ΤοΠριγκιπάτο της Αχαΐας ήταν ένα κρατίδιο που δημιουργήθηκε από τονΓουλιέλμο Σαμπλίτη κατά τηνΔ΄ Σταυροφορία (1205-1210) στα εδάφη της Πελοποννήσου (Μοριάς), τα οποία μοιράστηκαν σε φέουδα μεταξύ των Φράγκων Σταυροφόρων.
Η πρωτεύουσα του πριγκιπάτου ήταν ηΑνδραβίδα. Κύριο λιμάνι του ήταν ηΓλαρέντζα ή Clarence (στη θέση Παλαιόκαστρο, δυτικά της σημερινής Κυλλήνης) και σημαντικό του κάστρο ήταν τοΧλεμούτσι ή Clermont λίγο πιο νότια.
Όταν οΒονιφάτιος ο Μομφερατικόςτο 1204 κατέκτησε τηΘεσσαλονίκη, κινήθηκε νότια προς τονΙσθμό της Κορίνθου κατακτώντας συνεχώς νέα εδάφη. Στην Πελοπόννησο την ίδια εποχή βρισκόταν οΓοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνοςπου είχε βγειστην ακτή λόγω θαλασσοταραχής: ενώ οι άλλοι ιππότες της Δ΄ Σταυροφορίας παρέκκλιναν της πορείας τους και τελικά κατέλαβαν τηνΚωνσταντινούπολη, ο Γοδεφρείδος αποβιβάστηκε στηνΠαλαιστίνη,[1] όμως κατά την επιστροφή τουτο 1204, το πλοίο του λόγω καταιγίδας βρήκε καταφύγιο στηΜεθώνη. Εκεί βρήκε τους κατοίκους της περιοχής σε πλήρη αναρχία και τους άρχοντες του τόπου να ανταγωνίζονται γιατην κατάληψη της εξουσίας. Τότε έλαβε πρόσκληση από τον άρχοντα της Κορώνης, Ιωάννη Καντακουζηνό, μετον οποίο και ήλθε σε συμφωνία να συνεργαστούν γιατην κατάκτηση όλης της Πελοποννήσου.[1] Έτσι ο Γοδεφρείδος κατέστη κύριος των παραλίων της Μεσσηνίας, της Ηλείας καιτων Πατρών.[1]
Όταν ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός το 1205 ξεκίνησε να πολιορκεί τοΆργος, ο Βιλλεαρδουίνος έτρεξε προς βοήθειά τουκαι εκεί πρότεινε στονΓουλιέλμο Σαμπλίτη, συμπολεμιστή του Βονιφάτιου, να κατακτήσουν μαζί την Πελοπόννησο, πρόταση μετην οποία συμφώνησε καιο Βονιφάτιος, δίνοντάς τους όσα εδάφη θα μπορούσαν να κατακτήσουν εφόσον ήταν υποτελείς του.[2]
Ο Βιλλεαρδουίνος είχε ήδη κατακτήσει τηνΠάτρακαιτηνΑνδραβίδα. Μέσω Πάτρας προχώρησαν στην Ηλεία κι έπειτα στη Μεσσηνία, βρίσκοντας αντίσταση μόνο στηνΑρκαδιά.[2] Φτάνοντας κοντά στηΜεθώνη, στον «Ελαιώνα του Κούντουρα» συνάντησαν τον βυζαντινό στρατό σεμια τελευταία προσπάθεια του διοικητή τουΘέματος της Πελοποννήσου, Μιχαήλ Δούκα, να προβάλει αντίσταση.[1][2]Στη μάχη που έγινε γνωστή ως Μάχη του ελαιώνα του Κούντουρα, οι Φράγκοι πέτυχαν συντριπτική νίκη κατά των Βυζαντινών, και από τότε ο Σαμπλίτης ονομάστηκε πρίγκιπας της Αχαΐας.[2] Συνεχίζοντας οι δύο ιππότες κατέκτησαν όλη την Πελοπόννησο βρίσκοντας αντίσταση μικρή στηνΚαρύταινακαιστοΝύκλι (πόλη-κάστρο στην Αρκαδία) καιστα Σκόρτα, όπου οΔοξαπατρής Βουτσαράς αντέταξε σθεναρή αντίσταση.