Αυτή είναι η τρέχουσα έκδοση της σελίδας Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν, όπως διαμορφώθηκε από τονUnaToFiAN-1(συζήτηση | συνεισφορές) στις 18:50, 8 Μαρτίου 2023. Αυτό τοURL είναι ένας μόνιμος σύνδεσμος για αυτή την έκδοση της σελίδας.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί καινα αφαιρεθεί. Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 25/05/2015.
Βάλλενσταϊν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη μητρική γλώσσα
Albrecht Wenzel Eusebius von Waldstein (Γερμανικά)
ΟΆλμπρεχτ Βέντσελ Εουσέμπιους φον Βάλλενσταϊν (επίσης Waldstein, γερμανικά: Albrecht Wenzel Eusebius von Wallenstein, τσεχ.Albrecht Václav Eusebius z Valdštejna, 24 Σεπτεμβρίου1583 - 25 Φεβρουαρίου1634) ήταν Βοημός στρατιωτικός και πολιτικός, που έπαιξε μεγάλο ρόλο στονΤριακονταετή Πόλεμο. Ανκαι προερχόταν από προτεσταντική οικογένεια προσηλυτίστηκε στοΡωμαιοκαθολικό δόγμα και πρόσφερε τις υπηρεσίες του στους Αψβούργους της Βιέννης εναντίον των πρώην ομόδοξων του. Η δράση του ουσιαστικά έδωσε ξανά νόημα στον τίτλο του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που μέχρι τότε είχε μόνον μια τυπική επικυριαρχία επί των πολλών γερμανικών κρατιδίων. Όμως η μεγάλη φιλοδοξία τουκαιοκαιροσκοπισμός, πουτον διέκριναν στις σχέσεις τουμετοναυστριακό θρόνο, τον έκαναν μισητό με αποτέλεσμα τελικά να δολοφονηθεί κατόπιν εντολής του αυτοκράτορα.
Ο Βάλλενσταϊν γεννήθηκε στοΧερμάνικ της Βοημίας στις 15 Σεπτεμβρίουτου1583. Ανήκε σε οικογένεια λουθηρανών ευγενών, που όμως είχαν ξεπέσει οικονομικά. Οι γονείς του, Wilhelm von Waldstein και Margarete Smiricky, πέθαναν όταν αυτός ήταν 12 ετών καιτην κηδεμονία του ανέλαβε ο θείος του, Αλβέρτος Σλαβάτα (Albrecht Slawata von Koschumberg). Ενώ οι γονείς τουτον είχαν μεγαλώσει μεπροτεσταντικές αρχές ο θείος τουτον έστειλε στοιησουϊτικό κολλέγιο τουΌλμουτς (Olmütz). Το1599 συνέχισε τις σπουδές τουστο προτεσταντικό Πανεπιστήμιο τουΆλντορφ της Σιλεσίαςκι έπειτα ταξίδεψε στη δυτική και νότια Ευρώπη συνοδεύοντας έναν νεαρό ευγενή. Στο ταξίδι αυτό απέκτησε μεγάλο ενδιαφέρον γιατηνΑστρολογία, που ήταν πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Έτσι κατέληξε στηνΙταλία όπου μελέτησε Αστρολογία στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Επίσης για ένα διάστημα φοίτησε καιστο πανεπιστήμιο της Μπολόνια.
Το1604 επέστρεψε από την Ιταλία και κατατάχθηκε στον στρατό της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Διακρίθηκε γιατην ανδρεία του στις επιχειρήσεις τού αυτοκράτορα Ροδόλφου Β΄ εναντίον τωνΤούρκωνστηνΟυγγαρία, όπου κέρδισε τη διοίκηση ενός συντάγματος (χωρίς να χρειαστεί νατην εξαγοράσει όπως συχνά συνέβαινε). Μέχρι το 1606 είχε προσηλυτιστεί στονΡωμαιοκαθολικό δόγμα, μάλλον γιανα κερδίσει την εύνοια του καθολικού Οίκου τωνΑψβούργων. Ωστόσο έγινε πραγματικά ευσεβής, χωρίς όμως να γίνει ζηλωτής, πράγμα πουτον χαρακτήριζε σε όλη τη ζωή του. Προσπάθησε, μετη στήριξη του γαμπρού του, να ενταχθεί στην αυλή του αρχιδούκα Ματθαίου (μετέπειτα αυτοκράτορας Ματθαίος Β' (1612-1619)) αλλά δεντα κατάφερε καιτο1609 επέστρεψε στη Βοημία. Εκεί λίγο αργότερα παντρεύτηκε την ηλικιωμένη πάμπλουτη Λουκρητία φον Βίτσκοφ (Lukrezia von Witschkow), η οποία πέθανε πέντε χρόνια αργότερα αφήνοντάς του όλη την περιουσία της και τεράστιες εκτάσεις στηΜοραβία. Αργότερα προίκισε ένα μοναστήρι στο όνομά της και μετέφερε τη σορό της εκεί. Επίσης ο Βάλλενσταϊν κληρονόμησε 14 τεράστιας αξίας κτήματα από τον θείο του. Έτσι έγινε ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της περιοχής του.
