Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει την πλειοψηφία του πληθυσμού της Σερβίας, τουΜαυροβουνίουκαι της οντότητας της Σερβικής Δημοκρατίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης. Είναι οργανωμένο σεμητροπόλειςκαι επαρχίες που βρίσκονται κυρίως στη Σερβία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο καιτηνΚροατία, αλλά καισε όλο τον κόσμο όπου ζειη Σερβική διασπορά[2].
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι μία αυτοκέφαληΟρθόδοξη Εκκλησίακαι νεοπαγές Πατριαρχείο από το 1920. ΟΠατριάρχης της Σερβίας λειτουργεί ως πρώτος μεταξύ ίσων στην εκκλησία του. Σήμερινός Πατριάρχης είναι οΠορφύριος. Η Εκκλησία απέκτησε αυτοκέφαλο καθεστώς το 1219 υπό την ηγεσία τουΑγίου Σάββα, όταν έγινε ανεξάρτητη Αρχιεπισκοπή της Ζίτσα. Το καθεστώς της αναβαθμίστηκε σε εκείνο του Πατριαρχείου το 1346 και στη συνέχεια ήταν γνωστή ως Σερβικό Πατριαρχείο τουΙπεκίου, όταν καταργήθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκουςτο 1766. Το 1879, τοΟικουμενικό Πατριαρχείο, προχώρησε στην κανονική αναγνώριση της πλήρους εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας (αυτοκεφαλία) της Μητρόπολης τουΒελιγραδίου.[3]Η νεότερη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία επανιδρύθηκε το 1920 μετά την ενοποίηση του Πατριαρχείου τουΚάρλοβτσι, της Μητρόπολης του Βελιγραδίου και της Μητρόπολης τουΜαυροβουνίου.
Ο Χριστιανισμός εξαπλώθηκε σταΒαλκάνια από τον 1ο αιώνα. Ο Φλώρος καιο Λαύρος τιμούνται ως Χριστιανοί μάρτυρες του 2ου αιώνα. δολοφονήθηκαν μαζί με 300 χριστιανούς στο Λίπλιαν του σημερινού Κοσσυφοπέδιου. ΟΜέγας Κωνσταντίνος (306-337), που γεννήθηκε στηΝις, ήταν ο πρώτος Χριστιανός Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Αρκετοί επίσκοποι που είχαν την έδρα τους στη σημερινή Σερβία συμμετείχαν στηνΑ΄ Οικουμενική Σύνοδο (325), όπως ο Ουρσάκιος τουΣινγκίντουνουμ. Το 380 ο Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής ΑυτοκρατορίαςΘεοδόσιος όρισε οι υπήκοοι τουνα είναι Χριστιανοί σύμφωνα μετο δόγμα της Συνόδου της Νίκαιας. Στη Βυζαντινή εκκλησία χρησιμοποιούντο ταΕλληνικά, ενώ στη Ρωμαϊκή ταΛατινικά. Μετην οριστική διαίρεση του 395, η σχετική γραμμή στην Ευρώπη διέτρεχε τονΔρίνο. ΟΤιμ Τζούντα αναφέρει ότι η διαίρεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα οιΣέρβοινα είναι ΟρθόδοξοικαιοιΚροάτεςΡωμαιοκαθολικοί. Στην Παλαιοχριστιανική κληρονομιά ανήκει η Αρχιεπισκοπή της Ιουστινιανής Πρώτης, που ιδρύθηκε το 535 και είχε δικαιοδοσία σε ολόκληρη τη σημερινή Σερβία. Ωστόσο η Αρχιεπισκοπή δεν μακροημέρευσε, καθώς οιΣλάβοικαιοιΆβαροι κατέστρεψαν την περιοχή κάποια στιγμή μετά το 602, οπότε γίνεται η τελευταία αναφορά σε αυτή. Το 733[4]οΛέων Γ´ μεταβίβασε στην δικαιοδοσία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως την Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, τηνΣικελίακαιτηνΚαλαβρία (νότια Ιταλία). Τότε πατριάρχης ήταν οΑναστάσιος. [5]
Η ιστορία του αρχαίου μεσαιωνικού Σερβικού Πριγκιπάτου καταγράφεται στο έργο Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ρωμανόν, που συνέταξε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-959). Το έργο αυτό έδωσε πληροφορίες για τους Σέρβους από, μεταξύ άλλων, μια σερβική πηγή.[6]Οι Σέρβοι αναφέρεται ότι απέκτησαν την προστασία του Αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641) καιο Πορφυρογέννητος τονίζει ότι οι Σέρβοι ήταν πάντα υπό την αυτοκρατορική κυριαρχία.[7]Η περιγραφή τουγιατον πρώτο εκχριστιανισμότων Σέρβων μπορεί να χρονολογηθεί στο 632-638. Αυτό όμως μπορεί να ήταν εφεύρημα του Πορφυρογέννητου, ή ίσως να είχε συμβεί, περιλαμβάνοντας μόνο μια περιορισμένη ηγετική ομάδα καιστη συνέχεια έγινε ελάχιστα δεκτή από τα ευρύτερα στρώματα της φυλής.