαθάριση τωνμη Σερβικών πληθυσμών προκειμένου να δημιουργηθεί μια Μεγάλη Σερβία.[52]
Ο αγώνας γιατην ελευθερία ολόκληρου του έθνους μας κάτω από το σκήπτρο της Μεγαλειότητάς Του Βασιλιά Πέτρου Β΄;
Η δημιουργία μιας Μεγάλης Γιουγκοσλαβίας και εντός αυτής μιας Μεγάλης Σερβίας, πουθα είναι εθνικά καθαρή καιθα περιλαμβάνει τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τη Σύρμια, το [Βανάτο]]] καιτην Μπάτσκα;
Ο αγώνας γιατην ένταξη στη Γιουγκοσλαβία όλων των ακόμα μη απελευθερωμένων Σλοβενικών εδαφών υπό τους Ιταλούς και τους Γερμανούς (Τεργέστη, Γκορίτσια, Ίστριακαι Καρίνθια) καθώς και της Βουλγαρίαςκαι της βόρειας ΑλβανίαςμετηΣκόδρα;
Η εκκαθάριση του εδάφους του κράτους από όλες τις εθνικές μειονότητες καιτα χωρίς εθνότητα στοιχεία ·;
Η δημιουργία κοινών συνόρων Σερβίας και Μαυροβουνίου, καθώς και Σερβίας και Σλοβενίας μετην εκκαθάριση του Μουσουλμανικού πληθυσμού από το Σαντζάκ καιτων Μουσουλμανικών και Κροατικών πληθυσμών από τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη.[52]
Οδηγία της 20ής Δεκεμβρίου 1941
Η αυθεντικότητα της οδηγίας αμφισβητείται[109]. Ορισμένοι έχουν αποδώσει την προέλευση της οδηγίας στο Μιχαήλοβιτς.
[110][111][112]
Άλλοι έχουν ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει πρωτότυπο και ότι μπορεί να ήταν πλαστογραφία που έγινε από τον Τζούρισιτς γιανα εξυπηρετήσει τους σκοπούς του.[113][114]Το αρχηγείο του Μιχαήλοβιτς έστειλε περαιτέρω οδηγίες στον διοικητή της Δεύτερης Ταξιαρχίας Τσέτνικ του Σαράγεβο, διευκρινίζοντας τον στόχο: «Θα πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους ότι μετά τον πόλεμο ή όταν είναι η κατάλληλη στιγμή θα ολοκληρώσουμε το καθήκον μας καιδενθα αφήσουμε κανένα εκτός από τους Σέρβους στα σέρβικα εδάφη, θατο εξηγήσουμε στον λαό [μας] καιθα φροντίσουμε νατο κάνει αυτό προτεραιότητά του, δεν μπορείτε νατο γράψετε ή νατο ανακοινώσετε δημοσίως, επειδή οι Τούρκοι [Μουσουλμάνοι] θατο ακούσουν κι αυτό δεν πρέπει να εξαπλωθεί από στόμα σε στόμα.»[115]
Οι Τσέτνικ σκότωναν συστηματικά τους Μουσουλμάνους στα χωριά που καταλάμβαναν. Στα τέλη του φθινοπώρου του 1941 οι Ιταλοί παρέδωσαν τις πόλεις Βίσεγκραντ, Γκόραζντε, Φότσακαι τις γύρω περιοχές στη νοτιοανατολική Βοσνία προς τους Τσέτνικ γιανα λειτουργούν ως κυβέρνηση-μαριονέτα καιοι δυνάμεις του NDH εξαναγκάστηκαν από τους Ιταλούς να αποχωρήσουν από εκεί [116]. Οτανοι Τσέτνικ ανέλαβαν τον έλεγχο του Γκόραζντε στις 29 Νοεμβρίου 1941, ξεκίνησαν μια σφαγή των φυλακισμένων της Πολιτοφυλακής καιτων αξιωματούχων του NDH, που έγινε συστηματική σφαγή του τοπικού Μουσουλμανικού άμαχου πληθυσμού, με αρκετές εκατοντάδες δολοφονημένους καιτα πτώματά τους κρεμασμένα στην πόλη ή ριγμένα στον ποταμό Δρίνο. Στις 5 Δεκεμβρίου 1941 οι Τσέτνικ παρέλαβαν την πόλη Φότσα από τους Ιταλούς και προχώρησαν σε σφαγή περίπου πεντακοσίων Μουσουλμάνων[117]. Πρόσθετες σφαγές κατά των Μουσουλμάνων στην περιοχή της Φότσα έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 1942. Συνολικά περισσότεροι από δύο χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στη Φότσα[118].
Στις αρχές Ιανουαρίου οι Τσέτνικ μπήκαν στηΣρεμπρένιτσακαι σκότωσαν περίπου χίλιους άμαχους Μουσουλμάνους στην πόλη καιστα κοντινά χωριά. Περίπου την ίδια στιγμή οι Τσέτνικ έφτασαν στο Βίσεγκραντ, όπου αναφέρθηκαν χιλιάδες θάνατοι. Οι σφαγές συνεχίστηκαν τους επόμενους μήνες στην περιοχή.[119] Μόνο στο χωριό Ζέπα περίπου τριακόσιοι σκοτώθηκαν στα τέλη του 1941. Στις αρχές Ιανουαρίου οι Τσέτνικ σκότωσαν πενήντα τέσσερις Μουσουλμάνους στο Τσέλεμπιτς και έκαψαν το χωριό. Στις 3 Μαρτίου ένα σώμα Τσέτνικ έκαψε ζωντανούς σαράντα δύο Μουσουλμάνους χωρικούς στο Ντράκαν.[119]
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1943 και πάλι στις αρχές Φεβρουαρίου οι μονάδες των Τσέτνικ του Μαυροβουνίου διατάχτηκαν να εκτελέσουν «εκκαθαριστικές ενέργειες» εναντίον των Μουσουλμάνων, πρώτα στην επαρχία Μπιέλο Πόλιετου Σαντζάκ καιστη συνέχεια τον Φεβρουάριο στις επαρχίες Τσάινιτσε και Φότσα στη νοτιοανατολική Βοσνία καιεν μέρει στην επαρχία Πλιέβλιατου Σαντζάκ[120]. Στις 10 Ιανουαρίου 1943 ο Πάβλε Τζούρισιτς, ο αξιωματικός των Τσέτνικ που ήταν υπεύθυνος για τις ενέργειες αυτές, υπέβαλε έκθεση στον Μιχαήλοβιτς, Αρχηγό του Επιτελείου της Ανώτατης Διοίκησης. Η έκθεσή του περιελάμβανε τα αποτελέσματα αυτών των «εκκαθαριστικών ενεργειών», που, σύμφωνα μετον Τόμασεβιτς, ήταν ότι «έχουν καεί τριάντα τρία Μουσουλμανικά χωριά και 400 Μουσουλμάνοι μαχητές (μέλη της Μουσουλμανικής πολιτοφυλακής αυτοπροστασίας που υποστηρίζουν οι Ιταλοί) και 1.000 γυναίκες και παιδιά σκοτώθηκαν, έναντι 14 νεκρών Τσέτνικ και 26 τραυματιών».[120]
Σε άλλη έκθεση του Τζούρισιτς με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 1943 ανέφερε ότι: «Οι Τσέτνικ σκότωσαν περίπου 1.200 μουσουλμάνοι μαχητές και περίπου 8.000 ηλικιωμένους, γυναίκες και παιδιά · οι απώλειες των Τσέτνικ στη μάχη ήταν 22 νεκροί και 32 τραυματίες».[120] Πρόσθεσε ότι «κατά τη διάρκεια της επιχείρησης η καθολική εξόντωση των Μουσουλμάνων κατοίκων πραγματοποιήθηκε ανεξάρτητα από το φύλο καιτην ηλικία».[121]Ο συνολικός αριθμός των θανάτων σε αντιμουσουλμανικές επιχειρήσεις μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 1943 εκτιμάται σε 10.000. Ο αριθμός των απωλειών θα ήταν μεγαλύτερος εάν δεν είχε ήδη φύγει ένας μεγάλος αριθμός Μουσουλμάνων, κυρίως στο Σαράγεβο, όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις του Φεβρουαρίου[120].
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ανώτατης Διοίκησης των Τσέτνικ στις 24 Φεβρουαρίου 1943 αυτά ήταν αντίμετρα κατά των μουσουλμανικών επιθετικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο όλα τα γεγονότα δείχνουν ότι αυτές οι σφαγές πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα μετην εφαρμογή της οδηγίας της 20ης Δεκεμβρίου 1941.[118]Τον Μάρτιο του 1943 ο Μιχαήλοβιτς ανέφερε τη δράση των Τσέτνικ στο Σαντζάκ ως μία από τις επιτυχίες του, σημειώνοντας ότι «είχε εξοντώσει όλους τους Μουσουλμάνους στα χωριά εκτός από εκείνους στις μικρές πόλεις»[122].