Για αρκετό διάστημα ο Βάλλενσταϊν ασχολήθηκε μετην οργάνωση καιτη διαχείριση της περιουσίας του. Εντατικοποίησε τις καλλιέργειες, τις οποίες συχνά επιθεωρούσε, δημιουργούσε βιοτεχνίες όπου ήταν δυνατόν με αποτέλεσμα να αυξηθεί η παραγωγή αγαθών στις περιοχές του. Τα περισσεύματα αποθηκεύονταν σε αποθήκες, που είχε κτίσει γιατον σκοπό αυτό, καισε μεγάλο ποσοστό εξάγονταν. Επίσης φρόντιζε γιατην ευημερία των πληθυσμών που κατοικούσαν στοφέουδότου. Οργάνωσε την εκπαίδευση, πουτη θεωρούσε απαραίτητη για κάθε άνθρωπο, την πρόνοια για τους φτωχούς, την ιατρική περίθαλψη και διανομή τροφίμων σε περίπτωση ανάγκης. Μαδεν έμεινε για πολύ στη Βοημία. Πάντοτε αναζητούσε τον τρόπο να διακριθεί στον πολιτικό και στρατιωτικό στίβο καιη ευκαιρία δεν άργησε να έρθει.
Το1617, ο αρχιδούκας της Στυρίας Φερδινάνδος (μετέπειτα αυτοκράτορας Φερδινάνδος Β΄ της Βοημίας) οργάνωσε μια μικρή εκστρατεία εναντίον της Βενετίας, στην οποία συμμετείχε καιο Βάλλενσταϊν. Η αύξηση της περιουσίας του τού έδωσε τη δυνατότητα να εξοπλίσει σώμα 200 ιππέων με αποκλειστικά δικά του έξοδα, κερδίζοντας φήμη μεταξύ των στρατιωτικών διοικητών καιτην προσοχή του αρχιδούκα. Στην εκστρατεία δεν σημειώθηκαν σημαντικές μάχες και γενικώς ήταν υποτονική. Έτσι ένα κατόρθωμα του Βάλλενσταϊν έκανε μεγάλη εντύπωση. Μ’ αυτόν τον τρόπο κέρδισε καιτην εύνοια του Φερδινάνδου και πέτυχε την πρόσκλησή τουστην Αυλή της Βιέννης. Από εκεί και πέρα η ανέλιξή του υπήρξε ραγδαία. Αρχικά προήχθη σε διοικητή της εθνοφυλακής, θέση που δίνονταν μόνον σε έμπιστα άτομα. Αργότερα το ίδιο έτος παντρεύτηκε τη βαθύπλουτη Ισαβέλλα Αικατερίνη, κόρη του κόμη Χάρραχ (Harrach) και έλαβε από τον Φερδινάνδο τον τίτλο του κόμη. Μετη δεύτερη σύζυγό του απέκτησε δύο παιδιά, έναν γιο, που πέθανε σε νηπιακή ηλικία, καιμια κόρη.
Το γεγονός που συνδέεται μετη κύρια δράση του Βάλλενσταϊν είναι οΤριακονταετής Πόλεμοςπου ξέσπασε το1618 μεταξύ Προτεσταντών και Καθολικών των γερμανικών κρατιδίων. Το έτος αυτό ο αυτοκράτορας Ματθαίος Β' κατήργησε τονΧάρτη του Προτεσταντισμούστη Βοημία. Οι αγανακτισμένοι Βοημοί πέταξαν τους επιτρόπους του αυτοκράτορα από τα παράθυρα του πύργου της Πράγας, πράξη που έμεινε στην ιστορία ως «εκπαραθύρωση της Πράγας» και υπήρξε η θρυαλλίδα του πολέμου. Οι επαναστάτες προσέγγισαν τον Βάλλενσταϊν, αλλά αυτός τάχθηκε μετον αυτοκράτορα. Για τούτο, εγκατέλειψε το Όλμουτς και κατέφυγε στη Βιέννη, ενώ τα κτήματά του περιήλθαν στην κατοχή των Προτεσταντών. Η πρώτη υπηρεσία που πρόσφερε στους Αψβούργους ήταν η υπεράσπιση καιη μεταφορά, υπό την επιτήρησή του, του κρατικού θησαυροφυλακίου της Μοραβίας στη Βιέννη, όταν εγκατέλειψε το Όλμουτς. Ο θησαυρός αυτός του έδωσε τη δυνατότητα να εξοπλίσει και συντηρήσει ένα σύνταγμα θωρακοφόρων μετο οποίο συμμετείχε υπό τον Karel Bonaventura Buquoy στην εκστρατεία εναντίον τουΜάνσφελντ (Ernst von Mansfeld) όπου διακρίθηκε ιδιαίτερα κατά τη μάχη τουΣαμπλάτ (Záblatí) το1619. Το έτος αυτό ο Φερδινάνδος διαδέχτηκε τον αποθανόντα Ματθαίο στον αυστριακό θρόνο καιο Βάλλενσταϊν στήριξε τον νέο αυτοκράτορα με σημαντικά ποσά. Δεν έλαβε μέρος στη μεγάλη μάχη του Λευκού Όρους (1620), μετην οποία η Βοημία παρέμεινε στην αυτοκρατορία, αλλά κατόπιν πολέμησε κατά του Ούγγρου Γκάμπριελ Μπέτλεν (Bethlen Gábor) στη Μοραβία, όπου και ανέκτησε τα κτήματά του.