[8]Η καθιέρωση του χριστιανισμού ως κρατικής θρησκείας χρονολογείται από την εποχή του Πρίγκιπα Μούτιμιρ (851-891) καιτουΒυζαντινού ΑυτοκράτοραΒασιλείου Α΄ (β. 867-886). Ο Πορφυρογέννητος βεβαιώνει ότι οι Κροάτες καιοι Σέρβοι έστειλαν εκπροσώπους ζητώντας βάπτισμα, Ο Βασίλειος "βάπτισε όλους εκείνους πουδεν είχαν βαφτιστεί από τα προαναφερθέντα έθνη".[9]Ο εκχριστιανισμός οφειλόταν εν μέρει στη Βυζαντινή καιστη μετέπειτα Βουλγαρική επιρροή.[10] Επικοινωνία μεταξύ της Σερβίας και της Μεγάλης Μοραβίας, όπου δραστηριοποιείτο οΜεθόδιος, πρέπει να ήταν δυνατή, τουλάχιστον κατά την ηγεμονία του Κόσελ (861-874) στηνΠαννονία. Το γεγονός αυτό, κατά τα φαινόμενα, γνώριζε ο πάπας κατά το σχεδιασμό της επισκοπής του Μεθόδιου, καθώς και εκείνης τωνΔαλματικών ακτών, που βρίσκονταν στα χέρια των Βυζαντινών βόρεια ως τοΣπλιτ.[10] Υπάρχει πιθανότητα μερικοί μαθητές τωνΑγιων Κύριλλου και Μεθόδιουνα έφτασαν στη Σερβία τη δεκαετία του 870, ίσως μάλιστα να τους έστειλε ο ίδιος ο Μεθόδιος.[10]Η Σερβία θεωρείτο χριστιανική περίπου από το 870.[10]
Η πρώτη σερβική επισκοπή ιδρύθηκε στο Ρας, κοντά στο σύγχρονο Νόβι Παζάρστονποταμό Ιμπάρ. Η αρχική υπαγωγήτης είναι αβέβαιη. Μπορεί να υπαγόταν στοΣπλιτ ή στοΔυρράχιο, που τότε ήταν βυζαντινά. Η πρώτη εκκλησία του Ρας μπορεί να χρονολογηθεί στον 9ο-10ο αιώνα, μετο σχέδιο της ροτόντας χαρακτηριστικό των πρώτων εκκλησιών της αυλής. Η επισκοπή ιδρύθηκε λίγο μετά το 871, επί του Μούτιμιρ στα πλαίσια του γενικού σχεδίου εγκατάστασης επισκοπών στα σλαβικά εδάφη της αυτοκρατορίας, που επικυρώθηκε από το Συμβούλιο της Κωνσταντινούπολης το 879-880. Τα ονόματα των Σέρβων ηγεμόνων μέχρι το Μούτιμιρ (β. 851-891) είναι σλαβικά διθεματικά ονόματα, σύμφωνα μετην παλαιά σλαβική παράδοση. Μετο χριστιανισμό τον 9ο αιώνα εμφανίζονται τα χριστιανικά ονόματα. Οι επόμενες γενιές Σέρβων ηγεμόνων είχαν χριστιανικά ονόματα (Πέταρ, Στέφαν, Παύλε, Ζαχάριε, κ.λπ.), δείγματα μεγάλων βυζαντινών ιεραποστολών τη δεκαετία του 870. Ο Πέταρ Γκοϊνίκοβιτς (892-917) ήταν προφανώς χριστιανός πρίγκιπας καιο Χριστιανισμός πιθανότατα εξαπλώθηκε την εποχή τουκαι καθώς η Σερβία συνόρευε μετη Βουλγαρία, χριστιανικές επιρροές και ίσως ιεραπόστολοι ήρθαν από εκεί, ακόμη περισσότερο κατά την εικοσαετή ειρήνη. Η προσάρτηση της Σερβίας από τη Βουλγαρία το 924 ήταν σημαντική γιατη μελλοντική κατεύθυνση της Σερβικής εκκλησίας και τότε, το αργότερο, η Σερβία πρέπει να δέχθηκε τοΚυριλλικό αλφάβητοκαιτα σλαβικά θρησκευτικά κείμενα, ήδη γνωστό αλλά ίσως όχι ακόμα προτιμώμενα από τα ελληνικά.
Το 1018-19 ιδρύθηκε ηΑρχιεπισκοπή Αχριδών, μετά την κατάκτηση της Βουλγαρίας από τους Βυζαντινούς. Η ελληνική αντικατέστησε τη σλαβική ως λειτουργική γλώσσα. Η Σερβία διοικείτο εκκλησιαστικά από διάφορες επισκοπές: η επισκοπή του Ρας, που αναφέρεται στο πρώτο διάταγμα τουΒασιλείου Β΄ (β. 976-1025), υπήχθη στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών και κάλυψε τις περιοχές της νότιας Σερβίας, από τους ποταμούς Ράσκα, ΙμπάρκαιΛιμ, όπως φαίνεται στο δεύτερο διάταγμα του Βασιλείου Β΄. Σταχρυσόβουλλατου Βασιλείου Β΄, που χρονολογούνται από το 1020, η επισκοπή του Ρας αναφέρεται ότι καλύπτει το σύνολο της Σερβίας, με έδρα την Εκκλησία των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Ρας. Μεταξύ των πρώτων επισκόπων ήταν ο Λεόντιος (1123-1126), ο Κύριλλος (1141-1143), ο Ευθύμιος (1170) καιο Καλλίνικος (1196). Αργότερα εντάχθηκε στην αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή της Ζίτσα το 1219, την εποχή του Αγίου Σάββα.
Το Ευαγγέλιο του 10ου ή του 11ου αιώνα Κώδιξ Μαριανός, που γράφτηκε στηνΠαλαιά Εκκλησιαστική ΣλαβονικήστηΓλαγολιτική γραφή, είναι ένα από τα παλαιότερα γνωστά σλαβικά χειρόγραφα και γράφτηκε εν μέρει στη σερβική εκδοχή της Παλαιάς Εκκλησιαστικής Σλαβονικής.[11] Άλλα πρώιμα χειρόγραφα περιλαμβάνουν ταΓκρσκόβιτσεβ όντλομακ ΑπόστολακαιΜιχανόβιτσεβ όντλομακτου 11ου αιώνα.