Οι ενέργειες κατά των Κροατών ήταν μικρότερες σε κλίμακα αλλά παρόμοιες σε δράση[16]. Το καλοκαίρι του 1941 το Τρούμπαρ, το Μπόσανσκο Γκράχοβο καιη Κρνιέουσα ήταν οι τόποι των πρώτων σφαγών και άλλων επιθέσεων εναντίον Κροατών στη νοτιοδυτική Βοσνιακή Κράινα[123]. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1942 στο χωριό Γκάτα κοντά στοΣπλιτ εκτιμάται ότι εκατό άνθρωποι σκοτώθηκαν και πολλά σπίτια κάηκαν ως υποτιθέμενα αντίποινα γιατην καταστροφή ορισμένων δρόμων στην περιοχή και χρεώθηκαν στους Ιταλούς. Τον ίδιο μήνα σχηματισμοί υπό τη διοίκηση των Πέταρ Μπάτσοβιτς και Ντόμπροσλαβ Γέβντεβιτς, που συμμετείχαν στην Ιταλική Επιχείρηση Αλφαστην περιοχή Πρόζορ, σκότωσαν πάνω από πενήντα Κροάτες και Μουσουλμάνους και έκαψαν πολλά χωριά.[17]Ο Μπάτσοβιτς σημείωσε ότι «οι Τσέτνικ μας σκότωσαν όλους τους άντρες ηλικίας 15 ετών ή μεγαλύτερους ... ... κατέκαψαν δεκαεπτά χωριά». Ο Μάριο Ροάτα, διοικητής του Ιταλικής Δεύτερης Στρατιάς, αντιτάχθηκε σε αυτές τις «μαζικές σφαγές» μη εμπόλεμων αμάχων και απειλούσε να διακόψει την ιταλική βοήθεια προς τους Τσέτνικ ανδεν σταματούσαν[124].
Ο Κροάτης ιστορικός Βλάντιμιρ Ζέργιαβιτς αρχικά εκτίμησε τον αριθμό των Μουσουλμάνων και Κροατών που σκοτώθηκαν από τους Τσέτνικ σε 65.000 (33.000 Μουσουλμάνοι και 32.000 Κροάτες, τόσο εμπόλεμοι όσο και άμαχοι). Το 1997 αναθεώρησε τον αριθμό αυτό σε 47.000 (29.000 Μουσουλμάνους και 18.000 Κροάτες). Σύμφωνα μετον Βλαντιμίρ Γκέιγκερ του Κροατικού Ινστιτούτου Ιστορίας, ο ιστορικός Ζντράβκο Ντίζνταρ εκτιμά ότι οι Τσέτνικ σκότωσαν συνολικά 50.000 Κροάτες και Μουσουλμάνους - κυρίως αμάχους - μεταξύ 1941 και 1945. [125] Σύμφωνα μετο Ράμετ οι Τσέτνικ κατέστρεψαν ολοσχερώς 300 χωριά και μικρές πόλεις και μεγάλο αριθμό τζαμιών και καθολικών εκκλησιών.[126] Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η γενοκτονία διαπράχθηκε κατά των Μουσουλμάνων.[127]
Οι Παρτιζάνοι ήταν επίσης στόχοι τρομοκρατικών ενεργειών. Στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας εκτός από μερικές τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον των ανδρών του Nέντιτς καιτου Λιότιτς καιστο Μαυροβούνιο κατά των αυτονομιστών, η τρομοκρατία κατευθυνόταν αποκλειστικά κατά των Παρτιζάνων, των οικογενειών τους καιτων συμπαθούντων τους με ιδεολογικά κριτήρια. Ο στόχος ήταν η πλήρης εξόντωση των Παρτιζάνων.[128]Οι Τσέτνικ δημιούργησαν καταλόγους ατόμων που επρόκειτο να εκκαθαριστούν και ειδικές μονάδες γνωστές ως «μαύρες τρόικες» εκπαιδεύτηκαν γιανα εκτελούν αυτές τις τρομοκρατικές ενέργειες[129]. Το καλοκαίρι του 1942, μετη χρήση ονομάτων που παρείχε ο Μιχαήλοβιτς, κατάλογοι υποστηρικτών των Nέντιτς και Λιότιτς, υποψήφιων να δολοφονηθούν ή να απειληθούν μεταδίδονταν μέσω του ραδιοφώνου τουBBCσε εκπομπές ειδήσεων στη Σερβοκροατική. Μόλις οι Βρετανοί το ανακάλυψαν οι εκπομπές σταμάτησαν, ανκαι αυτό δεν εμπόδισε τους Τσέτνικ να συνεχίσουν τις δολοφονίες [130].
Γιανα συλλέξουν πληροφορίες οι πράκτορες των Δυτικών Συμμάχων διείσδυαν τόσο στους Παρτιζάνους όσο και στους Τσέτνικ. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν από τους συνδέσμους ήταν κρίσιμες γιατην επιτυχία των αποστολών εφοδιασμού και ήταν η πρωταρχική επιρροή στη στρατηγική των Συμμάχων στη Γιουγκοσλαβία. Η αναζήτηση πληροφοριών συνέβαλε τελικά στην κατάρρευση των Τσέτνικ καιστην εξάλειψή τους από τους Παρτιζάνους. Οι Γερμανοί διεξήγαγαν τη Fall Schwarz, μία από σειρά επιθέσεων κατά των μαχητών της αντίστασης, όταν ο Ουίλιαμ Ντήκιν εστάλη από τους Βρετανούς γιανα συγκεντρώσει πληροφορίες. Οι εκθέσεις του περιελάμβαναν δύο σημαντικές παρατηρήσεις. Η πρώτη ήταν ότι οι Παρτιζάνοι πολεμούσαν γενναία τη Γερμανική 1η Ορεινή καιτην 104η Ελαφρά Μεραρχία, είχαν υποστεί σημαντικές απώλειες και χρειάζονταν υποστήριξη. Η δεύτερη παρατήρηση ήταν ότι ολόκληρη η Γερμανική 1η Ορεινή Μεραρχία είχε μεταφερθεί από τη Ρωσία σε σιδηροδρομικές γραμμές μέσω περιοχών ελεγχόμενων από τους Τσέτνικ. Ηαποκωδικοποίηση από τους Βρετανούς των γερμανικών μηνυμάτων επιβεβαίωσε το γεγονός.