Ως ένας από τους λίγους ευγενείς που έμειναν πιστοί στη Βιέννη, ο Βάλλενσταϊν έλαβε από τον Φερδινάνδο την άδεια να αγοράσει εκτάσεις στη βόρεια Βοημία, εκτάσεις οι οποίες είχαν αφαιρεθεί από στασιαστές προτεστάντες ευγενείς. Με ένα ασύλληπτο γιατην εποχή εκείνη ποσό, το οποίο παραμένει άγνωστο πουτο είχε βρει, αγόρασε τεράστιες εκτάσεις και ονόμασε το ενιαίο φέουδο που σχημάτιζαν Φρίντλαντ (Frýdland). Το1622 έλαβε καιτον τίτλο τουΠαλατινού Κόμητα.
Τον ίδιο χρόνο, ο Γκάμπριελ Μπέτλεν επιτέθηκε ξανά με έναν στρατό Τρανσυλβανώνκαι Τούρκων. Μάλιστα νίκησε δύο φορές τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, πουκαι στις δύο περιπτώσεις έχασαν τους στρατηγούς τους στο πεδίο της μάχης. Κατόπιν όμως ο Ούγγρος ηγέτης ηττήθηκε από τον Βάλλενσταϊν και σύναψε ειρήνη μετον Φερδινάνδο. Εις ανταπόδοσιν των υπηρεσιών του, ο Βάλλενσταϊν ονομάστηκε διαδοχικά πρίγκηπας (1623) καιδούκας (1625) μετο δικαίωμα να κόβει νομίσματα καινα απονέμει τίτλους ευγενείας. Παράλληλα, όμως, είχε κερδίσει καιτην εκτίμηση πολλών μισθοφόρων, τόσο για τις ικανότητες καιτη δράση του όσο καιγιατη φροντίδα που έδειχνε στους στρατιώτες του. Βέβαια η εκτίμηση των στρατιωτών συνοδευόταν από την αντιπάθεια καιτον φθόνο πολλών αυλικών γιατη μετεωρική ανέλιξή του.
Μετά την αποχώρηση του Μπέτλεν από το θέατρο του πολέμου, ο Βάλλενσταϊν αποσύρθηκε για λίγο καιρό γιανα οργανώσει τις εκτάσεις που μόλις είχε λάβει. Όπως καιμετην αρχική του περιουσία, ασχολήθηκε μεθοδικά μετην ανάπτυξη των εσόδων, βελτιώνοντας τις αγροκαλλιέργειες, την κτηνοτροφία, το εμπόριο καιτη βιοτεχνία. Αναμόρφωσε τη δικαιοσύνη, ίδρυσε σχολεία και γενικότερα ενδιαφέρθηκε γιατην ευημερία των κατοίκων της επικράτειάς του. Είχε πλέον αποκτήσει αρκετή αυτονομία ώστε να διοικεί κατά το δοκούν, χωρίς να δίνει λόγο σε κάποιον ανώτερό του, ούτε στον αυτοκράτορα του οποίου τυπικά ήταν υποτελής. Βέβαια, πάντα το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς την πολιτική σκηνή, όπου η φιλοδοξία του επιζητούσε τη διάκριση. Παρακολουθούσε τις εξελίξεις και περίμενε την κατάλληλη στιγμή, όταν η επέμβασή τουθα ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαία.