Ο Σέρβος πρίγκιπας Ράστκο Νεμάνιτς, γιος τουΣτέφανου Νεμάνια, ορκίστηκε μοναχός στοΆγιο Όρος ως Σάββας το 1192. Τρία χρόνια αργότερα ο πατέρας τουτον ακολούθησε και έγινε μοναχός ως Συμεών.[12] Πατέρας και γιος ζήτησαν από την Ιερά Κοινότητα να ιδρυθεί το σερβικό θρησκευτικό κέντρο στην εγκαταλελειμμένη Μονή Χιλανδαρίου, που ανακαίνισαν, σηματοδοτώντας την αρχή της αναγέννησης (στις τέχνες, τη λογοτεχνία καιτη θρησκεία). Ο πατέρας του Σάββα πέθανε στη Μονή Χιλανδαρίου το 1199 και ανακηρύχθηκε άγιος ως Άγιος Συμεών. Ο Σάββας έμεινε για μερικά χρόνια, ανεβαίνοντας στην ιεραρχία[12]και έπειτα επέστρεψε στη Σερβία το 1207, παίρνοντας μαζί τουτα λείψανα του πατέρα του, πουτα ενταφίασε στομοναστήρι της Στουντένιτσα, αφού συμφιλίωσε τους δύο αδελφούς τουπου φιλονικούσαν, Στέφανο Β΄καιΒουκάν. Ο Στέφανος Β΄ του ζήτησε να παραμείνει στη Σερβία με τους κληρικούς του, κάτι που έκανε, παρέχοντας ευρεία ποιμαντική φροντίδα και εκπαίδευση στο λαό της Σερβίας. Ίδρυσε αρκετές εκκλησίες και μοναστήρια, μεταξύ των οποίων καιτομοναστήρι της Ζίτσα.[12]Ο Σάββας έφερε το βασιλικό στέμμα από τη Ρώμη, στέφοντας τον παλαιότερο αδελφό του "Βασιλιά όλης της Σερβίας" στο μοναστήρι της Ζίτσα το 1217.[13]
Ο Σάββας επέστρεψε στο Άγιο Όρος το 1217/18, σηματοδοτώντας την αρχή της πραγματικής δημιουργίας της Σερβικής Εκκλησίας. Χειροτονήθηκε το 1219 ως ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβικής εκκλησίας καιτου παραχωρήθηκε το αυτοκέφαλο από τονΠατριάρχη Μανουήλ Α΄ της Κωνσταντινούπολη, που ήταν τότε εξόριστος στηΝίκαια. Την ίδια χρονιά ο Σάββας δημοσίευσε τοΖακονοπράβιλο (Νομοκανόνας του Αγίου Σάββα). Έτσι οι Σέρβοι απέκτησαν και τις δύο μορφές ανεξαρτησίας: πολιτική και θρησκευτική.[12] Μετά από αυτό έμεινε στη Σερβία, στη Στουντένιτσα και συνέχισε να διδάσκει το σερβικό λαό μετην πίστη του, και αργότερα συγκάλεσε μια σύνοδο, θέτοντας εκτός νόμου τους Βογόμιλους, που θεωρούντο αιρετικοί.[12]Ο Σάββας όρισε πρωτεπίσκοπους και τους έστειλε σε ολόκληρη τη Σερβία γιανα κάνουν βαπτίσεις, γάμους κλπ. Γιανα διατηρήσει τη θέση του ως θρησκευτικού και κοινωνικού ηγέτη συνέχισε να ταξιδεύει ανά τα μοναστήρια και τις επαρχίες γιανα διδάξει το λαό.[12]Το 1221 συγκλήθηκε σύνοδος στο μοναστήρι της Ζίτσα, που καταδίκασε τοΒογομιλισμό.[14]
Το 1229/1233 ο Άγιος Σάββας πήγε σε προσκύνημα στηνΠαλαιστίνηκαιστηνΙερουσαλήμ συναντήθηκε μετον Πατριάρχη Αθανάσιο Β΄. Ο Σάββας είδε τηΒηθλεέμ όπου γεννήθηκε οΙησούς, τονΙορδάνη ποταμό, όπου βαφτίστηκε καιτη Μεγίστη Λαύρα τουΑγίου Σάββα του Ηγιασμένου (μοναστήρι Μαρ Σαμπά). Ο Σάββας ζήτησε από τον Αθανάσιο Β΄, τον οικοδεσπότη του, καιτην αδελφότητα της Μεγίστης Λαύρας, με επικεφαλής τονηγούμενο Νικόλαο, να αγοράσει δύο μοναστήρια στους Αγίους Τόπους. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό καιτου προσφέρθηκαν τα μοναστήρια του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στοΌρος Σιώνκαιη Μονής του Αγίου Γεωργίου στην Ακόνα, γιανα επανδρωθούν καιτα δύο από Σέρβους μοναχούς. Η εικόνα της Παναγίας Τριχερούσας, δώρο στη Μεγίστη Λαύρα από τονΆγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, δόθηκε στο Σάββα και αυτός, μετη σειρά του, την κληροδότησε στηΜονή Χιλανδαρίου.
Ο Σάββας πέθανε στοΤρίνοβο, πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, επίτης βασιλείας τουΙβάν Ασσέν Β της Βουλγαρίας΄. Σύμφωνα μετοΒίοτου, αρρώστησε μετά τηΘεία Λειτουργίαγιατηγιορτή των Θεοφανίων, στις 12 Ιανουαρίου 1235. Ο Σάββας επισκέφθηκε το Τίρνοβο στην επιστροφή του από τους Αγίους Τόπους, όπου είχε ιδρύσει ένα ξενώνα για Σύριους προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ και είχε φροντίσει οι Σέρβοι μοναχοί να είναι καλοδεχούμενοι στα εκεί ιδρυθέντα μοναστήρια. Πέθανε από πνευμονία τη νύχτα μεταξύ του Σαββάτου και της Κυριακής 14 Ιανουαρίου 1235 και θάφτηκε στον καθεδρικό ναό των Αγίων Τεσσαρακοστών Μαρτύρων στο Τίρνοβο όπου το σώμα του παρέμεινε μέχρι τις 6 Μαΐου 1237, όταν μεταφέρθηκαν τα ιερά οστά τουστο μοναστήρι Μιλέσεβα στη νότια Σερβία.