Συνολικά οι εκθέσεις πληροφοριών είχαν ως αποτέλεσμα το αυξημένο ενδιαφέρον των Συμμάχων για τις αεροπορικές επιχειρήσεις στη Γιουγκοσλαβία καιτην αλλαγή πολιτικής [131]. Τον Σεπτέμβριο του 1943 η Βρετανική πολιτική υπαγόρευε ισότιμη βοήθεια προς τους Τσέτνικ και τους Παρτιζάνους, αλλά τον Δεκέμβριο οι σχέσεις μεταξύ των Τσέτνικ καιτων Βρετανών ψυχράνθηκαν, μετά την άρνηση των Τσέτνικ να εκτελέσουν εντολές για δολιοφθορές στους Γερμανούς χωρίς την εγγύηση Συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια. Μετην πάροδο του χρόνου αφαιρέθηκε η βρετανική υποστήριξη προς τους Τσέτνικ, που αρνήθηκαν να σταματήσουν να συνεργάζονται με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς γιανα πολεμούν τους Παρτιζάνους, που ήταν πρόθυμοι να αυξήσουν τη δράση τους κατά τουΑξονα. [132]
Μετά τηΔιάσκεψη της Τεχεράνηςοι Παρτιζάνοι έλαβαν επίσημη αναγνώριση ως νόμιμη εθνική απελευθερωτική δύναμη από τους Συμμάχους, πουστη συνέχεια δημιούργησαν τη Βαλκανική Πολεμική Αεροπορία (μετην επιρροή καιτην εισήγηση του Ταξίαρχου Φιτζρόι Μακλήν) με σκοπό την παροχή περισσότερων εφοδίων και τακτικής αεροπορικής υποστήριξης στους Παρτιζάνους.[133]Τον Φεβρουάριο του 1944 οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς δεν ικανοποίησαν τις βρετανικές απαιτήσεις να κατεδαφίσουν τις βασικές γέφυρες πάνω από τα ποτάμια ΜοράβακαιΙμπάρ, κάνοντας τους Βρετανούς να αποσύρουν τους συνδέσμους τους καινα σταματήσουν να εφοδιάζουν τους Τσέτνικ.[134]
Στις 14 Αυγούστου 1944 υπογράφηκε στο νησί Βιςη συμφωνία Tίτο-Σούμπασιτς μεταξύ των Παρτιζάνων και της εξόριστης Κυβέρνησης. Η συμφωνία καλούσε όλους τους Κροάτες, τους Σλοβένους και τους Σέρβους να προσχωρήσουν στους Παρτιζάνους. Ο Μιχαήλοβιτς καιοι Τσέτνικ αρνήθηκαν να δεχτούν τη συμφωνία της Βασιλικής Κυβέρνησης και συνέχισαν να παρενοχλούν τους Παρτιζάνους, επίσημη πλέον Γιουγκοσλαβική Συμμαχική δύναμη. Έτσι στις 29 Αυγούστου 1944 ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄ απέλυσε τον Μιχαήλοβιτς από Αρχηγό του Επιτελείου του Γιουγκοσλαβικού Στρατού και στις 12 Σεπτεμβρίου ορίστηκε στη θέση τουο Στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο. Στις 6 Οκτωβρίου 1944 η κυβέρνηση Νέντιτς μεταβίβασε τη Σερβική Εθνοφρουρά υπό τη διοίκηση του Μιχαήλοβιτς, μολονότι η συνεργασία τους αποδείχθηκε αδύνατη και έληξε τον Ιανουάριο του 1945 ενώ ήταν στη Βοσνία [135]. Καθώς η στήριξη μετατοπίστηκε προς τους Παρτιζάνους, οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς επιχείρησαν να ξανακερδίσουν τη Συμμαχική υποστήριξη, επιδεικνύοντας την προθυμία τους να βοηθήσουν τους Συμμάχους.[136] Βοήθησαν στη διάσωση 417 Συμμαχικών αεροπόρων στην Επιχείρηση Χάλυαρντ, πουτη χρησιμοποίησαν γιανα «αποκομίσουν τα μέγιστα πολιτικά και προπαγανδιστικά»[137], ενώ σε άλλες περιπτώσεις οι Τσέτνικ διέσωσαν επίσης Γερμανούς αεροπόρους και καταδίωξαν Συμμαχικούς αεροπόρους για τους Γερμανούς. [138]Ο Μιχαήλοβιτς έλαβε αργότερα το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τον Αμερικανό πρόεδρο Χάρυ Τρούμανγιατη διάσωση των Συμμαχικών πιλότων Tomasevich 1975, [139]
Τον Σεπτέμβριο του 1944 οι Σοβιετικοί εισέβαλαν και κατέλαβαν τη Ρουμανία καιτη Βουλγαρία, αποσύροντάς τες από τον πόλεμο και φέρνοντας τις Σοβιετικές δυνάμεις στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας. Οι Τσέτνικ δεν ήταν απροετοίμαστοι γι'αυτό καισε όλη τη διάρκεια του πολέμου η προπαγάνδα τους προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τα φιλορωσικά και πανσλαβιστικά αισθήματα της πλειοψηφίας του Σερβικού πληθυσμού. Η διάκριση μεταξύ του Ρωσικού λαού και της κομμουνιστικής κυβέρνησής του υπερτονίστηκε, όπως καιη υποτιθέμενη διαφορά μεταξύ των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων, που φέρονταν να είναι Τροτσκιστές, καιτων Σοβιετικών, που ήταν Σταλινικοί.[140]
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1944 μια αποστολή των Τσέτνικ περίπου 150 ανδρών, υπό τον Αντισυνταγματάρχη Βέλιμιρ Πίλετιτς, διοικητή της βορειοανατολικής Σερβίας, πέρασε από τον Δούναβη στη Ρουμανία και απέκτησε επαφή με τις Σοβιετικές δυνάμεις στηνΚραϊόβα[141]. Ο κύριος σκοπός τους, σύμφωνα μετα απομνημονεύματα ενός από αυτούς, του Αντισυντ. Mίοντραγκ Ράτκοβις, ήταν να αποσπάσουν τη συμφωνία των Σοβιετικών σε ορισμένους πολιτικούς στόχους: την παύση του εμφυλίου πολέμου μέσω της σοβιετικής διαμεσολάβησης, τις ελεύθερες εκλογές υπό την εποπτεία των Συμμαχικών δυνάμεων καιτην αναβολή κάθε δίκης σχετικής μετον πόλεμο μέχρι τις εκλογές. Πρινη αποστολή μπορέσει να πάει στοΒουκουρέστι, όπου ήταν οι Αμερικανικές και Βρετανικές στρατιωτικές αποστολές, τα μέλη της καταγγέλθηκαν από έναν από τους βοηθούς του Πίλετιτς ως Βρετανοί κατασκόποι και συνελήφθησαν από τους Σοβιετικούς την 1η Οκτωβρίου.[142]
Οι Τσέτνικ, πιστεύοντας ότι μπορούσαν να πολεμήσουν ως σύμμαχοι των Σοβιετικών την ίδια στιγμή που πολεμούσαν τους Παρτιζάνους, κατάφεραν πράγματι να πετύχουν κάποια τοπική συνεργασία με τους πρώτους αντιμαχόμενοι τους Γερμανούς. Σεμια εγκύκλιο της 5ης Οκτωβρίου ο Μιχαήλοβιτς έγραψε: «Θεωρούμε τους Ρώσους ως συμμάχους μας. Ο αγώνας εναντίον των δυνάμεων του Τίτο στη Σερβία θα συνεχιστεί». Οι Γερμανοί γνώριζαν τις διαθέσεις των Τσέτνικ από ραδιοφωνικές εκπομπές καιοι πληροφορίες τους ανέφεραν στις 19 Οκτωβρίου ότι «οι Τσέτνικ δεν έχουν προετοιμαστεί ποτέ από τον Ντράζα Μιχαήλοβιτς μέσω κατάλληλης προπαγάνδας για σύγκρουση με τους Ρώσους. Αντίθετα ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς συντηρεί τον μύθο ότι οι Ρώσοι, ως σύμμαχοι των Αμερικανών καιτων Βρετανών, δενθα ενεργήσουν ποτέ ενάντια στα συμφέροντα των Σέρβων εθνικιστών».[143]
Ο διοικητής μιας ομάδας των Σωμάτων Αιφνιδιασμού, οΣυντ. Κεσέροβιτς, ήταν ο πρώτος αξιωματικός των Τσέτνικ, που συνεργάστηκε με τους Σοβιετικούς. Στα μέσα Οκτωβρίου τα στρατεύματά του συναντήθηκαν με τις Σοβιετικές δυνάμεις που προέλαυναν από τη Βουλγαρία στην κεντροανατολική Σερβία και μαζί κατέλαβαν την πόλη Κρούσεβατς, την οποία φεύγοντας οι Σοβιετικοί άφησαν στην ευθύνη του Κεσέροβιτς. Μέσα σε τρεις ημέρες ο Κεσέροβιτς προειδοποίησε τους υποδιοικητές του ότι οι Ρώσοι μιλούσαν μόνο με τους Παρτιζάνους και αφόπλιζαν τους Τσέτνικ. Ο Κεσέροβιτς ανέφερε στην Ανώτατη Διοίκηση στις 19 Οκτωβρίου ότι ο εκπρόσωπός τουστη Σοβιετική μεραρχία είχε επιστρέψει με ένα μήνυμα που διέταζε τους άντρες τουνα αφοπλιστούν καινα ενσωματωθούν στις ένοπλες δυνάμεις των Παρτιζάνων στις 18 Οκτωβρίου.[144]
Ένας άλλος διοικητής των Τσέτνικ που συνεργάστηκε με τους Σοβιετικούς ήταν ο Λοχαγός Πρέντραγκ Ράκοβιτς του Δεύτερου Σώματος της Ράβνα Γκόρα, του οποίου οι άνδρες συμμετείχαν στην κατάληψη τουΤσάτσακ, όπου συνέλαβαν 339 στρατιώτες τουRussisches Schutzkorps Serbien (δύναμη αντικομμουνιστώνΛευκών Ρώσων εμικρέδων), που τους παρέδωσαν στους Σοβιετικούς. Ο Ράκοβιτς είχε προφανώς γραπτή συμφωνία μετον τοπικό Σοβιετικό διοικητή, θέτοντας τον εαυτό τουκαι τους άνδρες του υπό σοβιετική διοίκηση σε αντάλλαγμα γιατην αναγνώριση ότι ήταν άντρες του Μιχαήλοβιτς. Μετά από μια διαμαρτυρία από τον Τίτο στον Στρατάρχη Φίοντορ Τολμπούχιν, διοικητή του μετώπου, η συνεργασία με τους Κεσέροβιτς και Ράκοβιτς τερματίστηκε. Μέχρι τις 11 Νοεμβρίου ο τελευταίος είχε κρυφτεί καιοι δυνάμεις του είχαν φύγει προς τα δυτικά γιανα αποφύγουν τον αφοπλισμό τους καιτην υπαγωγή τους στον έλεγχο των Παρτιζάνων.[145] Μετά την πτώση του Βελιγραδίου στα Σοβιετικά και Παρτιζάνικα στρατεύματα, υπήρχαν ελάχιστες ελπίδες ότι οι Τσέτνικ θα επιβιώσουν ως νόμιμη μάχιμη δύναμη στη Γιουγκοσλαβία.