Το 1625 ενεπλάκη στον πόλεμο ηΔανίακαιο βασιλιάς της, Χριστιανός Δ΄, τέθηκε επικεφαλής του προτεσταντικού συνασπισμού. Ο Φερδινάνδος για κάποιο χρονικό διάστημα αντιμετώπισε την κατάσταση μετη βοήθεια τουβαλλονικής καταγωγής στρατηγού Τιλλύ (Johann Tserclaes, κόμη του Tilly) που ηγείτο του στρατού της Καθολικής Λίγκας (Καθολική Συμμαχία). Όμως ο Τιλλύ βρισκόταν υπό της διαταγές του εκλέκτορα της Βαυαρίας Μαξιμιλιανού. Ο Φερδινάνδος μη έχοντας τα μέσα γιανα αναλάβει μόνος τουτον πόλεμο, αναγκάστηκε να δεχτεί την εξάρτησή του από «ξένους». Τότε, ο καιροσκόπος Βάλλενσταϊν εμφανίστηκε στον αυτοκράτορα προτείνοντας να αναλάβει ο ίδιος τα έξοδα γιατην οργάνωση ενός στρατού 50.000 μετον όρο νατου επιτραπεί να συντηρεί τον στρατό του εις βάρος των κατεχόμενων περιοχών. Ο αυτοκράτορας, μη θέλοντας τη συγκέντρωση ενός τόσο μεγάλου στρατού υπό τις διαταγές ενός πρίγκιπα, «κατέβασε» τον αριθμό σε 20.000 και τελικά συμφωνήθηκε ότι ένας στρατός 30.000 ανδρών ήταν αρκετός. Στις 7 Απριλίου 1625 ο Βαλλενστάιν ονομάστηκε αρχιστράτηγος των αυτοκρατορικών δυνάμεων της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους και της Ολλανδίαςκαιτου δόθηκε η δυνατότητα επιλογής των αξιωματικών του.
Η φήμη του Βοημού δούκα έκανε το έργο της στρατολόγησης ιδιαίτερα εύκολο. Οι 30.000 μισθοφόροι (Γερμανοί, Βαλλόνοι, Κροάτες, Ισπανοί, Πολωνοί κ.λπ.) πολύ σύντομα έγιναν 50.000. Επικεφαλής αυτού του στρατού ο Βάλλενσταϊν εισέβαλε το φθινόπωρο του 1625 στην Κάτω Σαξονία. Κατέλαβε τις πλούσιες και στρατηγικά σημαντικές επισκοπές τουΜαγδεβούργουκαιτουΧάλμπερσταντκαι προσπάθησε να προωθήσει έναν από τους γιους του Φερδινάνδου στον επισκοπικό θρόνο αυτών των περιοχών. Σε συνεργασία μετον Τιλλύ, απώθησε τους Δανούς, οι οποίοι ζήτησαν ειρήνη. Μια ειρήνη, όμως, τόσο γρήγορα δεν εξυπηρετούσε τα σχέδια του Βάλλενσταϊν, πουδεν είχε σημειώσει κάποια εντυπωσιακή επιτυχία μέχρι στιγμής. Οι εχθροί τουστην αυστριακή Αυλή πίεζαν τον αυτοκράτορα να απαλλαγεί από την περιττή όσο και επικίνδυνη παρουσία του Βάλλενσταϊν, που είχε ανταμειφθεί δυσανάλογα περισσότερο από όσα είχε προσφέρει στον θρόνο. Έτσι έθεσε απαράδεκτους όρους στον Δανό μονάρχη με αποτέλεσμα να συνεχιστούν οι εχθροπραξίες. Στις αρχές του1626του δόθηκε η ευκαιρία να αποδείξει την αξία τουκαι τις ικανότητές τουκαινα αποστομώσει τους εχθρούς του. Ήρθε αντιμέτωπος μετον ικανότατο και έμπειρο κόμη Έρνστ φον Μάνσφελντ, που είχε εμπλακεί από την αρχή του πολέμου στο πλευρό των Προτεσταντών, το 1622 είχε νικήσει τον Τιλλύ και τώρα πολεμούσε για λογαριασμό της Ολλανδίας επικεφαλής μια στρατιάς μισθοφόρων. Η μάχη έγινε στη γέφυρα ΝτεσάουτουΈλβακαι έληξε με αποφασιστική νίκη του Βάλλενσταϊν. Ο Μάνσφελντ είχε κάνει το λάθος να υποτιμήσει τονπιο άπειρο αντίπαλό του. Αντίθετα, ο Βάλλενσταϊν αντιστάθμισε την έλλειψη εμπειρίας μετην άρτια οργάνωση και μεθοδικότητα κατά την προετοιμασία της μάχης. Μετά τη μάχη δεν καταδίωξε αμέσως τα υπολείμματα του στρατού του Μάνσφελντ γιανα προστατέψει τα εδάφη τουστον Έλβα. Έπειτα κλήθηκε εσπευσμένα στην Αυστρία που απειλούνταν ξανά από τον Μπέτλεν μετον οποίο είχε ενωθεί ο Μάνσφελντ. Μέχρι το επόμενο έτος, υποχρέωσε τους Ούγγρους σε ειρήνη, αναδιοργάνωσε τον στρατό τουκαι στράφηκε προς τον βορρά γιανα τελειώνει μιακαι καλή με τους Δανούς.