Το 1253 τη έδρα της αρχιεπισκοπής μεταφέρθηκε στη Μονή τουΠετς από τον Αρχιεπίσκοπο Αρσένιο.[15]Οι Σέρβοι προκαθήμενοι μετακινούντο μεταξύ των δύο εδρών.[16] Κάποτε μεταξύ 1276-1292 οιΚουμάνοι έκαψαν το μοναστήρι της Ζίτσα καιο Βασιλιάς Στέφανος Μιλούτιντο ανακαίνισε το 1292-1309, επί της θητείας του Ευστάθιου Β΄.[15]Το 1289-1290 οι σημαντικότεροι θησαυροί του κατεστραμμένου μοναστηριού, συμπεριλαμβανομένων των λειψάνων του Αγίου Ευστάθιου Α΄, μεταφέρθηκαν στο Πέτς.[17]
Το καθεστώς της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναβαθμίστηκε μαζί μετην επέκταση καιτο αυξημένο κύρος τουΣερβικού βασιλείου. Οτανο Βασιλιάς Στέφανος Δουσάν πήρε τον αυτοκρατορικό τίτλο του τσάρου, η Σερβική Αρχιεπισκοπή ανυψώθηκε αντίστοιχα στην τάξη του Πατριαρχείου το 1346. Τον αιώνα που ακολούθησε η Σερβική Εκκλησία πέτυχε τη μεγαλύτερη δύναμη και κύρος της. Το 14ο αιώνα ο σερβικός ορθόδοξος κλήρος είχε τον τίτλο τουπρώτουστοΆγιο Όρος.
Στις 16 Απριλίου 1346 (Πάσχα), ο Στέφανος Δουσάν συγκάλεσε μια μεγάλη σύνοδο σταΣκόπια, στην οποία παρέστη ο Σέρβος Αρχιεπίσκοπος Ιωαννίκιος Β΄, ο Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος Α΄ των Αχριδών, ο Πατριάρχης Συμεών της Βουλγαρίας και διάφοροι θρησκευτικοί ηγέτες του Αγίου Όρους. Η σύνοδος καιο κλήρος συμφώνησαν καιστη συνέχεια υλοποίησαν επίσημα την αναβάθμιση της αυτοκέφαλης Σερβικής Αρχιεπισκοπής στο καθεστώς του Πατριαρχείου. Ο Αρχιεπίσκοπος ονομαζόταν εφεξής Σέρβος Πατριάρχης, ανκαι μερικά έγγραφα τον ονόμαζαν Πατριάρχη Σέρβων και Ελλήνων, με έδρα στην Πατριαρχική Μονή τουΠετς. Ο νέος Πατριάρχης Ιωαννίκιος Β΄ έστεψε πανηγυρικά το Στέφανο Δουσάν ως Βασιλέα και αυτοκράτορα Σέρβων και Ρωμαίων. Το πατριαρχικό καθεστώς είχε ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση των επισκοπών σε μητροπόλεις, όπως για παράδειγμα η Μητρόπολη των Σκοπίων. Το Πατριαρχείο ανέλαβε την κυριαρχία του Αγίου Όρους καιτων ελληνικών αρχιεπισκοπών της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης (η Αρχιεπισκοπή Αχριδών παρέμεινε αυτοκέφαλη), γεγονός που οδήγησε στον αφορισμό του Δουσάν από τονΠατριάρχη Κάλλιστο Α΄ της Κωνσταντινούπολης το 1350.[18]
ΗΟθωμανική Αυτοκρατορία τελικά κατέλαβε τοΔεσποτάτο της Σερβίαςτο 1459, τοΒασίλειο της Βοσνίαςτο 1463, τηνΕρζεγοβίνητο 1482 και τοΜαυροβούνιοτο 1499. Όλα τα κατεχόμενα εδάφη χωρίστηκαν σεσαντζάκια. Ανκαι ορισμένοι Σέρβοι προσηλυτίστηκαν στοΙσλάμ, οι περισσότεροι διατήρησαν την προσήλωσή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Σερβίας. Η ίδια η Εκκλησία συνέχισε να υπάρχει καθ' όλη την Οθωμανική περίοδο, ανκαι όχι χωρίς προβλήματα. Μετά το θάνατο του Σέρβου Πατριάρχη Αρσένιου Β΄το 1463 δεν είχε εκλεγεί διάδοχος. Έτσι το Πατριαρχείο καταργήθηκε εκτων πραγμάτων καιη Σερβική Εκκλησία πέρασε κάτω από τη δικαιοδοσία της Αρχιεπισκοπής Αχριδών και τελικά τουΟικουμενικού Πατριαρχείουπου είχε δικαιοδοσία για όλους τους Ορθόδοξους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο πλαίσιο τουμιλλέτ.
Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, που έγιναν από το 1530 μέχρι το 1541 από το Μητροπολίτη Παύλο τουΣμεντέρεβογιανα ανακτήσει τοαυτοκέφαλο, καταλαμβάνοντας το θρόνο του Πετς και ανακηρύσσοντας τον εαυτό του όχι μόνο Αρχιεπίσκοπο του Πετς αλλά και Πατριάρχη της Σερβίας, το Σερβικό Πατριαρχείο τελικά παλινορθώθηκε το 1557 επί τουΣουλτάνουΣουλεϊμάν Α΄, χάρη στη μεσολάβηση τουπασάΜεχμέτ Σοκόλοβιτςπου ήταν Σέρβος εκ γενετής. Ο ξάδερφος του, ένας από τους Σέρβους Ορθόδοξους επίσκοπους, Μακάριος Σοκόλοβιτς, εξελέγη Πατριάρχης του Πετς. Η παλινόρθωση του Πατριαρχείου είχε μεγάλη σημασία για τους Σέρβους, διότι συνέβαλε στην πνευματική ενοποίηση όλων των Σέρβων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Πατριαρχείο του Πετς περιλάμβανε επίσης ορισμένες μητροπόλεις στη δυτική Βουλγαρία.[19]Την εποχή του Σέρβου Πατριάρχη Γιόβαν Κάντουλ (1592-1614) οι Οθωμανοί Τούρκοι μετέφεραν τα λείψανα του Αγίου Σάββα από τομοναστήρι Μιλέσεβαστολόφο ΒράτσαρστοΒελιγράδι, όπου κάηκαν από το Σινάν Πασά γιατον εκφοβισμό του Σερβικού λαού σε περιπτώσεις εξεγέρσεων (βλέπε Εξέγερση του Βανάτου) (1594). Ο ναός του Αγίου Σάββα χτίστηκε στον τόπο όπου κάηκαν τα λείψανα του.
Μετά από τις σερβικές εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων κατακτητών που ακολούθησαν, στις οποίες η Εκκλησία είχε ηγετικό ρόλο, οι Οθωμανοί κατάργησαν το Πατριαρχείο για άλλη μια φορά το 1766. Η Εκκλησία επανήλθε και πάλι υπό τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η περίοδος κυριαρχίας των λεγόμενων "Φαναριωτών" ήταν περίοδος μεγάλης πνευματικής παρακμής, γιατί οι Έλληνες επίσκοποι είχαν ελάχιστη κατανόηση γιατο σερβικό τους ποίμνιο.
Την περίοδο αυτή πολλοί Χριστιανοί στα Βαλκάνια προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ γιανα αποφύγουν τους αυστηρούς φόρους που επέβαλαν οι Τούρκοι σε αντίποινα για εξεγέρσεις καιτη συνεχιζόμενη αντίσταση. Πολλοί Σέρβοι μετανάστευσαν με τους ιεραρχικούς τους στηΜοναρχία των Αψβούργων, όπου τους είχε χορηγηθεί αυτονομία. Το 1708 δημιουργήθηκε μια αυτόνομη Σερβική Ορθόδοξη Μητρόπολη τουΚάρλοβτσι, που αργότερα έγινε πατριαρχείο (1848-1920).
Η στενή σχέση της εκκλησίας μετη σερβική αντίσταση στην Οθωμανική κυριαρχία οδήγησε στην αναπόσπαστη σύνδεση της Ορθοδοξίας μετη σερβική εθνική ταυτότητα καιτη νέα σερβική μοναρχία που εμφανίστηκε από το 1815 και μετά. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία στοΠριγκιπάτο της Σερβίας απέκτησε την αυτονομία της το 1831 και οργανώθηκε ως Μητρόπολη του Βελιγραδίου, παραμένοντας υπό την ανώτατη εκκλησιαστική δικαιοδοσία τουΟικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Το Πριγκιπάτο της Σερβίας απέκτησε πλήρη πολιτική ανεξαρτησία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1878 και αμέσως μετά από αυτό άρχισαν διαπραγματεύσεις μετο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με αποτέλεσμα την κανονική αναγνώριση της πλήρους εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας (αυτοκέφαλο) της Μητρόπολη του Βελιγραδίου το 1879.[3] Ταυτόχρονα οι Σερβικές Ορθόδοξες επαρχίες (επισκοπές) στηΒοσνία και Ερζεγοβίνη παρέμειναν υπό την ανώτατη εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά απέκτησαν εσωτερική αυτονομία.[20] Στις νότιες επαρχίες, που παρέμεναν υπό την Οθωμανική κυριαρχία, διορίζονταν Σέρβοι μητροπολίτες από τα τέλη του 19ου αιώνα.[21] Έτσι από τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν αρκετές διακεκριμένες εκκλησιαστικές επαρχίες της Σερβίας, όπως το Πατριαρχείο Κάρλοβτσι στηΜοναρχία των Αψβούργων, η Μητρόπολη του Βελιγραδίου στοΒασίλειο της Σερβίαςκαιη Μητρόπολη του Μαυροβουνίου στοομώνυμο πριγκιπάτο.
Μετά τονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όλοι οι Ορθόδοξοι Σέρβοι ενώθηκαν κάτω από μια εκκλησιαστική αρχή καιοι δύο Σερβικές εκκλησίες συνενώθηκαν στην ενιαία Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησίατο 1920 μετην εκλογή του Σέρβου Πατριάρχη Δημητρίου. Η εκκλησία αυτή απέκτησε μεγάλη πολιτική και κοινωνική επιρροή στομεσοπολεμικόΒασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, οπότε αγωνίστηκε με επιτυχία κατά της πρόθεσης της Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης να υπογράψει κονκορδάτομετηνΑγία Έδρα.
Η ενιαία Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρούσε υπό την δικαιοδοσία της την Επαρχία (Επισκοπή) της Βούδας στην Ουγγαρία. Το 1921 η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία ίδρυσε μια νέα επαρχία γιατηνΤσεχία, με επικεφαλής τον επίσκοπο Γκόραζντ Πάβλικ. Την ίδια στιγμή αναδιοργανώθηκε η Σερβική Εκκλησία στη διασπορά και ιδρύθηκε η επαρχία (επισκοπή) για τις Ηνωμένες Πολιτείες καιτον Καναδά. Το 1931 ιδρύθηκε μια άλλη επισκοπή, ονομαζόμενη Επαρχία Μουκάτσεβο καιΠρέσοβ, για τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Σλοβακίαςκαι της Ρουθηνίας των Καρπαθίων.