Τέλος τον Απρίλιο καιτον Μάιο του 1945, καθώς οι νικηφόροι Παρτιζάνοι κατέλαβαν την επικράτεια της χώρας, πολλοί Τσέτνικ υποχώρησαν προς την Ιταλία καιμια μικρότερη ομάδα προς την Αυστρία. Πολλοί συνελήφθησαν από τους Παρτιζάνους ή επιστράφηκαν στη Γιουγκοσλαβία από Βρετανικές δυνάμεις, ενώ μερικοί σκοτώθηκαν μετά τον επαναπατρισμό. Ορισμένοι δικάστηκαν για προδοσία και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης ή σε θάνατο. Πολλοί εκτελέστηκαν συνοπτικά, ειδικά κατά τους πρώτους μήνες μετά το τέλος του πολέμου. Ο Μιχαήλοβιτς καιοι λίγοι απομείναντες οπαδοί του προσπάθησαν να πολεμήσουν υποχωρώντας στη Ράβνα Γκόρα, αλλά ο ίδιος συνελήφθη από δυνάμεις των Παρτιζάνων. Τον Μάρτιο του 1946 ο Μιχαήλοβιτς μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι, όπου τον Ιούλιο δικάστηκε και εκτελέστηκε μετην κατηγορία της προδοσίας. Τα τελευταία χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμο, πολλοί Τσέτνικ αυτομόλησαν από τις μονάδες τους, καθώς ο αρχηγός των Παρτιζάνων, Στρατάρχης Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, κήρυξε γενική αμνηστία σε όλους όσοι είχαν κάποια στιγμή αυτομολήσει.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Τσέτνικ τέθηκαν εκτός νόμου στη νέα Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Στις 29 Νοεμβρίου 1945 ο Βασιλιάς Πέτρος Β΄εκθρονίστηκε από τη Γιουγκοσλαβική Συντακτική Συνέλευση μετά από ένα δημοψήφισμα με συντριπτική πλειοψηφία. Οι ηγέτες των Τσέτνικ είτε διέφυγαν από τη χώρα είτε συνελήφθησαν από τις αρχές. Στις 13 Μαρτίου 1946 ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη από τηνΟΖΝΑ, υπηρεσία ασφαλείας της Γιουγκοσλαβίας. Προσήχθη σε δίκη, κρίθηκε ένοχος εσχάτης προδοσίας κατά της Γιουγκοσλαβίας, καταδικάστηκε σε θάνατο καιστη συνέχεια εκτελέστηκε μετυφεκισμό στις 17 Ιουλίου.[146]
Το 1947 ο Τζούγιτς δικάστηκε και καταδικάστηκε ερήμηνγια εγκλήματα πολέμου από τηΓιουγκοσλαβία[147] Κηρύχθηκε εγκληματίας πολέμου γιατί, ως διοικητής της Μεραρχίας Ντίναρα, ήταν υπεύθυνος γιατην οργάνωση καιτη διεξαγωγή σειράς μαζικών δολοφονιών, σφαγών, βασανιστηρίων, βιασμών, ληστειών και φυλακίσεων καιτη συνεργασία με τους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές[148] Κατηγορήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος για τους θανάτους 1.500 ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου.[149]
Μετά την άφιξή του στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Τζούγιτς καιοι μαχητές του διαδραμάτισαν ρόλο στην ίδρυση του Κινήματος Ράβνα Γκόρα των Σέρβων Τσέτνικ[150]. Άλλες ομάδες των Τσέτνικ κατέφυγαν στις μεσοδυτικές Ηνωμένες Πολιτείες καιτην Αυστραλία[151]
Τον Ιανουάριο του 1951 η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση κατηγόρησε 16 άτομα προσκείμενα στους Τσέτνικ ως μέλη συνωμοσίας που σχεδίαζε να ανατρέψει την κυβέρνηση καινα επαναφέρει τον Βασιλιά Πέτρο στη βοήθεια των γαλλικών και αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Από τους κατηγορούμενους 15 καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές φυλάκισης και ένας σε θάνατο. Στις 12 Ιανουαρίου 1952 η κυβέρνηση ανέφερε ότι τέσσερις ή πέντε «ταξιαρχίες» των Τσέτνικ που καθεμία αριθμούσε περίπου 400 άνδρες υπήρχαν ακόμη και βρίσκονταν στα σύνορα μετην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία καιτην Αλβανία καιστα δάση του Μαυροβουνίου, επιτιθέμενες σε συναντήσεις του κομμουνιστικού κόμματος καισε κτίρια της αστυνομίας. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1952 μικρές ομάδες Τσέτνικ δρούσαν σε βουνά και δάση γύρω από το Καλίνοβικ καιτο Τρνόβο. Δίκες Τσέτνικ γιατην περίοδο του πολέμου διεξάγονταν μέχρι το 1957.[152]
Το 1975 ο Nίκολα Kάβαγια, συμπαθών των Τσέτνικ της διασποράς που ζούσε στοΣικάγοκαι ανήκε στο Σερβικό Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (SNDC), ήταν καθ' ομολογία του υπεύθυνος γιατη βομβιστική επίθεση στην κατοικία ενός Γιουγκοσλάβου προξένου, την πρώτη μιας σειρά επιθέσεων σε στόχους του Γιουγκοσλαβικού κράτους στις Ηνωμένες Πολιτείες καιτον Καναδά. Ο ίδιος καιοι συσσυνωμότες του συνελήφθηααν σεμια παγίδα που στήθηκε από τοFBIκαι καταδικάστηκαν για τρομοκρατία γιατην πραγματοποίηση καιτον σχεδιασμό βομβιστικών ενεργειών δύο Γιουγκοσλαβικές δεξιώσεις γιατην Εθνική Γιορτή της Γιουγκοσλαβίας. Αργότερα το ίδιο έτος, κατά τη διάρκεια της πτήσης γιανα εκτίσει την ποινή του, έκανε αεροπειρατεία στην πτήση 293 της American Airlines με σκοπό να ρίξει το αεροπλάνο στην έδρα του Τίτο στο Βελιγράδι, αλλά μεταπείστηκε. Τελικά του υποβλήθηκε 67ετής ποινή φυλάκισης[153].