Την άνοιξη του1627 κατελήφθησαν ηΠομερανία, τοΜεκλεμβούργοκαιτοΒραδεμβούργο, παρά τις διαβεβαιώσεις περί αυστηρής ουδετερότητας που προέβαλαν στον Βάλλενσταϊν. Αυτός απαντούσε ότι όλη η Γερμανία έπρεπε να υπάγεται καινα κυβερνάται από έναν απόλυτο μονάρχη, κατά το πρότυπο της Ισπανίας. Οι πολλοί εκλέκτορες μόνον εσωτερική διάσπαση προσέφεραν καιγι’ αυτό έπρεπε να καταργηθούν. Έπειτα, αφού πρώτα φρόντισε να σταλεί ο Τιλλύ στα ολλανδικά σύνορα, εκδίωξε τους Δανούς από τη Γερμανία καιτη Γιουτλάνδη και σταμάτησε μόνον μπροστά στη θάλασσα. Για τις νέες επιτυχίες ο αυτοκράτορας τον αντάμειψε μετα δουκάτα τουΖαγκάν (1627) καιτου Μεκλεμβούργου (1629). Μετην παραχώρηση του τελευταίου, ο Φερδινάνδος εξόφλησε το χρέος των 3.000.000 φιορινιών που όφειλε στον Βάλλενσταϊν. Επίσης απένειμε στον Βοημό αρχιστράτηγο τον τίτλο του «Ναυάρχου της Βόρειαςκαι της Βαλτικής Θάλασσας». Γιανα αποκτήσει η αυτοκρατορία έξοδο στη θάλασσα ώστε να μπορέσει να συναγωνιστεί τις ναυτικές δυνάμεις του Βορρά (Αγγλία, Ολλανδία, Σουηδία, Δανία) ο Βάλλενσταϊν προσπάθησε να υποτάξει τις προτεσταντικές πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης. Το 1628 πολιόρκησε χωρίς επιτυχία τοΣτράλσουντ (Stralsund), που είχε ενισχυθεί με σουηδικές μονάδες, ενώ τοΔιάταγμα της Αποκατάστασης (1629, μετο οποίο αποδιδόταν στηνΚαθολική Εκκλησίαοι κτήσεις που είχαν δημευθεί από τους Προτεστάντες κατά τηΜεταρρύθμιση) εξόργισε και συνένωσε τους Προτεστάντες εναντίον του Φερδινάνδου. Με προτροπή του Βάλλενσταϊν, υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μετη Δανία στις 4 Ιουνίου 1629, χωρίς η τελευταία να χάσει εδάφη, αλλά μετην υποχρέωση μη παρέμβασης στην υλοποίηση του Διατάγματος της Αποκατάστασης. Μετά από αυτό οι Προτεστάντες ζήτησαν και πέτυχαν την επέμβαση τουΓουσταύου Β΄ Αδόλφου της Σουηδίας, του αποκαλούμενου «Λέοντα του Βορρά».
Ο Βάλλενσταϊν είχε προβλέψει την επέμβαση της Σουηδίας. Γι’ αυτό καιμε δική του παρότρυνση είχε υπογραφεί ειρήνη με τους Δανούς, προτείνοντας τόσο ευνοϊκούς όρους. Όμως, πάνω στο απόγειο της δόξας του, ο αυτοκράτορας αποφάσισε την ανάκλησή του. Η εκπληκτική δράση του, είχε προσθέσει πολλούς εχθρούς στους ήδη υπάρχοντες. Οι Γερμανοί πρίγκιπες, που έβλεπαν ότι ο ισχυρός Βοημός τους έφερνε κάτω από την εξουσία του αυτοκράτορα, οι Προτεστάντες που είχαν χάσει την αυτονομία τους με αποτέλεσμα να κυβερνιούνται από καθολικό μονάρχη, ηΙσπανίακαιηΓαλλίαπουδεν έβλεπαν με καθόλου καλό μάτι την ισχυροποίηση της Αυστρίας, όλοι αυτοί λοιπόν είχαν λόγους να θέλουν την απομάκρυνση του Βάλλενσταϊν από τη θέση του αρχιστρατήγου. Ο ίδιος ο Φερδινάνδος είχε τις υποψίες τουκαι τις επιφυλάξεις του απέναντι στα κίνητρα και τις φιλοδοξίες του στρατηγού του. Έτσι όταν οι εχθροί του επιτυχούς στρατηγού στη Βιέννη, με πρωτοστάτη τον Μαξιμιλιανό της Βαυαρίας, παρουσίασαν έναν μακροσκελή κατάλογο με κατηγορίες εναντίον του, ο Αυστριακός μονάρχης πείσθηκε και αφαίρεσε από τον Βάλλενσταϊν τη διοίκηση του στρατού (1630). Άλλωστε ο πόλεμος μόλις είχε λήξει καιη παρουσία ενός τόσο δυνατού όσο και δημοφιλούς στρατηγού στο ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα ήταν επικίνδυνη.