Κατά τοΒ΄ Παγκόσμιο Πόλεμοη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέφερε πολύ από διώξεις από τις κατοχικές δυνάμεις καιτο φανατικά αντισερβικό καθεστώς τουΑνεξάρτητου Κράτους της ΚροατίαςτωνΟυστάσι, που προσπάθησε να δημιουργήσει μια «Κροατική Ορθόδοξη Εκκλησία» την οποία αναγκάστηκαν οι Ορθόδοξοι Σέρβοι να ενταχθούν. Πολλοί Σέρβοι σκοτώθηκαν, εκδιώχθηκαν και αναγκάστηκαν να δεχτούν τον Καθολικισμό κατά τη Γενοκτονία των Σέρβων. οι επίσκοποι καιοι ιερείς της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στοχοποιήθηκαν και διώχτηκαν και πολλές ορθόδοξες εκκλησίες υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν.
Μετά τον πόλεμο η Εκκλησία καταπιέστηκε από την κομμουνιστική κυβέρνηση τουΓιόσιπ Μπροζ Τίτο, πουτην έβλεπε με καχυποψία λόγω των δεσμών της Εκκλησίας μετην εξόριστη σερβική μοναρχία καιτο εθνικιστικό κίνημα τωνΤσέτνικ. Μαζί με άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα όλων των δογμάτων, η Εκκλησία υποβλήθηκε σε αυστηρές ρυθμίσεις από το γιουγκοσλαβικό κράτος, που απαγόρευαν τη διδασκαλία της θρησκείας στα σχολεία, δήμευσαν την περιουσία της και αποθάρρυναν τη θρησκευτική δραστηριότητα μεταξύ του πληθυσμού.
Το 1963 η Σερβική Εκκλησία στη διασπορά αναδιοργανώθηκε καιη επαρχία (επισκοπή) για τις Ηνωμένες Πολιτείες καιτον Καναδά χωρίστηκε σε τρεις. Ταυτόχρονα κάποιες εσωτερικές διαιρέσεις ξέσπασαν στη Σερβική διασπορά, οδηγώντας στη δημιουργία της ξεχωριστής "Ελεύθερης Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας". Η ρήξη άρθηκε το 1991 και δημιουργήθηκε η Μητρόπολη της Νέας Γκράκανιτσα στο πλαίσιο της ενιαίας Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η σταδιακή κατάρρευση του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού καιη άνοδος των αντιπάλων εθνικιστικών κινημάτων τη δεκαετία του 1980 οδήγησαν επίσης σεμια έντονη αναβίωση της θρησκείας σε όλη τη Γιουγκοσλαβία, και κυρίως στη Σερβία. ΟΣέρβος Πατριάρχης Παύλος υποστήριξε την αντιπολίτευση κατά τουΣλόμπονταν Μιλόσεβιτςτη δεκαετία του 1990.
Το 1967 ιδρύθηκε ηΑρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας), ουσιαστικά ως παρακλάδι της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην τότε Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ως μέρος της γιουγκοσλαβικής προσπάθειας να οικοδομηθεί μιαμακεδονική εθνική ταυτότητα. Η συγκεκριμένη εκκλησιαστική δομή δεν αναγνωρίζόταν από καμία άλλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας μέχρι το 2022. Καμπάνιες γιαμια ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία καιστοΜαυροβουνίου προωθούνται ευρέως τα τελευταία χρόνια από εθνικιστικούς κύκλους της χώρας. ΟιΓιουγκοσλαβικοί πόλεμοι έπληξαν σοβαρά μεγάλο τμήμα της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί κληρικοί της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υποστήριζαν τον πόλεμο, ενώ άλλοι αντιτάχθηκαν.
Πολλές εκκλησίες στηνΚροατία υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν κατά τονΠόλεμο της Κροατίας (1991-95). Οι επίσκοποι, οι ιερείς καιοι περισσότεροι πιστοί των επισκοπών τουΖάγκρεμπ, του Κάρλοβατς, της Σλαβονίας και της Δαλματίας έγιναν πρόσφυγες. Οι τρεις τελευταίες εγκαταλείφθηκαν σχεδόν εντελώς μετά την έξοδο των Σέρβων από την Κροατία το 1995 (Επιχείρηση Καταιγίδα). Η επισκοπή της Δαλματίας επίσης μετέφερε προσωρινά την έδρα της στοΚνιν μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας της Σερβικής Κράινα. Η επισκοπή της Σλαβονίας είχε μεταφερθεί από το Πάκρατς στο Ντάρουβαρ. Μετά την Επιχείρηση Καταιγίδα δύο μοναστήρια υπέστησαν μερική καταστροφή, το μοναστήρι Κρούπα του 1317, καιτομοναστήρι Κρκατου 1345.
Οι επισκοπές Μπίχατς και Πέτροβατς, Δαβαροβοσνίας καιΖβόρνικκαιΤούζλα εξαλείφθηκαν εξαιτίας του πολέμου της Πολέμου της Βοσνίας. Η επισκοπή της Δαβαροβοσνίας μεταφέρθηκε προσωρινά στο Σόκολατς, ενώ εκείνη του Ζβόρνικ-Τούζλα στηΜπιέλινα. Πάνω από εκατό εκκλησιαστικά αντικείμενα της επισκοπής Ζβόρνικ-Τούζλα καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές κατά τη διάρκεια του πολέμου. Πολλά μοναστήρια και εκκλησίες στην επισκοπή Ζαχλουμίας καταστράφηκαν επίσης. Πολλοί πιστοί από αυτές τις επισκοπές έγιναν επίσης πρόσφυγες.
Αριστερά: Κατεστραμμένη σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία της Αγίας Τριάδος στο χωριό Πέτριτς Δεξιά: Μοναστήρι Ντέβιτς μετά την πυρπόλησή του κατά τις ταραχές του 2004 στοΚοσσυφοπέδιο.