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τονΣλόμπονταν Μιλόσεβιτςτο 1989 διάφορες ομάδες Τσέτνικ έκαναν μια «επιστροφή»[154]καιτο καθεστώς του «συνέβαλε καθοριστικά στην έναρξη της εξέγερσης των Τσέτνικ το 1990-1992 και στη συνέχεια στη χρηματοδότησή της»[155]Η ιδεολογία των Τσέτνικ επηρεάστηκε από το μνημόνιο της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνώντου 1985-1986[156]. Στις 28 Ιουνίου 1989, την 600ή επέτειο της Μάχης του Κοσσυφοπεδίου, Σέρβοι στη βόρεια Δαλματία, το Κνίν, το Ομπροβατς καιτο Μπένκοβατς, όπου υπήρχαν «παλαιά προπύργια των Τσέτνικ», πραγματοποίησαν τις πρώτες αντικροατικές κυβερνητικές διαδηλώσεις.[157]
Την ίδια ημέρα ο Τζούγιτς δήλωσε ότι οΒόισλαβ Σέσελι «αναλαμβάνει αμέσως τον ρόλο τουβοεβόδα των Τσέτνικ»[158]καιτον διέταξε να «εκδιώξει όλους τους Κροάτες, τους Αλβανούς και άλλα ξένα στοιχεία από το ιερό Σερβικό έδαφος», δηλώνοντας ότι θα επιστρέψει μόνο όταν η Σερβία εκκαθαριστεί από «τον τελευταίο Εβραίο, Αλβανό και Κροάτη»[159]. ΗΣερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ξεκίνησε την περιόδευση της λειψανοθήκης τουΠρίγκιπα Λάζαρου, που είχε συμμετάσχει στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου και είχε ανακηρυχτεί άγιος, καιτο καλοκαίρι έφτασε στη Μητρόπολη Ζβόρνικ-Τούζλα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, όπου υπήρχε μια αίσθηση «ιστορικής τραγωδίας του Σερβικού λαού, που βιώνει ένα νέο Κοσσυφοπέδιο «συνοδευόμενη από εθνικιστικές διακηρύξεις και αγιοποίηση των Τσέτνικ.[160]
Αργότερα το ίδιο έτος οι Σέσελι, Βουκ Ντράσκοβιτς και Mίρκο Γιόβιτς σχημάτισαν τηΣερβική Εθνική Ανανέωση (SNO)[161], κόμμα των Τσέτνικ[162]. Τον Μάρτιο του 1990 ο Ντράσκοβιτς καιο Σέσελι αποχώρησαν γιανα σχηματίσουν ένα ξεχωριστό κόμμα των Τσέτνικ, τοΣερβικό Κίνημα Ανανέωσης (SPO).[163]. Στις 18 Ιουνίου 1990 ο Σέσελι οργάνωσε τοΣερβικό Κίνημα Τσέτνικ (SČP) ανκαιδεν εγκρίθηκε η επίσημη εγγραφή του λόγω της προφανούς συνταύτισής τουμε τους Τσέτνικ. Στις 23 Φεβρουαρίου 1991 συγχωνεύθηκε μετοΕθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (NRS), ιδρύοντας τοΣερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (SRS) με πρόεδρο το Σέσελι και αντιπρόεδρο τονΤόμισλαβ Νίκολιτς[164]. Ήταν ένα κόμμα των Τσέτνικ[165] προσανατολισμένο προς τον νεοφασισμό, αγωνιζόμενο γιατην εδαφική επέκταση της Σερβίας.[166][167]Τον Ιούλιο του 1991 ξέσπασαν στην Κροατία συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων και Κροατώ και έγιναν συλλαλητήρια στα βουνά της Ράβνα Γκόρα με συνθήματα υπέρ του πολέμου και αναπολούμενες «δόξες» των σφαγών Κροατών και Μουσουλμάνων από τους Τσέτνικ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[168]Το SPO πραγματοποίησε πολλές συγκεντρώσεις στη Ράβνα Γκόρα.[169][170]
Κατά τη διάρκεια τωνΓιουγκοσλαβικών Πολέμων πολλοί Σέρβοι παραστρατιωτικοί χαρακτήρισαν εαυτούς ως Τσέτνικ.[171]Η στρατιωτική πτέρυγα του SRS ήταν γνωστή ως «Τσέτνικ» και προμηθευόταν όπλα από τονΓιουγκοσλαβικό Λαϊκό Στρατό (JNA) καιτη Σερβική αστυνομία[172]. Ο Σέσελι βοηθούσε προσωπικά τον εξοπλισμό των Σέρβων της Κροατίας[173]και στρατολόγησε εθελοντές στη Σερβία καιτο Μαυροβούνιο, στέλνοντας 5.000 άνδρες στην Κροατία και 30.000 στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη[174]. Σύμφωνα μετο Σέσελι «οι Τσέτνικ δεν ενεργούσαν ποτέ έξω από την αιγίδα του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού και της Σερβικής αστυνομίας»[175]. ΟΖέλικο Ραζνάτοβιτς, ένας αυτοαποκαλούμενος Τσέτνικ, ηγείτο μιας δύναμης Τσέτνικ που ονομαζόταν Σερβική Εθελοντική Φρουρά (SDG)[176]καιπου ιδρύθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1990.[177]Η SDG συνδεόταν μετο Υπουργείο Εσωτερικών της Σερβίας[178], επιχειρούσε υπό τη διοίκηση του JNA,[179]και αναφερόταν απευθείας στον Μιλόσεβιτς.[180] Είχε 1.000 - 1.500 άνδρες.[181]Ο Γιόβιτς, τότε Σέρβος Υπουργός Εσωτερικών, οργάνωσε την πτέρυγα νεολαίας της SNO ως Λευκούς Αετούς,[182] παραστρατιωτικούς που βασίζονταν αρκετά στο κίνημα των Τσέτνικ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[183]και έκαναν έκκληση γιαμια «Χριστιανική, Ορθόδοξη Σερβία χωρίς κανένα Μουσουλμάνο και κανέναν άπιστο.»[184] Συνδεόταν μετο SRS, ανκαιο Σέσελι το αρνιόταν[185].
Τόσο οι Λευκοί Αετοί όσο καιη SDG έπαιρναν οδηγίες από τη Γιουγκοσλαβική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας[186]Τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1991 οιΤσέτνικ τουΟζρεν (βουνό της Βοσνίας) ιδρύθηκαν γιανα «συνεχίσουν τις «καλύτερες» παραδόσεις των Τσέτνικ του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου».[187] Υπήρχε επίσης μια παραστρατιωτική ομάδα, οιΕκδικητές Τσέτνικ υπό την ηγεσία του Mίλαν Λούκιτς[188], που αργότερα ανέλαβε τη διοίκηση των Λευκών Αετών[189]. Μια μονάδα Τσέτνικ υπό την ηγεσία του Σλάβκο Αλεκσιτς επιχειρούσε υπό τη διοίκηση του Στρατού της Σερβικής Δημοκρατίας. Το 1991 πολέμησε στην περιοχή Κράινα της Κροατίας καιτο 1992 γύρω από το Σαράγεβο στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη[190].
Ο Μιλόσεβιτς καιοΡάντοβαν Κάρατζιτς, πρόεδρος της αυτοανακηρυχθείσας Σερβικής Δημοκρατίας, χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις των Τσέτνικ των Σέσελι και Ραζνάτοβιτς ως μέρος του σχεδίου τους γιατην εκδίωξη τωνμη Σέρβων καιγιατη δημιουργία μιας Μεγάλης Σερβίας μέσω της εθνοκάθαρσης, της τρομοκρατίας και της κατάπτωσης του ηθικού.[191]Οι σχηματισμοί των Σέσελι και Ραζνάτοβιτς επιχειρούσαν ως «αυτόνομες» ομάδες στο σχέδιο RAM,[192]που επιδίωκε να οργανώσει τους Σέρβους εκτός Σερβίας, να εδραιώσει τον έλεγχο των Σερβικών Δημοκρατικών Κομμάτων καινα εξασφαλίσει όπλα και πυρομαχικάJudah 2000, σελ. 170.</ref>, σεμια προσπάθεια ίδρυσης μια χώρας, χώρα όπου «όλοι οι Σέρβοι μετα εδάφη τους θα ζούσαν μαζί στο ίδιο κράτος».[193] Σύμφωνα μετον ιστορικό Nόελ Μάλκολμ, «τα μέτρα που έλαβαν ο Κάρατζιτς καιτο κόμμα του - [ανακηρύσσοντας Σερβικές] «Αυτόνομες Περιοχές», εξοπλισμός του Σερβικού πληθυσμού, μικρά τοπικά επεισόδια, διαρκής προπαγάνδα, αίτημα για «προστασία» του ομοσπονδιακού στρατού - ταιριάζουν ακριβώς με ό, τι είχε γίνει στην Κροατία. Λίγοι παρατηρητές θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν ότι ένα ενιαίο σχέδιο ήταν σε λειτουργία».
Οι μονάδες των Τσέτνικ ενεπλάκησαν σε μαζικές δολοφονίες και εγκλήματα πολέμου[194]. Το 1991 η κροατική κωμόπολη Ερντουτ καταλήφθηκε από την SDG καιτο JNA[195]και προσαρτήθηκε στο κράτος-μαριονέτα της Δημοκρατίας της Σερβικής Κράινα. Κροάτες και άλλοι μη Σέρβοι εκδιώχθηκαν ή σκοτώθηκαν και Σέρβοι εποίκισαν τα κενά χωριά στην περιοχή.[196]Την 1η Απριλίου 1992 η SDG επιτέθηκε στηνΜπιέλινακαι προέβη σε σφαγή των Μουσουλμάνων αμάχων[197]. Στις 4 Απριλίου άτακτοι Τσέτνικ βοήθησαν τον JNA στον βομβαρδισμό του Σαράγεβο. Στις 6 Απριλίου οι Τσέτνικ καιο JNA επιτέθηκαν στηνΜπιέλινα, τηΦότσα, τοΜπράτουνατςκαιτοΒίσεγκραντ. Στις 9 Απριλίου οι Τσέτνικ της SDG καιτου Σέσελι βοήθησαν τον JNA και τις ειδικές μονάδες των Σερβικών δυνάμεων ασφαλείας να καταλάβουν τοΖβόρνικκαινα εξαλείψουν τον τοπικό Μουσουλμανικό πληθυσμό[198].