Προς μεγάλη έκπληξη όλων, φίλων και εχθρών, ο Βάλλενσταϊν αποσύρθηκε ήρεμα χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Ήξερε ότι ήταν απαραίτητος και ότι σύντομα θατον καλούσαν ξανά. Επέστρεψε στις κτήσεις τουκαι ασχολήθηκε ακόμα μία φορά μετην επιτυχή και συνετή διακυβέρνησή τους. Και πάλι προς έκπληξη όλων δεν διέκοψε τις σχέσεις τουμετον αυτοκράτορα που παρέμειναν καλές. Μάλιστα σεμια περίπτωση συμβούλευσε τον αυτοκράτορα γιατο πώς έπρεπε να κινηθεί στη διεθνή πολιτική σκηνή. Συγκεκριμένα, του πρότεινε να συμμαχήσει με τους Δανούς ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τον μεγάλο στόλο τους γιανα διακόψει τις γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνίας του Σουηδού βασιλιά. Οι οδηγίες αυτές φανερώνουν έναν άνθρωπο με οξεία αντίληψη και ορθή εκτίμηση της τρέχουσας κατάστασης, έναν αριστοτέχνη της υψηλής στρατηγικής.
Μετά την απομάκρυνση του Βάλλενσταϊν από το μέτωπο, το κύριο βάρος της πολεμικής προσπάθειας το ανέλαβε ο Τιλλύ. Όμως μπροστά στη μεγαλοφυΐα του Γουσταύου Αδόλφου ο πόλεμος εξελίχθηκε ιδιαίτερα αρνητικά για τους καθολικούς. Ο Σουηδός μονάρχης προέλαυνε ασυγκράτητος στη βόρεια Γερμανία συντρίβοντας σε δύο μεγάλες μάχες τον στρατό του Τιλλύ, ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα κατά τη δεύτερη. Στη συνέχεια βάδισε προς τοΜόναχο. Ο Φερδινάνδος δεν είχε άλλη επιλογή από τονα προστρέξει στη βοήθεια του Βάλλενσταϊν. Αυτός δέχτηκε να αναλάβει τη διοίκηση του στρατού για τρεις μήνες, μετον όρο ναμην μοιραστεί την αρχηγία με κανέναν. Έπειτα από το διάστημα αυτό θα αποχωρούσε και ως δικαιολογία προέβαλε τηνποδάγρα από την οποία έπασχε. Μέσα σε λίγες εβδομάδες (άνοιξη του1632) συγκέντρωσε έναν στρατό 40.000 ανδρών και όπως καιτην πρώτη φορά ανέλαβε όλα τα έξοδα. Όταν έληξε η προθεσμία των τριών μηνών, ο αυτοκράτορας επίμεινε ναμην εγκαταλείψει τη διοίκηση. Με προσωπική επιστολή του προς τον Βοημό πρίγκιπα ζήτησε την παραμονή του τελευταίου στη διοίκηση του στρατεύματος καθώς η προέλαση του Γουσταύου Αδόλφου δεν άφηνε περιθώρια για εναλλακτικές λύσεις.
Τότε, ο Βάλλενσταϊν έθεσε τους όρους που ουσιαστικά τον εξίσωναν, αν όχι τοποθετούσαν υπεράνω του αυτοκράτορα: ο Φερδινάνδος δενθα είχε καμιά αρμοδιότητα ή εξουσία επί του στρατεύματος του οποίου μοναδικός αρχηγός θα ήταν ο Βάλλενσταϊν. Αυτός θα είχε κάθε ευθύνη γιατη διεξαγωγή των επιχειρήσεων καιτο δικαίωμα προαγωγών, αμοιβών, απαλλαγών και δημεύσεων. Ακόμα ο αυτοκράτορας δενθα εμφανιζόταν στο στράτευμα χωρίς την άδεια του Βάλλενσταϊν και ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τουο τελευταίος θα λάμβανε μια από τις κληρονομικές επαρχίες της Αυστρίας καιμια από τις επαρχίες πουθα κατακτούσε. Μπρος στην κρισιμότητα της κατάστασης, ο Φερδινάνδος δεν μπορούσε παρά να δεχτεί αυτούς τους ταπεινωτικούς όρους, αλλά πλέον η απόφαση γιατην εξόντωση του αλαζόνα πρίγκιπα είχε παρθεί.