Το 1998 η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί και στις δύο χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος της ιδιοκτησίας της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας επεστράφη στην κανονική του χρήση, οι επίσκοποι καιοι ιερείς επέστρεψαν και ότι είχε καταστραφεί και υποστεί ζημιές ή βανδαλισμούς αποκαταστάθηκε. Η διαδικασία ανοικοδόμησης αρκετών εκκλησιών βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, κυρίως ο καθεδρικός ναός της Επισκοπής του Άνω Κάρλοβατς, στην ομώνυμη πόλη. Η επιστροφή των πιστών της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας άρχισε επίσης, αλλά, το 2004, δεν προσέγγιζαν τον προπολεμικό τους αριθμό.
Λόγω τουΠολέμου του Κοσσυφοπεδίου μετά το 1999 πολλά Σερβικά Ορθόδοξα ιερά της επαρχίας έμειναν κατειλημμένες μόνο από κληρικούς. Από την άφιξη των στρατευμάτων τουΝΑΤΟτον Ιούνιο του 1999, 156 Σερβικές ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια έχουν υποστεί ζημιές ή καταστραφεί και αρκετοί ιερείς έχουν σκοτωθεί. Κατά τη διάρκεια των λίγων ημερών των ταραχών του 2004 στο Κοσσυφοπέδιο, 35 Σερβικές Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια υπέστησαν ζημιές και μερικές καταστράφηκαν από τον αλβανικό όχλο. Χιλιάδες Σέρβοι αναγκάστηκαν να φύγουν από το Κοσσυφοπέδιο εξαιτίας των πολλών επιθέσεων Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου σε σερβικές εκκλησίες και Σέρβους.
Η διαδικασία εκκλησιαστικής αναδιοργάνωσης στη διασπορά καιη πλήρης επανένταξη της Μητρόπολης της Νέας Γκρατσάνιτσα ολοκληρώθηκε από το 2009 έως το 2011. Με αυτόν τον τρόπο επιτεύχθηκε πλήρης δομική ενότητα των σερβικών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της διασποράς.
Βάσει των επίσημων απογραφών στις χώρες που περιλαμβάνουν την εδαφική δικαιοδοσία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (βασικά της πρώην Γιουγκοσλαβίας), υπάρχουν περισσότεροι από 8 εκατομμύρια πιστοί της εκκλησίας. Η Ορθοδοξία είναι το μεγαλύτερο θρησκευτικό δόγμα στηΣερβίαμε 6.079.296 πιστούς (84.5% του πληθυσμού της) σύμφωνα μετην απογραφή του 2011 και στοΜαυροβούνιομε 460.383 (74%). Είναι το δεύτερο μεγαλύτερό δόγμα στηΒοσνία και Ερζεγοβίνημε 31,2% πιστών καιστηνΚροατίαμε 4,4% πιστών. Τα αριθμητικά στοιχεία για τις επισκοπές του εξωτερικού (Δυτική Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Αυστραλία) είναι άγνωστα, ανκαι μπορούν να γίνουν κάποιες εκτιμήσεις βάσει του μεγέθους της Σερβικής διασποράς, που αριθμεί πάνω από 2 εκατομμύρια.
Ο επικεφαλής της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, οΠατριάρχης, είναι επίσης επικεφαλής (Μητροπολίτης) της Μητρόπολης Βελιγραδίου και Κάρλοβτσι. Οι Σέρβοι Ορθόδοξοι Πατριάρχες χρησιμοποιούν τον τίτλο Η Αυτού Αγιότης, Αρχιεπίσκοπος του Πέτς, Μητροπολίτης Βελιγραδίου και Κάρλοβτσι, Σέρβος Πατριάρχης. Από τις 18 Φεβρουαρίου 2021 προκαθήμενος της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι ο
Πατριάρχης Πορφύριος.
Το ανώτατο σώμα της Εκκλησίας είναι η Ιερά Συνέλευση των Επισκόπων (Σερβικά: Sveti arhijerejski sabor, Свети архијерејски сабор). Αποτελείται από τον Πατριάρχη, τους Μητροπολίτες, τους Επισκόπους, τον Αρχιεπίσκοπο της Αχρίδας και τους Βικάριους Επισκόπους. Συνέρχεται δύο φορές το χρόνο - την άνοιξη καιτο φθινόπωρο. Η Ιερά Συνέλευση των Επισκόπων λαμβάνει σημαντικές αποφάσεις γιατην εκκλησία και εκλέγει τον Πατριάρχη.
Το εκτελεστικό όργανο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι η Ιερά Σύνοδος. Έχει πέντε μέλη: τέσσερις επισκόπους καιτον πατριάρχη. Η Ιερά Σύνοδος φροντίζει γιατην καθημερινή λειτουργία της Εκκλησίας, πραγματοποιώντας τακτικές συναντήσεις.
Λειτουργίες δεν μπορούν να γίνουν σωστά από ένα μόνο άτομο, αλλά πρέπει να έχουν τουλάχιστον ένα άλλο άτομο παρόν. Συνήθως λειτουργίες γίνονται καθημερινά μόνο σε μοναστήρια και καθεδρικούς ναούς, ενώ στις ενοριακές εκκλησίες συνήθως λειτουργίες γίνονται μόνο το Σαββατοκύριακο και τις μεγάλες εορτές. ΗΘεία Λειτουργία κορυφώνεται μετηΘεία Ευχαριστία. Θεία Λειτουργία δεν γίνεται τις καθημερινές κατά την προπαρασκευαστική περίοδο της Σαρακοστής. Η θεία κοινωνία καθαγιάζεται τις Κυριακές και διανέμεται κατά τη διάρκεια της εβδομάδας κατά τηΛειτουργία Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Οι λειτουργίες, ειδικά η Θεία Λειτουργία, μπορούν να γίνουν μία φορά την ημέρα σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη αγία τράπεζα.