Οι εκθέσεις που έστειλε ο Ραζνάτοβιτς στους Μιλόσεβιτς, Ράτκο Μλάντιτςκαι Μπλάγκογιε Ατζιτς ανέφεραν ότι το σχέδιο προχωρούσε, σημειώνοντας ότι η ψυχολογική επίθεση στονΒοσνιακό πληθυσμό στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη ήταν αποτελεσματική και έπρεπε να συνεχιστεί.[199]Οι δυνάμεις των Τσέτνικ διεξήγαγαν επίσης μαζικές δολοφονίες στο Βούκοβαρ καιτη Σρεμπρένιτσα[200]. Οι Λευκοί Αετοί ήταν υπεύθυνοι για τις σφαγές σε Βότσιν, Βίσεγκραντ, Φότσα, Σιέβεριν και Στρπτσι[201]καιγιατην κατατρομοκράτηση του Μουσουλμανικού πληθυσμού στο Σαντζάκ[202]. Τον Σεπτέμβριο του 1992 οι Τσέτνικ προσπάθησαν να αναγκάσουν τους Μουσουλμάνους του Σαντζάκ στην Πλιέβλια να φύγουν, καταστρέφοντας τα καταστήματα καιτα σπίτια τους, φωνάζοντας «Τούρκοι φύγετε» και «εδώ είναι Σερβία». Μέχρι τα μέσα του 1993 διέπραξαν πάνω από εκατό βομβιστικές επιθέσεις, απαγωγές, απελάσεις και τυφεκισμούς. Το SPO απειλούσε τους Μουσουλμάνους με απελάσεις όταν αντιδρούσαν στα αιτήματα για αυτονομία του Σαντζάκ.[203]
Στις 15 Μαΐου 1993 ο Σέσελι ανακήρυξε δεκαοκτώ (18) μαχητές των Τσέτνικ ως βοεβόδες, ονομάζοντας πόλεις που είχαν εκκκαθαριστεί από μη Σέρβους προς τιμή τους, καιπου τους ευλόγησε αργότερα ένας ορθόδοξος ιερέας. [204]Ο Σέσελι περιγράφηκε ως «ένας άνθρωπος του οποίου οι μονάδες δολοφόνων κομάντο που έδρασαν στην Κροατία καιτη Βοσνία δημιούργησαν τη χειρότερη παράδοση των Τσέτνικ[205].
Αργότερα το SRS έγινε εταίρος του κυβερνητικού συνασπισμού του Μιλόσεβιτς καιτο 1998 ο Τζούγιτς δήλωσε δημοσίως ότι εξέφρασε τη λύπη τουγιατην απονομή του τίτλου στο Σέσελι, λέγοντας: «Ήμουν αφελής όταν όρισα το Σέσελι [ως] βοεβόδα, ζητώ από τον λαό μουναμε συγχωρήσει. Ο μεγαλύτερος νεκροθάφτης της Σερβίας είναι ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς»[206]και ότι είναι «απογοητευμένος από το Σέσελι γιατην ανοικτή συνεργασία τουμετο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μιλόσεβιτς, με τους Κομμουνιστές που έχουν αλλάξει μόνο το όνομά τους ... Ο Σέσελι κηλίδωσε την υπόληψη των Τσέτνικ καιτου Σερβικού εθνικισμού».[207]Το 2000 ο Ραζνάτοβιτς δολοφονήθηκε πριν από τη δίωξη του από το Διεθνές Δικαστήριο γιατην πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY).[208]Το 2003 ο Σέσελι παραδόθηκε στο ICTY αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου[209]και αθωώθηκε το 2016.
Ο Νίκολιτς, πουο Σέσελι το 1993 τον είχε ανακηρύξει βοεβόδα[210]καιτου είχε απονείμει το παράσημο του Τάγματος των Ιπποτών των Τσέτνικ γιατο «προσωπικό θάρρος στην υπεράσπιση της πατρίδας»,[211] ανέλαβε το SRS[212] Ορκίστηκε να επιδιώξει μια Μεγάλη Σερβία «με ειρηνικά μέσα».[213]Το 2008 ο Λούκιτς καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου[214].
Τη δεκαετία του 1980 οι Σέρβοι ιστορικοί ξεκίνησαν τη διαδικασία επανεξέτασης της αφήγησης του πώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε παρουσιαστεί στη Γιουγκοσλαβία, συνοδευόμενη από την αποκατάσταση του ηγέτη των Τσέτνικ Ντράζα Μιχαήλοβιτς.[215][216] Οντας προκατειλημμένοι γιατην εποχή αυτή, Σέρβοι ιστορικοί προσπάθησαν να υπερασπιστούν την ιστορία των Τσέτνικ παρουσιάζοντάς τους ως δίκαιους αγωνιστές της ελευθερίας που πολέμησαν τους Ναζί, αφαιρώντας από τα βιβλία της ιστορίας τις αμφιλεγόμενες συμμαχίες με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς[217][218][219][220], ενώ τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τους Τσέτνικ ενάντια στους Κροάτες και τους Μουσουλμάνους στη σερβική ιστοριογραφία είναι ολοσχερώς «κρυμμένα στη σιωπή»[221].
Στη Σερβία υπήρξε μια αναβίωση του κινήματος Chetnik.[222][223] Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 το SPO διοργανώνει κάθε χρόνο το «Κοινοβούλιο της Ράβνα Γκόρα»[224]καιτο 2005 το οργάνωσε για πρώτη φορά με κρατική χρηματοδότηση[225]. Ο πρόεδρος της Κροατίας Στίπε Μέσιτς ακύρωσε αργότερα μια προγραμματισμένη επίσκεψη στη Σερβία, καθώς συνέπεσε μετη συγκέντρωση αυτή.[226]Οι άνθρωποι που παρευρίσκονται στην εκδήλωση φορούν απεικονίσεις των Τσέτνικ καιτι-σερτ μετη μορφή του Μιχαήλοβιτς[227] ή του Μλάντιτς[228], που έχει καταδικαστεί για κατηγορίες γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου[229]. Το SRS με επικεφαλής τον Νίκολιτς, που εξακολουθεί να υποστηρίζει τη Μεγάλη Σερβία και έχει τις ρίζες τουστο κίνημα των Τσέτνικ[230], κέρδισε τις εκλογές του 2003 με 27,7 % και 82 έδρες από τις 250 του Κοινοβουλίου.[231]Το 2005 οΠατριάρχης Παύλος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υποστήριξε το SRS[232], που αργότερα κέρδισε τις εκλογές του 2007με 28,7 % των ψήφων[233]Το 2008 ο Νίκολιτς αποχώρησε από το SRS γιατο θέμα της συνεργασίας μετηνΕυρωπαϊκή Ένωσηκαι σχημάτισε τοΣερβικό Προοδευτικό Κόμμα[234].