Ως απόλυτος ηγήτορας του αυτοκρατορικού στρατού, ο Βάλλενσταϊν επιδόθηκε χωρίς χρονοτριβές στην αντιμετώπιση του Σουηδού βασιλιά, που ερήμωνε το βόρειο τμήμα της Βαυαρίας, ελπίζοντας να τραβήξει προς τα εκεί το Βοημό αρχιστράτηγο. Ο εκλέκτορας της Βαυαρίας, Μαξιμιλιανός βρέθηκε στη δύσκολη θέση να ζητήσει τη βοήθεια του ανθρώπου που είχε καθαιρεθεί από τις ενέργειές του. Ο Βάλλενσταϊν, όμως έχοντας πλήρη αντίληψη και κατανόηση των κινήσεων του Γουσταύου Αδόλφου, εισέβαλε στη Βοημία και εύκολα εκδίωξε από εκεί τους Σάξονες, συμμάχους των Σουηδών. Έπειτα στράφηκε προς τα νότια και ειδοποίησε τον Μαξιμιλιανό νατον συναντήσει στοΈγκερ (κοντά στα σημερινά γερμανοτσεχικά σύνορα). Ο Γουσταύος, που έβλεπε τον Βάλλενσταϊν να πλησιάζει επικίνδυνα τις γραμμές ανεφοδιασμού του, εγκατέλειψε τη Βαυαρία και προσπάθησε να εμποδίσει τη συνένωση των δύο αντιπάλων του, αλλά δεντα κατάφερε. Αρκέστηκε να φτιάξει ένα οχυρωμένο στρατόπεδο κοντά στηΝυρεμβέργη όπου μετά από λίγο έφτασε καιο αντίπαλός του, πουμετη σειρά του έφτιαξε ένα οχυρωμένο στρατόπεδο σε θέση απ’ όπου μπορούσε να ελέγχει τις γραμμές ανεφοδιασμού των Σουηδών.
Οι δύο αντίπαλοι έμειναν επί έξι εβδομάδες στις θέσεις τους ταλαιπωρούμενοι από την πείνα και τις ασθένειες. Οπιο ευάλωτος ήταν ο Σουηδός μονάρχης που βρισκόταν μακριά από τη χώρα του. Έτσι πρώτος έσπασε την αδράνεια και επιτέθηκε κατά των θέσεων του Βάλλενσταϊν, αλλά υπέστη σοβαρές απώλειες και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί. Καθώς ο χρόνος κυλούσε εις βάρος του, ο Γουσταύος προσπάθησε να παρασύρει τον Βάλλενσταϊν μακριά από τις προτεσταντικές περιοχές του βορρά και βάδισε ξανά κατά της Βιέννης. Ο Βοημός πρίγκιπας από την άλλη αγνόησε πάλι τις κινήσεις του αντιπάλου τουκαι εισέβαλε στη Σαξονία (τον συνδετικό κρίκο του Γουσταύου μετη Σουηδία) ερημώνοντάς την. Ο τελευταίος πλέον δεν είχε άλλη επιλογή από τονα σπεύσει προς τον Βορρά καινα αντιμετωπίσει τον Βάλλενσταϊν. Το έκανε διανύοντας 435 χιλιόμετρα σε είκοσι ημέρες. Μολονότι διέθετε πλέον μόνον 19.000 άνδρες (από τους 60.000 στην αρχή του έτους) επιτέθηκε αμέσως στον Βάλλενσταϊν που ετοιμαζόταν να απολύσει τον στρατό του ενόψει του χειμώνα. Ημάχη έγινε τον Νοέμβριο του 1632 κοντά στο χωριό Λούτσεν της Λειψίαςκαι ήταν μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες όλου του πολέμου. Ανκαιοι αυτοκρατορικοί υπερείχαν αριθμητικά, ηττήθηκαν από τους πείσμωνες Σουηδούς, οι οποίοι ωστόσο έχασαν τον βασιλιά τους. Οι απώλειες ήταν μεγάλες καιγια τις δύο πλευρές που αποσύρθηκαν γιανα διαχειμάσουν καινα ανασυγκροτηθούν.