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία χαρακτηρίζεται από τομονοθεϊστικόΤριαδικό Δόγμα, την πίστη στηνενσάρκωσητου Λόγου (Υιού του Θεού), την ισορροπία της καταφατικής μετηναποφατική θεολογία, μια ερμηνευτική που ορίζεται από τηνΙερά Παράδοση, μια συγκεκριμένη εκκλησιολογία, μια έντονη θεολογία του προσώπου καιμια θεραπευτική σωτηριολογία.
Βασικό κομμάτι της Σερβικής Ορθόδοξης θρησκείας είναι ηΣλάβα, μια γιορτή του Οικογενειακού Προστάτη Αγίου, που εντάχθηκε στο Σερβικό Ορθόδοξο θρησκευτικό κανόνα από τον πρώτο Σέρβο αρχιεπίσκοπο Άγιο Σάββα.
Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε αποδώσει Σχίσμαστην αυτοαποκαλούμενη Ορθόδοξη Εκκλησία του Μαυροβουνίουκαι στην μέχρι πρόσφατα (2022) μη κανονική Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας), όπως καιοι υπόλοιπες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Στις 9 Μαΐου 2022 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποφάσισε και δέχτηκε "σε ευχαριστιακή κοινωνία την Ιεραρχία, τον κλήρο καιτον λαό της", μετο όνομα Εκκλησία Αχρίδος "αποκλείουσα τον όρον "Μακεδονική" και οιοδήτι άλλο παράγωγο της λέξεως "Μακεδονία"".[23] Ακολούθησε το Πατριαρχείο Σερβίας, στις 16 Μαΐου 2022 [24]καιστη συνέχεια ηΒουλγαρικήκαιηΡωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Σερβικές μεσαιωνικές εκκλησίες χτίστηκαν μετο πνεύμα του Βυζαντίου. Ο ρυθμός της Ράσκα αναφέρεται στη σερβική αρχιτεκτονική από το 12ο έως τα τέλη του 14ου αιώνα (Στουντένιτσα, Μονή Χιλανδαρίου, Ζίτσα). Ησχολή του Βαρδάρη, που είναι η χαρακτηριστική του, αναπτύχθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα συνδυάζοντας Βυζαντινές και Σερβικές επιρροές γιανα σχηματίσει ένα νέο αρχιτεκτονικό ρυθμό (Γκρατσάνιτσα, Πατριαρχική Μονή του Πετς). Την εποχή της Σερβικής Αυτοκρατορίαςτο Σερβικό κράτος είχε επεκταθεί στηΜακεδονία, τηνΉπειροκαιτηΘεσσαλία μέχρι τοΑιγαίομε αποτέλεσμα εντονότερες επιρροές από την παράδοση της Βυζαντινής τέχνης. Ο ρυθμός του Μοράβα αναφέρεται στην περίοδο της κατάληψης της Σερβίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, από το 1371 έως το 1459 (Ραβάνιτσα, Λιουμπόστινια, Κάλενιτς, Ρέσαβα).
Το 17ο αιώνα πολλές από τις Σερβικές Ορθόδοξες εκκλησίες που χτίστηκαν στοΒελιγράδι είχαν όλα τα χαρακτηριστικά τωνμπαρόκ εκκλησιών που υπήρχαν στις κατεχόμενες από τους Αψβούργους περιοχές, όπου ζούσαν Σέρβοι. Οι εκκλησίες συνήθως είχαν ένα καμπαναριό και ένα μόνο κτίριο του ναού μετο τέμπλο μέσα στην εκκλησία καλυμμένο με ζωγραφική αναγεννησιακού ρυθμού. Αυτές οι εκκλησίες βρίσκονται στο Βελιγράδι καιτηΒοϊβοντίνα, που είχαν καταληφθεί από τηνΑυστριακή Αυτοκρατορία από το 1717 έως το 1739 και στα σύνορα μετην Αυστρία (αργότερα Αυστροουγγαρία) κατά μήκος των ποταμών ΣάβουκαιΔούναβη από το 1804, όταν επανιδρύθηκε το σερβικό κράτος.
Οιεικόνες είναι γεμάτες συμβολισμόπου στοχεύει να αποδώσει πολύ περισσότερο νόημα από την απλή ταυτότητα του απεικονιζόμενου προσώπου καιγι 'αυτό το λόγο η ορθόδοξη εικονογραφία έχει γίνει μια ακριβής επιστήμη αντιγραφής παλαιότερων εικόνων μάλλον και όχι μιας ευκαιρία καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι προσωπικές, ιδιοσυγκρασιακές και δημιουργικές παραδόσεις της δυτικοευρωπαϊκής θρησκευτικής τέχνης λείπουν σε μεγάλο βαθμό από την Ορθόδοξη εικονογραφία πριν από το 17ο αιώνα, όταν η ρωσική καιη σερβική εικονογραφία επηρεάστηκε από τη θρησκευτική ζωγραφική και χαρακτική από την Ευρώπη.
Μεγάλες εικόνες μπορούν να βρεθούν να διακοσμούν τους τοίχους των εκκλησιών και συχνά καλύπτουν πλήρως το εσωτερικό τους. Τα σπίτια των Ορθοδόξων συχνά έχουν επίσης εικόνες που κρέμονται στον τοίχο, συνήθως σε έναν ανατολικά προσανατολισμένο τοίχο καισεμια κεντρική θέση, όπου η οικογένεια μπορεί να προσευχηθεί μαζί.
ΗΣερβική τρίχρωμη σημαίαμε ένα Σερβικό σταυρό χρησιμοποιείται ως επίσημη σημαία της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας [35]. Υπάρχουν και άλλες ανεπίσημες παραλλαγές σημαίας, μερικές με παραλλαγές του σταυρού, του οικόσημου ή καιτων δύο.