Τα σερβικά σχολικά βιβλία από τη δεκαετία του 1990 περιέλαβαν ιστορική αναθεώρηση του ρόλου των Τσέτνικ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[235]Η επανεξέταση καιη αναθεώρηση έχουν εστιαστεί κυρίως σε τρεις τομείς: τις σχέσεις Τσέτνικ -Παρτιζάνων, τη συνεργασία μετον Άξονα καιτα εγκλήματα κατά των αμάχων[236]. Το σερβικό σχολικό βιβλίο του 2002 που προοριζόταν για τις τελευταίες τάξεις των λυκείων[237] υμνούσε τους Τσέτνικ ως εθνικούς πατριώτες, υποβάθμιζε το κίνημα των Παρτιζάνων και προκάλεσε διαμαρτυρίες από ιστορικούς[238]. Δεν περιείχε καμία αναφορά στη συνεργασία των Τσέτνικ με τους κατακτητές ή στις φρικαλεότητες που είχαν διαπράξει σε βάρος τωνμη Σέρβων. Οι Τσέτνικ που σκότωναν άτομα που συνεργάζονταν με τους κομμουνιστές αναφέρονταν ως αποστάτες-εξαιρέσεις.[239]Οι Τσέτνικ αναφέρονταν ως «ο πυρήνας της σερβικής αντίστασης στις πόλεις» και «αντίθετα προς τους κομμουνιστές, που ήθελαν να διασπάσουν τον εθνικό χώρο της Σερβίας, επιδίωξαν να επεκτείνουν τη Σερβία ενσωματώνοντας το Μαυροβούνιο, ολόκληρη τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, μέρος της Δαλματίας όπως το Ντουμπρόβνικ καιτο Ζαντάρ, ολόκληρη τη Σύρμια, συμπεριλαμβανομένων των Βούκοβαρ, Βίνκοβτσι καιΝταλι, το Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια καιτη Νότια Σερβία (Βόρεια Μακεδονία)» και εμφανίζονταν ως προδομένοι από τους Συμμάχους[240]Το κίνημα των Τσέτνικ ισχυρίζεται ότι είναι το μοναδικό γιατα «Σερβικά εθνικά συμφέροντα» καιη ήττα του εξομοιώνεται μετην ήττα της Σερβίας, διατυμπανίζοντας ότι: «Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σέρβοι πολίτες καταστράφηκαν, το εθνικό κίνημα συνετρίβη καιη διανόηση ισοπεδώθηκε»[241]. Μετά από τη δημόσια κριτική το βιβλίο του 2006 για την τελευταία τάξη του δημοτικού σχολείου αναφέρθηκε στη συνεργασία μετονΑξονα, αλλά προσπάθησε νατο δικαιολογήσει και ανέφερε ότι όλες οι ομάδες κατά τον πόλεμο συνεργάστηκαν.[242]
Τον Μάρτιο του 2004 ηΕθνοσυνέλευση της Σερβίας ψήφισε νέο νόμο που εξίσωνε τους Τσέτνικ και τους Παρτιζάνους ως εξ ίσου αντιφασίστες[243][244], με 176 ψήφους υπέρ, 24 κατά και 4 αποχές. Ο Βόισλαβ Μιχαήλοβιτς, αντιπρόεδρος τουΣερβικού Κοινοβουλίουκαι εγγονός του Ντράζα Μιχαήλοβιτς, δήλωσε ότι ήταν «καθυστερημένο, αλλά ικανοποιεί μια σημαντική μερίδα της Σερβίας, τους απογόνους τους. Δενθα λάβουν οικονομικούς πόρους, αλλά θα έχουν την ικανοποίηση ότι οι παππούδες και πατέρες τους ήταν αληθινοί αγωνιστές γιαμια ελεύθερη Σερβία».[245]Οι ενώσεις των Παρτιζάνων βετεράνων πολέμου επέκριναν τον νόμο και δήλωσαν ότι η Σερβία ήταν« η πρώτη χώρα στην Ευρώπη που ανακήρυξε ένα κίνημα κουίσλιγκ ως απελευθερωτικό και αντιφασιστικό».[246]Το 2009 τα σερβικά δικαστήρια αποκατέστησαν έναν από τους επικεφαλής ιδεολόγους των Τσέτνικ Ντράγκισα Βάσιτς.[247]Τον Σεπτέμβριο του 2012 τοΣυνταγματικό Δικαστήριο της Σερβίας κήρυξε τον νόμο του 2004 αντισυνταγματικό ότι οι βετεράνοι Τσέτνικ δεν είχαν δικαίωμα επιδόματος και ιατρικής βοήθειας διατηρώντας παράλληλα τα δικαιώματά τους για σύνταξη και αποκατάσταση[248].
Ο Σέρβος μπασκετμπολίστας Mίλαν Γκούροβιτς έχει ένα τατουάζ του Μιχαήλοβιτς στο αριστερό του χέρι, με αποτέλεσμα απαγόρευση από το 2004 να παίζει στην Κροατία όπου αυτό θεωρείται «υποκίνηση ... φυλετικού, εθνικού ή θρησκευτικού μίσους»[249]. Αργότερα η Βοσνία και Ερζεγοβίνη καιη Τουρκία θέσπισαν μια ανάλογη απαγόρευση.[250]Ο Σέρβος ροκ μουσικός και ποιητής Μπόρα Τζόρτζεβιτς, ηγέτης του πολύ δημοφιλούς ροκ συγκροτήματος Ρίμπλια Τσόρμπα, είναι επίσης ένας αυτοανακηρυχθείς Τσέτνικ, αλλά τους ονομάζει «εθνικό κίνημα πολύ παλιότερο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», προσθέτοντας ότι δεν μισεί άλλα έθνη και ποτέ δεν ήταν μέλος του SRS, ούτε υποστήριξε τη Μεγάλη Σερβία[251]
Τον Μάιο του 2002, προετοιμάστηκαν σχέδια για ένα μνημειακό συγκρότημα της «Μαυροβουνιακής Ράβνα Γκόρα», κοντά στοΜπέρανε. Το συγκρότημα επρόκειτο να αφιερωθεί στον Τζούρισιτς, που όχι μόνο πέρασε ένα μέρος της νεότητάς τουστο Μπέρανε αλλά είχε επίσης την έδρα του κατά τον πόλεμο εκεί[252]. Τον Ιούνιο του 2003 η Υπουργός Πολιτισμού του Μαυροβουνίου Βέσνα Κιλίμπαρντα απαγόρευσε την κατασκευή του μνημείου, λέγοντας ότι στο Υπουργείο Πολιτισμού δεν είχε υποβληθεί αίτηση για έγκριση της κατασκευής του[253].
Ο Σύνδεσμος Βετεράνων Πολέμου του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (SUBNOR) αντιτάχθηκε στην κατασκευή του μνημείου λέγοντας ότι ο Τζούρισιτς ήταν εγκληματίας πολέμου, υπεύθυνος γιατον θάνατο πολλών συναδέλφων του συνδέσμου τους και 7.000 Μουσουλμάνων[254]. Ο σύλλογος ανησύχησε επίσης για τις οργανώσεις που υποστήριξαν την κατασκευή του, συμπεριλαμβανομένης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίαςκαιτου τμήματός της του Μαυροβουνίου, υπό τον Μητροπολίτη Αμφιλοχίου[255]. Η Μουσουλμανική Ένωση του Μαυροβουνίου καταδίκασε την κατασκευή και δήλωσε ότι «αυτή είναι μια προσπάθεια νατον αποκαταστήσουν καιμια μεγάλη προσβολή στα παιδιά των αθώων θυμάτων καιτου Μουσουλμανικού λαού στο Μαυροβούνιο».[256] Στις 4 Ιουλίου η κυβέρνηση του Μαυροβουνίου απαγόρευσε τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, δηλώνοντας ότι «προκάλεσε δημόσια ανησυχία, ενθάρρυνε τον διχασμό μεταξύ των πολιτών του Μαυροβουνίου και υποκίνησε το εθνικό και θρησκευτικό μίσος καιτη μισαλλοδοξία».[257] Ένα δελτίο τύπου από την αρμόδια γιατην κατασκευή του μνημείου επιτροπή ανέφερε ότι οι ενέργειες της κυβέρνησης ήταν «απολύτως παράνομες και απαράδεκτες».[258] Στις 7 Ιουλίου το βάθρο που προετοιμάστηκε γιατην ανέγερση του μνημείου αφαιρέθηκε από την αστυνομία.[259][260]
Το 2011 το Σερβικό πολιτικό κόμμα του Μαυροβουνίου Νέα Σερβική Δημοκρατία (NOVA) ανανέωσε τις προσπάθειές τουγιατην κατασκευή ενός μνημείου και δήλωσε ότι ο Τζούρισιτς και άλλοι βασιλικοί Γιουγκοσλάβοι αξιωματικοί ήταν «ηγέτες της εξέγερσης της 13ης Ιουλίου» και ότι «συνέχισαν τον αγώνα τους γιατην απελευθέρωση της χώρας υπό την ηγεσία του Βασιλιά Πέτρου και της Κυβέρνησης του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας».[261]
Στις 22 Ιουλίου 1996 η οντότητα της Σερβικής Δημοκρατίαςστη Βοσνία και Ερζεγοβίνη ψήφισε ένα νόμο γιατα δικαιώματα των βετεράνων, που κάλυπτε ρητά τους πρώην Τσέτνικ, αλλά δεν συμπεριλάμβανε πρώην Παρτιζάνους[262].
Κατά τονΠόλεμο της Βοσνίαςο κεντρικός δρόμος του Μπρτσκο μετονομάστηκε σε "Λεωφόρο Στρατηγού Ντράζα Μιχαήλοβιτς" και στις 8 Σεπτεμβρίου 1997 ένα άγαλμα του Μιχαήλοβιτς στήθηκε στο κέντρο της πόλης.[263]Το 2000 ο δρόμος μετονομάστηκε σε «Λεωφόρο της Ειρήνης»[264]. καιτο 2004, μετά από άσκηση πίεσης από Βόσνιους επαναπατρισθέντες και παρέμβαση του Γραφείου του Ύπατου Εκπροσώπου, το άγαλμα μεταφέρθηκε σε ορθόδοξο νεκροταφείο που βρίσκεται στα περίχωρα του Μπρτσκο.[265] Απομακρύνθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2005 και στις 18 Αυγούστου 2013 τοποθετήθηκε στο Βίσεγκραντ[266].