[2]Τα μοναδικά εδάφη που έμειναν εκτός της φράγκικης επικράτειας ήταν οι βενετικές πλέον ΜεθώνηκαιΚορώνηκαιηΜονεμβασιά, η οποία κατακτήθηκε όμως αργότερα μετά από πολύχρονη πολιορκία.[2]Το 1209 ο Σαμπλίτης έμαθε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός του Λουδοβίκος πέθανε άτεκνος και έπρεπε να επιστρέψει στηΓαλλίαγιανα πάρει τα δικαιώματά του. Φεύγοντας άφησε στη θέση του ως βάιλο τον ανιψιό τουΟύγο Σαμπλίτη, επειδή ο γιος του ήταν ανήλικος. Επιπλέον άφησε μία επιτροπή γιανα μοιράσει το πριγκιπάτο στους πιστούς του ιππότες (να τους δοθούν βαρωνίες) αλλά και στους ντόπιους που δέχτηκαν την υποτέλεια στους Φράγκους. Στη διαδρομή όμως προς τη Γαλλία πέθανε στηνΑπουλία της Ιταλίας. Λίγο αργότερα πέθανε καιο ανιψιός του Ούγος, οπότε το πριγκιπάτο πέρασε στα χέρια του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, ο οποίος πήρε τη θέση του Ούγου ως βάιλος μέχρι να εμφανιστεί ο κληρονόμος του Γουλιέλμου, Ροβέρτος Σαμπλίτης. Με μηχανορραφία του Γοδεφρείδου όμως, ο Ροβέρτος καθυστέρησε καιοι άλλοι ευγενείς αναγνώρισαν αυτόν ως πρίγκιπα της Αχαΐας.[2]
Κατά την εξουσία των Βιλλεαρδουίνων το πριγκιπάτο γνώρισε μεγάλη ακμή. Οι Βιλλεαρδουίνοι έστησαν νομισματοκοπείο στηΓλαρέντζακαι έκοβαν δικό τους νόμισμα.[2]Ο Βιλλεαρδουίνος αναλαμβάνοντας πρίγκιπας συγκρούστηκε μετην Καθολική Εκκλησία, δημεύοντας την περιουσία της στην περιοχή καιμε αυτή έκτισε τοΧλεμούτσι. ΟΓοδεφρείδος απέκτησε από τους ντόπιους άρχοντες, τους επονομαζόμενους κεφαλάδες, αλλά και από τονΠάπα Ιννοκέντιο Γ΄, την κυριότητα της Αχαΐας, της Ηλείαςκαι της Μεσσηνίας, ένα μέρος της Αρκαδίας, καιτον τίτλο του πρίγκηπα της Αχαΐας. Παρόλα αυτά, στους κεφαλάδες αναγνωρίστηκαν τα παλαιά τους προνόμια (ηγηκαιοι δουλοπάροικοι) και αφού ανέβηκαν στην τάξη των ιπποτών, είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στις συνελεύσεις της Ανδραβίδας μαζί με τους Φράγκους άρχοντες.
Το 1255 ο τότε πρίγκηπας Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος προσπάθησε να καταλάβει τηνΕύβοια, αλλά ξεκίνησε εμφύλιο πόλεμο με τους υποτελείς τουτριτημόριους βαρώνους του νησιούκαιτουΔουκάτου των Αθηνών. Το 1259, μετά τηΜάχη της Πελαγονίας, οι Φράγκοι του Πριγκιπάτου νικήθηκαν από τονΜιχαήλ Η΄ Παλαιολόγοκαι αναγκάστηκαν νατου παραχωρήσουν κάστρα στη Λακωνία γιανα ελευθερωθεί ο Βιλλεαρδουίνος. Από τότε το Πριγκιπάτο, δίνοντας πάτημα στους Βυζαντινούς στην Πελοπόννησο, ξεκίνησε μόνιμα πόλεμο εναντίον τους που τελείωσε μόνο το 1430 μετην πτώση του.
