νησίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Ηいーた εκτυπώσιμη έκδοση δでるたεいぷしろんνにゅー υποστηρίζεται πλέον κかっぱαあるふぁιいおた μπορεί νにゅーαあるふぁ έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας κかっぱαあるふぁιいおた παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά τたうηいーたνにゅー προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας.
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Νησίδες, Νησίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた νησίδαあるふぁ οおみくろんιいおた νησίδες
      γενική της νησίδας τたうωおめがνにゅー νησίδωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうηいーた νησίδαあるふぁ τις νησίδες
     κλητική νησίδαあるふぁ νησίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νησίδα σしぐまτたうηいーたνにゅー Ιταλία, κοντά σしぐまτたうηいーた Λαμπεντούζα
Νησίδα πぱいοおみくろんυうぷしろん χωρίζει τたうαあるふぁ δύο ρεύματα κυκλοφορίας σしぐまεいぷしろん δρόμο

Ετυμολογία

νησίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νησίς από τたうηいーたνにゅー αιτιατική σしぐまεいぷしろん νησίδα, υποκοριστικό τたうοおみくろんυうぷしろん νにゅーῆσος

Προφορά

ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /niˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νにゅーηいーた‐σί‐δでるたαあるふぁ

Ουσιαστικό

νησίδα θηλυκό

  1. (λόγιο, γεωγραφία) μικρό νησί
    άλλες μορφές: νησάκι
    → δείτε  Κατηγορία:Νησίδες της Ελλάδας σしぐまτたうοおみくろん Βικιλεξικό
  2. (κかっぱαあるふぁτたう’ επέκταση) λωρίδα σしぐまεいぷしろん δρόμο, πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんνにゅー διαχωρίζει κかっぱαあるふぁιいおた προστατεύει τους πεζούς
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろん κάνουν νにゅーαあるふぁ ξεχωρίζει αあるふぁπぱいτたうαあるふぁ γύρω τたうοおみくろんυうぷしろん

Συγγενικά

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη νησί

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. νησίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

νησίδα θηλυκό