Τον Μάιο του 1998 ιδρύθηκε το Κίνημα Τσέτνικ της Ράβνα Γκόρα της Σερβικής Δημοκρατίας και αυτοανακηρύχθηκε στρατιωτικός βραχίονας της SDS καιτου SRS. Τον Απρίλιο του 1998 υπήρξε η «ημερομηνία-κλειδί στην πρόσφατη ιστορία του» όταν ο Σέσελι μίλησε γιαμια συνάντηση στο Μπρτσκο με εκπροσώπους της SDS, του SRS, της Σερβικής Εθνικής Συμμαχίας (SNS), της Συνέλευσης των Σέρβων Αδελφών της Μητέρας Γεβρόσιμα, του Ανώτατυο Συμβούλιου των Βετεράνων Τσέτνικ της Σερβικής Δημοκρατίας καιτου Κίνηματος Τσέτνικ της Ράβνα Γκόρα της Σερβίας. Τον Απρίλιο του 1999 αναγνωρίστηκε νόμιμα και αργότερα μετονομάστηκε σε Σερβικό Εθνικό Πατριωτικό Κίνημα. Σημαντικά πρόσωπα στις απαρχές της ήταν οι Kάρατζιτς, Μλάντιτς, Nίκολα Πόπλασεν, Ντράγκαν Τσάβιτς, Μίρκο Μπάνιατς, Μίρκο Μπλαγκόγεβιτς, Βέλιμπορ Οστογιτς, Βόικο Μαξίμοβιτς και Μπόζινταρ Βουτσούρεβιτς. Λειτουργούσε σε δεκατέσσερις περιοχές όπου τα μέλη εργάζονταν σε "τρόικες", διεισδύοντας σε διάφορες πολιτικές οργανώσεις[267]. Στις 5 Μαΐου 2001 διέκοψε τις τελετές τοποθέτησης του ακρογωνιαίου λίθου γιατην ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου τζαμού του Ομέρ Πασά στο Τρεμπίνιε[268]και στις 7 Μαΐου γιατο κατεστραμμένο τζαμί Φερχάτ Πασά στηνΜπάνια Λούκα[269]. Το βοσνιακό περιοδικό Daniπου συνδέεται μετην εφημερίδα Oslobođenje ισχυρίστηκε ότι η "διεθνής κοινότητα" καιοΟργανισμός γιατην Ασφάλεια καιτη Συνεργασία στην Ευρώπητο χαρακτήρισαν τρομοκρατική και φιλοφασιστική οργάνωση[270]. Το 2005 ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζορτζ Μπους εξέδωσε διαταγή καιτα περιουσιακά του στοιχεία στις ΗΠΑ, μαζί με εκείνα άλλων οργανώσεων, μπλοκαρίστηκαν λόγω της αντίθεσής τουστη Συμφωνία του Ντέιτον[271].
Στις 12 Ιουλίου 2007, μια μέρα μετά τη 12η επέτειο της Σφαγής της Σρεμπρένιτσακαιτην ταφή 465 ακόμη θυμάτων, μια ομάδα ανδρών ντυμένων με στολές των Τσέτνικ παρέλασε στους δρόμους της Σρεμπρένιτσα. Όλοι φορούσαν εμβλήματα των στρατιωτικών μονάδων που διέπραξαν τη σφαγή τον Ιούλιο του 1995.[272] Στις 11 Ιουλίου 2009, μετά την ταφή 543 θυμάτων στη Σρεμπρένιτσα, μέλη του Κινήματος Τσέτνικ της Ράβνα Γκόρα έκαψαν τη σημαία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, διέσχισαν τους δρόμους φορώντας μπλουζάκια μετο πρόσωπο του Μλάντιτς και τραγουδούσαν τραγούδια των Τσέτνικ[273].[274][275]Μια ομάδα ανδρών και γυναικών συνδεόμενων μετη Σερβική ακροδεξιά ομάδα Όμπραζ «τραγουδούσε υβριστικά εναντίον των θυμάτων και υπέρ του κινήματος των Τσέτνικ, ζητώντας την εξάλειψη του Ισλάμ».[276]. Μια πλήρης αναφορά του συμβάντος υποβλήθηκε στο τοπική Εισαγγελία, αλλά κανείς δεν διώχθηκε.[277]Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης έχει αγωνιστεί γιατην ψήφιση νόμου πουθα θέτει την ομάδα εκτός νόμου στη Βοσνία [278].
Ο Mίλοραντ Πόποβατς του Ανεξάρτητου Δημοκρατικού Σερβικού Κόμματος στην Κροατία (ο σημερινός ηγέτης των Σέρβων της Κροατίας και μέλος του Κροατικού Κοινοβουλίου) περιέγραψε την οργάνωση ως "φασίστες δωσίλογους"[279].
Οι Σερβοαμερικανοί έστησαν ένα μνημείο αφιερωμένο στον Πάβλε Τζούρισιτς στο Σερβικό νεκροταφείο στο Λιμπέριβιλ τουΙλινόι. Η διοίκηση καιοι παίκτες της ποδοσφαιρικής ομάδας Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίουτο επισκέφθηκαν στις 23 Μαΐου 2010.[280]
Τον Μάρτιο του 2014 Σέρβοι εθελοντές αυτοαποκαλούμενοι Τσέτνικ, με επικεφαλής τον Σέρβο εθνικιστή Μπράτισλαβ Ζίβκοβιτς, ταξίδεψαν στηΣεβαστούπολη της Κριμαίαςγιανα στηρίξουν τη φιλορωσική πλευρά στην κρίση της Κριμαίας. Μιλούσαν για «κοινό σλαβικό αίμα και ορθόδοξη πίστη», αναφέρθηκαν σε ομοιότητες με τους Κοζάκουςκαι ισχυρίστηκαν ότι ανταπέδωσαν την υποστήριξη των Ρώσων εθελοντών που πολέμησαν στο πλευρό των Σέρβων κατά τους Γιουγκοσλαβικούς Πολέμους [281]. Συμμετέχοντας στις συνεχιζόμενες μάχες στην ανατολική Ουκρανία από την έναρξή τους στις αρχές του 2014, αναφέρθηκε τον Αύγουστο του 2014 ότι οι Τσέτνικ σκότωσαν 23 Ουκρανούς στρατιώτες και κατέλαβαν «σημαντικό αριθμό τεθωρακισμένων οχημάτων» κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μετον Ουκρανικό στρατό.
↑Glenny, Misha (2001). THE BALKANS, Nationalism, War, and the Great Powers, 1804-1999. New York, U.S.A: PENGUIN BOOKS. σελ. 530.
↑KUPAROVNA, MARCIA (2010). SHADOWS ON THE MOUNTAIN, The Allies, the Resistance, and the Rivalries That Doomed WWII Yugoslavia. New Jersey, U.S.A: John Wiley & Sons, Inc. σελ. 230,231.
↑Vladimir Geiger. "Human Losses of the Croats in World War II and the Immediate Post-War Period Caused by the Chetniks (Yugoslav Army in the Fatherand) and the Partisans (People's Liberation Army and the Partisan Detachments of Yugoslavia/Yugoslav Army) and the Communist Authorities: Numerical Indicators". Croatian Institute of History: 85–87.
↑Emmert, Thomas; Ingrao, Charles (2013). Conflict in Southeastern Europe at the End of the Twentieth Century: A" Scholars' Initiative" Assesses Some of the Controversies. Routledge. σελ. 42. ISBN 9781317970163.
↑ Drapac, Vesna (2014). "Catholic resistance and collaboration in the Second World War: From Master Narrative to Practical Application". In Rutar, Sabine. Beyond the Balkans: Towards an Inclusive History of Southeastern Europe. LIT Verlag. σελ. 282. ISBN 9783643106582.
↑ Ramet, Sabrina P. (2005). Serbia since 1989: Politics and Society under Milopevic and After. University of Washington Press. σελ. 129. ISBN 9780295802077.
↑ Subotic, Jelena (2015). "The Mythologizing of Communist Violence". In Stan, Lavinia; Nedelsky, Nadya. Post-communist Transitional Justice: Lessons from Twenty-five Years of Experience. Cambridge University Press. σελ. 201. ISBN 9781107065567.
↑ Finney, Patrick (2010). "Land of Ghosts: Memories of War in the Balkans". In Buckley, John; Kassimeris, George. The Ashgate research companion to modern warfare. Routledge. σελ. 353. ISBN 9781409499534.