Οι καινούριοι κατακτητές της Πελοποννήσου χρησιμοποίησαν ως κανόνα και βάση του δικαίου τους, τις αρχές που είχαν διατυπωθεί πριν από έναν αιώνα στα περίφημα Συνήθεια της Ιερουσαλήμ(Assises of Jerusalem).
Αφού συγκάλεσαν συγκέντρωση όλων των βαρώνων στην πρωτεύουσα Ανδραβίδα, συνέταξαν τονΚαταστατικό Χάρτη της Αχαΐας ή ριτζίστρο, μετον οποίο μοίραζαν την Πελοπόννησο σε 12 βαρωνίες, όπου οι βαρόνοι με τους υποτελείς τους (λήζιους) σχημάτιζαν τη Μεγάλην Κούρτην ή Βουλή, που συμβούλευε τον ηγεμόνα, αλλά και έκρινε φεουδαλικά ζητήματα μεταξύ των αρχόντων. Ο κάθε ένας από αυτούς τους βαρόνους άρχιζε να κτίζει οχυρά κάστρα στην τοποθεσία του, γιανα μπορεί να ελέγχει τους χωρικούς του, αλλά καινα αμύνεται ενάντια στις επιβουλές. Εκτός από τους 12 ισότιμους βαρόνους υπήρχαν και 7 εκκλησιαστικοί βαρόνοι, πουοι θέσεις τους καθορίστηκαν σύμφωνα μετην προϋπάρχουσα ελληνική εκκλησιαστική τάξη, ανάμεσα στους οποίους οΛατίνος αρχιεπίσκοπος της Πάτραςκαι έξαρχος της Αχαΐας ήταν ο προκαθήμενος. Ο αρχιεπίσκοπος πήρε 8 ιπποτικά τιμάρια, οι επίσκοποι από 4 ο καθένας και από 4 πήραν καιτα 3 στρατιωτικά τάγματα, που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο εκείνη την εποχή: τοΤάγμα των Τευτόνων ιπποτών, τουΑγίου ΙωάννηκαιτωνΝαϊτών. Όταν έναν αιώνα αργότερα οι Ναΐτες διαλύθηκαν, οι γαίες τους κατέληξαν στους Ιωαννίτες ιππότες. Οι ιππότες καιοι ακόλουθοι των ηγεμόνων πήραν από 1 τιμάριο καιοι δουλοπάροικοι που ζούσαν εκεί, παραχωρήθηκαν στους καινούριους αφέντες τους.
Μετά τη διανομή των φέουδων καθορίστηκαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες, που αυτοί θα πρόσφεραν. Όλοι οι υποτελείς (βασάλοι) όφειλαν να στρατεύονται για υπηρεσία στο στρατόπεδο καινα μένουν εκεί 4 μήνες, υπηρεσία στη φρουρά άλλους 4 μήνες και τους τελευταίους 4 μήνες να παραμένουν στα σπίτια τους, πάντοτε έτοιμοι όμως για διαταγές από τον άρχοντά τους. Εκτός από τη Μεγάλη Κούρτη υπήρχε καιμια δεύτερη, η Κούρτη των Burgesses (των αστών), με πρόεδρο οριζόμενο από τον ηγεμόνα, που είχε τον τίτλο του υποκόμη. Αυτή η κούρτη ασχολιόταν μετη συζήτηση και επίλυση αστικών διαφορών, με δύο δικαστήρια: στη Γλαρέντζα καιτην Ανδρούσα. Αλλά και κάθε βαρώνος είχε από μια κούρτη, που μαζί με τους γέροντες της βαρονίας του εκδίκαζαν τοπικές υποθέσεις. Από τον κώδικα των «Ασσιζών της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας» μαθαίνουμε γιατη διαίρεση της κοινωνίας. Ανώτατος άρχων ήταν ο ηγεμόνας, μετά οι 12 βαρώνοι, μετά οι μεγάλοι και μικροί υποτελείς ή λίζιοι, οι ελεύθεροι υπήκοοι καιοι δουλοπάροικοι. Στην οργάνωση αυτή υπάρχει ενός είδος δημοκρατίας για τους ανώτερους της κοινωνίας, αφού ο ηγεμόνας δεν ήταν «ελέω Θεού» αφέντης, αλλά η εξουσία του περιοριζόταν από αυτή των βαρόνων καιτων λήζιων, οι οποίοι μπορούσαν να ελέγχουν την εξουσία, αλλά καινα ελέγχονται από αυτή. Επίσης καιοι γυναίκες είχαν το δικαίωμα να κληρονομούν τις γαίες του θανόντος συζύγου τους, αλλά καινα τους διαδέχονται στον θρόνο - κάτι που ήταν αντίθετο από τον πατροπάραδοτο Σάλιο Νόμο (το αρχαίο δίκαιο των Σάλιων Φράγκων, μιας από τις έξι φυλές των Φράγκων, εγκατεστημένης στον κάτω Ρήνο· ο Σάλιος νόμος είχε διατάξεις αστικού και ποινικού δικαίου και δικονομίας και δέχτηκε αργότερα προσθήκες από τον εκχριστιανισμό των Φράγκων).