Την άνοιξη του1633, ο Βάλλενσταϊν επικεφαλής ενός αναγεννημένου στρατού, έδειξε ασυνήθιστη νωθρότητα καιδεν αποτελείωσε τους Προτεστάντες όπως περίμεναν στη Βιέννη. Αυτό φυσικά δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο από τους εχθρούς τουπου άρχισαν πάλι (μετον Μαξιμιλιανό επικεφαλής) να πιέζουν τον αυτοκράτορα νατον καθαιρέσει. Πάντως καιο Βάλλενσταϊν είχε πλέον χάσει την εμπιστοσύνη τουστον Φερδινάνδο, έχοντας γνώση των όσων λάμβαναν χώρα στην αυστριακή Αυλή, αλλά είχε την πεποίθηση ότι απολάμβανε την αμέριστη υποστήριξη των στρατιωτών του ακόμα και εναντίον του αυτοκράτορα. Έτσι προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Σάξονες, μετην προοπτική να ενώσει τη Γερμανία σε ένα κράτος χωρίς θρησκευτικές διακρίσεις. Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς ειπώθηκε στις συνομιλίες τουμε τους Σάξονες, ούτε αν σκόπευε να ηγηθεί ο ίδιος του κράτους αυτού. Στο έντονο διπλωματικό παιχνίδι προσπάθησε ναμπεικαιο Γάλλος πρωθυπουργός ΚαρδινάλιοςΡισελιέ, προσφέροντας στον Βάλλενσταϊν το στέμμα της Βοημίας καιμια μεγάλη ετήσια χορηγία, με αντάλλαγμα τη σύμπραξή του εναντίον της Βιέννης. Ο Βάλλενσταϊν αρνήθηκε, εν τούτοις οι κατηγορίες διαδέχονταν η μία την άλλη. Μια νέα νίκη του εναντίον των Σουηδών καιτων Σαξόνων στοΣτάιναου της Κάτω Σαξονίας απλώς αύξησε τη δυσφορία εναντίον του.
Τον Ιανουάριο του1634ο Φερδινάνδος καθαιρεί μυστικά τον αρχιστράτηγό τουκαι ένα έγγραφο όπου ο τελευταίος κατηγορείται γιαεσχάτη προδοσία δημοσιεύεται στις 18 ΦεβρουαρίουστηνΠράγα. Ο στρατός έμεινε πιστός στον αυτοκράτορα καιμε λίγους πιστούς συνεργάτες και μερικές εκατοντάδες άνδρες, ο Βάλλενσταϊν καταφεύγει στο Έγκερ όπου προσπαθεί να συναντηθεί με τους Σουηδούς υπό τον Γερμανό δούκα Βερνάρδο (που είχε ηγηθεί της νικηφόρας αντεπίθεσης των Σουηδών κατά τη μάχη του Λούτσεν μετά τον θάνατο του Γουσταύου Αδόλφου). Στις 24 του ίδιου μηνός, ο πρώην ηγέτης του καθολικού στρατού δολοφονήθηκε στην κάμαρά του από έναν Ιρλανδό καθολικό και δύο Σκοτσέζους προτεστάντες αξιωματικούς του. Θάφτηκε στοΓιτσίν (Jičín), πρωτεύουσα του δουκάτου της Φρίντλαντ.
Ο Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν υπήρξε μία πολύπλευρη προσωπικότητα που έδρασε με μεγάλη επιτυχία σε διάφορους τομείς. Πέραν των αδιαμφισβήτητων στρατιωτικών ικανοτήτων του, διακρίθηκε και ως κυβερνήτης δείχνοντας προσωπικά ενδιαφέρον γιατη σωστή κρατική λειτουργία των χωρών του, όσο καιγιατην ευημερία των υπηκόων του. Σεμια εποχή πουη Ευρώπη μαστιζόταν από συνεχείς θρησκευτικές συγκρούσεις και διενέξεις, στα εδάφη του επικρατούσε θρησκευτική ανοχή. Η ίδια ανοχή τον διέκρινε καιστην επιλογή των αξιωματικών τουκαι γενικότερα των υφισταμένων του. Από την άλλη, η μεγάλη φιλοδοξία τουτον ώθησε να εμπλακεί σε έναν σφοδρό θρησκευτικό πόλεμο που ερήμωσε και διαίρεσε ακόμη περισσότερο τη Γερμανία, την οποία ονειρευόταν να ενώσει σε ένα ισχυρό κράτος. Η φιλοδοξία αυτή, που άγγιζε τα όρια της μεγαλομανίας, ήταν που τελικά οδήγησε στη δολοφονία του. Αυτό το μίγμα μεγάλων αρετών και παθών που συνθέτουν την προσωπικότητά του, ο Βρετανός Μπάσιλ Λίντελ Χαρτ ονόμασε «Αίνιγμα της Ιστορίας».
Η μυθιστορηματική ζωή και σταδιοδρομία του ενέπνευσαν τονΦρήντριχ Σίλερνα γράψει την «Ιστορία του Τριακονταετούς Πολέμου» καιτη δραματική τριλογία Βάλλενσταϊν («Το στρατόπεδο του Βάλλενσταϊν», «Οι Πικολόμινι», «Ο θάνατος του Βάλλενσταϊν»).