Οι ελεύθεροι πολίτες είχαν το δικαίωμα της ελεύθερης διάθεσης των υπαρχόντων τους ή των προϊόντων τους μέσα ή έξω από τη χώρα, αλλά κανένας τιμαριούχος δεν μπορούσε να διαθέσει το τιμάριό τουσε κάποιο άλλο πρόσωπο χωρίς την άδεια του ηγεμόνα. Ελεύθεροι ήταν καιοι Έλληνες άρχοντες της προϋπάρχουσας ηγετικής βυζαντινής τάξης, που ήρθαν σε επαφή και επικοινωνία με τους Φράγκους και κατάφεραν να κρατήσουν τις κτήσεις τους καιτα προνόμιά τους, αφού δήλωσαν υποταγή στον καινούριο ηγεμόνα.
Η κατώτερη τάξη της φεουδαλικής κοινωνίας ήταν αποκλειστικά συγκροτημένη από Έλληνες. Οιδουλοπάροικοιδεν μπορούσαν να παντρευτούν ή να δώσουν τη κόρη τους σε γάμο χωρίς τη συγκατάθεση του αφέντη τους. Αν ένας δουλοπάροικος πέθαινε άκληρος, όλα τα υπάρχοντά του μεταβιβάζονταν στον αφέντη του. Επιπλέον, τα υπάρχοντά του μπορούσε νατα κατάσχει ο αφέντης του όποτε ήθελε καιτο μόνο που μπορούσε να υπερασπιστεί ήταν το σώμα του εναντίον δολοφονικών επιθέσεων. Γιατί αν ένας αφέντης σκότωνε κατά λάθος τον δουλοπάροικο κάποιου άλλου αφέντη, είχε μοναδική υποχρέωση νατου δώσει έναν δικό του. Μπορούσε να δώσει τους δουλοπάροικους σε όποιον ήθελε, όποτε ήθελε. Ανμια γυναίκα υποτελής παντρευόταν έναν δουλοπάροικο αμέσως ξέπεφτε σε αυτή την κοινωνική τάξη και αυτή καιτα παιδιά της. Ο δουλοπάροικος μπορούσε να γίνει ελεύθερος μόνο με πράξη του αφέντη του ή, αν ήταν γυναίκα, μετον γάμο της με έναν ελεύθερο. Στη φεουδαλική Αχαΐα ο δουλοπάροικος είχε τα προνόμια τού να κόβει βελανίδια ή ξύλα από τα δάση ελεύθερα, μπορούσε να πουλήσει για λογαριασμό τουτα ζώα τουκαιο αφέντης τουδεν μπορούσε νατον φυλακίσει για κάποιο παράπτωμα παραπάνω από μία νύχτα. Στην πράξη οι ηγεμόνες δεν ενοχλούσαν τους δουλοπάροικους, αφού δούλευαν όπως έγραφε ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ χωρίς πληρωμή και χωρίς δαπάνες.[3]
Μετον θάνατο του Γουλιέλμου του Β΄, το πριγκιπάτο πέρασε στονΟίκο των Καπετιδών-ΑνζούτουΒασιλείου της Νεαπόλεως, οπότε καιηΙσαβέλλα Βιλλεαρδουίνου παντρεύτηκε τονΦίλιππο Α΄ της Σαβοΐας. Αυτόν οΚάρολος Β΄ της Νάπολης κατηγόρησε για ατιμία, επειδή δεντον βοήθησε στην εκστρατεία κατά τουΔεσποτάτου της Ηπείρουκαι επειδή η Ισαβέλλα δεν είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της γιανα παντρευτεί τον Φίλιππο, ο Κάρολος τους αφαίρεσε το πριγκιπάτο καιτο παρέδωσε στονγιοτουΦίλιππο Α΄ πρίγκιπα του Τάραντα στις 5 Μαΐουτου1306. Οι δυναστικές έριδες καιοι διεκδικητές του θρόνου του Πριγκιπάτου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του, φέρνοντας μάλιστα οι διεκδικητές ακόμη και μισθοφορικούς στρατούς, όπως οιΝαβαραίοι. Ο ένας από τους αρχηγούς αυτών των μισθοφόρων έφτασε να γίνει καιο ίδιος πρίγκιπας: πρόκειται γιατονΠέτρο του Μπορντώ.
Τον Πέτρο διαδέχθηκε η σύζυγός του Μαρία Β΄ από τηνΟικογένεια Ζαχαρία. Ο ανιψιός της Κεντυρίων Ζαχαρία, τελευταίος πρίγκιπας της Αχαΐας, δεν μπόρεσε να προβάλει σοβαρή αντίσταση στους Βυζαντινούς, χάνοντας σταδιακά όλα τα εδάφη του Πριγκιπάτου. Το 1430 παρέδωσε το κάστρο καιτηΒαρωνία της Χαλανδρίτσας, την τελευταία πουτου είχε μείνει, στονΘωμά Παλαιολόγο. Στη συμφωνία που έκανε, κράτησε γιατον εαυτό τουτηΒαρωνία της Αρκαδίαςκαιτου έδωσε την κόρη τουΑικατερίνηκαιτονγιοτουΙωάννη ως αιχμάλωτο. Ο Ιωάννης, τιτουλάριος Πρίγκιπας της Αχαΐας, επαναστάτησε κατά του Θωμά και ξεκίνησε πόλεμο με τους Βυζαντινούς γιατην ανάκτηση των χαμένων εδαφών, χωρίς επιτυχία. Μετον θάνατό του ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει το Πριγκιπάτο καιο τίτλος του Πρίγκιπα.
Κάρολος Α΄ των Καπετιδών-Ανζού, βασιλιάς της Σικελίας(-Νάπολης). Συμπέθερος του Γουλιέλμου Β΄ ως πατέρας τουΦιλίππου, πρώτου συζύγου της Ισαβέλλας Α΄, κόρης του Γουλιέλμου Β΄.
Το1373ο Ιάκωβος Δ΄ της Μαγιόρκας δίνει το πριγκιπάτο στη σύζυγό του Ιωάννα Α΄ της Νάπολης, ενώνοντας τις δυο οικογένειες που είχαν απαίτηση στον θρόνο του πριγκιπάτου. 1377-81: Ιππότες του Τάματος τουΑγ. Ιωάννη.
Οι βάϊλοι ήταν οι επίτροποι του Πρίγκιπα όταν αυτός απουσίαζε από το Πριγκιπάτο. Μετά το 1278, όταν ο Πρίγκιπας δεν έμενε στο πριγκιπάτο, ήταν μόνιμοι.
↑ 2,02,12,22,32,42,52,62,7Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βιβλίο Δέκατο τρίτο, Νέος Ελληνισμός-Φραγκοκρατία, εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Αθήνα 1992
↑Γουίλλιαμ Μίλλερ, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 1990.
↑Στέφανος Θωμόπουλος, Ιστορία της πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, Εκ της βασιλικής τυπογραφίας Νικολάου Γ. Ιγγλέση, Εν Αθήναις 1888